Φυματίωση των βοοειδών

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 10:27, 6 Απριλίου 2015 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Το μικρόβιο Mycobacterium bovis στο οποίο οφείλεται η φυματίωση των βοοειδών

Η φυματίωση [1] είναι χρόνια λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει όλα τα είδη των σπονδυλωτών ζώων και χαρακτηρίζεται από τα φυμάτια, τα οποία σχηματίζονται σε όλα σχεδόν τα όργανα και τους ιστούς του σώματος. Προκαλεί τα ίδια περίπου συμπτώματα σε όλα τα είδη των ζώων και στον άνθρωπο.

Η φυματίωση είναι γνωστή νόσος από αρχαιοτάτων χρόνων και ήταν μία πραγματική μάστιγα για την ανθρωπότητα, γιατί ήταν ανίατη, μεταδοτική και θανατηφόρα, αφού σιγά σιγά οδηγούσε στο θάνατο. Από τα βάθη των αιώνων ο άνθρωπος προσπαθούσε να βρει ένα αποτελεσματικό φάρμακο για να αντιμετωπίσει αυτή τη φοβερή νόσο και μόλις το 1952 βρέθηκε το αποτελεσματικό φάρμακο, η ισονιαζίδη. Από τότε καταπολεμείται όπως οι άλλες κοινές αρρώστιες.

Τα βοοειδή και ιδιαίτερα οι γαλακτοφόρες αγελάδες υψηλών αποδόσεων παλαιότερα μολύνονταν σε μεγάλο βαθμό με επακόλουθο τις δυσμενείς επιπτώσεις στην εθνική οικονομία και τη δημόσια υγεία.

Ακόμη και σήμερα η φυματίωση [1] εμφανίζεται σε εκτροφές αγελάδων βελτιωμένων φυλών, οι οποίες ζουν υπό δυσμενείς συνθήκες διατροφής, σταβλισμού και περιποίησης.

Η νόσος προκαλείται από το Mycobacterium tuber-culosis, το οποίο είναι οξεάντοχος βάκιλλος και διακρίνεται σε τρεις τύπους, οι οποίοι διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την εκλεκτικότητα προσβολής ορισμένου είδους ζώου ή του ανθρώπου, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η μετάδοσή τους και σε άλλα είδη. Διαφέρουν ακόμη ως προς τα καλλιεργητικά χαρακτηριστικά και την παθογόνο δύναμή τους. Οι τρεις αυτοί τύποι είναι ο ανθρώπειος, ο βόειος και ο τύπος των πτηνών ή ορνίθειος τύπος. Οι δύο πρώτοι τύποι που προσβάλλουν θηλαστικά διαφέρουν λίγο μεταξύ τους, ενώ ο τύπος των πτηνών περισσότερο.

  • Ο ανθρώπειος τύπος είναι ο πιο ειδικός τύπος, γιατί συνήθως προσβάλλει αποκλειστικά τον άνθρωπο και σπάνια διάφορα είδη ζώων.
  • Ο βόειος τύπος είναι ο πιο κοινός τύπος βακίλλου φυματίωσης, γιατί προσβάλλει όλα σχεδόν τα θερμόαιμα σπονδυλωτά ζώα.
  • Ο τύπος των πτηνών είναι πιο ειδικός για τα πτηνά, αλλά σπανιότερα μπορεί να προσβάλλει και τους χοίρους, τα βοοειδή και τα πρόβατα.

Η εισβολή της νόσου στον οργανισμό γίνεται κυρίως με την τροφή, το νερό και τον αέρα και κατά 90% περίπου αρχίζει από τους πνεύμονες στον άνθρωπο και τα βοοειδή, ενώ στα πτηνά συνήθως αρχίζει από τα έντερα. Στις εστίες της λοίμωξης και στους λεμφαδένες των περιοχών τους σχηματίζονται τυρώδεις αλλοιώσεις, μέσα στις οποίες υπάρχουν οι βάκιλλοι. Με τη συνεχή ανάπτυξη των βακίλλων δημιουργούνται μικρά ογκίδια ή οζίδια, τα οποία σιγά σιγά μεγαλώνουν σε μέγεθος και αποτελούν τα λεγόμενα φυμάτια. Μέσα στα φυμάτια συνεχίζεται η ανάπτυξη των βακίλλων και συχνά ενώνονται πολλά φυμάτια μαζί και σχηματίζουν κοκκιώματα, τα οποία καταστρέφουν και αντικαθιστούν τμήματα ολόκληρα οργάνων, όπως λοβούς των πνευμόνων, τμήματα του ήπατος, του σπληνός και άλλων οργάνων. Κοκκιώματα σχηματίζονται και στον υπεζωκότα, το περικάρδιο και το περιτόναιο. Τελικά οι αλλοιώσεις αυτές παίρνουν τη μορφή τυρώδους μάζας, η οποία έχει την τάση να ασβεστοποιείται και στα θηλαστικά συνήθως περικλείεται μέσα σε κάψα από συνδετικό ιστό.

Οι βάκιλλοι με την κυκλοφορία του αίματος και της λέμφου μπορεί να μεταφέρονται σε άλλα όργανα ή ιστούς, όπου σχηματίζουν και άλλα φυμάτια. Όταν πολυάριθμοι βάκιλλοι προερχόμενοι από μια εστία εισέρχονται στην κυκλοφορία, εγκαθίστανται και σχηματίζουν μικρά φυμάτια σε πολλά μεγάλα όργανα με γρήγορο θανατηφόρο αποτέλεσμα. Η μορφή αυτή ονομάζεται κεγχροειδής φυματίωση. Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου μικρός αριθμός βακίλλων από κάποια εστία εισέρχεται στην κυκλοφορία και εγκαθίσταται κατόπιν σε κάποιο όργανο, όπου σχηματίζονται μεμονωμένα φυμάτια, τα οποία εγκυστώνονται με συνδετικό ιστό και παραμένουν μικρά για ένα μεγάλο διάστημα ή ακόμη για ολόκληρη τη ζωή χωρίς να γίνονται καν αντιληπτά.

Συμπτώματα της νόσου μπορεί να γίνουν αντιληπτά μόνο σε περιπτώσεις προσβολής σε μεγάλη έκταση, ενώ σε περίπτωση εντοπισμένων μικρών αλλοιώσεων δεν παρατηρούνται συμπτώματα. Επειδή η εξέλιξη της νόσου είναι βραδεία και προοδευτική, τα συμπτώματα αργούν να εμφανιστούν και όταν αρχίζουν να παρουσιάζονται, πολύ βραδέως γίνονται εντονότερα από τα αρχικά. Τα γενικά συμπτώματα της νόσου, τα οποία οφείλονται σε προσβολή μεγάλων και σημαντικών οργάνων, όπως των πνευμόνων και του ήπατος, είναι ένα προοδευτικό αδυνάτισμα του ζώου που καταλήγει σε απίσχναση, ανορεξία και χαμηλό πυρετό με βήχα σε περίπτωση προσβολής των πνευμόνων. Οι λεμφαδένες που είναι εύκολα ψηλαφητοί, όπως οι προωμοπλατιαίοι, οι υπογνάθιοι κ.λπ., με την ψηλάφηση διαπιστώνεται ότι είναι διογκωμένοι. Ειδικά στη φυματιακή μαστίτιδα είναι διογκωμένοι οι οπισθομαστικοί λεμφαδένες.

Δυστυχώς η κλινική διάγνωση της φυματίωσης [1] μπορεί να γίνει μόνο σε προχωρημένο στάδιο της νόσου, όταν τα συμπτώματα γίνονται αντιληπτά με την κλινηκή εξέταση. Έτσι κατά τα πρώτα στάδια της νόσου τα προσβεβλημένα ζώα αποτελούν κίνδυνο για τη μετάδοσή της και στα άλλα ζώα της εκτροφής, καθώς και για τη δημόσια υγεία, γιατί κινδυνεύουν οι άνθρωποι που περιποιούνται τα ζώα αυτά ή έρχονται σε οποιαδήποτε επαφή μ' αυτά.

