Μεταβολικές νόσοι βοοειδών από σφάλματα διατροφής κατά την ξηρά περίοδο

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Σφάλματα διατροφής κατά την ξηρά περίοδο έχουν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση μεταβολικών νόσων κατά την περιγεννητική περίοδο, με άμεσο αντίκτυπο στην υγεία και την παραγωγικότητα του ζώου. Οι σημαντικότερες και συχνότερα παρατηρούμενες μεταβολικές νόσοι είναι η γαλακτοξαιμία, η υπερκετοναιμία, η υπασβεστιαιμία, η υπομαγνησιαιμία, το σύνδρομο της παχυσαρκίας, η μετατόπιση του ηνύστρου και οι διαταραχές γονιμότητας.

Η γαλακτοξαιμία αποτελεί μια μορφή οξέωσης που οφείλεται στην υψηλή συγκέντρωση του γαλακτικού οξέος στο αίμα. Η αυξημένη παραγωγή γαλακτικού οξέος στους προστομάχους οφείλεται στο χαμηλό ρΗ (<5.4) που μπορεί να προκληθεί από το μειωμένο ποσοστό ινωδών ουσιών και την αυξημένη συμμετοχή δημητριακών καρπών στο σιτηρέσιο, την έλλειψη υφής του σιτηρεσίου (π.χ. λεπτή άλεση καρπών), ή τη χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων ενσιρώματος νωπής χλόης υψηλής περιεκτικότητας σε γαλακτικό οξύ.

Η νόσος εκδηλώνεται κατά την ξηρά περίοδο ή συνήθως αμέσως μετά τον τοκετό, λόγω απότομης αύξησης των δημητριακών καρπών στο σιτηρέσιο. Για την πρόληψη της νόσου αποφεύγεται η χρησιμοποίηση μεγάλων ποσοτήτων δημητριακών καρπών κατά την ξηρά περίοδο ή την αρχή της γαλακτικής περιόδου και συνιστάται χορήγηση των ΣΖ σε περισσότερα γεύματα, χορήγηση του ελάχιστου ποσοστού ΧΖ για να εξασφαλιστεί ο μηρυκασμός, πρόσδοση υφής στις ΣΖ με σύμπηξη και ενίσχυση του σιτηρεσίου με βιταμίνες Β. Αν χορηγείται ενσίρωμα πλούσιο σε γαλακτικό οξύ τότε συνιστάται προσθήκη CaCO3 στο ενσίρωμα σε ποσοστό 2%, ή προσθήκη 1.5 % ΝaΗCΟ3+ ΚΗCΟ3, ή 1.5% ΝaΗCΟ3 και 0,75% ΜgO στις ΣΖ.

Η υπερκετοναιμία οφείλεται στην αυξημένη συγκέντρωση κετονοσωμάτων τα οποία παράγονται κατά τον καταβολισμό σωματικού λίπους. Το σωματικό λίπος καταβολίζεται για να καλύψει το ενεργειακό έλλειμμα που παρατηρείται στις αγελάδες κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου και ιδιαίτερα αμέσως μετά τον τοκετό. Από τον καταβολισμό του σωματικού λίπους παράγεται αρκετό ακετυλοσυνένζυμο Α (=ΕΟΞΟ) το οποίο όμως εξαιτίας της ανεπάρκειας προπιονικού οξέος (λόγω μειωμένης κατανάλωσης τροφής) μετατρέπεται σε κετονοσώματα.

Τα κετονοσώματα αποβάλλονται με το γάλα και κυρίως με τα ούρα, απομακρύνοντας από τον οργανισμό του ζώου όμως το 65% περίπου της ενέργειας που αντιστοιχεί στο καταβολισθέν σωματικό λίπος της αγελάδας, προκαλώντας έτσι ανορεξία στο ζώο. Το ζώο χάνει βάρος και μειώνεται σημαντικά η γαλακτοπαραγωγή του. Υπερκετοναιμία μπορεί να προκληθεί στα ζώα όταν το σιτηρέσιο είναι πλούσιο σε ΧΖ χαμηλής ενεργειακής πυκνότητας (αυξημένη παραγωγή οξικού οξέος) ή σε σάκχαρα (αυξημένη παραγωγή βουτυρικού οξέος) ή σε αζωτούχες ουσίες και κυρίως σε κετονοπλαστικά αμινοξέα, ή σε λίπος ή όταν η συμμετοχή κακής ποιότητας ενσιρώματος πλούσιου σε βουτυρικό οξύ είναι υψηλή. Η μεταβολική αυτή νόσος εκδηλώνεται κυρίως στις υψιπαραγωγές αγελάδες τις πρώτες εβδομάδες μετά τον τοκετό και αναγνωρίζεται εύκολα από τη χαρακτηριστική οσμή της εκπνοής του ζώου, καθώς και από την παρουσία κετονοσωμάτων στο γάλα. Προλαμβάνεται με την ορθή διατροφή κατά την ξηρά περίοδο και τη χορήγηση 100-220 g προπυλενικής γλυκόλης και 12 g νικοτινικού οξέος ανά αγελάδα ημερησίως για 2 εβδομάδες πριν τον τοκετό έως και 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Μπορεί επίσης να ενσωματωθεί προπιονικό νάτριο στις ΣΖ.

Η υπασβεστιαιμία ή επιλόχειος πάρεση οφείλεται στη χαμηλή συγκέντρωση Ca στο αίμα, συνέπεια της οποίας είναι ο ανεπαρκής εφοδιασμός του μυϊκού συστήματος με Ca, με αποτέλεσμα την εκδήλωση πάρεσης ή ακόμα και διακοπή της υστεροτοκίας. Εκδηλώνεται περί τον τοκετό, με πτώση του ζώου, απώλεια όρεξης και αιφνίδιο θάνατο, λόγω υπερβολικής ή ανεπαρκούς χορήγησης Ca κατά την ξηρά περίοδο.

Η μειωμένη κατανάλωση τροφής, η μειωμένη κινητικότητα του εντέρου, η μη κάλυψη των αναγκών του ζώου σε βιταμίνες D, η χαμηλή περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε Ρ ή η υψηλή σε Ca αποτελούν επίσης παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωση της νόσου. Στη χώρα μας όπου γίνεται υπερβολική χρήση χόρτου μηδικής επί μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα η προσλαμβανόμενη ποσότητα Ca να είναι υψηλή, απαιτείται διόρθωση της σχέσης Ca:Ρ από (1,5-2):1 σε 1:2,5 τρεις εβδομάδες τουλάχιστον προ του τοκετού για να περιοριστούν οι πιθανότητες εκδήλωσης της νόσου.

Η πρόληψη βασίζεται στην εξασφάλιση της ορθής σχέσης Ca:Ρ ή τη διόρθωση αυτής, στη χορήγηση 80-100 g Ca κατά τον τοκετό και επανάληψη μετά 12 ώρες, στην αποφυγή χορήγησης υψηλών ποσοτήτων Ρ και στην τήρηση της ορθής σχέσης κατιόντων (Νa, Κ, Ca, Μg) προς ανιόντα (Cl, S, Ρ).

Διάγνωοη επερχόμενης υπασβεστιαιμίας μπορεί να γίνει με έλεγχο του ρΗ των ούρων το οποίο όταν υπερβαίνει το 8 αποτελεί ένδειξη αλκάλωσης. Η προσθήκη ανιόντων σ' αυτή την περίπτωση επαναφέρει το ρΗ στο 6,7-7.

Η υπομαγνησιαιμία ή τετανία της χλόης οφείλεται στη μειωμένη συγκέντρωση Μg στο αίμα λόγω μειωμένης απορρόφησης του στοιχείου αυτού. Παρουσιάζει τα ίδια περίπου συμπτώματα με την υπασβεστιαιμία (πτώση του ζώου και αιφνίδιο θάνατο), αλλά παρατηρείται σε γαλακτοπαραγωγά ζώα που βγαίνουν στη βοσκή μετά από μακρά παραμονή στο στάβλο και διατροφή τους με ΣΖ, χόρτο και άχυρο. Από την κατανάλωση της χλόης παράγεται άφθονη αμμωνία στους προστομάχους με αποτέλεσμα το σχηματισμό αδιάλυτων αμμωνιακών αλάτων Μg που δεν απορροφώνται. Η υψηλή συγκέντρωση Κ στη χλόη, το οποίο ανταγωνίζεται το Μg, συμβάλλει επίσης στην εκδήλωση της νόσου καθώς και κάθε παράγων που προκαλεί stress στα ζώα.

Για την πρόληψη της νόσου συνιστάται σταδιακή χορήγηση χλωράς νομής (ή ενσιρώματος) προ της εξόδου των ζώων στη βοσκή, ή ενδοφλέβια χορήγηση Μg, ή χορήγηση 50 g ΜgO ημερησίως ανά ζώο επί 6-8 εβδομάδες από της εξόδου τους στη βοσκή ή τέλος επίπαση της βοσκής με ΜgO.

