Εχθροί μηλοειδών

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 13:22, 10 Ιουνίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Καρπόκαψα μηλιάς

Η προνύμφη εισχωρεί στον καρπό σκάβοντας μια στοά και κατευθύνεται στα σπέρματα με τα οποία τρέφεται. Η είσοδος στους καρπούς μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε σημείο, αλλά συχνά εντοπίζεται στην κοιλότητα του κάλυκα ή στα σημεία επαφής δύο ή περισσοτέρων καρπών. Από την τρύπα εισόδου των προνυμφών (συνήθως μια σε κάθε καρπό λόγω του κανιβαλισμού) εξέρχεται ένα χαρακτηριστικό πριονίδι, χρώματος καστανού.

Συμπληρώνει 2-3 γενεές. Διαχειμάζει μέσα σε βομβύκιο στις σχισμές του φλοιού των δένδρων ή στο έδαφος. Νυμφώνεται την άνοιξη και οι πρώτες πεταλούδες εμφανίζονται μέσα άνοιξης (Απρίλιο-Μάϊο). Οι νεαρές προνύμφες περιφέρονται ορισμένες ημέρες έξω από τους καρπούς πριν εισχωρήσουν σε αυτούς. Τα ωά των επόμενων γενεών τοποθετούνται επάνω στους καρπούς, μέσα στους οποίους εισχωρούν οι προνύμφες, σε μικρό χρονικό διάστημα, μετά την εκκόλαψη. Η δεύτερη πτήση της χρονιάς εκδηλώνεται τον Ιούλιο, ενώ η τρίτη στα μέσα Αυγούστου περίπου. Συνήθως ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη πτήση παρατηρείται μια διακοπή, ενώ η δεύτερη και η τρίτη μπορεί να επικαλυφθούν μερικώς.

Στο ακμαίο (πεταλούδα) οι πρόσθιες πτέρυγες έχουν χρώμα γκρίζο-σταχτί και φέρουν λεπτές καστανές γραμμές. Στο άκρο της κορυφής υπάρχει χαρακτηριστική οφθαλμοειδής κηλίδα σε καφέ φόντο. Οι οπίσθιες πτέρυγες έχουν το χρώμα του χαλκού, με χρυσαφένιες ανταύγειες. Στις πρόσθιες πτέρυγες οι κροσσοί έχουν χρώμα χρυσαφί, ενώ στις οπίσθιες καστανό ανοιχτό. Το χρώμα των ωών ποικίλλει από γκριζοκίτρινο ή υπόλευκο γυαλιστερό στην αρχή, μέχρι πορτοκαλί προς την ωρίμανση. Λίγο πριν από την εκκόλαψη διακρίνεται ένα σημείο μαύρο (κεφαλή-θώρακας της προνύμφης). Τα ωά τοποθετούνται συνήθως μεμονωμένα. Εκείνα της πρώτης γενεάς απαντώνται σχεδόν αποκλειστικά στο φύλλο που βρίσκεται κοντά στους καρπούς, ενώ εκείνα των επόμενων γενεών τοποθετούνται κυρίως στους καρπούς, συγκεκριμένα στο τμήμα που εκτίθεται περισσότερο στον ήλιο. Η εκκολαφθείσα προνύμφη της C. pomonella έχει χρώμα υπόλευκο ενώ προσλαμβάνει πιο έντονο χρώμα από κίτρινο μέχρι ρόδινο, όσο αυξάνει η ηλικία της. Οι προνύμφες που έχουν διαχειμάσει (διακρίνονται σε σχήμα C μέσα στο βομβύκιο), έχουν χρώμα λευκό ομοιόμορφο.

Οι τρόποι αντιμετώπισης είναι οι εξής:

  • Περιποίηση του κορμού. Αυτό επιτυγχάνεται με χειμερινό πολτό παραφινέλαιου και σαπουνιού, τοποθετώντας χάρτινους κολλητικούς δακτύλιους γύρω από τον κορμό.
  • Με εξατμιστήρες φερομόνης που συμβάλλουν στην παρεμπόδιση σύζευξης των ακμαίων ατόμων.
  • Με εντοπαθογόνους ιούς κοκκιδιώσεως τύπου Baculovirus
  • Με φυσικούς εχθρούς όπως Hymenoptera Chalcis, Ascogaster sp,Braconidae (παρασιτούν τη νύμφη), με ενδοπαράσιτα ωοφάγα (Trichogramma avescens), με τον ζωοπαρασιτικό μύκητα Beauveria bassiana, με το πρωτόζωο Nosema carpocapsae.




Ψύλλα αχλαδιάς

Οι νύμφες και τα ακμαία μυζούν χυμούς και μπορεί να παρουσιαστούν νεκρώσεις στα σημεία όπου τρέφονται. Η σοβαρότερη ζημιά όμως που προκαλούν είναι από το κολλώδες έκκριμα, το οποίο λερώνει κλαδιά, φύλλα και καρπούς. Σε υψηλούς πληθυσμούς του εντόμου τα δένδρα κυριολεκτικά «στάζουν». Σ’ αυτά επίσης αναπτύσσονται δευτερογενώς μύκητες (καπνιά). Προκαλείται ακόμη φυλλόπτωση.

Τα ωά είναι ωοειδή-κίτρινα.Οι νύμφες έχουν πεπλατυσμένο σώμα, κιτρινωπό και αργότερα καστανοπράσινο και διανύουν 5 ηλικίες μέχρι να εμφανιστούν τα ακμαία. Τα πρώτα 4 στάδια καλύπτονται από μελιττώδη σταγόνα.Τα ενήλικα άτομα εμφανίζουν διμορφισμό, δηλαδή στην αρχή εμφανίζονται πράσινα και μετά γίνονται κίτρινα με καστανόμαυρο θώρακα. Οι θερινές γενεές συνήθως είναι πιο ανοιχτόχρωμες με φτερά άχρωμα, διαφανή, που φέρουν μια μαύρη κηλίδα, ενώ τα ακμαία φθινοπώρου-χειμώνα είναι σκούρα καστανά με φτερά που φέρουν γκρίζες σκιάσεις. Συμπληρώνει πολλές και επικαλυπτόμενες γενεές το χρόνο.

Διαχειμάζει ως ενήλικο άτομο και δραστηριοποιείται αρχές άνοιξης (Φεβρουάριο-Μάρτιο). Τα θηλυκά ωοτοκούν και οι νεαρές νύμφες που εμφανίζονται συνήθως στη φάση της έκπτυξης των ανθοφόρων οφθαλμών, τρέφονται από τους εκπτυσσόμενους οφθαλμούς. Αργότερα μετακινούνται προς τα φύλλα, πάντα καλυμμένες με το μελιττώδες έκκριμα.

