Φυλές ορνίθων

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εξημερωμένες όρνιθες υπάρχουν στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Δεν υπάρχει καμία επίσημα αναγνωρισμένη φυλή. Δεν εκτράφηκαν ποτέ συστηματικά ούτε αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης.

Πυρήνες από ντόπιες κότες ελευθέρας βοσκής εξακολουθούν να εκτρέφονται ιδιαίτερα σε απομονωμένες περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας. Τελευταία ο πληθυσμός τους μειώθηκε δραματικά διότι αντικαταστάθηκαν από εισαγώμενες φυλές. Οι ντόπιες όρνιθες είναι γενικά μικρότερες σε μέγεθος (όχι όσο κάποιες ξένες διακοσμητικές φυλές). Διατηρούν την ικανότητα επώασης και ανατροφής των νεοσσών, καταναλώνουν μικρότερη ποσότητα τροφής, έχουν μεγαλύτερη αυγοπαραγωγή, ενώ εμφανίζουν και κάποια χαρακτηριστικά άγριας όρνιθας όπως:

  • ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης,
  • ανεπτυγμένη ικανότητα να πετούν και
  • τάση να κουρνιάζουν στα υψηλότερα σημεία των δένδρων.

Υπάρχουν διάφοροι τύποι οι οποίοι θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε καθαρόαιμες φυλές. Μεταξύ αυτών είναι η Κατσουλίερα (τύπος με λοφίο), Σκαλτσουνάτη (με φτερά στα πόδια), Μπουφούνες (γενιάδα), Νανόκοτα Θράκης, Γυμνόλαιμη Λέσβου, Φιλιανή Λέσβου, Μαύρη Κότα Καλαμάτας/Μεσσηνίας, Γυφτοκόκορας (Θεσσαλίας ίσως και άλλων περιοχών), Πετρωτή/Λαθουράτη, μικρόσωμοι τύποι διάφορων περιοχών όπως Τρικάλων, Καρδίτσας (χωριό Παλαμάς).

Κάποιες ποικιλίες εκτρέφονται με βάση χαρακτηριστικά όπως την παρατεταμένη κραυγή των αρσενικών (Θεσσαλία, Θράκη), ή την χρησιμοποίησή τους σε κοκορομαχίες όπως οι Χιλιανές των Πομάκων.

Όρνιθες με κατσαρό πτέρωμα αναφέρονται στην Πελοπόννησο, Λαμία και Λέσβο. Παλαιότερα ήταν μάλλον πιο διαδεδομένες.

Κάποιοι τύποι θεωρούνται ήδη εξαφανισμένοι όπως οι Φωλιδοτές κότες Χαλκιδικής και τα Νησυριώτικα Κοκόρια (μάχης).

Η επιβεβαίωση και ο προσδιορισμός της γεωγραφικής εξάπλωσης των πληθυσμών είναι στο αρχικό στάδιο έρευνας. Ντόπιες κότες απροσδιορίστου ταυτότητας αναφέρονται στην Αλόννησο, το Σκαλοχώρι Λέσβου, Ήπειρο, Αντίπαρο, Πάρο, Κέρκυρα, Σκύρο, Μήλο και Νάξο.

Οι πιο αντιπροσωπευτικές φυλές ορνίθων αναφέρονται παρακάτω.

Plymouth Rock

Όρνιθα φυλής Plymouth Rock

Η Plymouth Rock, συχνά καλούμενη απλώς Rocks ή Barred Rocks (από το πολύ γνωστό ραβδωτό χρωματισμό τους), είναι μία φυλή όρνιθας που προήλθε από τις ΗΠΑ. Η Plymouth Rock είναι ένα πτηνό μικτής κατεύθυνσης, ανθεκτικό στο κρύο και επομένως αποτελεί μία καλή φυλή για έναν ιδιοκτήτη μικρής φάρμας ή κοτετσιού στην πίσω αυλή. Η Barred Rock συχνά αποκαλείται Plymouth Rock, αλλά αυτός ο τίτλος ορθότερα ανήκει σε ολόκληρη τη φυλή, όχι μόνο στο είδος Barred.

