Εαρινοποίηση

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μερικά φυτά διαφοροποιούν άνθη μόνον όταν προηγουμένως έχουν δεχθεί την επίδραση χαμηλών θερμοκρασιών. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται εαρινοποίηση. Τα περισσότερα απ' τα καρποφόρα δένδρα δε χρειάζονται εαρινοποίηση για την προτροπή σχηματισμού ανθέων, με εξαίρεση την ελιά και το ακτινίδιο. Τα ελαιόδενδρα, αν εκτεθούν σε ημερήσιες σε ημερήσιες διακυμάνσεις θερμοκρασίας μεταξύ 100C και 130C για 1500 - 2000 ώρες κατά τους χειμερινούς παράγουν το μεγαλύτερο αριθμό ταξιανθιών. Όταν τα ελαιόδενδρα αποφυλλώθούν, το χειμερινό ψύχος δεν επιδρά επί του σχηματισμού ανθέων, γεγονός που αποδεικνύει, ότι κάποιος παράγοντας των φύλλων συμβάλλει στην προτροπή της ανθικής διαδικασίας. Οι ποικιλίες της ελιάς διαφέρουν επίσης και ως προς την απαιτούμενη διάρκεια ψύξεως.

Ορισμένες απ' αυτές ανθίζουν μετά βραχεία περίοδο εκθέσεως στο ψύχος (κορωνέικη, βαλανολιά, κ.α.) ενώ άλλες, για ν' ανθίσουν ικανοποιητικά, πρέπει να παραμείνουν σε ευνοϊκές θερμοκρασίες καθόλη τη διάρκεια του χειμώνα (κονσερβολιά, καρυδολιά κ.α.). Οι ποικιλίες ελιάς, που απαιτούν σχετικώς χαμηλότερες θερμοκρασίες επί μακρό χρονικό διάστημα, δεν είναι παραγωγικές σε περιοχές με θερμούς χειμώνες.

Στο ακτινίδιο, όταν οι κληματίδες εκτεθούν στο χειμερινό ψύχος για μεγαλύτερες περιόδους, παράγουν μικτούς ανθοφόρους οφθαλμούς, με περισσότερους καρποφόρους κόμβους κατά βλαστό και περισσότερα άνθη κατά ταξιανθία.

Οι ποικιλίες της φράουλας ταξινομούνται σε βραχυήμερους ή ουδέτερους τύπους. Η φράουλα, όταν βρίσκεται σε θερμοκρασία 170C ή υψηλότερα συμπεριφέρεται ως φυτό βραχείας ημέρας, ενώ όταν η θερμοκρασία είναι 140C ή κατωτέρα των 140C συμπεριφέρεται ως ουδέτερο φυτό. Οι βραχυήμεροι τύποι ανθίζουν μετά την έκθεση τους σ' αρκετούς βραχυήμερους φωτοπεριοδικούς κύκλους των 8 - 10 ωρών. Επίσης ανθίζουν υπό μακροήμερες συνθήκες υπό την προϋπόθεση ότι η μέση θερμοκρασία δεν ξεπερνά τους 170C. Έτσι, οι βραχυήμερες ποικιλίες, που φυτεύονται ενωρίς το χειμώνα, θα δώσουν άνθη και καρπούς απ' το Μάρτιο μέχρι το Νοέμβριο, όταν οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες είναι μέτριες. Οι ίδιες ποικιλίες ανθίζουν και καρποφορούν μόνο για 4 έως 5 εβδομάδες, όταν οι ημέρες είναι μακρύτερες και ζεστότερες, γιατί τα φυτά αναπτύσσονται βλαστικά και παράγουν πολλούς στόλονες.

Η φυτεία διατηρείται μόνο για ένα χρόνο, επειδή η ποσότητα ψύχους που θα δεχθεί κατά τη διάρκεια του δεύτερου χειμώνα δεν είναι προβλέψιμη. Αν ο δεύτερος χειμώνας είναι ψυχρός και οι ανάγκες σε ψύχος ικανοποιηθούν πλήρως, η στεφάνη θα ανθίσει για μια μικρή περίοδο και μετά θ' αναπτύξει ζωηρή βλάστηση και θα δώσει πολλές παραφυάδες. Τα φυτά, που θα εισέλθουν στη βλαστική αυτή φάση, καθυστερούν να επανέλθουν στην παραγωγική φάση, όταν οι ημέρες καταστούν βραχείες και ευνοϊκές για άνθηση. Και αντίθετα, αν ο χειμώνας είναι ήπιος, τα φυτά θα παρουσιάσουν συμπτώματα καθυστερημένης φυλλόπτωσης και φέρουν μικρά φύλλα με βραχείς μίσχους.

Και στις δυο περιπτώσεις, η παραγωγή μειώνεται και η ποιότητα καρπών υποβαθμίζεται. Γι' αυτό οι φράουλες δε θα πρέπει να καλλιεργούνται εμπορικά σε περιοχές όπου οι θερμοκρασίες είναι χαμηλές ακόμα και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Στις περιοχές αυτές οι καλλιεργούμενες ποικιλίες παραμένουν σε λήθαργο κατά το χειμώνα και αναπτύσσονται ζωηρά κατά το δροσερό καλοκαίρι. Οι ουδέτεροι ή επετειοφόροι τύποι σχηματίζουν άνθη υπό βραχείες και μακριές φωτοπεριοδούς. Έχουν διαφορετικά βλαστικά χαρακτηριστικά υπό μακροήμερες συνθήκες, ωστόσο, ο ένας τύπος σχηματίζει στόλονες η παραφυάδες, ενώ ο άλλος σχηματίζει πλάγιες στεφανιαίες καταβολές. Καταβολές ταξιανθιών σχηματίζονται στην κορυφή της στεφάνης του φυτού, αλλά καθώς ο πρώτος πλάγιος απ' την κορυφή οφθαλμός επιμηκύνεται και βγάζει φύλλα, ο ανθοφόρος οφθαλμός σπρώχνεται πλάγια και καθίσταται πλάγιος. Η αναπτυξη 2 έως 4 φύλλων είναι αναγκαία πριν το σχηματισμό της επόμενης ανθικής ροσέττας επάκρια, κάτω από ευνοϊκές συνθήκες φωτισμού και θερμοκρασίας. Μεταξύ δε των κόμβων, που φέρουν ανθοφόρους οφθαλμούς, σχηματίζονται βλαστοφόροι οφθαλμοί παραφυάδων ή πλάγιοι στεφανιαίοι οφθαλμοί.[1]


Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997