Συνήθως η πυκνότητα του πληθυσμού είναι χαμηλή στην 1η γενεά της άνοιξης (Φεβρουάριο-Απρίλιο). Αντίθετα ο πληθυσμός είναι αυξημένος στην επόμενη γενεά, που αναπτύσσεται Μάϊο-Ιούνιο. Τον Ιούλιο-Αύγουστο η ένταση της προσβολής είναι ηπιότερη, ενώ αυξάνεται πάλι το φθινόπωρο (Σεπτέμβριο). Τα ακμαία της φθινοπωρινής γενεάς (σκουρότερου χρώματος) προετοιμάζονται για την χειμερινή διάπαυση.

Τρόποι αντιμετώπισης για τον συγκεκριμένο εχθρό είναι:

  • Μέσω φυσικών εχθρών: Anthocoris nemoralis Hemiptera, Chrysopidae.
  • Με ψεκασμό με πυρεθρινοειδές ή παραφινέλαια το φθινόπωρο ή χειμώνα.




Ανθονόμος

Προσβάλλει κυρίως τη μηλιά και δευτερευόντως την αχλαδιά. Οι προνύμφες του τρέφονται εσωτερικά στα κλειστά άνθη της μηλιάς (μπουμπούκια) και τα καταστρέφουν. Αυτά παραμένουν κλειστά και αποκτούν ένα καφέ χρώμα. Το ακμαίο (σκαθάρι) τρέφεται επίσης από τους οφθαλμούς και τα τρυφερά φύλλα, προκαλώντας και σ’ αυτά τα όργανα ζημιές.

Τα θηλυκά την άνοιξη τοποθετούν τα ωά μέσα στα κλειστά άνθη, ανοίγοντας οπή με το ρύγχος τους. Οι προνύμφες είναι λευκές και άποδες. Ολοκληρώνουν την ανάπτυξή τους μέσα στα κλειστά άνθη και εκεί νυμφώνονται. Το νυμφικό περίβλημα είναι σχεδόν διαφανές, ώστε διακρίνεται η μορφολογία της νύμφης (πόδια, έλυτρα, φτερά, κεραίες). Ο προθώρακας φέρει αιχμηρές κωνικές προεξοχές, που χρησιμεύουν στην διαρραγή του νυμφικού περιβλήματος μετά την ολοκλήρωση της ανάπτυξης (περίπου το Μάϊο). Τα ακμαία (σκαθάρια) έχουν μήκος 4-5 χιλ. και χρώμα σκούρο καστανό. Το σώμα τους καλύπτεται από λεπτό γκρίζο χνούδι. Φέρουν δε το χαρακτηριστικό ρύγχος της οικογένειας Curculionidae. Συμπληρώνει 1 γενεά το χρόνο. Από το καλοκαίρι εισέρχεται σε διάπαυση και διαχειμάζει ως ακμαίο κάτω από το φλοιό των δένδρων ή σε άλλα προστατευμένα μέρη. Δραστηριοποιείται την επόμενη άνοιξη, σε θερμοκρασίες υψηλότερες από 5oC (Φεβρουάριο-Μάρτιο) και στην αρχή μόνο τις νυχτερινές.

Τρόποι αντιμετώπισης είναι:

  • Η χρήση πυρεθρινοειδών.
  • Το εντομοφάγο παράσιτο Pimpla pomorum ichneumonidae Hymenoptera.




Σκολύτης

Διαχειμάζει ως προνύμφη, αναπτυγμένη ή μη, στη στοά της, ή ως νεαρό ενήλικο στον νυμφικό θάλαμο στην άκρη της προνυμφικής στοάς, ή ως ηλικιωμένο ενήλικο μέσα σε μητρική στοά ή σε στοά διατροφής σε κλαδίσκο ή κλάδο. Στη νότια Ιταλία, τα ενήλικα εμφανίζονται Απρίλιο-Μάϊο και ορύσσουν στοές διατροφής στους νεαρούς βλαστούς της φιστικιάς ή των αυτοφυών Pistacia. Οι στοές αυτές κατευθύνονται πρός το εσωτερικό του βλαστού και η είσοδος τους βρίσκεται στη θέση μασχαλιαίου ή κορυφαίου οφθαλμού. Συχνά προκαλείται ξηρανση των νεαρών βλαστών. Αργότερα, όταν οι βλαστοί σκληρύνουν, οι στοές διατροφής είναι μικρότερου βάθους και σχεδόν πάντοτε στη βάση μασχαλιαίου οφθαλμού που διαβρώνεται και καταστρέφεται.

Η περίοδος διατροφής των ενηλίκων ποικίλλει και μπορεί να συνεχιστεί ως το φθινόπωρο ή τις αρχές του χειμώνα. Αφού τραφούν και ωριμάσουν αναπαραγωγικά, τα ενήλικα αναζητούν εξασθενημένους ή μισόξερους κλαδίσκους και κλάδους για να ορύξουν τις στοές αναπαραγωγής (μητρικές στοές).

Όταν τα ενήλικα δεν βρούν κατάλληλους (εξασθενημένους) βλαστούς για να ωοτοκήσουν το καλοκαίρι, περιμένουν ως το φθινόπωρο (συνήθως σε στοές διατροφής) τότε που επιβραδύνεται η κυκλοφορία των χυμών και ορύσσουν τις στοές αναπαραγωγής σε μη εξασθενημένους βλαστούς.Οι στοές αναπαραγωγής (μητρική και θυγατρικές) δημιουργούνται κυρίως σε εξασθενημένα δέντρα ή σε δέντρα που υποφέρουν από ξηρασία. Ζωηρά δέντρα και αν έχουν τέτοιες στοές, αντδρούν με άφθονη παραγωγή κόμμεως (ρητίνης) που συχνά προκαλεί το θάνατο των νεαρών προνυμφών. Συνεπώς, και αν οι θυγατρικές ιδίως στοές εξασθενίζουν και μπορεί να ξεράνουν βλαστούς, κλαδίσκους και κλάδους, η ζημιά σε δέντρα που συντηρούνται καλά, δεν είναι κατά κανόνα σοβαρή από στοές αναπαραγωγής. Η ζημιά από το C.vestitus γίνεται κυρίως από τις στοές διατροφής των ενηλίκων. Όταν ο ενήλικος πληθυσμός είναι αξιόλογος, η καταστροφή νεαρών βλαστών και πλάγιων οφθαλμών, όχι μόνο επηρεάζει τη βλάστηση, αλλά και την καρποφορία του επόμενου έτους (καταστροφή ανθοφόρων οφθαλμών).

