Πολλαπλασιασμός ελιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μπορεί να λεχθεί ότι η ελιά σε σύγκριση µε πολλά άλλα δέντρα πολλαπλασιάζεται ευκολότερα. Οι συνήθεις τρόποι πολλαπλασιασµού που έχουν επικρατήσει είναι ο εγγενής µε την χρήση σπόρου και ο αγενής µε µοσχεύµατα, καταβολάδες ή παραφυάδες.

Εγγενής πολλαπλασιασμός ελιάς

Ο εγγενής πολλαπλασιασµός πρέπει να συνδυαστεί πάντα µε τον κατάλληλο εµβολιασµό γιατί απευθείας οι σπόροι δεν αποδίδουν την επιθυµητή ποικιλία εφόσον υφίσταται γενετική παραλλακτικότητα. Τα µειονεκτήµατα που παρουσιάζει η µέθοδος αυτή είναι η βραδεία ανάπτυξη των δεντρυλλίων και η µη οµοιόµορφη εξέλιξη τους από άποψη ζωηρότητας, που αποτελεί πρόβληµα για την λειτουργικότητα των σύγχρονων ελαιώνων. Για εµπορική χρήση προτιµούνται οι σπόροι από µικρόκαρπες ποικιλίες γιατί παρουσιάζουν καλύτερη φυτρωτική ικανότητα. Όµως αν παρατηρηθούν προβλήµατα σε ψυχρές περιοχές, τότε χρησιµοποιούντα οι ντόπιες ποικιλίες που είναι ανθεκτικές στις χαµηλές θερµοκρασίες.

Η βασική τεχνική έγκειται στην αφαίρεση της σάρκας µε µηχανικά µέσα, αν αυτό είναι δυνατών, ή χειρονακτικά. Στην συνέχεια επιστρατεύονται διάφοροι µέθοδοι που αποσκοπούν στην διευκόλυνση της εισόδου του νερού στο εσωτερικό του σπόρου. Αυτό µπορεί να επιτευχθεί µε τεχνικές όπως το σκαριφάρισµα, η εµβάπτιση σε θειικό οξύ ή αραιό καυστικό διάλυµα και το σπάσιµο του ξυλώδες µέρους µε ειδικό εργαλείο. Έπειτα κατά την διάρκεια του φθινοπώρου πραγµατοποιείται στρωµάτωση σε σπορείο και επικάλυψη µε µίγµα χώµατος και άµµου. Είναι απαραίτητη η συχνή διαβροχή και η επίδραση ελάχιστου ψύχους κατά την στρωµάτωση για µεγαλύτερη επιτυχία στο φύτρωµα. Τα νεαρά δεντρύλλια µεταφέρονται στο φυτώριο εφόσον παραµείνουν για ένα περίπου χρόνο στο σπορείο. Οι αποστάσεις που ενδείκνυνται για φύτευση είναι 40Χ50 cm, αν δεν χρησιµοποιηθούν πλαστικές σακούλες πολυαιθυλενίου που σαφώς πλεονεκτούν έναντι της προηγούµενης µεθόδου. Στην συνέχεια τα δεντρύλλια δέχονται τις κατάλληλες καλλιεργητικές εργασίες για δύο χρόνια περίπου και ως ότου αποκτήσουν το επιθυµητό µέγεθος για εµβολιασµό.Όταν οι θερµοκρασίες φθάσουν στα κατάλληλα επίπεδα από τον Μάιο έως τέλος Αυγούστου,πραγµατοποιείται ο εµβολιασµός µε την προεπιλεγµένη ποικιλία. Τα δεντρύλλια διατίθενται στο εµπόριο έπειτα από ένα ή δύο χρόνια και σαφώς αυτά του ενός έτους έχουν την ανάγκη περισσότερων περιποιήσεων κατά τα πρώτα χρόνια εγκατάστασης τους στην µόνιµη θέση.




Αγενής πολλαπλασιασμός ελιάς

Στον αγενή πολλαπλασιασµό υπάρχουν διάφοροι µέθοδοι που µπορούν να χρησιµοποιηθούν ή έχουν χρησιµοποιηθεί κατά καιρούς για ειδικές περιπτώσεις.

Ξυλοποιημένα άφυλλα μοσχεύματα

Στην περίπτωση αυτή χρησιµοποιούνται µοσχεύµατα ελιάς 2-4 ετών, µε µήκος 30 έως 60cm και διαµέτρου 2,5-5 cm. Το πρόβληµα σ’ αυτήν την περίπτωση είναι η δυσκολία που παρουσιάζεται στην ριζοβολία των µοσχευµάτων. Για τον λόγω αυτόν χρησιµοποιούνται ορµονικές, αυξητικές ουσίες (ΙΒΑ) για την καλύτερη ριζοβολία, έπειτα από εµβάπτιση για συγκεκριµένο χρόνο ανάλογα µε την διάµετρο του µοσχεύµατος και τη συγκέντρωση του διαλύµατος ινδολοβουτυρικού οξέος. Έτσι τα µικρής διαµέτρου µοσχεύµατα εµβαπτίζονται σε διάλυµα 5000 ppm, σε 5 cm και για πέντε δεύτερα, ενώ στα µεγάλης διαµέτρου µοσχεύµατα χρησιµοποιείται διάλυµα 15 ppm για 24 ώρες. Η ριζοβολία στην πρώτη περίπτωση πραγµατοποιείται στα τζάκια που είναι ειδικές κατασκευές και διατηρούν την θερµοκρασία στη βάση των µοσχευµάτων στους 21oC, µε την χρήση ειδικών αντιστάσεων. Το υπόστρωµα αποτελείται από τύρφη, χοντρή και ψηλή ποταµίσια άµµο σε αναλογία 2:1:1. Στην δεύτερη περίπτωση την εµβάπτιση ακολουθεί η φύτευση σε υπόστρωµα από ελαφρώς υγρά πριονίδια σε χώρo που η θερµοκρασία κυµαίνεται µεταξύ 13-21oC. Η ριζοβολία των µοσχευµάτων επιτυγχάνεται σε διάστηµα 45 ηµερών και ακολουθεί η µεταφορά τους στο φυτώριο.




Φυλλοφόρα μοσχεύματα

Η µέθοδος αυτή ανακαλύφθηκε το 1940, αλλά χρησιµοποιείται από το 1954 και µετά. Τα µοσχεύµατα λαµβάνονται από δέντρα που η σχέση C/N είναι σχετικά µεγάλη γιατί παρουσιάζουν µεγαλύτερη ικανότητα ριζοβολίας. Επίσης στην καλύτερη ριζοβολία των µοσχευµάτων συµβάλει η νεανικότητα των φυτών και η υψηλή συγκέντρωση αυξηνών σ’αυτά. Τα µοσχεύµατα λαµβάνονται από ετήσιους βλαστούς µε µήκος 45-60 cm και κόβονται σε τρία µέρη χαρακτηρίζοντας τα έτσι σε επάκρια, µεσαία και βάσης. Από τις τρεις αυτές κατηγορίες τα επάκρια ριζοβολούν καλύτερα κατά την έναρξη της βλαστικής περιόδου, ενώ τα µοσχεύµατα της βάσεως και τα µεσαία ριζοβολούν καλύτερα το καλοκαίρι. Αυτό δικαιολογείται µε την µεταφορά των φυτορµονών από το ακραίο µερίστωµα και τα φύλλα, που είναι η περιοχή σύνθεσής τους, στην βάση του βλαστού. Τα επιθυµητά τεχνικά χαρακτηριστικά είναι το µήκος 12-15 cm, η διάµετρο 0,5-0,8 cm και φυλλική επιφάνεια 30 cm που αντιστοιχεί σε τέσσερα περίπου φύλλα. Η τοµή της βάσης των µοσχευµάτων γίνεται λίγα χιλιοστά κάτω από τον κόµβο του τελευταίου µεσογονατίου.