Το σύνδρομο της παχυσαρκίας οφείλεται στη χορήγηση και κατανάλωση σιτηρεσίου κατά την ξηρά περίοδο που υπερκαλύπτει τις ανάγκες του ζώου σε ενέργεια με αποτέλεσμα το ζώο να εναποθέτει λίπος, να αυξάνει το ΣΒ, να εκδηλώνει λιπώδη εκφυλισμό του ήπατος και διαταραχές του μεταβολισμού (υπερκετοναιμία) λόγω της έντονης ανορεξίας κατά την περιγεννητικη περίοδο. Το σύνδρομο της παχυσαρκίας προκαλεί επίσης δυστοκίες, κατακράτηση πλακούντα, καθυστέρηση εκδήλωσης οίστρου μετά τον τοκετό (μειωμένη γονιμότητα) και ευνοεί την εκδήλωση πάρεσης κατά τον τοκετό.

Η μετατόπιση του ηνύστρου οφείλεται στη μεγάλη αναλογία λεπτά αλεσμένων ΣΖ του σιτηρεσίου, η υφή του οποίου είναι ανεπαρκής. Εκδηλώνεται περί το τέλος της ξηράς περιόδου και κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου με μείωση έως και διακοπή της κατανάλωσης τροφής, μείωση της γαλακτοπαραγωγής και μείωση του ΣΒ του ζώου. Χαρακτηρίζεται από το πολύ υδαρές περιεχόμενο των προστομάχων. Η ανάταξη του ηνύστρου μπορεί να γίνει με κατάλληλους χειρισμούς του ζώου ή με χειρουργική επέμβαση. Προληπτικά, για την αποφυγή εκδήλωσης της νόσου, επιδιώκεται καλή σωματική κατάσταση των αγελάδων, χορήγηση σιτηρεσίου με ικανοποιητική υφή και επαρκές ποσοστό ινωδών ουσιών και προοδευτικός εθισμός των ζώων από το σιτηρέσιο της ξηράς περιόδου στο σιτηρέσιο γαλακτοπαραγωγής με χορήγηση των ΣΖ σε περισσότερα γεύματα.

Οι διαταραχές γονιμότητας εκδηλώνονται με καθυστέρηση εκδήλωσης του πρώτου οίστρου μετά τον τοκετό και μειωμένο ποσοστό συλλήψεων, αυξάνοντας έτσι το μεταξύ δύο τοκετών διάστημα αλλά και τον αριθμό των σπερματεγχύσεων ανά αγελάδα. Οι επιπτώσεις από τις διαταραχές γονιμότητας είναι κυρίως οικονομικές.

Τα αίτια εκδήλωσης της μεταβολικής αυτής νόσου είναι το υψηλό επίπεδο διατροφής κατά την ξηρά περίοδο, η υπερβολική χορήγηση αζωτούχων ουσιών κατά τη γαλακτική περίοδο (πλεόνασμα>600 g ημερησίως), η μη ορθή σχέση Ca:Ρ, η πενία Νa, η χαμηλή περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε ινώδεις ουσίες (ανεπαρκής παραγωγή οξικού οξέος και κατά συνέπεια οιστρογόνων), η ανεπαρκής χορήγηση β-καροτινίων (προβιταμίνες Α), η σημαντική μείωση της σωματικής κατάστασης τις πρώτες 5-6 εβδομάδες μετά τον τοκετό και φυσικά μολύνσεις της μήτρας και των ωοθηκών.

Για τη μη εκδήλωση διαταραχών γονιμότητας συνιστάται ισόρροπη διατροφή των αγελάδων κατά την ξηρά περίοδο και την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου και άρση των αναφερθέντων αιτίων εκδήλωσης της νόσου. Τέλος για την αντιμετώπιση των μαστίτιδων συνιστάται η χορήγηση βιταμίνης Ε επί ένα μήνα πριν και ένα μήνα μετά τον τοκετό. Οι συνιστώμενες δόσεις είναι 1000 ΔΜ καθημερινά με τις ΣΖ του σιτηρεσίου και επιπλέον 3000 ΔΜ σε ενέσιμη μορφή μία εβδομάδα πριν τον τοκετό, ή 3000 ΔΜ καθημερινά με το σιτηρέσιο χωρίς τη χορήγηση της ενέσιμης μορφής. Παράλληλα με τη βιταμίνη Ε συνιστάται η χορήγηση 6 mg Se ανά ημέρα και αγελάδα.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών