Βοτανικά χαρακτηριστικά ρεβιθιάς
Πρόκειται για μονοετές, ποώδες, αγγειόσπερμο, δικότυλο φυτό. Η ρεβιθιά ανήκει στην υποοικογένεια των ψυχανθών. Είναι θάμνος που δύσκολα ξεπερνά τα 60 εκατοστά, καλλιεργείται για τα σπόρια του τα ρεβίθια και ως κτηνοτροφή. Έχει την επιστημονική ονομασία Cicer arietinum - Ερέβινθος ο κοινός, Ερέβινθος ο κριόμορφος. Συναντάται επίσης και η ονομασία Ερέβινθος ο κριόμορφος, πιστή μετάφραση της λατινικής ονομασίας του είδους Cicer arietinum η οποία οφείλεται στο σχήμα του σπόρου του φυτού που θυμίζει κεφάλι κριαριού. Η καταγωγή της ρεβιθιάς είναι από την Ασία και σήμερα καλλιεργείται σε πολλές χώρες της νότιας Ευρώπης, της Ασίας και της νότιας και κεντρικής Αμερικής. Τα φύλλα της είναι πτερωτά, σύνθετα και έχουν πολλά μικρότερα φυλλάρια στρογγυλά, ανοιχτοπράσινα με μικροσκοπικά δόντια στις άκρες. Τα άνθη της είναι μικρά, λευκού κόκκινου ή ροζ χρώματος και φύονται στις μασχάλες των κλαδιών ανά ένα. Οι καρποί είναι πεπλατυσμένοι στα πλάγια και κάθε ένας από αυτούς περιέχει 1-2 σπόρια, τα γνωστά ρεβίθια.
Τα ρεβίθια καταναλώνονται βραστά ή μαγειρευτά ως όσπρια, καβουρντισμένα ως ξηροί καρποί (τα γνωστά στραγάλια), γίνονται θρεπτικά άλευρα και μετά από επεξεργασία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατο του καφέ. Είναι πλούσια σε φώσφορο, μαγνήσιο, ασβέστιο και σίδηρο καθώς και βιταμίνες Β, Κ, Ε, και C.
Η ρεβιθιά είναι εξαιρετικά ανθεκτική στην ξηρασία και αποδίδει καλά σε φτωχά εδάφη χωρίς ιδιαίτερες περιποιήσεις. Πολλαπλασιάζεται με σπορά κατά τους φθινοπωρινούς κυρίως μήνες. Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 150.000 στρέμματα, κυρίως στη Στερεά Ελλάδα, τη Θράκη και τη Μακεδονία. Η Ινδία είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή ρεβιθιών. Ακολουθούν η Ισπανία, η Αλγερία, η Ιταλία, η Αίγυπτος, η Αργεντινή και η Ελλάδα.