Η καταπολέμηση είναι δύσκολη και βασίζεται κυρίως σε καλλιεργητικά μέτρα, δηλαδή σε έγκαιρη αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων, καχεκτικών, μισόξερων, ή ξερών κλάδων και κλαδίσκων και σε διατήρηση των δέντρων ζωηρών με κατάλληλη λίπανση, άρδευση και κλάδεμα. Συνιστάται το φθινόπωρο, αμέσως μετά το πέσιμο των φύλλων, να κόβονται οι καχεκτικοί και μισόξεροι κλάδοι που είναι κατάλληλοι για ωοτοκία και να αφήνονται ανάμεσα στα δέντρα ως τα τέλη Φεβρουαρίου ως παγίδες όπου θα ωοτοκήσουν και διαχειμάσουν τα ενήλικα. Είναι απαραίτητο να καίονται οι κλάδοι αυτοί τα τέλη Φεβρουαρίου πρίν βγούν τα ενήλικα και προσβάλουν τα δέντρα. Εξασθενημένα δέντρα πρέπει να αφαιρούνται επίσης τα τέλη του χειμώνα. Συνιστάται και κρέμασμα στα δέντρα ή τοποθέτηση κοντά στη βάση τους μισόξερων κλαδίσκων ηλικίας 2 ετών και άνω, τις αρχές Δεκεμβρίου, Απριλίου και Ιουλίου για να ωοτοκήσουν τα ενήλικα και καταστροφή των παγίδων αυτών μετά ένα ή δύο μήνες.




Ζευζέρα

Πολυφάγο, ξυλοφάγο έντομο που προσβάλλει πολλά καρποφόρα δένδρα και κυρίως την αχλαδιά, την μηλιά και την ελιά. Στην ηπειρωτική Ελλάδα ζημιώνει κυρίως τα μηλοειδή, ενώ σε πιο θερμές περιοχές (νησιά Αν.Αιγαίου, Δωδεκάνησα) την ελιά.

Το δένδρο παρουσιάζει ξερά κλαδιά ή μπορεί να ξεραθεί ολόληρο. Εξωτερικά διακρίνονται οι μάζες ρινισμάτων ξύλου ή περιττωμάτων των προνυμφών καθώς και οι οπές εξόδου. Είναι πολύ σοβαρός εχθρός των δένδρων. Μία προνύμφη είναι δυνατό να ξεράνει ένα νεαρό δένδρο 1-3 ετών ή να προκαλέσει το σπάσιμό του από δυνατό άνεμο.

Το ενήλικο είναι σχετικά μεγάλου μεγέθους (2,5-3cm μήκος). Η προνύμφη είναι υπόλευκη, κίτρινη με μαύρες κηλίδες και φτάνει σε μήκος 6 cm περίπου. Έχει 1 γενεά ανά 2-3 χρόνια ανάλογα με την περιοχή. Διαχειμάζει σαν προνύμφη μέσα στον κορμό του δένδρου. Τα ακμαία εμφανίζονται τέλη άνοιξης-καλοκαίρι. Τα θηλυκά ωοτοκούν κάτω από τον φλοιό και τα ρυτιδώματα του κορμού και των κλαδιών. Οι εκκολαπτόμενες προνύμφες της ζευζέρας περιπλανώνται στην αρχή στους νεαρούς βλαστούς πριν αρχίσουν να διεισδύουν στο ξύλο, σχηματίζοντας στοές. Οι στοές έχουν φορά από κάτω προς τα πάνω και σχήμα ελικοειδές, είναι βαθιές και φτάνουν μέχρι την εντεριώνη. Όταν οι προνύμφες της ζευζέρας ολοκληρώσουν την ανάπτυξή τους επιστρέφουν από την ίδια στοά προς την επιφάνεια του κορμού ή των κλαδιών, διευρύνουν την αρχική οπή εισόδου και σχηματίζουν νυμφικό θάλαμο, όπου νυμφώνονται την επόμενη άνοιξη.

Συστήνεται να κόβονται τα προσβεβλημένα κλαδιά και να καίγονται. Για επιτυχή καταπολέμηση της ζευζέρας απαιτείται προσδιορισμός του χρόνου εμφάνισης των ακμαίων στον μηλεώνα και της διάρκειας πτήσης. Η χρήση φερομονικών παγίδων βοηθά στον καθορισμό του κατάλληλου χρόνου επέμβασης. Όταν αποφασιστεί ψεκασμός είναι απαραίτητη η καλή κάλυψη κορμού και κλαδιών με το ψεκαστικό διάλυμα. Επίσης θανάτωση της προνύμφης δια μέσου της οπής και της στοάς μπορεί να επιτευχθεί είτε με τη βοήθεια σύρματος, είτε κλείνοντας τη στοά μετά από εισαγωγή εμποτισμένου βαμβακιού με εντομοκτόνο, εφ'οσον δεν είναι πολλές οι προσβολές.




Φυλλοδέτες

Archips rosanus

Είναι είδος πολυφάγο και προσβάλλει κυρίως τη μηλιά και την αχλαδιά, αλλά και την ροδακινιά, την κερασιά, την φιστικιά. Συμπληρώνει 1 γενεά το χρόνο. Διαχειμάζει στο στάδιο του ωού στον φλοιό των δένδρων και την άνοιξη εξέρχονται οι νεαρές προνύμφες. Το χρώμα τους μεταβάλλεται ανάλογα με το στάδιο ανάπτυξής τους από κιτρινωπό στην αρχή σε πράσινο λαδί και γκριζοπράσινο στο τελευταίο στάδιο.

Αρχικά εγκαθίστανται στους εκπτυσσόμενους οφθαλμούς και στη συνέχεια μετακινούνται στο φύλλωμα. Η χαρακτηριστική εικόνα της προσβολής είναι η «φωλιά» από τμήματα του φύλλου που δημιουργεί με συνδεδεμένα μετάξινα νήματα, που εκκρίνει η προνύμφη. Εκεί μέσα αναπτύσσεται και νυμφώνεται. Αρχές καλοκαιριού εξέρχονται τα ακμαία (πεταλούδες) που ωοτοκούν στο φλοιό των δένδρων. Τα ωά είναι πράσινα και τοποθετούνται σε ομάδες σχηματίζοντας ωόπλακες, που καλύπτονται και προστατεύονται από διαφανή ουσία. Τα ακμαία διαφέρουν στην εμφάνιση ανάλογα με το φύλο. Τα θηλυκά έχουν περισσότερο ανοιχτόχρωμες πτέρυγες, από τα αρσενικά.

Adoxophyes orana

Έχει 3-4 γενεές το χρόνο.Διαχειμάζει ως προνύμφη δεύτερης ή τρίτης ηλικίας, κάτω από φύλλα που είναι κολλημένα στο φλοιό, ή απευθείας στις ρωγμές αυτού μέσα σε ακανόνιστες αλλά πυκνές μετάξινες φωλιές. Οι προνύμφες επαναδραστηριοποιούνται τέλη Μαρτίου - αρχές Απριλίου και κατευθύνονται προς τους εκπτυσσόμενους οφθαλμούς, συνδέοντας στη συνέχεια βλαστούς και άνθη με μετάξινα νήματα. Εκεί νυμφώνονται και το Μάιο εμφανίζονται τα ακμαία (πεταλούδες).

Οι προνύμφες αυτής της πρώτης γενεάς κατευθύνονται προς τις βλαστικές κορυφές, όπου στην κάτω επιφάνεια του φύλλου, κατασκευάζουν μετάξινους σωλήνες μέσα στους οποίους ζουν. Μπορεί να ενώσουν περισσότερα φύλλα μεταξύ τους ή να τα συστρέψουν μεμονωμένα, χωρίς ωστόσο να σχηματίζουν ένα κανονικό περιτύλιγμα. Στη συνέχεια κατευθύνονται στα χαμηλότερα φύλλα, που μπορεί να τα συνδέσουν με μετάξινα νήματα στην επιφάνεια των καρπών. Η δεύτερη πτήση έχει μέγιστο συνήθως μέσα Ιουλίου.

Οι προνύμφες της δεύτερης γενεάς προσβάλλουν τους καρπούς, όπου προκαλούνται φαγώματα, συνήθως επιφανειακά, που μπορεί όμως να είναι και βαθύτερα. Στα ακμαία υπάρχει πολύ έντονος φυλετικός διμορφισμός στα χρώματα και στο μέγεθος. Οι πρόσθιες πτέρυγες του αρσενικού έχουν χρώμα κίτρινο, ωχρο-κοκκινωπό με ένα διάκριτο σχέδιο κόκκινο καφέ . Το χρώμα των πτερύγων των θηλυκών είναι καφέ μαύρο με ένα σχέδιο ανοιχτόχρωμο. Οι οπίσθιες πτέρυγες έχουν χρώμα γκρίζο ανοιχτό στο αρσενικό και γκρίζο σκούρο στο θηλυκό. Τα ωά έχουν σχήμα φακοειδές. Τοποθετούνται στα φύλλα σε ωοπλάκες που αριθμούν 4-16 ωά. Αμέσως μετά την ωοτοκία έχουν χρώμα κίτρινο λεμονιού και στη συνέχεια εντονότερο κίτρινο και γυαλιστερό.

Η προνύμφη έχει χρώμα που ποικίλλει : κίτρινο πρασινωπό, πράσινο λαδί ή πράσινο σκούρο, με μικρές τριχοφόρες περιοχές κίτρινου χρώματος. Η κεφαλική κάψα και η προθωρακική πλάκα είναι μαύρες στις νεαρές προνύμφες και καστανές στις ώριμες.

Τρόποι αντιμετώπισης του εχθρού αυτού είναι:

  • Ψεκασμός πυρεθρινοειδών ενάντια των προνύμφων πριν συνδέσουν τα φύλλα, ή με σκευάσματα του βακτηρίου Bacillus thuringiensis
  • Σκευάσματα των ιών Granulosis viruses
  • Με φυσικούς εχθρούς όπως το Pimple maculator, Trichogramma cacoesiae και Allothrobium fuligunosus




Φυλλορίχτες

Πρόκειται για Λεπιδόπτερα μικρόσωμα, γι’ αυτό και ονομάζονται και μικρολεπιδόπτερα. Προσβάλλουν κυρίως τη μηλιά και αχλαδιά και δημιουργούν στοές στα φύλλα, που διαφέρουν ανάλογα με το είδος. Ανάλογα με την ένταση της προσβολής μπορεί να δημιουργηθούν νεκρώσεις στα φύλλα, ακόμη και πτώση τους.

Phyllonorycter blancardella

Συμπληρώνει 3-4 γενεές το χρόνο.Διαχειμάζει στο στάδιο της χρυσαλλίδας μέσα στη στοά στα πεσμένα στο έδαφος ή και μερικώς παραχωμένα φύλλα. Η πρώτη πτήση πραγματοποιείται τον Απρίλιο, συνήθως πριν ή κατά τη διάρκεια της άνθησης της μηλιάς. Από τα ωά που έχουν εναποτεθεί στην κάτω επιφάνεια των φύλλων εκκολάπτονται οι προνύμφες, εισχωρούν αμέσως μέσα σ’ αυτά, όπου ορρύσσουν στοά. Αυτή φαίνεται σαν ένα σημείο του ελάσματος του φύλλου ελαφρώς ανασηκωμένο (υπό μορφή λαδιάς), ωοειδούς ή τετραγωνικού σχήματος. Από την τέταρτη ηλικία και μετά οι προνύμφες μεταβάλλονται και προσβάλλουν την ανώτερη ζώνη του παρεγχύματος, διατρεφόμενες από δρυφρακτοειδές παρέγχυμα. Εξωτερικά οι στοές έχουν χρώμα ωχρό πράσινο και χαρακτηρίζονται από μικρές ανοιχτές υποεπιδερμικές κηλίδες, που αντιστοιχούν στα νύγματα των προνυμφών. Ταυτόχρονα η στοά λόγω της μετάξινης ύφανσης της προνύμφης, συρρικνώνεται στην κάτω επιφάνεια και ανασηκώνεται στην επάνω, παίρνοντας σχήμα πτυχής. Έτσι παίρνει το όνομα πτυχονόμιο. Στο τέλος της ανάπτυξής της η προνύμφη, κατασκευάζει στο εσωτερικό της στοάς, ένα μικρό και λεπτό βομβύκιο που την απομονώνει από τα περιττώματα.

Η χρυσαλλίδα εξέχει ελαφρώς από την κάτω πλευρά των στοών. Η δεύτερη πτήση του έτους παρατηρείται τον Ιούνιο, ενώ η τρίτη και η τέταρτη συχνά επικαλύπτονται ξεκινώντας από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβριο. Στο ακμαίο οι πρόσθιες πτέρυγες έχουν χρώμα λευκό και επάνω σε αυτές διακρίνονται κάποιες κοκκινοκάστανες γραμμώσεις. Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι στενές και διαθέτουν αρκετούς κροσσούς. Στη θέση ανάπαυσης αυτές οι μικρές πεταλούδες προσλαμβάνουν μια χαρακτηριστική όρθια θέση στηριζόμενες επάνω στους πρόσθιους πόδες.

Οι προνύμφες είναι δύο τύπων. Ο πρώτος τύπος είναι στενός και πεπλατυσμένος. Δεν φέρει πόδες ούτε ψευδόποδες. Τρέφεται από τον χυμό των κυττάρων (πλασμοφάγος). Ο δεύτερος τύπος, που εμφανίζεται με την έναρξη της 4ης ηλικίας, είναι κανονική κάμπια χρώματος κίτρινου, με στρογγυλοποιημένη και μικρή κεφαλή. Η αγγειακή ραχιαία γραμμή είναι ευδιάκριτη. Τρέφονται από το δρυφρακτοειδές παρέγχυμα (ιστοφάγος).

Phyllonorycter corylifoliella

Συμπληρώνει 3-4 γενεές το χρόνο. Διαχειμάζει ως ώριμη προνύμφη σε μια φάση που προηγείται αμέσως του σταδίου της νύμφωσης (προπλαγγόνα, όχι χρυσαλλίδα όπως το Ph. blancardella). Οι προνύμφες διαχειμάζουν στα πεσμένα στο έδαφος φύλλα, μέσα σε μια στοά καλυμμένη με μετάξινα νημάτια και γεμάτη από κόκκους περιττωμάτων.Η χρυσαλλίδωση πραγματοποιείται την επόμενη άνοιξη μέσα στο Μάρτιο. Τα ακμαία της πρώτης γενεάς εμφανίζονται τον Απρίλιο. Τα θηλυκά τοποθετούν τα ωά στην επάνω επιφάνεια του φύλλου. Οι προνύμφες εισχωρούν απευθείας μέσα σ’αυτό και τρέφονται με τον πασσαλώδη ιστό, που βρίσκεται αμέσως κάτω από την επιδερμίδα. Σχηματίζονται στοές που έχουν την μορφή επιμήκους πλάκας, ακανόνιστης και μεγάλων διαστάσεων (20 x 25 mm), χρώματος λευκού, γκρίζου ή καφέ αργυρού και διαφανούς. Μέσα σ’ αυτή την ευρεία στοά μπορούμε να παρατηρήσουμε, ανασηκώνοντας την επιδερμίδα, ένα δεύτερο πιο μικρό κελί (περίπου 10 mm) και πιο βαθύ, σκαμμένο σε βάθος μέσα στον πασσαλώδη ιστό.

Από την τρίτη ηλικία οι προνύμφες μεταβάλλονται και συνεχίζουν να τρέφονται από αυτόν τον ιστό. Η στοά ωστόσο είναι ορατή μόνο στην επάνω επιφάνεια των φύλλων. Στη συνέχεια στο εσωτερικό των στοών σχηματίζονται οι χρυσαλλίδες από την οποίες τον Ιούνιο εξέρχονται τα ακμαία (πεταλούδες) που θα ξεκινήσουν τη δεύτερη γενεά. Οι άλλες δύο γενεές εξελίσσονται στο διάστημα από τέλη Ιουλίου μέχρι τέλη Οκτωβρίου. Οι στοές διαχείμασης είναι διαφορετικές, από εκείνες των προηγούμενων γενεών σε σχήμα και κατασκευή. Οι προνύμφες που θα διαχειμάσουν ενώνουν με δύο μετάξινα νημάτια τις άκρες της στοάς και έτσι με την πίεση διπλώνει το φύλλο, ώστε να προστατεύεται η στοά.

Στα ακμαία το χρώμα των πρόσθιων πτερύγων είναι κοκκινωπό με ανταύγειες μεταλλικές και λευκή διακόσμηση. Σε αυτό το είδος υπάρχουν επίσης προνύμφες δύο τύπων. Εκείνες του πρώτου τύπου είναι άποδες, πεπλατυσμένες με κεφαλή τριγωνικού σχήματος. Εκείνες του δεύτερου τύπου είναι κανονικές κάμπιες, κιτρινωπές.

Leucoptera malifoliella

Έχει 4 γενεές το χρόνο. Διαχειμάζει συνήθως στον κορμό (κάτω από το φλοιό) ως χρυσαλλίδα κλεισμένη σε βομβύκιο, που συγκρατείται από μετάξινα νημάτια σχήματος Η. Μπορεί να διαχειμάσει ακόμη και στα πεσμένα στο έδαφος ξερά φύλλα ή στους στύλους στήριξης. Την άνοιξη όταν έχουν αναπτυχθεί τα φύλλα της μηλιάς ξεκινούν οι πτήσεις και η ωοτοκία. Τα ωά προσκολλώνται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και οι εκκολαπτόμενες προνύμφες εισχωρούν αμέσως μέσα στο φύλλο. Οι προνύμφες όταν εγκατασταθούν κάτω από την επιδερμίδα του φύλλου, αρχίζουν τη δραστηριότητά τους, ορύσσοντας στοές κυκλικά στο φύλλο, που προσλαμβάνουν τη μορφή σπείρας που παίρνει καστανό χρώμα. Οι αναπτυγμένες προνύμφες εξέρχονται και κρέμονται με μετάξινα νημάτια, μέχρι να βρουν ένα μέρος για τη χρυσαλλίδωσή τους, που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε κάθε όργανο του φυτού, ακόμη και στους καρπούς. Η δεύτερη πτήση του έτους, εκδηλώνεται στις αρχές καλοκαιριού (Ιούνιο). Οι επόμενες γενεές επικαλύπτονται. Οι προνύμφες της τελευταίας γενεάς μεταφέρονται σε μεγάλο αριθμό, κρεμασμένες από τα μετάξινα νήματα, προς τον κορμό ή τους μεγάλους βραχίονες, όπου μετά το σχηματισμό του χαρακτηριστικού βομβυκίου διαχειμάζουν σαν χρυσαλλίδες.

Ο χρωματισμός των ακμαίων είναι ανοιχτός γκρίζος-αργυρομεταλλικός. Ο θώρακας, η κοιλία και οι πρόσθιες πτέρυγες έχουν τον ίδιο χρωματισμό. Αυτές οι τελευταίες παρουσιάζουν, στο ακραίο περιθώριο ορισμένες λευκές κηλίδες σε σχήμα «κόμματος», χωρισμένες από μια διακόσμηση φαιού χρώματος. Οι κροσσοί των πτερύγων είναι πολύ αναπτυγμένοι στις άκρες και στα πλάγια της κάτω πλευράς τους. Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι στενές, γκρίζου αργυρού ομοιόμορφου χρώματος με πυκνούς κροσσούς. Η προνύμφη είναι κοντόχοντρη, γκριζοπράσινη, ενώ όταν πλησιάζει στη νύμφωση γίνεται καστανή. Η αγγειακή γραμμή έχει πράσινο χρώμα και είναι ευδιάκριτη.

Lyonetia clerkella

Έχει 2-3 γενεές το χρόνο. Προσβάλλει την μηλιά και την κερασιά. Διαχειμάζει ως ακμαίο και δραστηριοποιείται την άνοιξη όταν έχουν αναπτυχθεί τα φύλλα της μηλιάς. Το θηλυκό ωοτοκεί στην κάτω επιφάνεια των φύλλων και εισάγει με τον ωοθέτη του κάθε ωό ξεχωριστά. Η νεαρή προνύμφη είναι ανοιχτοπράσινη, εισέρχεται αμέσως στο φύλλο και ορύσσει οφιοειδή στοά. Η στοά σιγά-σιγά παίρνει καστανό χρώμα. Η αναπτυγμένη προνύμφη είναι καστανόχρωμη και για να νυμφωθεί εξέρχεται από το φύλλο, μετακινείται σε άλλο και υφαίνει βομβύκιο στην κάτω επιφάνειά του. Οι γενεές είναι επικαλυπτόμενες. Στα ακμαία οι πρόσθιες πτέρυγες είναι λευκές λαμπερές, με καστανή κηλίδα στην κορυφή και καστανές σκούρες εγκάρσιες γραμμές. Οι οπίσθιες πτέρυγες είναι στενές, γκριζωπές με πυκνούς κροσσούς.

Τρόποι αντιμετώπισης:

  • Χρήση θερινού πολτού
  • Με φυσικούς εχθρούς που εμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό τους όπως τα παρασιτοειδή Hymenoptera apanteles spp,Braconidae,Eulophidae, Chalcididae




Θρίπας αχλαδιάς

Στα φύλλα εμφανίζονται πολυάριθμα λευκά στίγματα. Η απομύζηση φυτικών χυμών από τα φύλλα τα κάνει εύθραυστα και υποβαθμίζει τα ποιοτικά χαρακτηριστικά τους. Σοβαρότερη ζημιά όμως προκαλεί ο θρίπας μεταδίδοντας την ίωση της κηλιδωτής νέκρωσης (TSWV) ("καρκίνος"). Το ακμαίο έχει μήκος 0,8mm και χρώμα κιτρινοκάστανο. Οι πτέρυγες είναι στενές, γκριζοκίτρινες, με μακρούς κροσσούς. Οι κεραίες του έχουν 7 άρθρα (σε αντίθεση με τον Θρίπα της Καλιφόρνια Frankliniella occidentalis, που φέρει κεραίες με 8 άρθρα). Οι νύμφες μοιάζουν στην εμφάνιση με τα ακμαία και έχουν χρώμα λευκοκίτρινο.

Οι θρίπες έχουν φυσικούς εχθρούς, που βοηθούν πολύ στον περιορισμό του πληθυσμού τους. Κάποιοι εξ αυτών είναι:

Διώκτες:

  • Aelothrips intermedius, A. fasciatus και A. tenuicornis.
  • Orius laeviagatus, O. Aldidipennis και O. Majusculus.
  • Neoseiulus cucumeris, N. barkeri.

Παράσιτα:

  • Ceranisus menes και C. americensis.

Εντομοπαθογενικοί μύκητες:

  • Verticilium lecanii, Beauweria bassiana, Paecylomyces fumoroseus και Metarryzium anisopliae.




Κόσσος

Αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα ξυλοφάγα λεπιδόπτερα στη χώρα μας. Η προνύμφη αυτού του εντόμου είναι ξυλοφάγος και πολυφάγος. Στην Ελλάδα προσβάλλει κυρίως την ελιά, την μηλιά, την αχλαδιά, την κερασιά, τη δαμασκηνιά, την κυδωνιά, τη ροδακινιά, τη βερυκοκιά.

Προσβάλλει συνήθως εξασθενημένα δένδρα συμβάλλοντας στην ακόμα μεγαλύτερη εξασθένιση ή το θάνατό τους. Αξιόλογες όμως ζημιές παρατηρούνται και σε μη εξασθενημένα δένδρα, ιδιαίτερα στις πιο θερμές περιοχές της χώρας μας. Το δένδρο παρουσιάζει ξερά κλαδιά ή μπορεί να ξεραθεί ολόληρο. Εξωτερικά διακρίνονται οι μάζες ρινισμάτων ξύλου ή περιττωμάτων των προνυμφών καθώς και οι οπές εξόδου.

Είναι ένα από τα πιο μεγαλόσωμα έντομα που προσβάλλουν τα δένδρα. Η προνύμφη του διακρίνεται όχι μόνο από το μέγεθος (μήκος: 0.8-1cm) αλλά και από τον χρωματισμό του σώματός της. Είναι κοκκινοκίτρινη στα πλάγια ένω επάνω κόκκινη. Ένα επίσης χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι οι μαύρες θωρακικές πλάκες και η μαύρη κεφαλική κάψα. Συμπληρώνουν 1 γενεά ανά 2-3 χρόνια ανάλογα με την περιοχή. Τα ακμαία εμφανίζονται τέλη άνοιξης-καλοκαίρι. Τα θηλυκά ωοτοκούν κάτω από τον φλοιό και τα ρυτιδώματα του κορμού και των κλαδιών. Οι εκκολαπτόμενες προνύμφες του κόσσου ανοίγουν αμέσως οπή εισόδου στο ξύλο δημιουργώντας ελλειπτικές στοές. Οι στοές είναι βαθιές και φτάνουν μέχρι την εντεριώνη. Στη συνέχεια, ανοίγουν νέα οπή εξόδου, όπου σχηματίζουν το νυμφικό θάλαμο για να νυμφωθούν.

Συστήνεται να κόβονται τα προσβεβλημένα κλαδιά και να καίγονται. Για επιτυχή καταπολέμηση του κόσσου απαιτείται προσδιορισμός του χρόνου εμφάνισης των ακμαίων στον ελαιώνα και της διάρκειας πτήσης. Η χρήση φερομονικών παγίδων βοηθά στον καθορισμό του κατάλληλου χρόνου επέμβασης. Όταν αποφασιστεί ψεκασμός είναι απαραίτητη η καλή κάλυψη κορμού και κλαδιών με το ψεκαστικό διάλυμα. Επίσης θανάτωση της προνύμφης δια μέσου της οπής και της στοάς μπορεί να επιτευχθεί με τη βοήθεια σύρματος είτε κλείνοντας τη στοά μετά από εισαγωγή εμποτισμένου βαμβακιού με εντομοκτόνο, εφ'οσον δεν είναι πολλές οι προσβολές.





Κόκκινος τετράνυχος

Ο κόκκινος τετράνυχος είναι σοβαρός εχθρός για πολλά καρποφόρα δένδρα, όπως π.χ. μηλιά, αχλαδιά, ροδακινιά, δαμασκηνιά, κερασιά. Προσβάλλεται η βλάστηση και κυρίως τα φύλλα, όπου οι τετράνυχοι εγκαθίστανται και μυζούν χυμούς. Αυτό προκαλεί χλωρωτικά στίγματα και σε σοβαρές προσβολές τα φύλλα παίρνουν το χρώμα του μπρούτζου. Η κάτω επιφάνεια των φύλλων καφετιάζει και τα κατεστραμμένα φύλλα πέφτουν.

