Ασθένεια γαρυφαλλιάς αδροφουζαρίωση

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Είναι ασθένειες που προξενούν μεγάλης οικονομικής σημασίας ζημιές στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς σε παγκόσμια κλίμακα. Οφείλονται σε δυο είδη μυκήτων, στον Fusarium oxysporum f. sp. dianthi και στον Phialophora cinerescens. Η αδροφουζαρίωση (αγγλ. Fusarium wilt) είναι η περισσότερο διαδεδομένη αδρομύκωση που προκαλεί και τις μεγαλύτερες ζημιές στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Σε μερικές φυτείες, η αδροφουζαρίωση φαίνεται ότι αποτελεί τον κυριότερο μοναδικό παράγοντα που εμποδίζει τη συνεχή καλλιέργεια της γαρυφαλλιάς. Η ασθένεια αναφέρθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ (πολιτεία Connecticut) και τη Γαλλία το 1898-9 και πολύ σύντομα εξαπλώθηκε σ' όλες τις χώρες του κόσμου στις οποίες καλλιεργείται η γαρυφαλλιά.

Το πρώτο σύμπτωμα είναι μια ελαφρά χλώρωση των κατώτερων φύλλων, η οποία μερικές φορές εκδηλώνεται μόνο στα φύλλα της μιας πλευράς του φυτού και μάλιστα ενίοτε μόνο στο μισό ενός φύλλου. Με την πάροδο του χρόνου περισσότερα φύλλα προσβάλλονται και η χλώρωση γενικεύεται σ' ολόκληρο το φυτό. Τα χλωρωτικά φύλλα μπορεί να εμφανίσουν μια ερυθρωπή ποικιλοχλώρωση. Τα προσβεβλημένα φύλλα τελικά μαραίνονται και αποξηραίνονται. Παρατηρείται κάμψη της κορυφής, μαρασμός και ξήρανση των βλαστών. Ενίοτε εμφανίζονται επιμήκεις σχισμές στα ανώτερα μεσογονάτια των χλωρωτικών ή μαραμένων βλαστών. Στα αγγεία του ξύλου παρατηρείται ένας ανοικτοκίτρινος μέχρι καστανός μεταχρωματισμός ο οποίος επεκτείνεται μέσα στους βλαστούς σε μεγάλη απόσταση πέρα από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό είναι ότι η προσβολή συχνά επεκτείνεται στην εντεριώνη και το φλοιό, οπότε προκαλείται αποδιοργάνωση των ιστών στα προσβεβλημένα στελέχη. Σε προχωρημένα στάδια τα στελέχη παρουσιάζουν κοιλότητα εσωτερικά και συχνά οι αποδιοργανωμένοι αυτοί ιστοί καλύπτονται από το μυκήλιο του παθογόνου. Με θερμό και υγρό καιρό σχηματίζεται άφθονο λευκό μυκήλιο μαζί με πολλά μακροκονίδια και μερικές φορές με ρόδινα μέχρι πορτοκαλιά σποριοδόχεια.

Είναι ακόμη δυνατό να παρατηρηθεί ανάσχεση της αναπτύξεως μερικών βλαστών ή ολόκληρου του φυτού (νανισμός), ιδιαίτερα όταν οι μολύνσεις γίνονται πολύ νωρίς. Η ταχύτητα εξελίξεως των συμπτωμάτων της ασθένειας είναι μεγαλύτερη στις υψηλές θερμοκρασίες. Σε χαμηλότερες θερμοκρασίες παρεμποδίζεται η εμφάνιση των συμπτωμάτων και τα προσβεβλημένα φυτά παραμένουν χωρίς συμπτώματα μέχρι της ανόδου των θερμοκρασιών. Πάντως τα συμπτώματα και η ένταση της ασθένειας παραλλάσσουν ανάλογα με την ευπάθεια της ποικιλίας και τη φυλή του παθογόνου.

Η ασθένεια προκαλείται από το μύκητα Fusarium oxysporum Schlechtend.: Fr. f. sp. dianthi (Prill. & Delacr.) W.C. Snyder & H.N. Hansen (Mitosporic fungi, Ηyphomycetes που προσβάλλει και προκαλεί αδρομύκωση σε φυτά του γένους Dianthus. Είναι γνωστές 8 φυλές (παθότυποι) του παθογόνου στην Ευρώπη, που διακρίνονται με βάση την ευπάθεια και τα συμπτώματα που προκαλεί το παθογόνο σε 10 ποικιλίες γαρυφαλλιάς. Οι περισσότερες απομονώσεις ανήκουν στις φυλές 1 και 2. Στη χώρα μας φαίνεται ότι ο πληθυσμός του μύκητα ανήκει στη φυλή 2 του παθογόνου. Τελευταία χρησιμοποιούνται δυο νέες τεχνικές για τον ακριβή προσδιορισμό των απομονώσεων του μύκητα στο εργαστήριο καθώς και για τη μελέτη του πληθυσμού του μύκητα. Η πρώτη αφορά τις ομάδες βλαστικής συμβατότητας (vegetative compatibility groups, VCGs) όπου εξετάζεται η δυνατότητα των απομονώσεων να αναστομώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ετεροκάρυο μυκήλιο. Η δεύτερη αναφέρεται στη χρήση μοριακών δεικτών, όπως είναι η ανάλυση πολυμορφισμού μήκους τμημάτων περιορισμού (restriction fragment length polymorphism-RFLPs) και η μέθοδος του τυχαιοποιημένα εμπλουτισμένου πολυμορφικού DNA (random amplified polymorphic DNA-RAPDs). Όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα σε σχετικές μελέτες με τη χρήση μοριακών δεικτών και με τη χρήση ομάδων βλαστικής συμβατότητας, ο ελληνικός πληθυσμός του παθογόνου μύκητα είναι ομοιογενής και ανήκει σε μια μόνο ομάδα, η οποία διεθνώς χαρακτηρίζεται ως 0021 (ομάδα βλαστικής συμβατότητας). Διαπιστώθηκε ταύτιση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης με τις παραπάνω μεθόδους. Παράγει από φιαλίδια, μικροκονίδια, υαλώδη ωοειδή-ελλειψοειδή, κυλινδρικά μέχρι κεκαμμένα διαστάσεων 5 - 12 x 2,2 - 3,5μm. Τα μακροκονίδια παράγονται από διακλαδιζόμενους κονιδιοφόρους ή από σποριοδόχεια. Είναι υαλώδη, έχουν λεπτά τοιχώματα με 3 - 5 septa και τα δυο άκρα τους είναι οξυκατάληκτα με ελαφρά κυρτή κορυφή. Οι διαστάσεις τους είναι 27 - 46 x 3 - 5μm (σπόρια με 3 septa) και 35 - 60 x 3 - 5μm (σπόρια με 5 septa). Σχηματίζει επάκρια και ενδιάμεσα χλαμυδοσπόρια, μεμονωμένα ή σε αλυσίδες. Ο Fusarium oxysporum f. sp. dianthi είναι ένα εδαφογενές παθογόνο που επιβιώνει για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα στο έδαφος (αναφέρεται μέχρι 14 χρόνια και σε βάθος μέχρι 80cm) με τα χλαμυδοσπόρια. Επίσης, επιβιώνει και μεταδίδεται από τα μολυσμένα υπολείμματα της καλλιέργειας και το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό (μολυσμένα μοσχεύματα πιθανώς από μητρικές φυτείες χωρίς συμπτώματα ή/ και το υλικό ριζοβολιάς στα έρριζα μοσχεύματα). Άφθονα κονίδια παράγονται πάνω στους πρόσφατα ξηραινόμενους βλαστούς των ασθενών φυτών. Αυτά τα σπορία μεταφέρονται με τον αέρα ή με το νερό του ποτίσματος ή της βροχής και προκαλούν νέες μολύνσεις. Το παθογόνο ακόμη μεταδίδεται με την επαφή των ριζών μεταξύ προσβεβλημένων και υγιών φυτών μέσα στην καλλιέργεια. Το παθογόνο εισέρχεται από τις ρίζες του φυτού καθώς και από τις πάσης φύσεως πληγές (π.χ. τομές στη βάση των μοσχευμάτων) και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου. Η ασθένεια ευνοείται από υψηλές θερμοκρασίες. Η άριστη θερμοκρασία αναπτύξεως της ασθένειας είναι από 25 - 300C. Ο χρόνος επωάσεως της ασθένειας, αναλόγως με το δυναμικό του μολύσματος και τη θερμοκρασία, κυμαίνεται από ένα μέχρι αρκετούς μήνες. Το χειμώνα που επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες ο χρόνος επωάσεως είναι αρκετοί μήνες. Οι μεγαλύτερες ζημιές στις καλλιέργειες παρατηρούνται την καλοκαιρινή περίοδο. Αναφέρεται ότι η ασθένεια ευνοείται σε εδάφη με χαμηλό pH, καθώς και σε εδάφη στα οποία γίνεται χρήση οργανικής ουσίας και αμμωνιακών λιπασμάτων. Ακόμη, φαίνεται ότι η έλλειψη ασβεστίου αυξάνει την ευπάθεια της γαρυφαλλιάς στην αδρομύκωση.

Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της αδροφουζαρίωσης είναι:

  • Η χρησιμοποίηση υγιών μοσχευμάτων κάτω από υγιεινές συνθήκες (εγκατάσταση σε αμόλυντα υποστρώματα).
  • Αποφυγή φυτεύσεως σε μολυσμένο έδαφος. Εφόσον δε γίνεται απολύμανση του εδάφους, ιδιαίτερα στις υπαίθριες καλλιέργειες, δεν πρέπει η γαρυφαλλιά να επανέρχεται στον ίδιο αγρό. Τα υπολείμματα μετά το τέλος της καλλιέργειας πρέπει να καταστρέφονται.
  • Απολύμανση του εδάφους με ατμό, με χημικά μέσα και ηλιοαπολύμανση. Η απολύμανση, λόγω του υψηλού κόστους που έχει, εφαρμόζεται μόνο στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Τα απολυμαντικά εδάφους που χρησιμοποιούνται είναι το βρωμιούχο μεθύλιο, το dazomet, το metam-sodium και methyl-isothiocyanate. Το βρωμιούχο μεθύλιο δίνει πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά μειονεκτεί, γιατί αφήνει υπολείμματα βρωμίου στο έδαφος που είναι τοξικά για τη γαρυφαλλιά. Μετά την εφαρμογή του πρέπει να γίνεται καλό ξέπλυμα του εδάφους με νερό (80-100 I/m2). Η ηλιοαπολύμανση και το dazomet έδωσαν την καλύτερη καταπολέμηση της ασθένειας σε πρόσφατα πειράματα αγρού στη χώρα μας και ακολουθούσαν αυτές της ηλιοαπολύμανσης σε συνδυασμό με βιολογικούς παράγοντες (παρασκευάσματα του μύκητα Trichoderma harzianum και του βακτηρίου Pseudomonas, fluorescens).
  • Αλλαγή ή απολύμανση του χώματος ή άμμου των χώρων ριζοβολιάς και προετοιμασίας των μοσχευμάτων.
  • Αποφυγή τραυματισμού των φυτών κατά την εκτέλεση καλλιεργητικών εργασιών.
  • Χρήση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού. Τα μοσχεύματα να λαμβάνονται από τελείως υγιή μητρικά φυτά και να προετοιμάζονται σε απαλλαγμένα από μεταδοτικές ασθένειες ριζωτήρια.
  • Συνιστούν εμβάπτιση των μοσχευμάτων σε benomyl προ της φυτεύσεως. Επίσης, συνιστούν πότισμα των φυτών με benomyl ή carbendazim (75 γραμ. δραστικής ουσίας/ 100 λίτρα νερού, χρησιμοποιούνται 5,5 λίτρα διαλύματος/ m2) ή με thiophanate methyl (75 γραμ./100 λίτρα νερού, χρησιμοποιούνται 10 λίτρα/ m2). Η πρώτη επέμβαση γίνεται 14 ημέρες μετά τη φύτευση και μετά κάθε 1-3 μήνες (συνολικά για 2-4 φορές). Πάντως μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων είναι αδύνατο να καταπολεμηθεί η ασθένεια. Σε πρόσφατα πειράματα διαπιστώθηκε αποτελεσματική καταπολέμηση της αδροφουζαρίωσης της γαρυφαλλιάς με τρεις στρομπιλουρίνες (azoxystrobin, kresoxym-methyl και trifloxystrobin). Καθένα από τα μυκητοκτόνα ήταν αποτελεσματικό όταν εφαρμοζόταν με ριζοπότισμα του εδάφους κατά τη μεταφύτευση σε δόση 1-2 g/m2.
  • Ανθεκτικές ποικιλίες στον Fusarium oxysporum f. sp. dianthi, αναφέρονται πολλές όπως οι Elsy, Teddy, Juanica, Exquisite, Athena, Diano, Pallas, Orion, Castella, Monte Carlo, Amapola. Επίσης, αρκετά ανθεκτικές είναι οι: Salome, Sacha, Pamela, Angela και Valero. Οι ανθεκτικές ποικιλίες είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως της ασθένειας, εφόσον όμως είναι αποδεκτές από τους παραγωγούς, δηλαδή εφόσον ικανοποιούν τα εμπορικά χαρακτηριστικά που αφορούν ποσότητα και ποιότητα ανθέων. Όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα οι ποικιλίες Arbel και Scarlette παρουσιάζουν πλήρη αντοχή στη φυλή 2 του παθογόνου.
  • Βιολογική καταπολέμηση. Για τη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας έχουν δοκιμασθεί διάφοροι μικροοργανισμοί, οι οποίοι ασκούν ανταγωνιστική δράση κατά του παθογόνου, όπως μη παθογόνα στελέχη του μύκητα Fusarium oxysporum, του Fusarium roseum, βακτήρια (Pseudomonas fluorescens, στέλεχος WSC417, Bacillus subtilis, Pseudomonas putida, Alcaligenes sp., Streptomyces griseoviridis) και στελέχη του μύκητα Trichoderma harzianum. Τα ακόλουθα δυο βιολογικά προϊόντα, που παρασκευάζονται σε εμπορική κλίμακα σε χώρες του εξωτερικού, περιέχουν μη παθογόνα στελέχη του μύκητα Fusarium oxysporum και συνιστώνται κατά της αδροφουζαριώσεως της γαρυφαλλιάς αλλά και διαφόρων άλλων αδροφουζαριώσεων. Αυτά είναι το Biofox C (S.I.A.P.A., Ιταλία) και το Fusaclean (Natural Plant Protection, Γαλλία). Οι διάφοροι βιολογικοί παράγοντες έχουν δώσει ικανοποιητική αντιμετώπιση της ασθένειας σε πολλές πειραματικές εργασίες είτε μόνοι τους ή σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.