Οι εποχές παραλαβής των µοσχευµάτων είναι την άνοιξη (Απρίλιο), το καλοκαίρι (Ιούλιο) και το φθινόπωρο (Σεπτέµβριος). Τα µοσχεύµατα που δίνουν τα καλύτερα αποτελέσµατα είναι αυτά που συλλέγονται τα τέλη Ιουλίου µε Αύγουστο και εκείνα του φθινοπώρου αν επικρατεί βροχερός καιρός ευνοώντας έτσι την νέα βλάστηση. Τα µοσχεύµατα έπειτα από την παραλαβή τους µεταφέρονται σ’ ένα ειδικά διαµορφωµένο επιτραπέζιο χώρο που καλείται σύστηµα υδρονέφωσης. Στη βάση έχει τρύπες και στρώνεται χοντρό χαλίκι για σωστή αποστράγγιση. Πάνω τοποθετείται συρµάτινο πλέγµα στο οποίο στηρίζεται η αντίσταση θέρµανσης που καλύπτεται µε πλαστικό δίχτυ. Στην συνέχεια περνάει το σύστηµα παροχής νερού µ’ ένα οριζόντιο σωλήνα και δευτερεύοντες κατακόρυφους, ύψους 50 cm που καταλήγουν σε µπέκ υδρονέφωσης. Στο τέλος τοποθετείται το ειδικό υπόστρωµα ριζοβολίας που συνήθως είναι µίγµα περλίτη και τύρφης και σπανιότερα βερµικουλίτης µε το µικρότερο ποσοστό ριζοβολίας που δίνει λόγω του υψηλού pH. Η θερµοκρασία στην βάση των µοσχευµάτων ρυθµίζεται στους 21-24 oC, ενώ η θερµοκρασία του αέρα πρέπει να κυµαίνεται την ηµέρα από 21-27 oC και την νύχτα γύρω στους 15 oC. Κατά την διάρκεια παραµονής των µοσχευµάτων στο σύστηµα υδρονέφωσης πραγµατοποιούνται περιοδικά ψεκασµοί µε διάλυµα ΧL60, µε ένα µυκητοκτόνο και πιθανών διασυστηµατικό εντοµοκτόνο αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Έπειτα από 2-3 µήνες όταν τα µοσχεύµατα ριζοβολήσουν δέχονται σκληραγώγηση διάρκειας 1-2 εβδοµάδες, ώστε να είναι έτοιµα για την µεταφύτευσή τους σε σακούλες µε µίγµα έδαφος–άµµος–φυτόχωµα σε αναλογία 1:1:1. Τα µεταφυτευµένα µοσχεύµατα παραµένουν στο θερµοκήπιο και δέχονται τις κατάλληλες περιποιήσεις (λίπανση, άρδευση) ώστε να είναι σε σύντοµο χρονικό διάστηµα έτοιµα για διάθεση στο εµπόριο.




Σφαιροβλάστες

Είναι σφαιρικές υπερπλασίες που δηµιουργούνται στο ριζικό σύστηµα, κοντά στον λαιµό των παλαιών δέντρων. Στους γόγγρους άλλωστε οφείλεται ο χαρακτηρισµός της ελιάς αιωνόβιου δέντρου λόγω της ικανότητας που έχουν, σε περίπτωση καταστροφής του ελαιόδεντρου, να σχηµατίζουν βλαστούς και ρίζες. Η µέθοδος αυτή δε συνηθίζεται σήµερα λόγω της δυσκολίας που παρουσιάζει τόσο στην εξεύρεση πολλαπλασιαστικού υλικού και τον τραυµατισµό των µητρικών φυτών όσο και στο ότι αν οι γόγγροι προέρχονται από δέντρα που έχουν εµβολιαστεί σε αγριελιές δεν δίνουν τελικά την επιθυµητή ποικιλία. Είναι κυρίως ένας τρόπος πολλαπλασιασµού που χρησιµοποιείται σε περιοχές όπου επικρατούν ξηροθερµικές συνθήκες και η διατήρηση των µοσχευµάτων σε συνθήκες υγρασίας είναι δύσκολη. Το µέγεθος των γόγγρων που κόπτονται εξαρτάται από το αν προορίζονται για το φυτώριο ή για απευθείας φύτευση τους στο χωράφι. Στην πρώτη περίπτωση ζυγίζουν 500-800 gr. ενώ στην δεύτερη περίπτωση ξεπερνούν το 1 kg και µπορούν να φθάσουν έως και τα 3 kg. Έπειτα από την κοπή στρωµατώνονται µέσα σε άµµο ή ελαφρύ χώµα στο φυτώριο και ριζοβολούν σε 2-3 χρόνια, οπότε τα µεγάλα κοµµάτια χωρίζονται σε 2-3 µικρότερα και φυτεύονται στην οριστική τους θέση.




Παραφυάδες

Είναι ζωηροί βλαστοί που προέρχονται από την βάση του κορµού αλλά και παλιές χοντρές ρίζες. Όταν οι βλαστοί αυτοί βγαίνουν µέσα από το έδαφος έχουν ρίζες,διαφορετικά η ριζοβολία επιτυγχάνεται µε ελαφρύ σκέπασµα του κορµού µε χώµα. Η κοπή των παραφυάδων γίνεται το Φεβρουάριο µε Μάρτιο σε µήκος 50 cm και φυτεύονται συνήθως στην οριστική θέση. Αν πραγµατοποιηθεί αρχικά φύτευση σε φυτώριο οι βλαστοί παραµένουν στο φυτώριο για ένα χρόνο έως να αναπτυχθούν καλά πριν µεταφερθούν στην οριστική τους θέση. Τα µειονεκτήµατα που παρουσιάζει η µέθοδος αυτή είναι η καθυστερηµένη είσοδός των δενδρυλλίων στην καρποφορία λόγω της νεανικότητας, η δυσκολία εξεύρεσης πολλαπλασιαστικού υλικού και η δηµιουργία πληγών στα δέντρα.




Μικροπολλαπλασιασμός

Είναι ο τρόπος αυτός πολλαπλασιασµού των φυτών µέσα σε γυάλινους δοκιµαστικούς σωλήνες. Η µεγάλη επιτυχία της µεθόδου αυτής έγκειται στην µαζική και γρήγορη παραγωγή φυτών, ξεκινώντας από περιορισµένο φυτικό υλικό. Στην πράξη χρησιµοποιούνται επάκρια µεριστώµατα, ακραίοι βλαστοί, πρωτογενή φύλλα, οφθαλµοί, τµήµατα βλαστών, ρίζες, µίσχοι φύλλων υποκοτύλια και ανθικά όργανα. Στην ελιά η χρήση περιορίζεται συνήθως σε τµήµατα ακραίων βλαστών. Στην συνέχεια τα επιλεγέντα φυτικά τµήµατα τοποθετούνται κάτω από ασηπτικές συνθήκες µέσα στο δοκιµαστικό σωλήνα στο θρεπτικό υπόστρωµα.




Πολλαπλασιασμός με εξημέρωση άγριων ελιών

Είναι µία µέθοδο η οποία χρησιµοποιήθηκε κυρίως στο παρελθών για εξηµέρωση άγριων ελιών σε θαµνώδεις εκτάσεις. Συνήθως σ’ αυτή την περίπτωση ο εµβολιασµός γίνεται επί τόπου αφού καθαριστούν οι άγριες ελιές από πλευρικές διακλαδώσεις. Τα τελευταία χρόνια τείνει να εξαλειφθεί τελείως ο τρόπος αυτό πολλαπλασιασµού λόγω κυρίως του υψηλού κόστους εργατικών.