Για το λόγο αυτό εφαρμόζεται ως διαγνωστική μέθοδος ο φυματινισμός, ο οποίος στηρίζεται σε αλλεργική αντίδραση. Τα φυματικά ζώα είναι αλλεργικά στη φυματίνη και εκδηλώνουν ορισμένες χαρακτηριστικές αντιδράσεις ύστερα από τη χορήγησή της. Ο φυματινισμός γίνεται υποδορίως, οπότε σε περίπτωση προσβεβλημένου ζώου εμφανίζεται πυρετός, ή ενδοδερμικώς, οπότε η αντίδραση είναι τοπική με εμφάνιση εξοίδησης και άλγους. Η εξοίδηση μπορεί να είναι και απλή πάχυνση του δέρματος πάνω από 3mm, οπότε το αποτέλεσμα θεωρείται θετικό.

Η πρόγνωση για τα ζώα είναι δυσμενής, γιατί η θεραπεία είναι ασύμφορη λόγω πολύ υψηλού κόσοτυς, αλλά ακόμη περισσότερο, γιατί τα ασθενή ζώα αποτελούν πολύ σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Όταν ο φυματινισμός είναι θετικός, τα ζώα αποστέλλονται στο σφαγείο, όπου αξιοποιούνται τα μη προσβεβλημένα μέρη του σώματός τους.

Η πρόληψη της νόσου στηρίζεται κυρίως στην απαλλαγή από τα ζώα που αντιδρούν θετικά στο φυματινισμό με την αποστολή τους στο σφαγείο. Στις περιπτώσεις ασθενών ζώων με έκδηλα συμπτώματα σε μια εκτροφή, αφού γίνει η απομάκρυνσή τους, εφαρμόζεται αυστηρότατη απολύμανση του στάβλου και όλων των αντικειμένων με ισχυρότατα αντισηπτικά και ασβέστωμα. Ο εμβολιασμός για την πρόληψη της νόσου γίνεται επιτυχώς προς το παρόν μόνο στον άνθρωπο με το εμβόλιο B.C.G, ενώ γίνονται προσπάθειες να βρεθεί εμβόλιο και για τα βοοειδή.

Η φυματίωση των βοοειδών (βόειος τύπος) μεταδίδεται εύκολα στον άνθρωπο και αντίστροφα. Η μετάδοση στους ανθρώπους γίνεται με τον αέρα, σ' αυτούς που έρχονται σε επαφή συχνά με τα ζώα (επαγγελματική νόσος) και με την κατανάλωση ζωοκομικών προϊόντων, όπως π.χ. γάλακτος. Το γάλα βέβαια καθίσταται ακίνδυνο με την παστερίωση.

Από το 1977 εφαρμόζεται στη χώρα μας το πρόγραμμα εκρίζωσης της φυματίωσης [2] των βοοειδών. Σκοπός του προγράμματος είναι η διαπίστωση των θετικών στη φυματίωση βοοειδών και η έγκαιρη απομάκρυνσή τους από την εκτροφή, ώστε να μην αποτελούν κίνδυνο για τα υπόλοιποα ζώα αλλά και για τη δημόσια υγεία. Σύμφωνα με το πρόγραμμα όλα τα βοοειδή ηλικίας άνω των 6 εβδομάδων ελέγχονται με ενδοδερμικό φυματινισμό. Όσα από τα ζώα αντιδράσουν θετικά στην εξέταση, σφάζονται το συντομότερο δυνατό και αποζημιώνονται.

[3]

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα
  2. "Η φυματίωση των βοοειδών και το εθνικό πρόγραμμα εκρίζωσης", Υπουργείο Γεωργίας, Γενική Διεύθυνση Κτηνιατρικής, Διεύθυνση Υγείας των Ζώων, Τμήμα Ζωοανθρωπονόσων, Αθήνα, Ιούνιος 2002
  3. Πρόγραμμα εκρίζωσης της φυματίωσης