Διαχείριση των Ασβεστούχων Εδαφών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Η επιτυχής διαχείριση των ασβεστούχων εδαφών προϋποθέτει τη γνώση των ιδιαίτερων γνωρισμάτων των υπόψη εδαφών σε σχέση με τα προβλήματα που δημιουργούν στην ανάπτυξη των καλλιεργειών. Η διαχείριση των ασβεστούχων εδαφών στοχεύει στην άμβλυνση των προβλημάτων που δημιουργεί η υψηλή συγκέντρωση του CaCO3 και το υψηλό pH στο έδαφος και τα φυτά, με βασικό στόχο την βελτίωση της παραγωγικότητάς του. Για την αποτελεσματική διαχείριση των ασβεστούχων εδαφών θα πρέπει να λάβουμε υπόψη τα εξής:

Σχέση εδάφους-νερού

Η ικανότητα συγκράτησης του νερού από τα ασβεστούχα εδάφη είναι γενικά περιορισμένη. Σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι το διαθέσιμο νερό στα εδάφη αυτά μειώνεται απότομα και όχι βαθμιαία, όπως συμβαίνει με τα συνήθη (κανονικά) γεωργικά εδάφη, π.χ. στα ασβεστούχα εδάφη της Αιγύπτου το ποσοστό του διαθέσιμου νερού 10-23%, ως προς το σημείο μάρανσης 9-10% και ως προς την υδατοϊκανότητα από 19-21%. Η γνώση των σχέσεων <<νερού-εδάφους>> σχετικά με τα ασβεστούχα εδάφη έχει ιδιαίτερη σημασία και σπουδαιότητα, διότι σχετίζεται άμεσα με τις πρακτικές που εφαρμόζονται κατά την άρδευση των καλλιεργειών που αναπτύσσονται σ' αυτά.

Επιφανειακή κρούστα

Ήδη αναφέρθηκε ότι ο σχηματισμός της επιφανειακής κρούστας επηρεάζει σημαντικά το υδατικό καθεστώς των ασβεστούχων εδαφών. Και τούτο διότι η κρούστα μειώνει τη διηθητικότητα και την κίνηση του νερού διά της μάζης του εδάφους. Τα ασβεστούχα εδάφη είναι γενικά πτωχά σε οργανική ουσία, γεγονός το οποίο συμβάλλει έμμεσα στη δημιουργία της κρούστας. Τα εδάφη αυτά προτού τεθούν για γεωργική αξιοποίηση (δηλαδή σε καλλιέργεια), έχουν συνήθως καλές φυσικές ιδιότητες. Όμως, μόλις αρχίσει η γεωργική αξιοποίηση τους, τα φυσικά χαρακτηριστικά τους αρχίζουν βαθμιαία, αλλά σταθερά να υποβαθμίζονται λόγω των διαφόρων χημικών μεταβολών. Έτσι, λαμβάνει χώρα η μετατροπή του ανθρακικού ασβεστίου σε όξινο διτανθρακικό ασβέστιο, το οποίο κατά τις περιόδους ξηρασίας κατακρημνίζεται ως ίζημα. Ελλείψει δε και της απαραίτητης οργανικής ουσίας και κάτω από την επίδραση της κατακρήμνισης ευνοείται η δημιουργία της κρούστας, η οποία επίσης ευνοείται επιπλέον και από την άργιλο και την παρουσία και άλλων, πλην του CaCO3, ανόργανων αλάτων. Επομένως, κατά τη διαχείριση των ασβεστούχων εδαφών θα πρέπει να καταβάλλεται προσπάθεια άμβλυνσης των επιπτώσεων της κρούστας τόσο στη σχέση εδάφους-νερού όσο και σε βάρος των φυτών.

Ισοπέδωση του εδάφους

Η ισοπέδωση των ασβεστούχων εδαφών είναι μια βασική ανάγκη για την ορθολογική αξιοποίηση τους, διότι μόνο σ' ένα ισοπεδωμένο έδαφος μπορεί να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά η άρδευση με την επίτευξη της ομοιόμορφης κατανομής του νερού σ' όλη την επιφάνεια του.

Μέθοδος άρδευσης

Στα πλαίσια της ορθής διαχείρισης των ασβεστούχων εδαφών, ιδιαίτερη θέση έχει η επιλογή της κατάλληλης μεθόδου εφαρμογής του νερού κατά την άρδευση. Τούτο είναι εκ των ων ουκ άνευ, για τη διασφάλιση της κατά το δυνατόν ελάχιστης συσσώρευσης αλάτων. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να επιλέγεται η ανάλογη μέθοδος άρδευσης, κυριότερες των οποίων είναι οι εξής: α. κατάκλυση, β. άρδευση κατά ισοΰψεις, γ. αυλάκια, δ. τεχνητή βροχή, ε. κανονάκι και στ. στάγδην άρδευση.

Μηχανκή καλλιέργεια του εδάφους

Λόγω της ιδιαιτερότητάς τους η μέθοδος της μηχανικής καλλιέργειας που θα εφαρμοστεί στα ασβεστούχα εδάφη έχει μεγάλη σημασία και σπουδαιότητα. Και τούτο διότι τα εδάφη αυτά μεταβάλλουν τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα προς το χειρότερο, σε πολύ μικρή χρονική περίοδο, όταν αρδεύονται. Π.χ. τα εδάφη αυτά γίνονται πολύ σκληρά και αποκτούν μεγάλη αντοχή στη διάτρηση τους από τις ρίζες των φυτών, ιδιαίτερα σ' εκείνο το τμήμα της κατανομής όπου εναλλάσσεται η ξήρανση με την υφύγρανση. Επομένως, θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα το βάθος της άροσης, διότι αποτελεί ένα σπουδαίο παράγοντα επιτυχίας ή αποτυχίας των αναπτυσσομένων φυτών. Εξάλλου, το επίπεδο της υγρασίας του εδάφους κατά την άροση είναι ένα άλλο αντικείμενο, το οποίο θα πρέπει να τύχει μεγάλης προσοχής. Το επίπεδο του νερού θα πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να μην καταστρέφεται το έδαφος, όταν αρχίζει η μηχανική επεξεργασία του. Συνεπώς, ο χρόνος άροσης είναι ένας συνακόλουθος παράγων που θα πρέπει, εν προκειμένω, να ληφθεί υπόψη. Έτσι η άροση θα πρέπει να γίνεται στα ασβεστούχα εδάφη 4-5 μέρες μετά την άρδευση.

Είδος καλλιέργειας

Η ορθολογική αξιοποίηση των ασβεστούχων εδαφών μπορεί να επιτευχθεί κατά τρόπον αποτελεσματικό, τηρουμένων των λοιπών διαχειριστικών μέτρων, με τη χρήση ποικιλιών που θα δύνανται να ευδοκιμούν επιτυχώς σε συνθήκες υψηλής συγκέντρωσης CaCO3. Η επιστήμη της γενετικής έχει δημιουργήσει τέτοιες ασβεστόφιλες καλλιέργειες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία στα ασβεστούχα εδάφη.

Τα ασβεστούχα εδάφη μπορούν να βελτιωθούν με την καλλιέργεια του ρυζιού υπό συνθήκες κατάκλυσης με νερό. Η ριζική δραστηριότητα των φυτών και η ενεργότητα των μικροοργανισμών αυξάνουν τη μερική πίεση του CO2, το οποίο στη συνέχεια αυξάνει τη διαλυτοποίηση του CaCO3. Όμως η ορυζοκαλλιέργεια είναι εφικτή σε εδάφη σχετικά χαμηλής περατότητας.

Γονιμότητα των ασβεστούχων εδαφών

Γενικά τα ασβεστούχα εδάφη χαρακτηρίζονται από μια χαμηλή γονιμότητα. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί εύκολα με βάση το υψηλό επίπεδο του ανθρακικού ασβεστίου και το υψηλό pH, τα οποία προκαλούν τη δέσμευση των μάκρο και μικροθρεπτικών, τις απώλειες λόγω εξαέρωσης της αμμωνίας και γενικά τη μείωση της διαθεσιμότητας των θρεπτικών και ιδίως των μικροθρεπτικών. Επίσης, το χαμηλό επίπεδο της οργανικής ουσίας καθιστά το πρόβλημα της φυσικής γονιμότητας των ασβεστούχων εδαφών οξύτερο.

Καθώς τα εδάφη αυτά σχηματίζονται κάτω από την επίδραση ξηροθερμικών συνθηκών, η περιορισμένη ύπαρξη νερού συνιστά έναν επιπλέον ουσιαστικό παράγοντα, από το βαθμό παρουσίας του οποίου εξαρτάται η αξιοποίηση της όποιας εν δυνάμει γονιμότητας και παραγωγικότητας τους, διότι το νερό συμβάλλει στην ενεργοποίηση και ορθολογική εκμετάλλευση από τα φυτά, της γονιμότητας του εδάφους, δηλαδή των διαθέσιμων θρεπτικών στοιχείων. Τονίζοντας στο σημείο αυτό τη γενικότερη σημασία και σπουδαιότητα των πρακτικών διαχείρισης των ασβεστούχων εδαφών, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι βασικός στόχος τους είναι η αποτελεσματική αξιοποίηση των εισροών, δηλαδή εν προκειμένω του νερού, δια της εφαρμογής της κατάλληλης μεθόδου άρδευσης σε τρόπο ώστε να εξασφαλιστούν συνθήκες κατά το δυνατόν άριστης εκμετάλλευσης της γονιμότητας και παραγωγικότητας του εδάφους. Κατά συνέπεια, για την επίτευξη του στόχου αυτού θα πρέπει να γίνει ο κατάλληλος προγραμματισμός της άρδευσης, της κατασκευής δικτύου στράγγισης για τον έλεγχο της αλατότητας και της εξασφάλισης της ικανοποιητικής κίνησης του νερού στο έδαφος, στόχος στον οποίο θα πρέπει να τείνουν οι πρακτικές διαχείρισης των ασβεστούχων εδαφών, με βασικό γνώμονα την ορθολογική αξιοποίηση της γονιμότητας του εδάφους.

Γενικά, η διαχείριση των ασβεστούχων εδαφών απαιτεί αφενός μεν πρακτική εμπειρία και αφετέρου επιστημονική γνώση. Πολλές περιοχές του κόσμου που καλύπτονται από ασβεστούχα εδάφη έχουν καλλιεργηθεί επί αιώνες και έχει αποκτηθεί μια πλούσια πρακτική εμπειρία, η οποία μεταφέρεται από γενεά σε γενεά. Αυτή η εμπειρία αξιοποιούμενη ελεγχόμενα, στα πλαίσια της επιστημονικής γνώσης, μπορεί να αποβεί εξαιρετικά χρήσιμη, όσον αφορά την αξιοποίηση των ασβεστούχων εδαφών. Η επιστήμη της εδαφολογίας και των αρδεύσεων, έχοντας σημειώσει σημαντική πρόοδο, συνδυαζόμενη καταλλήλως με την σωρευθείσα πρακτική εμπειρία, θα μπορούσε να συμβάλει στην επιτυχή αντιμετώπιση των προβλημάτων των ασβεστούχων εδαφών. Οι επιστημονικές πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί τα τελευταία 50 χρόνια σ' ότι αφορά τη γονιμότητα του εδάφους και την άρδευση των καλλιεργειών και κυρίως την κίνηση του νερού στο έδαφος, τη συσσώρευση των αλάτων και τις αντιδράσεις τους στο έδαφος, την ορθολογική λίπανση των καλλιεργειών, καθώς τα χημικά, φυσικά και βιολογικά χαρακτηριστικά τους, αποτελούν σημαντική βοήθεια για την κατάστρωση και εφαρμογή των κατάλληλων προγραμμάτων διαχείρισης των ασβεστούχων εδαφών και την καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων τους, με τελικό πάντα στόχο την αποτελεσματική αξιοποίηση τους.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Τα προβληματικά εδάφη και η βελτίωση τους, Π. Κουκουλάκης τ. Αναπληρωτής Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ, ΑΡ. Παπαδόπουλος Τακτικός Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