Ασθένεια τριανταφυλλιάς μελανή κηλίδωση

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η τριανταφυλλιά ή ρόδη (Rosa spp.) αποτελεί την πλέον διαδεδομένη καλλιέργεια καλλωπιστικών φυτών παγκοσμίως και έχει εξασφαλίσει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και την προτίμηση των ανθρώπων τόσο ως φυτό κήπου και γλαστρών, όσο και ως φυτό δρεπτών ανθέων. Είναι γνωστά τουλάχιστο 200 βοτανικά είδη του γένους Rosa και όλα παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τα παραγόμενα άνθη και τη χρησιμοποίησή τους για καλλωπιστικούς θάμνους. Εκτιμάται ότι στην Ελλάδα απαντώνται 25 αυτοφυή είδη τριανταφυλλιάς. Οι καλλιεργούμενες όμως ποικιλίες τριανταφυλλιάς, που είναι αποτέλεσμα επιλογής και υβριδισμού, υπολογίζονται ότι ανέρχονται σε 20.000 περίπου παγκοσμίως. Στη συνέχεια περίγράφονται οι κυριότερες ασθένειες της τριανταφυλλιάς που προκαλούν συχνότερα προβλήματα στις καλλιέργειες και έχουν επίσης μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση. Η μελανή ή μαύρη κηλίδωση της τριανταφυλλιάς (αγγλ. black spot, leaf blotch, leaf spot, blotch, rose Actinonema, rose leaf Asteroma, star sooty mold) είναι ευρύτατα διαδεδομένη στην Ευρώπη αλλά και στις περισσότερες χώρες των άλλων ηπείρων. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά στη Σουηδία το 1815 και αργότερα (1844) αναφέρθηκε από τη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Γερμανία, την Αγγλία και την Ολλανδία. Η ασθένεια είναι ευρύτατα διαδεδομένη στις υπαίθριες καλλιέργειες, είναι συχνά επιδημική και μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα.

Τα κυριότερα συμπτώματα της τριανταφυλλιάς μέσω της μελανής κηλίδωσης είναι τ' ακόλουθα:

  • Στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων σχηματίζονται χαρακτηριστικές μελανές κηλίδες που έχουν διάμετρο 2 - 12mm.
  • Οι κηλίδες είναι κυκλικές ή ακανόνιστου σχήματος λόγω συνενώσεώς τους με διπλανές κηλίδες και έχουν χαρακτηριστική πτερωτή, ακτινωτή, κροσσωτή περιφέρεια που αποτελείται από αναπτυσσόμενα κάτω από την εφυμενίδα μυκηλιακά νήματα.
  • Οι ιστοί των φύλλων γύρω από τις κηλίδες κιτρινίζουν από τη δράση των μεταβολιτών του παθογόνου (παραγωγή αιθυλενίου) και τελικά προκαλείται γενική χλώρωση και πτώση των φύλλων.
  • Επί της επιφάνειας των κηλίδων εμφανίζονται μικρά μελανά ακέρβουλα, διασκορπισμένα ή κατά συγκεντρικούς κύκλους.
  • Με υγρό καιρό τα κονίδια του παρασίτου εμφανίζονται σαν λευκές, γλοιώδεις μάζες πάνω στα ακέρβουλα.
  • Λίγες μολύνσεις εμφανίζονται και επί των ετήσιων βλαστών με τη μορφή ελαφρά υπερυψωμένων κηλίδων χρώματος ερυθροϊώδους.
  • Κηλίδες μπορεί ακόμη να εμφανισθούν στους μίσχους, στα σέπαλα και τα πέταλα των ανθέων.

Αίτια και συνθήκες αναπτύξεως της μελανής κηλίδωσης:

Ο μύκης Diplocarpon rosae F.A. Wolf (Ascomycota, Dermateaceae, Leotiales), έχει ατελή μορφή Marssonina rosae (Lib.) Died., συν. Αctinonema rosae (Lib.) Fr. Η ατελής μορφή του παράσιτου (ακέρβουλα) σχηματίζεται πάνω στις κηλίδες υπό μορφή μελανών στιγμάτων. Διαχειμάζει ως μυκήλιο και κονίδια στα παλαιά προσβεβλημένα φύλλα, τους μολυσμένους βλαστούς και τους οφθαλμούς. Οι πρωτογενείς μολύνσεις προκαλούνται συνήθως από τα κονίδια. Τα μολύσματα αυτά μεταφέρονται με τα σταγονίδια της βροχής, ιδιαίτερα όταν η βροχή συνοδεύεται από άνεμο, με τα καλλιεργητικά εργαλεία και τα χέρια των εργατών και με τα έντομα. Η είσοδος του παρασίτου γίνεται με απευθείας διάτρηση της εφυμενίδας. Το μυκήλιο αναπτύσσεται μεταξύ της εφυμενίδας και των επιδερμικών κυττάρων και ακολούθως σχηματίζει τις γνωστές κηλίδες. Στη συνέχεια σχηματίζονται οι καρποφορίες του μύκητα (ατελής μορφή, ακέρβουλα) επί των οποίων παράγονται τα κονίδια. Τα ακέρβουλα έχουν διάμετρο που κυμαίνεται από 50 - 400μm και παράγουν δικύταρρα, υαλώδη κονίδια διαστάσεων 15 - 25 x 5 - 7μm. Οι κονιδιοφόροι, που είναι βραχείς και εξέρχονται από ένα λεπτό μαύρο στρώμα, παράγουν επανειλημμένως νέα κονίδια τα οποία πιέζουν και σπάνε την εφυμενίδα και έτσι εμφανίζονται στην επιφάνεια της κηλίδας έτοιμα να διασπαρούν. Με αυτά προκαλούνται οι δευτερογενείς μολύνσεις καθ' όλη την περίοδο μέχρι και του φθινοπώρου. Επί των πεσμένων φύλλων μπορούν να σχηματισθούν τα μικροσκοπικά αποθήκια του παρασίτου (η τέλεια μορφή). Την άνοιξη τα ασκοσπόρια ελευθερούμενα από τα αποθήκια μεταφέρονται με τον άνεμο (είναι ξηροσπόρια) και προκαλούν τις πρώτες μολύνσεις. Πάντως, επισημαίνεται ότι η τέλεια μορφή του παρασίτου σχηματίζεται στη φύση σπανίως και ως εκ τούτου ο ρόλος των ασκοσπορίων στη διασπορά της ασθένειας δεν είναι σημαντικός. Τα αποθήκια έχουν διάμετρο 100 - 250μm και περιέχουν ασκούς διαστάσεων 70 - 80 x 15μm εντός των οποίων σχηματίζονται οκτώ υαλώδη ασκοσπόρια διαστάσεων 20 - 25 x 5 - 6μm. Η αρρώστια ευνοείται σε θερμοκρασίες μεταξύ 15 και 270C και με συνθήκες υψηλής υγρασίας. Τα φύλλα είναι περισσότερο ευπαθή, όταν βρίσκονται στο στάδιο της αναπτύξεως (ηλικίας 6 - 14 ημερών). Για τη βλάστηση των κονιδίων και την πραγματοποίηση των μολύνσεων είναι απαραίτητο οι επιφάνειες των φυτικών ιστών να είναι βρεγμένες τουλάχιστον επί επτά ώρες. Τα συμπτώματα εμφανίζονται μέσα σε 3-16 ημέρες από τη μόλυνση, αναλόγως της θερμοκρασίας και της πυκνότητας του μολύσματος. Σε θερμοκρασίες 22 - 300C τα συμπτώματα εμφανίζονται μέσα σε 3 - 4 ημέρες από τη μόλυνση. Η άριστη θερμοκρασία για την ανάπτυξη της ασθενείας είναι οι 240C.

Τρόποι καταπολέμησης της μελανής κηλίδωσης της τριανταφυλλιάς:

  • Συλλογή και κάψιμο όλων των φύλλων και προσβεβλημένων βλαστών, στο τέλος της εποχής.
  • Λήψη μέτρων για τον περιορισμό της υγρασίας στο περιβάλλον αναπτύξεως των φυτών (αραιή φύτευση, αποφυγή διαβροχής του φυλλώματος κ.ά.).
  • Χειμερινός ψεκασμός με βορδιγάλειο πολτό ή χαλκούχα ή chlorothalonil ή cyproconazole ή triforine.
  • Ψεκασμοί ανά 7 - 10 ημέρες με ένα από τα ακόλουθα μυκητοκτόνα:

azoxystrobin, ferbam, zineb, maneb, mancozeb, captan, phaltan, benomyl, chlorothalonil, cyproconazole, propiconazole, triforine, myclobutanil, flusilazole, polyram, dichlofluanid, dodine. Σε υγρές εποχές οι ψεκασμοί να συνεχίζονται και το φθινόπωρο. Ακόμη (αντί των ανωτέρω) μπορεί να γίνουν επεμβάσεις με θείο (σκόνη ή βρέξιμο) ή με μίγμα θείου και ferbam, οπότε αντιμετωπίζονται επίσης το ωίδιο και η σκωρίαση.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.