Προέλευση

Η φυλή αυτή αναπτύχθηκε στη Νέα Αγγλία στα μέσα του 19ου αιώνα και πρωτοπαρουσιάστηκε ως φυλή το 1849. Οι Plymouth Rock εκτράφηκαν ως πουλερικά μικτής κατεύθυνσης, εννοώντας ότι εκτιμούνταν τόσο για το κρέας όσο και για την ωοπαραγωγική τους ικανότητα. Η πρώτη Plymouth Rock είχε ραβδώσεις και τα άλλα είδη αναπτύχθηκαν αργότερα. Η φυλή έγινε διάσημη πολύ γρήγορα και στην πραγματικότητα, μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καμία άλλη φυλή δεν κρατήθηκε και εκτράφηκε ποτέ τόσο εντατικά στις ΗΠΑ όσο η Barred Plymouth Rock. Η φήμη της προήλθε από τις αρετές της ως μία εξαιρετική όρνιθα φάρμας: την ανθεκτικότητα, την πειθαρχία και την άριστη παραγωγή τόσο αυγών όσο και κρέατος. Τα περισσότερα από τα άλλα είδη αναπτύχθηκαν από διασταυρώσεις που περιείχαν κάποιο γονίδιο από το προγονικό παρελθόν του ραβδωτού είδους. Στην αρχή της ανάπτυξής τους, το όνομα Plymouth Rock συνεπαγόταν ένα ραβδωτό πτηνό, αλλά καθώς αναπτύχθηκαν και άλλα είδη, έγινε η ονομασία για τη φυλή. Η Barred Plymouth Rock ήταν μία από τις φυλές που θεμελίωσε τη βιομηχανία πάχυνσης στα 1920, και η White Rock συνεχίζει να χρησιμοποιείται ως η θηλυκή πλευρά της εμπορικής διασταύρωσης πάχυνσης.

Η Plymouth Rock είχε επίσης τη στιγμή της δόξας της στον επιστημονικό κόσμο: χρησιμοποιήθηκε ως αντικείμενο μελέτης της ιογενούς ογκογένεσης. Ο Francis Peyton Rous, ένας παθολόγος εργαζόμενος στο Πανεπιστήμιο Rockfeller της Νέας Υόρκης ανακάλυψε το 1911 ρετροϊό (που σήμερα ονομάζεται ιός Rous sarcoma) υπεύθυνο για το νεόπλασμα των ορνίθων, χαρακτηριστικό για αυτή τη φυλή. Για αυτή την ανακάλυψη του απονεμήθηκε ένα βραβείο Nobel στη Φυσιολογία και την Ιατρική το 1966.

Χαρακτηριστικά

Όρνιθα φυλής Plymouth Rock με λευκό χρωματισμό

Οι Plymouth Rocks είναι όρνιθες μεγάλες και μεγάλου χρόνου ζωής. Κάποια είδη είναι καλά για ωοτοκία ενώ άλλα εκτρέφονται κυρίως για το κρέας. Διαθέτουν μία μεγάλη πλάτη, βαθύ γεμάτο στήθος και κίτρινο δέρμα και πόδια. Οι κότες έχουν μια βαθιά, γεμάτη κοιλιά, το οποίο είναι ένα σημάδι μιας καλής ωοτόκου. Το πρόσωπο της Plymouth Rock είναι κόκκινο με κόκκινους λοβούς αυτιών, ένα φωτεινό κίτρινο ράμφος, καφετιά μάτια και ένα ενιαίο λειρί μετρίου μεγέθους. Τα φτερά τους συγκρατούνται αρκετά χαλαρά, αλλά δεν είναι τόσο μεγάλα ώστε να μπερδεύονται εύκολα. Τα κάτω φτερά της όρνιθας είναι απαλά σαν χνούδι, όπως τα φτερά των μωρών κοτόπουλων.

Όσον αφορά στην ιδιοσυγκρασία, τόσο οι κόκορες όσο και οι κότες είναι ήρεμα και τα πηγαίνουν καλά με τους ανθρώπους και τα άλλα ζώα, όπως τα κατοικίδια.

Χρώματα

Υπάρχουν οχτώ χρώματα της φυλής Plymouth Rock αναγνωρισμένα στον περισσότερο κόσμο, εκτός από την Αυστραλία, που η ραβδόχρωμη χωρίζεται σε δύο διαφορετικά χρώματα, τη σκουρόχρωμη (Dark Barred) και την ανοιχτόχρωμη (Light Barred). Η διαφορά μεταξύ των δύο χρωμάτων είναι ιδιαίτερα αισθητή, με τις ρίγες λευκού χρώματος πλατύτερες και τις γκρίζες λεπτότερες στην ανοιχτόχρωμη από ό,τι στη σκουρόχρωμη.

Ο κατάλογος με τα χρώματα που ισχύουν για τον περισσότερο κόσμο (συγκεκριμένα το Ηνωμένο Βασίλειο, την Αμερική και τον Καναδά), είναι ο ακόλουθος:

Barred White Buff Partridge Silver Penciled Blue Columbian Black

Αυγό

Οι Plymouth Rock γεννάνε ένα μεγάλο αυγό που ποικίλει στο χρώμα από ανοιχτό μέχρι μέτριο καφετί με έναν τόνο ροζ. Τα πτηνά συνεχίζουν να γεννάνε καθ’ όλον το χειμώνα, αλλά με μειωμένη παραγωγή. Το πλήθος των αυγών εξαρτάται από την προσπάθεια των πτηνών.

Βάρος

Τα τυπικά βάρη για τις Plymouth Rocks, όπως ορίζεται από την Αμερικανική Ένωση Πουλερικών, είναι ως ακολούθως: κόκορας: 4,3 κιλά, κότα: 3,4 κιλά, κοκοράκι: 3,6 κιλά και πουλάδα: 2,3-2,7 κιλά.


Wyandotte

Όρνιθες φυλής Wyandotte

Η Wyandotte είναι μια φυλή όρνιθας που κατάγεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα πρώτα δείγματα της φυλής εμφανίστηκαν το 1870. Οι Wyandottes είναι ένα υπάκουες, ράτσα μικτής κατεύθυνσης που εκτρέφονται για τα αυγά (σε καφετί χρωματισμό) τους και για το κρέας τους. Εμφανίζονται σε μια ευρεία ποικιλία χρωμάτων και είναι. Η Wyandotte γεννάει αυγά χρώματος απαλού καφέ ή πιο σκούρου χρωματισμού και συνήθως έχει ένα άσπρο δαχτυλίδι φτερών γύρω από το λαιμό του. Τα θηλυκά άτομα της συγκεκριμένης ράτσας αποτελούν καλές μητέρες.

Χαρακτηριστικά

Η ράτσα Wyandotte είναι ένα μεσαίου μεγέθους πτηνό με μια χτένα με τριανταφυλλιές και καθαρά πόδια. Τα φτερά του κοτόπουλου είναι μεγάλα με αραιή τοποθέτηση. Η περιοχή γύρω από την οπή αερισμού είναι πολύ χνουδωτή κι αφράτη. Τα πόδια είναι κίτρινα. Υπάρχουν διάφορα χρώματα που αναγνωρίζονται από το A.P.A. (American Poultry Association) κάποια απ’ αυτά είναι το μαύρο, το μπλε, κιτρινωπού χρωματισμού, χρυσαφένιου χρωματισμού, ασημένιου χρωματισμού και γκρίζας απόχρωσης. Στα νάνα είδη της ίδιας ράτσας υπάρχει επίσης ο κοκκινόμαυρος χρωματισμός στο στήθος, ο χρωματισμός που συνδυάζει το μπλε και το κόκκινο, το κίτρινο με το κυανό, το καφεκόκκινο κ.ά. Επιπλέον χρωματισμοί επίσης αναγνωρίζονται από παρόμοιες οργανώσεις σε άλλες χώρες, όπως η PCGB (Poultry Club of Great Britain). Αυτά τα χρώματα περιλαμβάνουν το μπλε σε συνδυασμό με το κόκκινο και το κιτρινωπό. Συνολικά υπάρχουν 17 χρώματα.

Οι όρνιθες αυτής της φυλής γεννάνε περίπου 200 αυγά το χρόνο ενώ υπάρχουν και οι εξαιρέσεις της ίδιας ράτσας που φτάνουν ακόμα και τα 240 αυγά το χρόνο. Τα αυγά είναι χρώματος καφέ ή απαλού καφετί χρωματισμού. Η κότα ζυγίζει περίπου 2,75 κιλά και ο κόκορας ζυγίζει περίπου 3,85 κιλά.

