Καλλιέργεια βρώμης

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 13:49, 20 Αυγούστου 2013 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γενικά

Καλλιέργεια βρώμης

Παγκοσμίως το 80% των εκτάσεων που διατίθενται για την καλλιέργεια της βρώμης [1] καταλαμβάνονται από την A. sativa ενώ σε ζεστά κλίματα όπως είναι οι παραμεσόγειες χώρες της Αφρικής και Ευρώπης, στις νότιες Η.Π.Α. στην Αργεντινή και Αυστραλία που δεν μπορεί να αναπτυχθεί ικανοποιητικά η A. sativa καλλιεργείται η A. byzantina. Η βρώμη είναι το σιτηρό με τις μεγαλύτερες απαιτήσεις σε υγρασία. Στην Ελλάδα χαρακτηριστική είναι η κατανομή της στο δυτικό κυρίως τμήμα της χώρας που δέχεται και τις υψηλότερες βροχοπτώσεις. Προσαρμόζεται σε ποικίλα εδάφη γιατί είναι λιγότερο απαιτητική από τα άλλα σιτηρά αρκεί να αποστραγγίζονται και να έχουν έστω και μικρή περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία.

Αποδίδει σε βαριά εδάφη καθώς και σε αμμώδη που έχουν αρκετή υγρασία. Έχει το καλύτερο ριζικό σύστημα από τα υπόλοιπα σιτηρά και αντιδρά καλύτερα στην λίπανση. Ενώ στην αλκαλικότητα του εδάφους είναι ευαίσθητη αντέχει πολύ σε όξινα εδάφη (pH = 5, 6). Παλαιότερα το σύνολο σχεδόν της παραγωγής χρησιμοποιούνταν σαν ζωοτροφή και σχεδόν αποκλειστικά σαν τροφή των ιπποειδών. Αργότερα άρχισε να χρησιμοποιείται σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό σαν τροφή και για τα υπόλοιπα αγροτικά ζώα. Η ποιότητα και η θρεπτική αξία της βρώμης επηρεάζεται από την αναλογία του προϊόντος σε λέπυρα, που κυμαίνεται από 20-35%. Την τελευταία 10ετία η βρώμη άρχισε να ενδιαφέρει και να χρησιμοποιείται και για ανθρώπινη κατανάλωση. Χάρις στην υψηλή περιεκτικότητα σε σύγκριση με άλλα σιτηρά λόγω της εξαιρετικής ποιότητας των φυτικών ινών (β-γλυκάνες) καθώς και βιταμινών (α-τοκοτριενόλες) αυξήθηκε το ενδιαφέρον του καταναλωτή για αρτοσκευάσματα ή νιφάδες με βάση τη βρώμη.

Όσον αφορά στην προετοιμασία εδάφους [2] για την καλλιέργεια της βρώμης ισχύουν οι γενικοί κανόνες που ισχύουν για τα σιτηρά. Ακολουθήστε τον παρακάτω σύνδεσμο για περισσότερες πληροφορίες. Κατεργασία εδάφους για τα σιτηρά.

Σπορά βρώμης

Σπόροι βρώμης για σπορά

Η βρώμη σπέρνεται στη χώρα μας σχεδόν αποκλειστικά το φθινόπωρο. Ο χρόνος σποράς εξαρτάται από την αναμενόμενη ημερομηνία του πρώτου παγετού, οπότε τα φυτά για να μπορέσουν να επιβιώσουν πρέπει να είναι ηλικίας τουλάχιστο 3-4 εβδομάδων. Ο χρόνος σποράς της βρώμης δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από το χρόνο σποράς του σιταριού σε μια δεδομένη περιοχή. Κατά τον Ταλέλλη (1973), τοποθετείται λίγο μετά τη σπορά του σιταριού.

Για την επιτυχία της καλλιέργειας είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση καλής ποιότητας και πιστοποιημένου πολλαπλασιαστικού υλικού. Έτσι, οι σπόροι πρέπει να έχουν μεγάλο εκατολιτρικό βάρος, υψηλή βλαστική ικανότητα και να είναι απαλλαγμένοι από σπόρους δυσεξόντωτων ζιζανίων. Η βλαστική ικανότητα των σπόρων μειώνεται κατά 5-6% μετά από το πέμπτο έτος της ηλικίας τους και κατά 10-12% στο δέκατο έτος. Επομένως, μπορεί να χρησιμοποιούνται χωρίς προβλήματα σπόροι ηλικίας μέχρι 3-4 ετών, με την προϋπόθεση ότι αποθηκεύθηκαν υπό κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας κατά το διάστημα αυτό. Για την αποφυγή προσβολών από ασθένειες που μεταδίδονται με τους σπόρους, συνιστάται οι σπόροι να είναι απολυμασμένοι με μυκητοκτόνα.