Τα ενήλικα του κόκκινου τετράνυχου μόλις εμφανίζονται έχουν καστανοπράσινο χρώμα, αλλά σύντομα αποκτούν το χαρακτηριστικό σκούρο κόκκινο που τους δίνει και το όνομα. Το σώμα του είναι ωοειδές και φέρει λευκές βούλες, από όπου ξεκινούν σκληρές τρίχες. Έχει 4 ζεύγη πόδια. Το αρσενικό είναι μικρότερου μεγέθους από το θηλυκό κι έχει πιο έντονο και φωτεινό κόκκινο χρώμα. Τα ωά του κόκκινου τετράνυχου είναι δύο τύπων. Τα χειμερινά αυγά έχουν κόκκινο χρώμα ενώ τα θερινά αυγά από ανοιχτοπράσινο μέχρι πορτοκαλοκόκκινο ανάλογα με την περιοχή και το στάδιο ανάπτυξης. Οι νεαρές νύμφες που εκκολάπτονται έχουν 3 ζεύγη ποδών και είναι πορτοκαλοκόκκινες έως κοκκινοκάστανες. Αυτές εξελίσσονται στις πρωτονύμφες και δευτερονύμφες, που έχουν 4 ζεύγη ποδών και τελικά σε ακμαία.

Ο κόκκινος τετράνυχος διαχειμάζει στο στάδιο του αυγού. Τα χειμερινά αυγά του τα εναποθέτει σε σχισμές του φλοιού των δένδρων ή στη βάση των οφθαλμών και στα σημεία όπου οι κλάδοι του έτους συναντούν τους παλαιότερους κλάδους. Τα ωά αρχίζουν να αναπτύσσονται σε θερμοκρασίες υψηλότερες από 7oC. Η εκκόλαψη τους στη μηλιά συμπίπτει περίπου με το στάδιο «ροζ μπουμπούκι». Τα νεαρά άτομα τρέφονται από τα φύλλα και τα ακμαία ωοτοκούν στη νέα βλάστηση. Ο κόκκινος τετράνυχος συμπληρώνει πολλές γενεές το έτος.

Το πρόβλημα των τετρανύχων μπορεί να εξελιχθεί σε πολύ σοβαρό αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και με ορθολογικό τρόπο. Η επικίνδυνη περίοδος για την γρήγορη ανάπτυξη των πληθυσμών και για την εξέλιξη μιας αρχικής προσβολής σε κρίσιμο σημείο είναι το καλοκαίρι. Για επιτυχημένη αντιμετώπιση συστήνεται να γίνεται έλεγχος στους οπωρώνες, ώστε τυχόν επέμβαση να αποφασιστεί έγκαιρα, στην έναρξη της προσβολής και μόλις ο πληθυσμός ξεπεράσει το κατώφλι οικονομικής ζημίας (2 τετράνυχοι ανά φύλλο). Για αποφυγή ανάπτυξης ανθεκτικότητας θα πρέπει επίσης να γίνεται σωστός χειρισμός των ακαρεοκτόνων και να εναλλάσσονται τα σκευάσματα.




Βαμβακάδα μηλιάς

Προσβάλλει σχεδόν αποκλειστικά τη μηλιά. Η αφίδα αυτή εγκαθίσταται στον κορμό, στα κλαδιά και στους βλαστούς. Ως αντίδραση στην απομύζηση χυμών δημιουργούνται μικρές νεοπλασίες (όγκοι) στον φλοιό, που αργότερα σχίζεται σ’ αυτές τις θέσεις. Οι βλαστοί αντιδρούν επίσης με δημιουργία όγκων που εμποδίζουν την ανάπτυξη των καρποφόρων οφθαλμών. Σε αυτές τις προσβολές αναπτύσσονται δευτερογενώς μύκητες. Το επίπεδο του πληθυσμού και η ευαισθησία της ποικιλίας ασκούν καθοριστικό ρόλο στην σοβαρότητα της ζημιάς. Ποικιλίες όπως Jonagold, Hi-Early, Golden Delicious εμφανίζουν ανεκτικότητα.

Διαχειμάζει στο στάδιο νεανίδων που αντέχουν το κρύο. Την άνοιξη σχηματίζονται οι αποικίες στον κορμό και στα κλαδιά, ιδιαίτερα εκεί όπου ήδη υπάρχουν πληγές (π.χ. από κλάδεμα, από προσβολή ξυλοφάγων). Οι αφίδες εκκρίνουν λευκή κηρώδη ουσία, που μοιάζει με βαμβάκι και σκεπάζει το σώμα τους που έχει χρώμα σκούρο (μωβ ή καστανό).Εξαιτίας αυτού η εικόνα της προσβολής είναι χαρακτηριστική και από εκεί πήρε το όνομα βαμβακάδα μηλιάς.

Η βαμβακάδα, όπως πολλές άλλες αφίδες μπορεί να αναπτυχθεί ταχύτατα το καλοκαίρι και μπορεί να συμπληρώσεις πολλές αλληλοεπικαλυπτόμενες γενεές. Αυτό σημαίνει ότι μετά τις αρχές της άνοιξης όλα τα στάδια του εντόμου είναι πιθανό να εμφανίζονται την ίδια στιγμή. Ο πληθυσμός αποτελείται αποκλειστικά από θηλυκά που πολλαπλασιάζονται ασεξουαλικά (παρθενογεννετικά), δίνοντας ζωή σε νεαρά θηλυκά. Εξαιρέσεις σ’ αυτό σπάνια συμβαίνουν. Ένα μέρος των θηλυκών έχουν φτερά και παράγουν αρσενικά και θηλυκά άπτερα μικρά. Αυτά αναπτύσσονται σε ενήλικα, ζευγαρώνουν και εναποθέτουν αυγά τα οποία διαχειμάζουν στα δένδρα.

Η ακατάπαυστη αύξηση του εντόμου μπορεί να παρεμποδιστεί με σωστό κλάδεμα, τακτική φροντίδα των δένδρων, απομάκρυνση των πολλών βλαστών και θεραπεία των πληγών. Ο ψεκασμός στο τέλος του χειμώνα εξασθενεί σημαντικά τις αποικίες που επιβιώνουν τον χειμώνα στα δένδρα. Τα χημικά που χρησιμοποιούνται ενάντια στα άλλα έντομα (αφίδες) μπορούν να ελέγξουν αποτελεσματικά την βαμβακάδα. Η δραστηριότητα του Aphelinus mali, φυσικού εχθρού της βαμβακάδας είναι πολύ σημαντική γιατί παρουσιάζεται σε κάθε προσβεβλημένο καρπό και η αναπαραγωγή του πρέπει να ενισχύεται. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την σωστή επιλογή εντομοκτόνων. Η χρήση πυρεθροειδών πρέπει να αποφεύγεται καθώς αυτές οι ουσίες είναι τοξικές στο Aphelinus mali.




Ψώρα του San Jose

Έχει 3 γενεές ανά έτος αν και σε πεδινές και σχετικά θερμές περιοχές ορισμένες χρονιές παρατηρείται και μερική 4η γενεά. Διαχειμάζει υπό την προφύλαξη του ασπιδίου ως προνύμφη 2ου σταδίου, σε κλάδους και κλαδίσκους του ξενιστή. Τα ενήλικα εμφανίζονται στα μέσα Απριλίου. Το θηλυκό είναι ζωοτόκο και ζωοτοκεί επί βδομάδες. Οι νεαρές προνύμφες η 1η γενεά τον Μάιο, η 2η τον Αύγουστο και η 3η τον Οκτώβριο. Αυτές είναι και οι κατάλληλες εποχές για εντομοκτόνες επεμβάσεις. Προκαλούν ζημιές διότι νεκρώνουν τον φλοιό των κλάδων ή μπορούν να ξεραθούν πλήρως τα κλαδιά και το δέντρο. Επίσης όταν εγκαθίστανται στους καρπούς, προκαλεί κόκκινες κηλίδες οι οποίες μειώνουν την εμπορική τους αξία. Σε δέντρα πολύ προσβεβλημένα ο φλοιός καλύπτεται από ασπίδια του εντόμου.

Η καταπολέμηση είναι δύσκολη. Ο ψεκασμός για να είναι αποτελεσματικός πρέπει να επιτευχθεί πλήρης κάλυψη του δέντρου με το ψεκαστικό διάλυμα. Αναγκαίος είναι ένας χειμερινός ψεκασμός με ορυκτέλαιο με οργανοφωσφορούχο εντομοκτόνου (parathion). Θεωρείται περισσότερο τρωτό το στάδιο της κινητής προνύμφης. Ο προσδιορισμός της εμφάνισής τους γίνεται με φερομονικές παγίδες σύλληψης ενήλικων αρσενικών και κολλητικές ταινίες για τη σύλληψη των προνυμφών.

Εφαρμόζουμε 2 ψεκασμούς με διαφορά 15 – 20 ημερών μεταξύ τους. Ο ψεκασμός γίνεται 1 μήνα μετά τις πρώτες συλλήψεις αρσενικών. Επίσης μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και ρυθμιστές ανάπτυξης. Βιολογική αντιμετώπιση του εντόμου επιτυγχάνεται με τη χρησιμοποίηση του παρασιτοειδές Υμενόπτερου Encarsia perniciosi καθώς και άλλων εντομοφάγων εντόμων.





Τίγρης της μηλιάς

Έχει 3 γενεές ανά έτος. Διαχειμάζει σε προστατευμένες θέσεις ως ενήλικο σε ρωγμές του φλοιού ή στην επιφάνεια του εδάφους. Ωοτοκεί στα φύλλα και σκεπάζει τα αυγά με έκκριμα. Προνύμφες και ενήλικα προκαλούν ζημιές στα φύλλα νύσσοντάς τα και μυζώντας τον χυμό τους. Τα φύλλα γίνονται χλωρωτικά με πολλά κιτρινωπά στίγματα στην πάνω επιφάνειά τους, ενώ στην κάτω εμφανίζουν μαύρα στίγματα. Σε περίπτωση έντονης προσβολής μπορεί να υπάρξει φυλλόπτωση. Αν κριθεί αναγκαία η καταπολέμησή του, αυτή γίνεται με οργανοφωσφορούχα ή άλλα εντομοκτόνα, κατά προτίμηση διασυστηματικά, μόνα τους ή σε συνδυασμό με 1% ορυκτέλαιο. Οι ψεκασμοί κατά της καρπόκαψας συνήθως το περιορίζουν.




Αφίδες

Πράσινη αφίδα μηλιάς

Προσβάλλει σχεδόν αποκλειστικά την μηλιά και λιγότερο την αχλαδιά.Προσβολές στα νεαρά δενδρύλλια περιορίζουν την ανάπτυξη. Στα αναπτυγμένα δένδρα τα φύλλα συστρέφονται και το μελίττωμα λερώνει τα φύλλα και τους καρπούς. Εκεί μπορούν να αναπτυχθούν δευτερογενώς μύκητες (καπνιά).

Το είδος Aphis pomi διαχειμάζει ως αυγό στους καρποφόρους οφθαλμούς και στο ξύλο του προηγούμενου έτους. Τα αυγά είναι μαύρα. Οι εκκολαπτόμενες νεάνιδες έχουν κιτρινωπό χρώμα και κατευθύνονται αμέσως στις βλαστικές κορυφές και στους οφθαλμούς, που συνήθως είναι στο στάδιο του φουσκώματος εκείνη την εποχή. Αναπαράγεται παρθενογενετικά και ολοκληρώνει τον κύκλο του επάνω στη μηλιά. Έχει πολλές γενεές το χρόνο. Το ακμαίο έχει χρώμα πρασινωπό. Τέλη φθινοπώρου τα δύο φύλα συζεύγνυνται και τα θηλυκά ωοτοκούν τα χειμερινά αυγά.

Τρόπος αντιμετώπισης είναι τα αρπακτικά Chrysopidae, Hemerobidae, Camaebidae και τα παρασιτοειδή Aphidiidae Hymenoptera




Ρόδινη αφίδα μηλιάς

Προσβάλλει τη μηλιά και δευτερευόντως την κυδωνιά. Μπορεί να συνυπάρχει στη μηλιά με την Aphis pomi, ωστόσο η Dysaphis plantaginea προκαλεί σοβαρότερη ζημιά.

Τα φύλλα που προσβάλλονται κατσαρώνουν. Τα ένζυμα που περιέχονται στο σάλιο της είναι τοξικά για τη μηλιά. Φθάνουν μέσω της απομύζησης χυμών και στους καρπούς, οι οποίοι εμφανίζουν παραμορφώσεις.Παράγει πλούσιο μελίττωμα. Η εικόνα της αποικίας παίρνει χρώμα πρασινοκίτρινο, ρόδινο ή γκριζοπράσινο.

Διαχειμάζει στο στάδιο του χειμερινού αυγού στη βάση των οφθαλμών της μηλιάς ή σε σχισμές του φλοιού στον κορμό. Τα αυγά είναι στην αρχή ανοιχτοκίτρινα, μετά γίνονται σκούρα. Εκκολάπτονται την άνοιξη, περίπου στο στάδιο του φουσκώματος των οφθαλμών. Συμπληρώνει 3-4 γενεές το χρόνο στη μηλιά. Οι άπτερες αφίδες έχουν χρώμα γκρίζο-καστανό και οι πτερωτές σκούρο, σχεδόν μαύρο και λαμπερό.

Τρόποι αντιμετώπισης είναι:

  • Το παρασιτοειδές υμενόπτερο Aphelinus mali
  • Με φυσικούς εχθρούς: Adalia bipunctata, Harmonia conglibata, Coccinella septempunctata, scymnus subvillosus, Syrphidae diptera και το ακάρι Allothrobium fulliginosum
  • Με ανθεκτικές ποικιλίες όπως το Nothern spy και Malus rodusta, καθώς και τα υποκείμενα Malling - Merton και Dolcino




[1]

Βιβλιογραφία

  1. . Ανάπτυξη καρπών μηλιάς και αχλαδιάς και φυσικοχημικές μεταβολές τους, πτυχιακή εργασία της Μηνοπούλου Χαρίκλειας, Θεσσαλονίκη 2007.