Μερικές φορές είναι δύσκολο να επιτευχθεί φυσική γονιμοποίηση, λόγω του αριθμού και του πάχους των φτερών στην περιοχή της ουράς. Για τον ίδιο λόγο, είναι επιρρεπείς στη συσσώρευση των κοπράνων στην περιοχή φτερών στην οπή αερισμού οπότε και πρέπει να πλένονται τακτικά αλλιώς η περιοχή κινδυνεύει να φράξει.

Υπάρχουν αρκετές παραλλαγές αυτής της ράτσας όπως είναι η Golden Laced, η Blue Laced Red, η Partridge, η Silver Pencilled, η Buff Columbian κ.ά.


Rhode Island Red

Η Rhode Island Red είναι μια φυλή όρνιθας μικτής κατεύθυνσης. Εκτρέφονται δηλαδή και για το κρέας και για τα αυγά τους. Είναι μια εύστοχη επιλογή για εκτροφή οικόσιτων πουλερικών, λόγω της ικανότητας γέννησης αυγών και της αντοχής τους.

Χαρακτηριστικά

Κόκκορας φυλής Rhode Island Red

Ο χρωματισμός των φτερών της φυλής αυτής είναι στο χρώμα της σκουριάς, ωστόσο, είναι γνωστές και πιο σκούρες αποχρώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καφέ που αγγίζουν το μαύρο. Οι Rhode Island Reds έχουν χρώμα ματιών κόκκινο-πορτοκαλί, κοκκινωπό-καφέ ράμφος και κίτρινα πόδια, συχνά με λίγο κοκκινωπό χρώμα στα δάχτυλα και τις πλευρές των κορμών. Οι νεοσσοί έχουν έναν ελαφρύ κοκκινωπό-καφετί χρωματισμό. Τα αρσενικά συνήθως ζυγίζουν περίπου 3,9 κιλά ενώ οι όρνιθες κατά μέσο όρο είναι ελαφρώς μικρότερες και ζυγίζουν περίπου (2,9 kg).

Προέλευση

Η ράτσα αυτή αναπτύχθηκε στη Μασαχουσέτη. Αρχικά αναπαρήχθησαν στο Adamsville, ένα χωριό που αποτελεί μέρος του Little Compton, του Rode Island. Ένας από τους προγόνους που αποτελεί θεμέλιο της φυλής ήταν ένας μαλαισιανός κόκορας με χρωματισμό στήθους μαύρο-κόκκινο που είχε εισαχθεί από την Αγγλία. Αυτό το πτηνό είναι στην έκθεση του Smithsonian Ιδρύματος κι αποτελεί τον «πατέρα» της ράτσας αυτής.

Τα Rhode Island Reds χρησιμοποιούνται στη δημιουργία πολλών σύγχρονων υβριδικών φυλών, κυρίως λόγω της ικανότητάς τους για παραγωγική ωοτοκία.

Αυγό

Η ράτσα αυτή είναι εξαιρετική ωοτόκος. Οι Rhode Island Reds ξεχωρίζουν για τα καφέ αυγά τους. Υγιείς όρνιθες μπορούν να γεννήσουν μέχρι 5-7 αυγά την εβδομάδα, ανάλογα με τη φροντίδα και τη θεραπεία που τους παρέχεται.


Jersey Black Giant

Προέλευση

Όρνιθες φυλής Jersey Black Giant

Η Jersey Giant είναι μια φυλή όρνιθας που προέρχεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες γύρω στα τέλη του 19 αιώνα. Είναι γνωστές για τον τόπο καταγωγής τους (New Jersey) αλλά και για το μεγάλο τους μέγεθος. Η Jersey Giants είναι η μεγαλύτερη φυλή κοτόπουλου.

Η φυλή αυτή δημιουργήθηκε από τους John and Thomas Black με την πρόθεση της αντικατάστασης της γαλοπούλας, το είδος των πουλερικών που χρησιμοποιούντανκυρίως για το κρέας τους τότε. Η Black Jersey Giant ανακηρύχτηκε ως φυλή το 1922 από την American Standard of Perfection. Η White Jersey Giants (άλλο είδος της ίδιας ράτσας) εμφανίστηκε αργότερα μέσα στο έτος 1947. Η Black Jersey Giants είναι, κατά μέσο όρο, ένα κιλό βαρύτερο από τα White Jersey Giants. Ο ρυθμός πάχυνσης είναι πολύ βραδύτερος από ό,τι των σημερινών πουλερικών πάχυνσης και συνεπώς δεν χρησιμοποιούνται ευρέως στη βιομηχανία.

Στην Ευρώπη, η φυλή έπεσε σε δυσμένεια σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν εξαφανίστηκαν, ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ένας κτηνοτρόφος στο Ηνωμένο Βασίλειο, βρίσκει τα τελευταία τρία επιζήσαντα άτομα και αποφάσισε να τα σώσει. Άρχισε να «χτίζει» τη φυλή με το απόθεμά του, αλλά αυτά υφίστανται τις αρνητικές συνέπειες της αιμομιξίας. Βρίσκει όμως από τύχη τον κάτοχο της τελευταίας Jersey Giant στην Ολλανδία. Έτσι επανήλθε η φυλή και στις δύο χώρες.

Οι Jersey Giant εξαφανίστηκαν στην Αυστραλία στη δεκαετία του 1950, λίγες μόνο δεκαετίες μετά την καθιέρωσή τους στην εν λόγω χώρα.

Χαρακτηριστικά

Ένα μεγάλο μέρος τροφίμων και χρόνου απαιτείται για να φτάσει το Jersey Giant σε πλήρες μέγεθος. Το Jersey Giant είναι ένα ήρεμο και υπάκουο πτηνό. Τα αρσενικά άτομα της φυλής είναι σπάνια επιθετικά. Γεννούν πολύ μεγάλα καφετί χρωματισμού αυγά. Τα πουλιά είναι ευμεγέθη και αρκετά ανθεκτικά στο κρύο. Το φτέρωμα της φυλής έχει μπλε χρωματισμό, και επιπλέον μαύρο και άσπρο. Τα πόδια έχουν το χρωματισμό της ιτιάς στην απόχρωση. Το βάρος των πτηνών φτάνει τα 5,85 Kg στα αρσενικά και τα 4,5-5 Kg στα θηλυκά άτομα της φυλής.


New Hampshire

Όρνιθα φυλής New Hampshire
Κόκκορας φυλής New Hampshire

Η φυλή όρνιθας New Hampshire προέρχεται από την Πολιτεία του New Hampshire στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πτηνοτρόφοι, ξεκινώντας με τη φυλή Rhode Island Reds και την εκτέλεση από γενιά σε γενιά της επιλεκτικής αναπαραγωγής, εντάθηκε τα χαρακτηριστικά της πρώιμης ωριμότητας, της ταχείας ανάπτυξης του πλήρους φτερώματος και την παραγωγή των μεγάλων καφετί αυγών. Τα ενήλικα πουλιά έχουν έναν πλούσιο καστανοκόκκινο χρωματισμό και πιο ομοιόμορφη απόχρωση από τα Rhode Island Reds. Οι νεοσσοί είναι έχουν ένα ελαφρύτερο κόκκινο.

Χρήση

Πρόκειται για ράτσα μικτής κατέυθυνσης, αν και προτιμάται περισσότερο για κρεοπαραγωγή απ’ ό, τι για ωοπαραγωγή. Πρόκειται για πουλερικά μεσαίου βάρους, που δίνουν αρκετά παχύ σφάγιο που προορίζεται είτε για σχάρα είτε για ψητό.

Προέλευση

Τα New Hampshires είναι μια σχετικά νέα φυλή του 1935. Αντιπροσωπεύουν μια εξειδικευμένη επιλογή της φυλής Rhode Island Red. Με εντατική επιλογή για την ταχεία ανάπτυξη, το γρήγορο πτέρωμα, την πρώιμη ωριμότητα και το σθένος, μια διαφορετική φυλή σταδιακά αναδείχθηκε. Αυτό έλαβε χώρα στις πολιτείες της Νέας Αγγλίας, κυρίως στη Μασαχουσέτη και στο Νιού Χάμσαιρ, από το οποίο πήρε και το όνομά του.

Χαρακτηριστικά

Τα χαρακτηριστικά των πουλερικών της συγκεκριμένης ράτσας είναι ότι διαθέτουν ένα ευρύ, μεγάλο σώμα, το φτέρωμα μεγαλώνει με γρήγορους ρυθμούς κι όσον αφορά στη συμπεριφορά τους, τα θηλυκά άτομα της ράτσας πρόκειται για καλές μητέρες για τα μικρά τους. Το μεγαλύτερο μέρος του φτερώματος είναι σε κοκκινωπό χρωματισμό και, ως εκ τούτου, δεν μειώνουν την εμφάνιση του σκελετού πολύ. Το χρώμα είναι περίπου φωτεινό κόκκινο και συχνά χάνεται στο φως του ήλιου. Το λειρί είναι απλό, μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους. Στα θηλυκά συχνά κρέμεται χαλαρά πάνω από ένα κομμάτι. Αν και είναι γνωστή φυλή για την κρεατοπαραγωγή της, δίνουν επίσης καλή παραγωγής και στα καφετί αυγά. Ορισμένα στελέχη γεννούν αυγά με κέλυφος βαθύ καφέ χρωματισμού. Τα άτομα της φυλής New Hampshires είναι ανταγωνιστικά και επιθετικά με άλλα κοτόπουλα. Το βάρος τους κυμαίνεται στα 3,9 Kg για τα αρσενικά άτομα και στα 2,9 Kg για τις όρνιθες.


Brahma

Όρνιθα φυλής Brahma

Η Brahma είναι μια μεγάλη φυλή ορνίθων που αναπτύχθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες από τα πολύ μεγάλα πουλιά που εισάγονται από το κινεζικό λιμάνι της Σαγκάης. Η Brahma ήταν η κύρια κρεοπαραγωγός φυλή στις ΗΠΑ από το 1850 μέχρι το 1930 περίπου.

Χαρακτηριστικά

Η φυλή Brahma αποτελείται από ογκώδη πουλερικά, μεγαλοπρεπή, με όρθιο παράστημα και μεγάλο κεφάλι. Όταν στέκονται η εμφάνισή τους φανερώνει ένα V και τα αρσενικά άτομα είναι αρκετά ψηλότερα από τα θηλυκά. Τα πόδια είναι αρκετά δυνατά, με φτερά που εκτείνονται σε όλο το μήκος του ποδιού μέχρι το κάτω μέρος (τα δάχτυλα) και το φτέρωμα είναι πιο σφιχτό απ΄ ό, τι της φυλής Cochin.

Το βάρος τους κυμαίνεται στα 5,5 Kg για τον κόκορα και στα 4,5 Kg για την κότα. Οι Brahma είναι καλές ωοπαραγωγές όρνιθες μεγάλων καφετί αυγών που το βάρος τους κυμαίνεται στα 55-60 g περίπου.

Αναγνωρισμένες ποικιλίες

Η American Standard of Perfection αναγνωρίζει τρεις ποικιλίες Brahma: την ανοιχτόχρωμη, τη σκουρόχρωμη και την κιτρινωπή. Οι ανοιχτόχρωμες Brahma έχουν σα βασικό χρώμα το λευκό με μαύρα στίγματα και ασπρόμαυρή ουρά. Τα φτερά του κόκορα των ανοιχτόχρωμων Brahma είναι ριγέ χρωματισμού σε συνδυασμό με μαύρο. Οι σκουρόχρωμες Brahma διαθέτουν την πιο αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ κόκορα και κότας. Η κότα έχει ένα σκούρο γκρι-μολυβί χρωματισμό με τα ίδια στίγματα όπως αυτών των ανοιχτόχρωμων ενώ ο κόκορας έχει μαύρο και άσπρο φτέρωμα και μια μαύρη βάση στην ουρά. Τα φτερά ενός σκοτεινού Brahma είναι λευκά στο ψηλότερο μέρος και τα αρχικά φτερά έχουν λευκό περίγραμμα. Ο χρωματισμός της κιτρινωπής ποικιλίας δεν διαφέρει απ' τους άλλους δύο εκτός απ' αυτό το κιτρινωπό χρώμα βάσης αντί αυτού του λευκού. Η Australian Poultry Association έχει αποδεχθεί και ποικιλίες άλλων χρωματισμων εκτός αυτών των τριών που προαναφέρθηκαν.