Η σπορά μπορεί να είναι γραμμική ή χύδην επιφανειακή. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνται οι σπαρτικές μικρών σιτηρών, ενώ στη δεύτερη λιπασματοδιανομέας ή σπαρτική χωρίς τους σωλήνες διανομής του σπόρου. Μετά θα ακολουθήσει κάλυψη του σπόρου, συνήθως με οδοντωτή σβάρνα. Η γραμμική σπορά έχει το πλεονέκτημα της μικρότερης ποσότητας σπόρου που απαιτείται και της γενικά καλύτερης εγκατάστασης των φυτών. Η σβάρνα κάνει πολλές φορές ατελή κάλυψη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να παρασύρεται ένα μέρος του σπόρου από τη βροχή και παράλληλα τα φυτά να είναι επιπολαιόρριζα και περισσότερο εκτεθειμένα στο πλάγιασμα και τους παγετούς. Η χύδην σπορά προτιμάται όταν το έδαφος είναι πολύ υγρό για τη χρήση σπαρτικής ή όταν οι καιρικές συνθήκες έχουν παρεμποδίσει τη σωστή προετοιμασία του. Οι αποστάσεις μεταξύ των γραμμών στη γραμμική σπορά πρέπει να είναι γύρω στα 16cm. Μεγαλύτερες αποστάσεις μειώνουν τις αποδόσεις και το εκατολιτρικό βάρος των καρπών λόγω του έντονου αδελφώματος.

Η ποσότητα του σπόρου που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 7-9 kg/στρ. για τις αμιγείς καρποδοτικές καλλιέργειες. Από πειράματα στις Η.Π.Α. έχει βρεθεί ότι οι μικρότερες δόσεις δεν μειώνουν τις τελικές αποδόσεις αν ο αγρός είναι καθαρός από ζιζάνια. Εάν η σπορά γίνεται χύδην, οι δόσεις αυξάνονται στα 10-12 kg/στρ. Το βάθος σποράς πρέπει να βρίσκεται μεταξύ 3.5 και 5cm. Περισσότερο βαθειές σπορές καθυστερούν το φύτρωμα και μειώνουν την πυκνότητα της φυτείας, ενώ περισσότερο επιφανειακές δημιουργούν φυτά επιπολαιόρριζα και ευπαθή στο πλάγιασμα και τον παγετό.

Σε καλλιέργειες που προορίζονται για παραγωγή βιομάζας, η ποσότητα του σπόρου φθάνει τα 15-20 kg/στρ. Όταν πρόκειται για συγκαλλιέργεια με ψυχανθή (βίκο ή κουκιά) για παραγωγή βιομάζας συνιστώνται περίπου 16 kg κουκιών/στρ. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει η σπορά να γίνεται χωριστά για κάθε είδος και προτιμάται να είναι γραμμική. Η άριστη απόσταση μεταξύ των γραμμών ομοειδών φυτών βρίσκεται γύρω στα 25cm.




Λίπανση βρώμης

Η βρώμη αντιδρά στην ανόργανη ή οργανική λίπανση, ιδιαίτερα όταν καλλιεργείται σε χαμηλής γονιμότητας ή υποβαθμισμένα εδάφη. Πάντως, για την κατάστρωση ενός σωστού προγράμματος λίπανσης θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η προϊστορία του χωραφιού και η περιεκτικότητα του εδάφους σε μακροστοιχεία.

Σε φτωχά εδάφη συνιστάται ιδιαίτερα η προσθήκη χωνευμένης κόπρου σε δόσεις 2.5tn/στρ. πριν από τη σπορά. Όπου αυτό δεν είναι δυνατό, συνιστάται ανόργανη λίπανση.

Άζωτο

Το άζωτο αυξάνει τις αποδόσεις της βρώμης κατά 50-60%, αυξάνοντας τον αριθμό των γόνιμων στελεχών/φυτό και τον αριθμό των καρπών/φόβη. Αντίθετα, αυξάνει και την τάση των φυτών για πλάγιασμα, όπως σε όλα γενικά τα σιτηρά. Επομένως η κατάλληλη ποσότητα αζωτούχου λιπάσματος θα προσδιορίζεται σε σχέση με την περιεκτικότητα του εδάφους σε άζωτο. Γενικά, δόσεις αζώτου υψηλότερες από 5kg/στρ. συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους πλαγιάσματος. Οι δόσεις θα πρέπει να είναι χαμηλότερες εάν έχει προηγηθεί σανοδοτικό ψυχανθές ή καλλιέργεια που έχει δεχθεί οργανική λίπανση.

Η βρώμη εκμεταλλεύεται εξίσου καλά όλα τα αζωτούχα λιπάσματα. Σε γενικές γραμμές συνιστώνται 2-3kg/στρ. με τη βασική λίπανση και άλλα 3kg περίπου ως επιφανειακή λίπανση κατά την άνοιξη.

Φωσφόρος

Η βρώμη αντιδρά στην προσθήκη φωσφορικών όταν η στάθμη τους στο έδαφος είναι χαμηλή, αλλά ο βαθμός αντίδρασης είναι μικρότερος σε σύγκριση με το άζωτο. Συνιστάται η προσθήκη 3-6kg Ρ205/στρ. πριν από τη σπορά, κυρίως υπό τη μορφή υπερφωσφορικών ή φωσφορικής αμμωνίας. Από πειράματα σε γλάστρες βρέθηκε ότι η βρώμη απορροφά το 12.5% περίπου του φωσφόρου που προστίθεται με το λίπασμα.

Κάλι

Τα πειραματικά δεδομένα σχετικά με την αντίδραση της βρώμης στην προσθήκη καλίου είναι αντιφατικά και οφείλονται προφανώς στα διάφορα επίπεδα του αφομοιώσιμου εδαφικού καλίου στις περιοχές που εξετάσθηκαν. Γενικά, συνιστάται η προσθήκη καλίου, σε δόση 3-5.5kg Κ20/στρ. εκτός αν οι προηγούμενες καλλιέργειες είχαν δεχθεί άφθονη λίπανση.




Το φυτό της βρώμης

Άρδευση βρώμης

Η βρώμη θεωρείται το περισσότερο απαιτητικό σε νερό χειμωνιάτικο σιτηρό, όπως προκύπτει από σειρά πειραμάτων σε διαφορετικές περιοχές. Έλλειψη νερού στα πρώτα στάδια ανάπτυξης δημιουργεί φυτά μικρόσωμα. Η πιο κρίσιμη περίοδος σε σχέση με την τελική απόδοση είναι το χρονικό διάστημα που προηγείται και ακολουθεί το ξεστάχυασμα, όπου η ανεπάρκεια νερού μειώνει τον αριθμό των ταξιανθιών/επιφάνεια εδάφους. Η έλλειψη νερού κατά την άνθηση μειώνει τον αριθμό των καρπών/ταξικαρπία, λόγω μεγάλου αριθμού μη ζωτικών γυρεοκόκκων.

Η χειμωνιάτικη βρώμη καλλιεργείται συνήθως ως ξηρική. Εάν όμως υπάρξει δυνατότητα και ανάγκη άρδευσης, τα καταλληλότερα στάδια εφαρμογής, κατά σειρά προτίμησης, είναι στην αρχή του καλαμώματος και λίγο μετά το πλήρες ξεστάχυασμα. Όψιμα ποτίσματα προκαλούν και οψίμιση της καλλιέργειας.




Ζιζανιοκτονία βρώμης

Η βρώμη αντέχει στον ανταγωνισμό των ζιζανίων όταν βρίσκεται στο στάδιο της ταχείας ανάπτυξής της. Σε νεώτερα στάδια αντιμετωπίζει προβλήματα ανάλογα με το σιτάρι και ίσως περισσότερο έντονα λόγω της βραδύτερης πρώτης της ανάπτυξης στις θερμοκρασίες του χειμώνα. Επιβάλλεται, επομένως και εδώ η λήψη μέτρων για τον έλεγχο του ζιζανιοτάπητα. Στον παρακάτω σύνδεσμο αναφέρονται τα μέσα αντιμετώπισης για τα σιτηρά. Μέσα αντιμετώπισης ζιζανιοκτονίας για τα σιτηρά.

Ένα αποτελεσματικό μέτρο ελέγχου είναι η απομάκρυνση των σπόρων των ζιζανίων από το πολλαπλασιαστικό υλικό. Η χρησιμοποίηση του 2,4-0 ελέγχει τα πλατύφυλλα ζιζάνια, αλλά θα πρέπει να γίνεται με προσοχή επειδή π βρώμη είναι εξαιρετικά ευαίσθητη. Το καταλληλότερο στάδιο εφαρμογής είναι όταν τα φυτά βρίσκονται στο πλήρες αδέλφωμα (ύψος 15-20cm). Πάντως το MCPA δημιουργεί λιγότερα προβλήματα από το 2,4-0. Είναι, τέλος, δυνατό να χρησιμοποιηθούν και ορισμένα από τα ζιζανιοκτόνα ευρέος φάσματος.

Ιδιαίτερα οξύ είναι το πρόβλημα της αγριοβρώμης γιατί τα σκευάσματα που κυκλοφορούν για τον έλεγχο του ζιζανίου είναι εξίσου τοξικά και για τη βρώμη. Γενικά, πρέπει να αποφεύγεται η καλλιέργεια της βρώμης σε αγρούς που ενδημεί το ζιζάνιο και καλλιεργούνται επί σειρά ετών με σιτηρά.




Συγκομιδή βρώμης

Καρποδοτικές καλλιέργειες

Συγκομιδή βρώμης

Επειδή η βρώμη έχει τάση για "τίναγμα" των καρπών της, η συγκομιδή δεν θα πρέπει να καθυστερήσει πολύ μετά τη φυσιολογική ωρίμαση, αλλά δεν θα πρέπει να γίνει και πολύ νωρίς γιατί τότε είναι μειωμένο το εκατολιτρικό βάρος των καρπών, αυξημένη η αναλογία λεπυριδίων/καρπό και χαμηλότερες οι αποδόσεις.

Κριτήριο για τον προσδιορισμό του καταλληλότερου χρόνου συγκομιδής αποτελεί συνήθως ο χρωματισμός της φόβης όπου δεν θα πρέπει να επικρατεί το πράσινο χρώμα ούτε να είναι τελείως κίτρινη. Τότε, οι περισσότεροι από τους καρπούς, βρίσκονται στο στάδιο της σκληρής ζύμης. Ανεξάρτητα από τον τρόπο συγκομιδής, η υγρασία των καρπών δεν θα πρέπει να είναι κατώτερη από 20% κατά τη συγκομιδή για να αποφεύγονται, απώλειες από "τίναγμα" των καρπών και πλάγιασμα των φυτών. Οι απώλειες αυτές μπορεί να φθάσουν το 15-20% της τελικής απόδοσης.

Η συγκομιδή γίνεται με χορτοκοπτικές και αυτοδετικές μηχανές όταν η υγρασία των καρπών είναι 20-25%. θα ακολουθήσει ξήρανση των δεματιών και αλωνισμός. Η χρησιμοποίηση θεραλωνιστικών μηχανών με εξάρτημα συλλογής των κομμένων φυτών είναι δυνατή αφού έχει προηγηθεί η κοπή των φυτών σε υγρασία καρπών 20-25% και η ξήρανσή τους κατά λωρίδες στην επιφάνεια του αγρού μέχρι η υγρασία να φθάσει το 13-15%.

Χορτοδοτικές καλλιέργειες

Η συγκομιδή καλλιεργειών που προορίζονται για παραγωγή σανού πρέπει να γίνεται όταν οι καρποί βρίσκονται μεταξύ των σταδίων γάλακτος και μαλακής ζύμης. Αν και η μέγιστη περιεκτικότητα των φυτών σε πρωτείνες παρατηρείται πολύ νωρίτερα, η απόδοση σε πρωτεΐνες/επιφάνεια εδάφους είναι μέγιστη στα στάδια που προαναφέρθηκαν. Παραπέρα καθυστέρηση θα μειώσει την πεπτικότητα λόγω της αυξημένης περιεκτικότητας σε ινώδεις ουσίες.

Τα φυτά θερίζονται με χορτοκοπτικές, ξηραίνονται στην επιφάνεια του αγρού κατά λωρίδες και στη συνέχεια συσκευάζονται σε μπάλλες και αποθηκεύονται. Η απόδοση σε σανό μπορεί να φθάσει 1-2tn/στρ. Η ποιότητα του σανού βελτιώνεται σημαντικά όταν συγκαλλιεργείται βρώμη με ψυχανθές, αλλά οι αποδόσεις βρίσκονται στα ίδια περίπου επίπεδα. Όταν η καλλιέργεια προορίζεται για ενσίρωση, η συγκομιδή πρέπει να γίνεται στο στάδιο του γαλακτώδους καρπού. Νωρίτερα (π.χ. στη διόγκωση του κολεού) η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη είναι αυξημένη, αλλά η ξηρή ουσία μειωμένη. Αργότερα (π.χ. στη σκληρή ζύμη) τα φυτά έχουν μειωμένη υγρασία και τα στελέχη τους έχουν σκληρυνθεί σε βαθμό που δυσκολεύεται η συμπίεσή τους στο σιρό.

Είναι δυνατό να συνδυασθεί η βόσκηση με την παραγωγή σανού ή καρπού σε μια καλλιέργεια. Αυτό πραγματοποιείται με την προϋπόθεση ότι η βόσκηση δεν συνεχίζεται πέρα από το Φεβρουάριο, οπότε η μείωση στις αποδόσεις σε καρπό και σανό είναι γύρω στο 25%. Ο καταλληλότερος χρόνος για βόσκηση είναι όταν τα φυτά έχουν ύφος 15-20cm.




Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. Η καλλιέργεια της βρώμης
  2. "Τα σιτηρά των εύκρατων κλιμάτων", Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Καθηγητής της Γεωργίας στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών.