Γενικά στοιχεία πεπονιάς θερμοκηπίου

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ο γεωγραφικός χώρος καταγωγής της πεπονιάς δεν είναι επακριβώς γνωστός, γιατί δεν βρέθηκε ποτέ υπό την άγριά της μορφή, αλλά πιστεύεται ότι είναι ενδογενής της τροπικής Αφρικής και των Ινδιών. Δεν φαίνεται να ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες και Αιγυπτίους, γιατί δεν γίνεται αναφορά από τους αρχαίους συγγραφείς. Η πεπονιά, φαίνεται, ήταν φυτό που ο άνθρωπος καλλιέργησε αργότερα. Παρόλη τη σύγχυση που επικρατεί όσον αφορά στο που αναφέρεται η ονομασία "πεπόνι", φαίνεται ότι ήταν γνωστό στη Ν. Ευρώπη από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επίσης στις Ανατολικές περιοχές των Ινδιών και στην Κίνα. Μετά την καλλιέργειά της, διαδόθηκε πολύ γρήγορα με αρκετές ποικιλίες, ιδιαίτερα στην Ινδία αλλά και στην Ευρώπη και Αμερική. Αναφέρεται ότι ο Κολόμβος τη βρήκε στο νησί Ισαβέλλα το 1494, ότι εκαλλιεργείτο στην Κεντρική Αμερική το 1516, στη Βιρτζίνια το 1609, στην Πολιτεία της Ν. Υόρκης το 1629 κ.ο.κ. Το 66,5% παράγεται στην Ασία, ενώ στην Ευρώπη το 13,3% και στη Β.& Κ. Αμερική το 11,2% της παγκόσμιας παραγωγής. Κυριότερες χώρες παραγωγής σε διεθνές επίπεδο είναι η Κίνα, η Τουρκία, το Ιράν και οι Η.Π.Α., ενώ σε επίπεδο Ε.Ε., η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία. Τις μεγαλύτερες εισαγωγές πραγματοποίησαν το 1996 το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Ολλανδία, η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ τις μεγαλύτερες εξαγωγές πραγματοποίησε η Ισπανία (=350.000 τον.). Η πορεία έκτασης και παραγωγής πεπονιού στην Ελλάδα τόσο στο ύπαιθρο όσο και στα θερμοκήπια (υψηλά και χαμηλά σκέπαστρα) για τη χρονική περίοδο 1980-1997. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από το 1980 μέχρι το 1997 η έκταση καλλιέργειας εκτός εποχής (υπό προστασία) έχει υπερτριπλασιαστεί και η παραγωγή έχει υπερτετραπλασιαστεί. Στην Κρήτη καλλιεργούνται οι μεγαλύτερες εκτάσεις στα υψηλά θερμοκήπια (κυρίως ως δεύτερη καλλιέργεια μετά το αγγούρι ) και στη Θεσσαλία οι μεγαλύτερες εκτάσεις σε χαμηλά τούνελ. Οι μέσες μηνιαίες τιμές χονδρικής πώλησης του πεπονιού στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών για τέσσερα χρόνια (1995-98). Είναι φανερό ότι οι πιο υψηλές τιμές εξασφαλίζονται τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, ενώ τους μήνες Μάιο και Νοέμβριο είναι επίσης σχετικά πιο υψηλές σε σύγκριση με τους μήνες του καλοκαιριού. [1]


Βιβλιογραφία

  1. Η τεχνική της καλλιέργειας των κηπευτικών στα θερμοκήπια, του Χρήστου Ολύμπιου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2001.