Είδη ψαριών ελληνικών θαλασσών
Ζαργάνα (Belone belone)
Η Ζαργάνα [1] ανήκει στην οικογένεια των Βελονιδών (Belonidae). Η επιστημονική της ονομασία είναι belone belone. Το σώμα της είναι στενόμακρο και μπορεί να φτάσει μέχρι τα 80 εκατοστά. Επιπλέον είναι πρασινωπό στη ράχη και ασημογάλαζο στην κοιλιά. Διαθέτει ένα κεντρικό κόκαλο, αυτό της σπονδυλικής στήλης, που μάλιστα έχει χρώμα πράσινο. Το βάρος της συνήθως είναι 120-150 γραμμάρια, ενώ σπάνια φτάνει το 1,5 κιλό.
Είναι είδος που του αρέσει να κινείται συνεχώς, πάντα όμως στον αφρό και κοντά στην παραλία. Όταν κινείται μπορούμε και την ξεχωρίζουμε, όταν μένει όμως ακίνητη είναι σαν αόρατη. Αυτή η ιδιαιτερότητά της οφείλεται σε φυσικό χάρισμα, ώστε να κρύβεται από τους εχθρούς της. Την ημέρα γυαλίζει και την νύχτα φωσφορίζει. Είναι αρπακτικό ψάρι, με τα δόντια πιάνει και συγκρατεί τα μικρά ψάρια, τα σκοτώνει και τα καταπίνει.
Τρέφεται με ζωοπλαγκτόν και πελαγικά οστρακόδερμα. Εμφανίζεται από τον Ιούνιο, για να γεννήσει τα αβγά της, αλλά η κοπαδιαστή εμφάνιση αυτού του ψαριού είναι τον Σεπτέμβριο. Η ζαργάνα αποτελεί έναν από τους ωραιότερους μεζέδες. Μπορούμε να την απολαύσουμε τηγανητή με χοντρό αλάτι, που θα τινάξουμε πριν τη φάμε, αλλά και σούπα. Επίσης μπορούμε να την κάνουμε και λιόκαυτη. H ζαργάνα όταν δεν είναι ζωντανή αποτελεί ένα από τα καλύτερα δολώματα για το ψάρεμα των τόννων και των ξιφίων, με την προυπόθεση όμως να είναι φρέσκια.
Σαν ζωντανό δόλωμα είναι το καλύτερο για το πιάσιμο των μεγάλων συναγρίδων.
Βιβλιογραφία
Λούτσος (Sphyraena sphyraena)
O λούτσος κάνει την εμφάνισή του στις αρχές της άνοιξης και η παραμονή του διαρκεί μέχρι και το φθινόπωρο. Το ψάρι αυτό συνήθως το βρίσκουμε κοπαδιαστό, αλλά τα μεγάλα κομμάτια θα είναι μοναχικά και σχετικά εύκολα. Τους αρέσουν για τον πρώτο καιρό, οι ήσυχοι κόλποι, με απάγκια από τους περισσότερους καιρούς, ενώ όσο προχωρά το καλοκαίρι τότε επιλέγουν τις ξέρες και τους άγριους κάβους για να κυνηγήσουν.
Είναι είδος [1] ιδιαίτερα αρπακτικό και είτε σε κοπάδια είτε μόνος του προκαλεί τρόμο στα μικρόψαρα. Ο τρόπος που πλησιάζει είναι επιβλητικός και άφοβος. Δείγμα της ηγεμονίας που έχει στο χώρο. Ταυτόχρονα είναι και θύμα. Ο λούτσος κυνηγά συνήθως σε κοπάδι όπου εφαρμόζει την τακτική του εγκλωβισμού. Η ομάδα σπάει και κόβει το δρόμο των μικρόψαρων ενώ το άλλο μισό της ομάδας επιτίθεται και σπέρνει τον πανικό. Το σώμα του είναι πολύ δυνατό και με ελάχιστη αντίσταση που του προσδίδει τρομακτική ταχύτητα. Τα δόντια του είναι πολύ κοφτερά και μυτερά ώστε ό,τι πιαστεί να μην μπορεί να ξεφύγει. Φτάνει το 1.50 μέτρο. Το βάρος του 0,3-5 κιλά. Την στιγμή που κυνηγά γίνεται ιδιαίτερα απρόσεκτος. Παρόλα αυτά πρέπει να γίνει γρήγορα η βολή και να είναι και καλή. Αυτό δεν είναι και ιδιαίτερα εύκολο επειδή το σώμα του είναι μικρό στο προφίλ και ταυτόχρονα είναι ιδιαίτερα μαχητικός και με πολύ μαλακή σάρκα. Αποτέλεσμα να χάνονται πολλά χτυπημένα ψάρια.
Βιβλιογραφία
Γόπα (Boops boops)
Η γόπα [1] είναι μικρό ψάρι μήκους 20–35 εκατοστών και συγγενεύει με τη σάλπα, τον σπάρο και τον σαργό. Το είδος αυτό υπάγεται στα τελεόστεα ή υποβραχιόνια και έχει τα γενικά χαρακτηριστικά τους. Το επίσημο όνομά της είναι "Βόωψ ο βόωψ" (Boops boops), ειναι ο αρχαίος "Bόωψ ο γνήσιος" και ανήκει στην οικογένεια των Σπαριδών (Sparidae).Οι γόπες ζουν κοπαδιαστά σε βραχώδεις ακτές και σε φυκιάδες, είναι δε άφθονες στις ελληνικές θάλασσες.
Το κρέας τους είναι εύγευστο παρά την κάπως βαριά οσμή τους.
Το μήκος του ψαριού μπορεί να φθάσει τα 35 εκατοστά. Το χρώμα της είναι γκριζογάλαζο στη ράχη, λίγο πιο ανοικτό ασημί στα πλευρά και στην κοιλιά και γυαλιστερό. Πίσω από τα μάτια αρχίζουν 4 κίτρινες γραμμές που καταλήγουν στη ρίζα της ουράς. Φέρει επίσης πλευρική γραμμή σκούρα καφέ. Το κεφάλι της γόπας έχει μήκος περίπου το 1/4 του συνολικού μήκους του ψαριού. Έχει μάτια σχετικά μεγάλα στο μισό ύψος του κεφαλιού και εξ αυτού ονομάστηκε "βόωψ" από το αρχαίο ελληνικό επίθετο "βοώπις" (= αυτή που έχει μεγάλα μάτια (κυριολεκτικά «αυτή που έχει μάτια σαν του βοδιού»). Το ρύγχος της στρογγυλεύει και στο στόμα της, που φέρει κλίση προς τα πάνω, έχει στην πάνω σιαγόνα κοπτήρες ενώ στην κάτω κυνόδοντες, αν και θεωρείται φυτοφάγο ψάρι.
Βιβλιογραφία
Μουρμούρα (Lithognathus mormyrus)
Η Μουρμούρα [1] ή Βασιλόψαρο είναι ένα Μεσογειακό ψάρι του αλμυρού νερού που ανήκει στην οικογένεια των Σπαριδών, στο γένος Λιθόγναθος.
Η μουρμούρα είναι ένα ψάρι με επίμηκες και ωοειδές σώμα που έχει μήκος 20-30 εκ. με μυτερό ρύγχος και σαρκώδη άσπρα χείλη.Το στόμα είναι αρκετά ανεπτυγμένο και τα μάτια μικρά τοποθετημένα ψηλά στο κεφάλι.Το χρώμα της είναι λαμπερό ασημί με 10-20 κάθετες καστανόμαυρες σειρές στη ράχη και στα πλευρά. Η ράχη είναι γκρι, τα πλευρά ασημί και η κοιλιά άσπρη.
Η μουρμούρα είναι είδος σαρκοφάγο, ζει σε ρηχά νερά κοντά στις ακτές, σε βυθούς με άμμο ή αμμολάσπη και μαύρες φυκιάδες. Τη συναντάμε σε μικρά κοπάδια και σε βάθη που δεν ξεπερνούν τα 50 μέτρα.Τη μέρα κρύβεται, και τη νύχτα βγαίνει ως την αυγή και κυνηγά την τροφή της, που είναι μικρά ψάρια και καρκινοειδή. Αναπαράγεται την άνοιξη και το καλοκαίρι, μόλις κλείσει τα 2 χρόνια και φτάσει το μέγεθος των 14 εκατοστών.
Βιβλιογραφία
Τσιπούρα (Sparus aurata)
Η τσιπούρα είναι ένα ψάρι της οικογένειας των Σπαρίδων που απαντά στην Μεσόγειο και στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού. Η τσιπούρα μαζί με το λαβράκι από πλευράς διατροφικής αξίας ανήκουν στα πιο πολύτιμα ψάρια της Μεσογείου, καθώς είναι πλούσια στα λιπαρά οξέα ω-3. Είναι ένα από τα κύρια ψάρια για τις ιχθυοκαλλιέργειες και το πιο εκτροφεύσιμο είδος της Μεσογείου.
Η τσίπουρα [1] έχει συνήθως μήκος 35 εκατοστά, αν και έχουν βρεθεί ψάρια με μήκος 70 εκατοστά. Η βαρύτερη τσιπούρα που έχει αλιευθεί είχε βάρος 17,2 κιλά. Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ηλικία τσιπούρας είναι (σε αιχμαλωσία) 11 έτη. Έχει ασημένιο χρώμα με μια χαρακτηριστική μαύρη κηλίδα στο τέλος του βραγχιακού επικαλύμματος. Επίσης, χαρακτηριστικό είναι και το χρυσό τόξο που ενώνει τα μάτια, πιο έντονο στα ενήλικα ψάρα, και έδωσε στην τσιπούρα το όνομα «χρυσόφρυς». Υπάρχει μια κόκκινη γραμμή στο όριο του κάτω μισού του βραγχιο-καλύμματος. Η τσιπούρα έχει έντονα κυρτό προφίλ, οβάλ και ψηλό σώμα.
Η τσιπούρα είναι ένα είδος κοινό στη Μεσόγειο και στην ακτή του Ατλαντικού από τη Μεγάλη Βρετανία ως τη Σενεγάλη. Συναντάται πάνω από αμμώδεις πυθμένες ή πυθμένες με θαλάσσια φανερόγαμα, σε βάθη έως 30 μέτρα, αν και έχουν παρατηρηθεί ενήλικες τσιπούρες σε βάθος 150 μέτρων. Την άνοιξη πλησιάζει σε εκβολές ποταμών και λιμνοθάλασσες. Είναι κυρίως σαρκοφάγα, ενώ περιστασιακά τρέφεται και από φυτά. Τρέφονται με μαλάκια, συμπεριλαμβανομένων των μυδιών και των στρειδιών. Η τσιπούρα σχηματίζει κοπάδια πολυμελή ή ολιγομελή, ενώ κάποιες φορές, μεγάλα θηλυκά άτομα μπορεί να βρεθούν να κυνηγούν μόνα τους για μια περίοδο.
Βιβλιογραφία
Αθερίνα (Atherina hepsetus)
Η αθερίνα [1] είναι μικρό ψάρι μήκους 8–15 εκατοστά και μοιάζει πολύ με το μαριδάκι. Λέγεται και «σουβλίτης». Το επίσημο όνομά της είναι "Αθερίνα η εψητός" (Atherina hepsetus) και ανήκει στην οικογένεια αθερινίδες (atherinidae).
Το χρώμα της είναι γκριζοπράσινο, λίγο ασημί με μια μαύρη ταινία στα πλευρά που εκτείνεται από το κεφάλι μέχρι την ουρά. Το σώμα της στρογγυλεύει από το κεφάλι και μετά. Έχει μάτια σχετικά μεγάλα και ρύγχος μυτερό, εξ ου και το όνομα σουβλίτης. Τα λέπια της είναι μικρά και στρογγυλά με μαύρα στίγματα. Τα θωρακικά πτερύγια είναι κοντά και πίσω από τα βράγχια, ενώ τα δύο ραχιαία πτερύγια είναι σε αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Είναι είδος του αφρού (αφρόψαρο), ζει και μετακινείται κοπαδιαστά και τροφή του είναι περισσότερο πλαγκτόν. Κατά τον Μάρτιο πλησιάζει τις ακτές όπου και αποθέτει τ΄ αυγά του που μένουν κολλημένα σε πέτρες και σε φύκια.
Αθερίνες υπάρχουν άφθονες στα ελληνικά νερά, το κρέας τους είναι πολύ νόστιμο (ειδικά όταν είναι αυγομένες). Παραλλαγή της είναι η κάπως μεγαλύτερη, λεγόμενη "κεφαλάς" (atherina boyeri) μήκους μέχρι 18 εκατοστά με ρύγχος στρογυλό.
Βιβλιογραφία
Λαυράκι (Dicentrarchus labrax)
Το λαβράκι είναι ψάρι της οικογένειας των Μορονίδων, που απαντάται στην Μεσόγειο και στις ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού. Το λαβράκι μαζί με την τσιπούρα από πλευράς διατροφικής αξίας ανήκουν στα πιο πολύτιμα ψάρια της Μεσογείου, καθώς είναι πλούσια στα λιπαρά οξέα ω-3. Είναι ένα από τα κύρια ψάρια για τις ιχθυοκαλλιέργειες.
Το λαβράκι θεωρείται εκλεκτό ψάρι στην ελληνική κουζίνα, ενώ χρησιμοποιείται για διατροφή και από άλλους λαούς. Μπορεί να μαγειρευτεί με πολλούς τρόπους, πχ. στη σχάρα, στον ατμό, στο φούρνο κ.ά.
Το λαβράκι [1] έχει συνήθες μήκος 40 με 65 εκατοστά και βάρος 5 με 7 κιλά, ενώ μπορεί να φτάσει σε μήκος το ένα μέτρο και βάρος τα 15 κιλά. Έχει καταγραφεί ότι μπορεί να ζήσει μέχρι 15 χρόνια. Το σώμα του είναι επιμήκες. Το όνομα δικέντραρχος έχει να κάνει με την παρουσία δύο ραχιαίων πτερυγίων, το πρόσθιο τριγωνικό και το οπίσθιο τραπεζοειδές. Το είδος αυτό έχει ασημί χρώμα, ενώ τα μικρά ιχθύδια φέρουν μαύρα στίγματα σε πλάτη και πλευρά. Το ασημί είναι λίγο πιο σκούρο στη ράχη και πιο ανοικτό στη κοιλιά (φαινόμενο της αντισκίασης)
Το λαβράκι είναι ένα είδος ωκεανόδρομο που απαντάται στην Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ατλαντικό από τη Νορβηγία μέχρι τη Σενεγάλη. Ζει σε παραλιακά ύδατα, σε βάθος μέχρι 100 μέτρων.
Βιβλιογραφία
Δράκαινα (Trachinus araneus)
Η Δράκαινα [1] είναι ψάρι το οποίο ανήκει στην οικογένεια των τραχινιδών, η οποία περιλαμβάνει 9 είδη. Xαρακτηριστικό είδος της οικογενείας είναι η μεγάλη δράκαινα (τράχινος ο δράκος). Έχει μήκος έως και σαράντα εκατοστά και βάρος μέχρι δυο κιλά. Ζουν κατά βάση σε βαθιά, αλλά και σε ρηχά νερά, και συνήθως είναι κρυμμένες κάτω από την άμμο. Κυνηγάει ψάρια, πάντα μικρότερά της, συνήθως νύχτα, και τρέφεται με αυτά, αφού πρώτα τα τσιμπήσει και τα δηλητηριάσει με το υγρό που εκκρίνει από τα αγκάθια της (συγκεκριμένα επτά αγκάθια). Το δηλητήριο αυτό αν και δεν είναι θανατηφόρο, μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνο σε μεγάλη ποσότητα. Το κεφάλι του είδους αυτού είναι μικρό και το στόμα της έχει μικρά δόντια και παίρνει κλίση προς τα πάνω. Το χρώμα της, όπου συνήθως είναι κίτρινο σκούρο, με γκρίζο από την ράχη και κάτω, και λίγο λευκό στην κοιλιά, μπορεί να την βοηθήσει να κρυφτεί στην άμμο και να γίνει ένα με αυτή.
Βιβλιογραφία
Μπαρμπούνι (Mullus surmuletus)
Το μπαρμπούνι [1] είναι είδος ακανθοπτέρυγου ψαριού του γένους Τρίγλη (Trigla) της οικογενείας των τριγλιδών (Triglidae). Το μήκος του μπαρμπουνιού φθάνει τα 35 εκατοστά. Έχει χρώμα ερυθρωπό, βαθύτερο στη ράχη και ασημέρυθρο στην κοιλιά, καλύπτεται δε από πολλά μικρά λέπια ωοειδούς σχήματος. Τα στηθαία πτερύγια φέρουν τρεις άκανθες το καθένα, με τις οποίες το μπαρμπούνι ανασκάπτει την άμμο του βυθού για την αναζήτηση τροφής.
Το κεφάλι έχει κυβικό σχήμα και φέρει μεγάλο στόμα με μικρά πολυπληθή δόντια και στις δύο σιαγόνες, ενώ το ρύγχος είναι επιμηκυσμένο και στο άκρο φέρει τριχοειδείς άκανθες (οι οποίες λαϊκά αποκαλούνται "μουστάκια", απ' όπου και το όνομά του). Το σώμα είναι επίμηκες και καταλήγει σε τέσσερις επιμήκεις άκανθες.
Το είδος αυτό ζει σε πολλές θάλασσες των ευκράτων περιοχών του πλανήτη (και στις ελληνικές), κυρίως μέσα σε συμπλέγματα φυκών (φυκιάδες), ή σε αμμώδεις-ιλυώδεις βυθούς, όπου και αναζητά την τροφή του, την οποία αποτελούν διάφορα μικρά μαλάκια. Είναι περιζήτητο αλίευμα για την τρυφερή και νόστιμη σάρκα του.
Παραλλαγή του μπαρμπουνιού είναι η κουτσομούρα(Mullus barbatus), η οποία διαφέρει από το μπαρμπούνι στο χρώμα (είναι περισσότερο ανοικτόχρωμη), στο σχήμα του ρύγχους (στο άκρο του είναι περισσότερο "κοφτό", απ' όπου και το όνομά της) και στο ότι δεν φέρει εμφανές "μουστάκι".
Βιβλιογραφία
Γλώσσα (Solea vulgaris)
Η γλώσσα είναι ένα επίπεδο ψάρι. Απαντάται σε αμμώδη σημεία του βυθού και συνήθως κολυμπά πολύ κοντά στο βυθό, με αποτέλεσμα να είναι σχετικά δύσκολο να το εντοπίσει κανείς. Διακρίνεται κατά διαστάσεις σε μεγάλη, και μικρή και κατά είδος σε Γλώσσα η κοινή ή Γλώσσα η γλώσσα (Solea vulgaris ή Solea solea) και Γλώσσα η ξανθή ή Γλώσσα η κίτρινη (Solea lutea) που αμφότερες ανήκουν στην οικογένεια "Γλωσσίδες" (Soleidae).
Το είδος [1] αυτό γεννιέται με κατακόρυφο προσανατολισμό, όπως τα συνηθισμένα ψάρια. Σιγά-σιγά αρχίζει να γέρνει και να ακουμπάει στον βυθό. Η πλευρά που ακουμπάει κάτω γίνεται πλακέ και άσπρη. Το μάτι που είναι από κάτω, σιγά-σιγά μετακινείται και έρχεται δίπλα σε αυτό που είχε μείνει από πάνω.
Είναι ιδιαίτερα νόστιμο ψάρι και αρκετά εύκολο να φαγωθεί γιατί δε μένουν άλλα κόκαλα αν απομακρύνει κανείς το κεντρικό κόκκαλο.
Βιβλιογραφία
Γοφάρι (Temnodom saltator)
Το Γοφάρι ή λουφάρι είναι η κοινή ονομασία του ψαριού που το επίσημο όνομά του είναι Πωματόμος η χορεύτρια, Λιχία η Αμία ή Τεμνόδος ο πηδηκτής. Συγγενεύει με το σαβρίδι και το μαγιάτικο.
Είναι ένα μεγάλο ψάρι [1] που ζει στην ανατολική Μεσόγειο. Το μήκος του φθάνει και τα 2 μέτρα και το βάρος του τα 50 κιλά. Το σώμα του είναι πλακωτό και μακρουλό, έχει χρώμα μολυβί και γαλαζοπράσινη ράχη, ασημόλευκη κοιλιά και με μια χαρακτηριστική έντονα μαύρη γραμμή από το κεφάλι μέχρι την ουρά, που σημειωτέον σβήνει μόλις ψοφήσει το ψάρι. Μπροστά από το ραχιαίο πτερύγιο φέρει 6 αγκάθια. Το στόμα του φθάνει μεχρι πίσω από τα μάτια του. Το κεφάλι του φθάνει το 1/3 του σώματός του.
Είναι αδηφάγο είδος και ζει μακρυά από τις εκβολές ποταμού, συνηθέστερα στο πέλαγος. Στις ακτές πλησιάζει την Άνοιξη. Έχει πολύ ισχυρά δόντια που κόβουν ακόμα και σύρμα. Κυριολεκτικά αποδεκατίζει τα κοπάδια μικρών ψαριών. Το κρέας του θεωρείται από ένα συγκεκριμένο ποσοστό ατόμων ότι είναι "νόστιμο" για κατανάλωση.
Βιβλιογραφία
Σμέρνα (Muraena helena)
H επιστημονική ονομασία της σμέρνας είναι Mύραινα η Ελένη (Muraena helena) και ανήκει στην τάξη των Eγχελυόμορφων, στα οποία ανήκουν επίσης το χέλι, το μουγγρί, το φιδόχελο και πολλά ακόμα είδη που ζούνε στις θάλασσές μας και ο λαός τα ονομάζει γενικά «χέλια». Πρόκειται για ένα από τα διασημότερα ψάρια των θαλασσών μας, κάτι που αποδεικνύεται και από τις πολλές κοινές ονομασίες με τις οποίες αναφέρεται σε διάφορες νησιωτικές περιοχές: αδόντας, ασμηναριά, σμηνιέρα, σμύναιρα, σμύναιρη, σμύρενα και σμύρνα. Aνήκει στην οικογένεια των Mυραινίδων στην οποία ανήκουν άλλα δύο είδη σμέρνας που ζούνε στις θάλασσές μας. Aυτά είναι η Mουγγροσμέρνα, μικρότερη και πιο χοντροκομμένη με καφετί χρωματισμό, και η πιο σπάνια, νεόφερτη στα νερά μας από τον Aτλαντικό, Tιγροσμέρνα, με κίτρινο λεπτό κεφάλι και τρομακτική οδοντοστοιχία. Eίδη της ίδιας οικογένειας απαντώνται σε όλο τον πλανήτη σε εύκρατες και τροπικές θάλασσες και ξεχωρίζουν για την ομορφιά των χρωματισμών τους, αλλά και για την άγρια συμπεριφορά. Kανένα όμως από αυτά δεν είναι τόσο γνωστά όσο η σμέρνα που κατοικεί στα νερά μας και αυτό γιατί αυτό το ψάρι υπήρξε αντικείμενο θαυμασμού και μελέτης ήδη από τα αρχαία χρόνια.
H σμέρνα στην πραγματικότητα είναι ένα από τα ομορφότερα και πιο θαυμαστά ψάρια των θαλασσών μας. Tο χρώμα της είναι σκούρο καφετί-σοκολατί ή πιο μαύρο με πολλές μικρές και μεγάλες κίτρινες ή άσπρες μαρμαρώσεις. Tα μικρά είναι καφετιά, ενώ μεγαλώνοντας αποκτά έναν πιο μπλε χρωματισμό. Tο σώμα της είναι επίμηκες, οφιοειδές και το κεφάλι ογκώδες, πυραμιδοειδές. Σε νεαρή ηλικία το μέτωπο είναι ίσιο, ενώ στα μεγάλα ενήλικα το μέτωπο είναι πιο τονισμένο σχηματίζοντας ένα μικρό «καρούμπαλο». Tα ρουθούνια της σμέρνας είναι μέσα σε σάρκινους σωλήνες, ενώ στο ρύγχος της καταλήγουν διάφοροι αισθητήριοι πόροι.
H όψη του είδους αυτού, στην οποία οφείλεται και η άσχημη φήμη της, είναι ιδιαίτερα άγρια. Tα μεγάλα σαγόνια της κλείνουν σε όλο το μήκος, ενώ τα πολυάριθμα δόντια της είναι κωνικά, μακριά και κοφτερά. Στον ουρανίσκο της έχει έναν αδένα με δηλητήριο που επικοινωνεί με ένα δόντι. Oταν δαγκώσει ένα υποψήφιο θήραμα χύνει μέσα του το δηλητήριο και το παραλύει, όπως ακριβώς κάνουν τα δηλητηριώδη φίδια. Oι σκουρόχρωμες βραγχιακές της σχισμές περιορίζονται σε μικρούς πλευρικούς πόρους λίγο μετά το κεφάλι. Δεν έχει ζυγά πτερύγια. Tο ραχιαίο και το εδρικό πτερύγιο είναι κλεισμένα μέσα σε δερμικές πτυχές και ενώνονται με το ουραίο πτερύγιο. Σε όλο της το κορμί εκκρίνει μια βλέννα που τη βοηθάει τόσο στο κολύμπι όσο και στην προστασία από τα παράσιτα. Στο αίμα της υπάρχει μια ιδιαίτερα τοξική ουσία. Eχει διαπιστωθεί ότι μισό γραμμάριο από την τοξίνη της σμέρνας όταν εισαχθεί στο αίμα ενός μεγάλου σκυλιού, επιφέρει τον θάνατο σε 4 λεπτά. H τοξίνη αυτή αχρηστεύεται με τη θερμότητα. Tο μέγεθός της φτάνει τα 180 εκατοστά, αλλά συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 80 και 120 εκατοστών.
H σμέρνα [1] διακρίνεται για τον αρπακτικό της χαρακτήρα. H τρομακτική της όμως όψη δεν πρέπει να ξεγελάει. Oπως και τα περισσότερα ζώα, δεν επιτίθεται σε ανθρώπους εκτός και αν προκληθεί. Γενικά οι μικρές σμέρνες φοβούνται και κρύβονται γρήγορα, οι λίγο μεγαλύτερες δείχνουν μια πιο άγρια συμπεριφορά, ενώ οι πολύ μεγάλες έχουν αρκετή αυτοπεποίθηση και απλώς περιεργάζονται με ηρεμία για λίγο τον άνθρωπο και μετά αποσύρονται με αργές κινήσεις. Σε καταδυτικούς προορισμούς του εξωτερικού, οι καταδύτες ταΐζουν τις μεγάλες σμέρνες και αυτές ήρεμες τρώνε τον μεζέ σαν μικρά κουταβάκια.
Eίναι αλήθεια ότι τα κοφτερά της δόντια μπορούν να κόψουν κομμάτι. Oταν μια σμέρνα δαγκώσει έναν δύτη δεν τον αφήνει ακόμα και αν της κόψεις το κεφάλι. H δύναμή της άλλωστε ακόμα και έξω από το νερό είναι εξωπραγματική για το μέγεθός της. Πολλοί λένε ότι πρόκειται για ένα εφτάψυχο ψάρι και αυτό ισχύει, καθώς όταν η σμέρνα ψαρευτεί περνάει πολλή ώρα μέχρι να ξεψυχήσει. Oλη αυτήν την ώρα χτυπιέται, κουλουριάζεται και ανοιγοκλείνει το στόμα προσπαθώντας να επιτεθεί σε οτιδήποτε. Eνας καλός τρόπος για να ακινητοποιηθεί η σμέρνα μετά το ψάρεμα είναι να περιχυθεί με ξίδι. Oι σμέρνες ψαρεύονται με ψαροντούφεκο, ειδικά παραγάδια και πετονιές, αλλά και με καμάκι από την ακτή με τη βοήθεια ψαροδολιού. Oι γνώμες για τη νοστιμιά της διίστανται. Kάποιοι λένε ότι είναι από τα νοστιμότερα ψάρια των ακτών μας και κάποιοι ότι δεν αξίζει ούτε βραστή.
Βιβλιογραφία
Χέλι (Anguilla anguilla)
Τα χέλια είναι ψάρια της τάξης Εγχελυόμορφα (Anguilliformes). Η τάξη περιλαμβάνει 20 οικογένειες, 111 γένη και 800 είδη. Τα περισσότερα χέλια είναι αρπακτικά ψάρια. Ο όρος χέλι χρησιμοποιείται και για άλλα είδη που δεν είναι μέλη της τάξης, όπως για παράδειγμα το ηλεκτροφόρο χέλι. Έχουν επίμηκες σώμα, σαν φίδι, με μήκος από 5 εκατοστά μέχρι 4 μέτρα. Τα χέλια δεν έχουν πυελικά πτερύγια, ενώ αρκετά είδη δεν έχουν και θωρακικά πτερύγια. Τα ραχιαία και πρωκτικά πτερύγια έχουν ενωθεί και σχηματίζουν μια ενιαία κορδέλα κατά μήκος μεγάλου μέρους του σώματός τους.
Τα περισσότερα χέλια ζουν στον ωκεανό, σε ρηχά κυρίως νερά, χωμένα στην άμμο, τη λάσπη ή ανάμεσα σε βράχια. Τα περισσότερα χέλια επίσης είναι νυκτόβια και σπάνια παρατηρούνται.
Το χέλι [1] είναι είδος που δεν αναπαράγεται σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Επισημαίνεται ότι στα ποτάμια, στις λίμνες και στις λοιπές υδάτινες λεκάνες της Ευρώπης παραμένει μόνο όσο είναι σε νεαρή ηλικία. Όταν φτάνει σε ηλικία γεννητικής ωριμότητας (6 έως 12 ετών για τα αρσενικά και 9 έως 18 ετών για τα θηλυκά), επιστρέφει στον μοναδικό τόπο γέννησής του: τη θάλασσα των Σαργασσών, στον Ατλαντικό ωκεανό στα ανοιχτά της Φλόριδα (ΗΠΑ), όπου αναπαράγεται και απ’ όπου δεν επιστρέφει ποτέ πια πίσω.
Οι προνύμφες του παραμένουν εκεί για ένα έως δύο χρόνια και στη συνέχεια μεταφέρονται με το ρεύμα του Κόλπου (GulfStream) στις ευρωπαϊκές ακτές όπου φτάνουν ύστερα από ταξίδι 200-300 ημερών. Οι αφίξεις κλιμακώνονται από τις αρχές του χειμώνα στη νότια Ευρώπη μέχρι τις αρχές του επόμενου καλοκαιριού στη βόρεια Ευρώπη. Ακολούθως, μεταμορφώνονται σε υαλόχελα, δηλαδή σε μικρά διαφανή χέλια μήκους 6 έως 12 εκατοστών, τα οποία παραμένουν για κάποιο διάστημα στις εκβολές των ποταμών τρεφόμενα με πλαγκτόν. Στη συνέχεια, αρχίζουν να αποικίζουν σταδιακά τα ποτάμια, τις λίμνες και τις λοιπές υδάτινες λεκάνες φτάνοντας προοδευτικά στο στάδιο του «κίτρινου χελιού».
Όταν το βάρος τους φτάσει τα 50 γραμμάρια, μεταφέρονται είτε σε λεκάνες εκτατικής εκτροφής είτε σε μεγάλες δεξαμενές εντατικής εκτροφής που λειτουργούν με συστήματα ανακυκλοφορίας του νερού. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, τρέφονται τεχνητά με ξηρά τροφή σε κόκκους η οποία περιέχει ιχθυάλευρα και φυτικά άλευρα.
Βασικό μειονέκτημα των χελιών είναι ότι τα ποσοστά ανάπτυξής τους παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις από το ένα είδος στο άλλο. Πρέπει επομένως να ελέγχονται τακτικά και να χωρίζονται στις δεξαμενές βάσει του μεγέθους τους (κατηγοριοποίηση). Τα χέλια χρειάζονται δύο έως τρία χρόνια για να φτάσουν σε ενήλικο μέγεθος και να είναι σε θέση να διατεθούν στην αγορά... ή να επανεισαχθούν στο οικοσύστημα. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι τα εκτροφεία χελιών διαδραματίζουν σήμερα καθοριστικό ρόλο στον εμπλουτισμό των υδάτινων οδών με χέλια, υπό επιστημονική παρακολούθηση.
Βιβλιογραφία
Μπακαλιάρος ή βακαλάος (Gadus morhua)
Ο Μπακαλιάρος (ή βακαλάος) είναι ψάρι του γένους Γάδος (Gadus) της οικογένειας των γαδιδών, με τα χαρακτηριστικά "ακτινοπτερύγια". Μαγειρεμένος θεωρείται εκλεκτό φαγητό, ενώ στη Μεγάλη Βρετανία είναι το πιο συνηθισμένο ψάρι στο δημοφιλές έδεσμα "fish and chips". Έχει ευχάριστο άρωμα, χαμηλά λιπαρά, πολλές πρωτεΐνες και πυκνή λευκή σάρκα, που απολεπίζεται εύκολα. Από το συκώτι των βακαλάων παρέχεται το μουρουνέλαιο, το έλαιο του βακαλάου, που αποτελεί σημαντική πηγή για τις βιταμίνες A, D, K και τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα.
Ζει ως 15 χρόνια, το μήκος του σώματός του φτάνει ως το 1μ. 40 εκ. και το βάρος του μέχρι 15 κιλά. Συνήθως είναι λευκός ή γκρι, αλλά το χρώμα του ποικίλλει από καφέ ως πράσινο ή ακόμα και κόκκινο. Συχνά έχει καφετιά ή κοκκινωπά στίγματα, είτε στο σώμα είτε στο κεφάλι.
Συναντάται κυρίως στις βόρειες χώρες και στα ψυχρά κλίματα, ιδιαίτερα στον Ατλαντικό Ωκεανό και τη Βόρεια Θάλασσα, αλλά βρίσκεται και στον Ειρηνικό, Δυτική και Νότια Αφρική και στην Αργεντινή. Πάντως, η ονομασία προέρχεται από το πορτογαλικό bacalhau, μιας και οι πρώτοι που το παρατήρησαν ήταν οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι του 16ου αιώνα.
Το είδος [1] αυτό αλιεύεται κυρίως στον Ατλαντικό, αλλά και στη Μεσόγειο, με δίχτυα και παραγάδι. Ο βακαλάος της Μεσογείου ανήκει στη μεγάλη οικογένεια των γαδίμορφων (Merluccius merluccius vulgaris- Μερλούκιος ο μερλούκιος ο κοινός). Τρέφεται με καλαμάρια, αντζούγιες, σαρδέλες, ρέγγες, γαρίδες και άλλα μικρά θαλάσσια. Συναντάται συνήθως στα 70-370 μέτρα, αλλά στην πραγματικότητα μπορεί να ζήσει σε βάθος από 303 έως και 1.000 μέτρα. Ζει στο βυθό κατά τη διάρκεια της ημέρας και τη νύχτα ανεβαίνει σε επιφανειακά θαλάσσια ρεύματα.
Το μουρουνέλαιο περιέχει μεγάλες ποσότητες από βιταμίνη A (στη μορφή της ρετινόλης, που χρησιμεύει ως αντι-οξειδωτικό και είναι σημαντική για την όραση και την ανάπτυξη των οστών), βιταμίνη D, που συμβάλλει στη διατήρηση του ασβεστίου και του φωσφόρου στα σωστά επίπεδα στο αίμα, βιταμίνη K που βοηθά στην πήξη του αίματος και ωμέγα-3 λιπαρά οξέα. Οι γιατροί θεωρούν το μουρουνέλαιο –παρά την αντιπαθή γεύση του– σαν άριστη τροφή, που αντιμετωπίζει πολλές μεταδοτικές αλλά και χρόνιες ασθένειες, όπως τις καρδιοπάθειες και τον καρκίνο.
Χάρη στη βιταμίνη D, βοηθά τα παιδιά να σχηματίζουν γερά κόκαλα και αποτρέπει την ραχίτιδα στους εφήβους και την οστεοπόρωση στους ενήλικες. Αλλά και η βιταμίνη K διευκολύνει την απορρόφηση των μεταλλικών στοιχείων και βελτιώνει την ελαστικότητα των αιμοφόρων αγγείων και τη λειτουργία των μυών. Τα ω-3 λιπαρά οξέα είναι επίσης σημαντικά, ιδιαίτερα για τον εγκέφαλο και το νευρικό σύστημα.
Βιβλιογραφία
Ροφός (Epinephelus guaza)
Ο Ροφός [1] είναι ψάρι, που ανήκει στα περκοειδή, η επιστημονική ονομασία του είναι Epinephelus marginatus - Επινέφελος ο περιθωριοποιημένος ή Επινέφελος ο κρασπεδωτός ή Epinephelus guaza, ή Serranus gigas, και ανήκει στην οικογένεια των σερανιδών. Λέγεται και "ορφός" και κατά Αριστοτέλη "Ορφώ". Συγγενεύει με τη πέρκα το λαβράκι και μοιάζει πολύ με τη στήρα. Είναι πετρόψαρο και συχνάζει σε βραχώδεις βυθούς και σε βάθη από 5-300 μέτρα. Είναι μεγάλο ψάρι, το βάρος του μπορεί να φτάσει και τα 60 κιλά, (στις ελληνικές θάλασσες μέχρι 25 κιλά βάρος και 1,5 μέτρο μήκος), ενώ η διάρκεια ζωής του μπορεί να φτάσει και τα 50 χρόνια. Το χρώμα του είναι σκούρο καφέ προς το μαύρο (ανάλογα την μορφολογία του βυθού που ζει) με κίτρινες κηλίδες σαν νέφη, γι΄ αυτό το λόγο ονομάζεται και "επινέφελος", δηλαδή νεφοσκεπής.
Είναι το κυρίαρχο ψάρι στη Μεσόγειο ενώ συναντάται και στον Ανατολικό Ατλαντικό, στον Δυτικό Ινδικό ωκεανό στην Μοζαμβίκη, Μαδαγασκάρη, στην νότια Βραζιλία και από την Ουρουγουάη μέχρι την Αργεντινή. Λατρεύει τα ζεστά νερά. Είναι πολύ νόστιμο είδος ψαριού γνωστό από την αρχαιότητα. Ο Ροφός γίνεται υπέροχη σούπα.
Ο ροφός ζει συνήθως μόνος του σε βραχώδεις εγκολπώσεις (θαλάμους) γύρω από τις οποίες περιφέρεται. Μόνο οι μικροί ροφοί ζουν κατά κοπάδια. Ο ροφός αλιεύεται με πετονιά ή ψαροτούφεκο και με κιούρτο κοντά στη θαλάμη του. Δόλωμα χρησιμοποιείται συνήθως ψαροδόλι ή βραστό καθαρό κρέας χταποδιού (χωρίς το δέρμα) ή για καλύτερα ζωντανό δόλωμα.
Βιβλιογραφία
Σαργός (Diplodus sargus)
Ο σαργός [1] (επιστ. ονομ. Diplodus sargus - Δίπλοδος ο σαργός) είναι μικρό ψάρι με μήκος που φτάνει τα 45 εκατοστά, και βάρος που ξεπερνάει καμιά φορά τα δύο κιλά. Η επιστημονική του ονομασία είναι Diplodus sargus, και ανήκει στην τάξη των περκόμορφων (Perciformes), στην οικογένεια των σπαρίδων (Sparidae). Ο σαργός ζει επίσης σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα και στον Ατλαντικό ωκεανό, από τις ακτές της Γαλλίας μέχρι τη Νότιο Αφρική. Το είδος αυτό έχει στα πλευρά του 9 γκρίζες κάθετες γραμμές που δεν τις ξεχωρίζουμε πάντοτε εύκολα, αλλά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι μια μαύρη κηλίδα στη βάση της ουράς και μια έντονη μαύρη απόχρωση στο τέλος της ουράς.
Ο σαργός έχει εύγευστο και νόστιμο κρέας και θεωρείται ψάρι πρώτης ποιότητας.
Βιβλιογραφία
Λίτσα (Lichia amia)
Η Λίτσα ή lichia amia [1] όπως είναι το επιστημονικό της όνομα, ανήκει στο γένος των καραγκίδων και έχει φαρδύ και λεπτό σώμα με λευκό και ασημένιο χρώμα που στο πάνω μέρος του γίνεται πρασινογάλαζο. Η μεγάλη διχαλωτή ουρά της την κάνει ιδιαίτερα δυνατή και γρήγορη ενώ η έντονη πλευρική καμπυλωτή γραμμή της επιτρέπει να σκανάρει και να εντοπίζει τα θηράματά της από τις δονήσεις που προκαλούν με την κίνηση τους.
Το ψάρι αυτό μπορούμε να το συναντήσουμε τόσο σε βαθιά νερά όσο και σε ρηχές παραλίες, αφού η λαιμαργία της για τα μικρόψαρα μπορεί να την οδηγήσει να κυνηγά ως τις ακρογιαλιές. Είναι ένα ψάρι όπου η νευρικότητα και η δύναμη είναι δύο από τα βασικά χαρακτηριστικά της. Οι λίτσες κυνηγούν κοπαδιαστά, όσο πιο μικρές είναι τόσο μεγαλύτερα είναι τα κοπάδια τους. Ενώ τα μεγαλύτερα απαρτίζονται από πιο μικρή παρέα.
Η Λίτσα είναι ένα είδος ψαριού που από τα μέσα της άνοιξης ως τις αρχές του φθινοπώρου μπορούμε να την πετύχουμε σχεδόν παντού σε παραλίες, λιμάνια, κάβους και όπου γενικά μπορεί να βρει μικρόψαρα.
Οι ώρες που θα την ψαρέψουμε είναι σε όλη τη διάρκεια της ημέρας με αυτή του σούρουπου να είναι και η πιο αποδοτική από όλες.
Βιβλιογραφία
Τόνος (Thunnus thunnus)
Ως τόνος [1] είναι γνωστά ωκέανια ψάρια της οικογένειας Scombridae, κυρίως του γένους θύννος (thunnus). Οι τόνοι έχουν σώμα υδροδυναμικό και συμπαγές και μπορούν να φτάσουν σε μεγάλες ταχύτητες, μέχρι 70 χιλιόμετρα την ώρα. Το κρέας του τόνου είναι κόκκινο, σε αντίθεση με άλλα ψάρια που έχουν λευκό κρέας. Αυτή η απόχρωση οφείλεται στη παρουσία μυοσφαιρίνης στους μύες του τόνου. Η μυοσφαιρίνη είναι μια πρωτεΐνη που προσδένει οξυγόνο και οι τόνοι την υπερεκφράζουν. Κάποια από τα μεγαλύτερα είδη τόνου έχουν χαρακτηριστικά θερμόαιμων οργανισμών, καθώς μπορούν να αυξήσουν τη θερμοκρασία του σώματός τους σε μεγαλύτερη τιμή από το νερό που τους περιβάλλει και με αυτό τον τρόπο μπορούν να ζήσουν σε ψυχρές θάλασσες.
Τα ψάρια αυτά αλιεύονται σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, με αποτέλεσμα αρκετά είδη να βρίσκονται στο χείλος της εξαφάνισης από την υπεραλίευση και την παράνομη αλιεία. Ο κόκκινος τόνος, το μεγαλύτερο είδος τόνου, κινδυνεύει με εξαφάνιση. Ο κόκκινος τόνος θεωρείται εκλεκτός μεζές στην Ιαπωνία, όπου καταναλώνεται ωμός ως σούσι. Στη Μεσόγειο η αλιεία τους γίνεται συνήθως με κυκλωτικά δίκτυα (γριγρι). Οι τόνοι που αιχμαλωτίζονται σε αυτά τα δίκτυα στη συνέχεια οδηγούνται σε φάρμες πάχυνσης ώστε να μεγαλώσουν και το κρέας του να αποκτήσει μεγάλη περιεκτικότητα σε λίπος.
Βιβλιογραφία
Πέρκα (Serranus scriba)
Η Πέρκα, [1] γνωστή και ως Περκί ή πρικί είναι ψάρι των γλυκών υδάτων της οικογένειας των περκιδών. Πρόκειται για ψάρια του γλυκού νερού των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Το κρέας του είναι νοστιμότατο και δεν έχει πολλά κόκαλα.
Έχουν επίμηκες σώμα, το οποίο είναι σκεπασμένο με κτενοειδή λέπια και φέρουν δύο ραχιαία πτερύγια, το πρώτο από τα οποία αποτελείται από αγκαθωτές ακτίνες και το δεύτερο από μαλακές. Το μήκος τους κυμαίνεται από 15 έως 60 εκ. και έχει συνήθως πράσινο χρώμα με σκούρες εγκάρσιες ραβδώσεις στα πλευρά και κόκκινα κοιλιακά πτερύγια.
Ζουν σε όλα τα βάθη, αλλά ιδιαίτερα σε βάθος 0,5-1μ., μοναχικά ή σε μικρές ομάδες. Είναι αδηφάγο είδος και τρέφεται με έντομα, γόνους και μικρά ψάρια. Γεννούν τα αβγά τους την άνοιξη, από τον Μάρτιο έως τον Μάιο, αμέσως μόλις το νερό αποκτήσει θερμοκρασία 14oC. Τα αβγά, διαμέτρου δύο χιλιοστών, ενώνονται σε αλυσίδες και παράγονται σε αναλογία 80.000-100.000 ανά κιλό βάρους της μητέρας.
Γνωστότερο συγγενικό είδος είναι η perca flavescens, γνωστή ως κίτρινη πέρκα, που συναντάται στην Αμερική και είναι μικρότερη σε μέγεθος, με μήκος που μπορεί να φτάσει τα 30 εκ. Το σώμα του είναι χρυσαφί με σκούρες εγκάρσιες ραβδώσεις, τα κοιλιακά και εδρικά του πτερύγια είναι πορτοκαλόχρωμα και το στόμα του είναι πιο ευρύ. Με την κοινή ονομασία πέρκα είναι γνωστά στην Ελλάδα και δύο είδη θαλάσσιων περκόμορφων ψαριών της οικογένειας των σερανιδών, τα serranus scriba (περκί) και serenatus hepatus. Είναι σαρκοφάγα ψάρια τα οποία ζουν σε μικρά βάθη, κοντά στις ακτές του Ατλαντικού και στη Μεσόγειο, ενώ είναι διαδεδομένα και στις ελληνικές θάλασσες.
Βιβλιογραφία
Χάνος (Serranus cabrilla)
Το ψάρι [1] αυτό συγγενεύει με όλα τα μεγάλα μέλη ροφούς, λαβράκια της ίδιας οικογενείας, μοιάζει πολύ με την πέρκα στο ύψος και στις συνήθειες.
Το μήκος του φτάνει έως και 40 εκ. Έχει χρώμα καστανόασπρο με 9 λοξές, όρθιες ταινίες καφετιές και 3 πιο σκούρες μακριές που διασταυρώνονται και αρχίζουν απ’ το κεφάλι ενώ φτάνουν μέχρι την ουρά.
Η τομή του σώματος είναι σχεδόν στρογγυλή, το ραχιαίο πτερύγιο μονοκόματο με 10 σκληρές ακτίνες εμπρός και 14-15 αγκαθωτές πίσω. Η ουρά στρογγυλεμένη προς τα μέσα. Τα λέπια του είναι μικρά, η πλευρική γραμμή περιλαμβάνει 70 ως 90.
Οι χάνοι ζούνε γύρω σε ξέρες, σε βαθειά νερά και πιο κοντά στις ακτές ως 20-25 οργιές βάθος. Γεννούνε την άνοιξη ως τέλος Ιουλίου. Τους ψαρεύουν με καθετή και με ψιλό παραγάδι από βάρκα. Το κρέας τους είναι λίγο αλλά πολύ εύγευστο.
Βιβλιογραφία
Μελανούρι (Oblada melanura)
Το Μελανούρι (Oblada melanura) είναι ένα Μεσογειακό ψάρι του αλμυρού νερού που ανήκει στην οικογένεια των Σπαριδών. Είναι το μόνο είδος του γένους Oblada.
Το σώμα του είναι αρκετά φαρδύ στη μέση, τα μάτια του είναι μεγάλα με διάμετρο σχεδόν το μισό ύψος του κεφαλιού και το στόμα του είναι λοξό με λεπτά χείλια και μόνο κοπτήρες μπροστά χωρίς άλλα δόντια.
Το πιο συνηθισμένο μέγεθος είναι στα 300-400 γραμμάρια, ενώ κάποιες φορές μπορεί να ξεπεράσει και τα 700 γρ. Το μήκος του είναι 34 εκ. και παρόλο το μικρό του μέγεθος σε σχέση με άλλα ψάρια, μπορεί να ζήσει 11 χρόνια και κάποιες φορές λίγο παραπάνω.
Το χρώμα του στη ράχη είναι ασημοκάστανο ή ασημογάλαζο, στα πλευρά είναι ασημί και στην κοιλιά έχει δέκα περίπου πολύ ψιλές μακρουλές γκριζόμαυρες γραμμές. Όταν ερεθίζεται το χρώμα του σκουραίνει προς το καφέ και το βαθύ μενεξεδί. Στη ρίζα της ουράς έχει μια πλατιά μαύρη κηλίδα, σχεδόν κλειστή σαν δαχτυλίδι ανάμεσα σε δυο άσπρες πιο στενές.
Τα μελανούρια [1] είναι παμφάγα. Καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας μετακινούνται πολύ αναζητώντας την τροφή τους.Σε μικρή ηλικία τρέφονται με κρουστοφόρα και μικρά ασπόνδυλα, καθώς και με κάποια είδη του ζωοπλαγκτού, ενώ μεγαλώνοντας θα εμπλουτίσουν το διαιτολόγιό τους και με φυτικές τροφές.Τα συναντάμε σε ρηχά και βαθειά νερά, σε μικρά κοπάδια στο βυθό, σε αμμούδες και φυκιάδες και κοντά σε βράχους της ακτής.
Τα μελανούρια είναι γονοχωριστικό είδος, δηλαδή έχουν ένα φύλο σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Υπάρχουν, όμως και περιπτώσεις όπου παρατηρήθηκε ότι μπορεί να κάνουν αλλαγή φύλου από θηλυκά και να γίνουν αρσενικά (όχι όμως το αντίστροφο), χωρίς να έχει βρεθεί προφανής αιτία. Γεννούν μια φορά το χρόνο, την περίοδο από Απρίλιο μέχρι Ιούνιο.
Βιβλιογραφία
Ξιφίας (Xiphias gladius)
O Ξιφίας, κοινώς ξιφιός, (επιστημονικό όνομα Xiphias gladius) είναι μεγάλο αρπακτικό ψάρι μεταναστευτικό του οποίου το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι η μακρυά και επίπεδη επέκταση της άνω σιαγόνας, η οποία μοίαζει με ξίφος, εξ ου και η ονομασία του. Ο ξιφίας έχει μεγάλο επίμηκες και στρογγυλό σώμα και χάνει όλα τα δόντια και τα λέπια του μέχρι την ενηλικίωση. Μπορεί να ζήσει κοντά στην ακτή. Το μήκος του φτάνει τα 4-4,5 μέτρα, ενώ έχουν καταγραφεί και ξιφίες που το βάρος τους ήταν λίγο μεγαλύτερο από μισό τόνο. Ένας ξιφίας που πιάστηκε στη Χιλή το 1953 είχε βάρος 536,15 κιλά.
Είναι το μοναδικό είδος [1] της οικογένειας των ξιφιιδών.
Κατά τη διάρκεια του κυνηγιού ο ξιφίας βασίζεται στη μεγάλη ταχύτητα (80 χιλιόμετρα την ώρα) και την ευκινησία του, ενώ χρησιμοποιεί το "ξίφος" για να τραυματίσει εχθρούς ή θηράματα, τόσο με εφόρμηση (κάθετα ως λόγχη) όσο και θεριστικά (δεξιά-αριστερά ως δρεπάνι) μέσα σε κοπάδι ψαριών. Ο ξιφίας είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των τόνων. Ένας από τους λίγους φυσικούς εχθρούς του ξιφία είναι ο καρχαρίας μάκο, ο οποίος μπορεί να κυνηγήσει τον ξιφία επειδή είναι αρκετά μεγάλος και γρήγορος, αλλά δεν βγαίνει πάντα νικητής, καθώς ο ξιφίας μπορεί να τον τραυματίσει θανάσιμα.
Μοναδικός πραγματικός εχθρός του ξιφία είναι μικρά θαλάσσια παράσιτα που γαντζώνονται πάνω του και τον βασανίζουν. Στις περιπτώσεις αυτές πλησιάζει τις ακτές και τρίβεται με μανία στα βράχια οπότε και καθίσταται πολύ επικίνδυνος. Το 1959 σημειώθηκε περίπτωση στην Άπω Ανατολή όπου ψαράς κρατώντας καμάκι στη προσπάθειά του να πιάσει ξιφία που τριβόταν σε βράχο, ο ξιφίας πετάχτηκε στον αέρα και κατά την πτώση του έστρεψε το "ξίφος" του κατά του ψαρά τον οποίο και διαπέρασε σκοτώνοντάς τον. Επίσης τον Αύγουστο του 1725 το αγγλικό ιστιοφόρο πολεμικό "Λεοπάρδαλη" κατά την επιστροφή του από την Τζαμάικα παραλλάσσοντας ακρωτήριο δέχθηκε επίθεση από ξιφία στα ύφαλά του στα οποία έμεινε καρφωμένο τμήμα ξίφους του μήκους 22 εκατοστών.
Βιβλιογραφία
Κέφαλος (Mugil cephalus)
Ο Κέφαλος [1] είναι ψάρι μήκους 30–70 εκατοστών. Φέρεται με πολλά ονόματα ανάλογα με την ηλικία και την ποικιλία τους. Όπως στειράδια (έτσι ονομάζονται οι αρσενικοί), μπάφες (οι αυγωμένες θηλυκές), μυξινάρια, χρυσόχρωμοι κ.λπ. Το επίσημο όνομά του είναι "Μουγίλος ο κέφαλος" (Mugil cephalus) και ανήκει στην οικογένεια των "μουγιλιδών" (Mugilidae).
Έχουν γκριζομόλυβη ράχη, ασημιές πλευρές και ασημόλευκη κοιλιά με σκούρες καστανόχρωμες πλαϊνές γραμμές από τα θωρακικά πτερύγια μέχρι τη βάση της ουράς. Ειδικά ο χρυσόχρωμος φέρει μια χρυσή βούλα πάνω από τα βραχιακά επικαλύμματα. Γενικά το σώμα τους είναι μακρύ με ράχη λίγο πλατιά σκεπασμένη με μεγάλα λέπια. Το στόμα τους είναι μικρό με πολλά λεπτά δόντια ενώ τα χείλη τους είναι χοντρά και σκληρά. Το κάτω σαγόνι σχηματίζει ένα είδος τριγώνου με το πάνω πολύ χαρακτηριστικό. Φέρει δύο ραχιαία πτερύγια σε απόσταση μεταξύ τους εκ των οποίων το πρώτο φέρει οστέινες 4 άκανθες ενωμένες μεταξύ τους με μεμβράνη.
Τα κυριότερα δύο είδη ξεχωρίζουν πολύ εύκολα. Ο πλέον συνήθης γκρίζος κέφαλος έχει μάτια σκεπασμένα με βλέφαρα κάθετα που αφήνουν λεπτή σχισμάδα στην κόρη του ματιού. Το πέπλο αυτό φτάνει μέχρι το βραχιακό επικάλυμμα. Αντίθετα ο χρυσόχρωμος κέφαλος δεν έχει τέτοιο πέπλο στα μάτια του.
Οι κέφαλοι ζουν κατά κοπάδια κυρίως σε ρηχά νερά, μέσα σε λιμάνια, σε λιμνοθάλασσες και καμιά φορά ανηφορίζουν και στα ποτάμια. Κύρια τροφή τους είναι τα μαλάκια, τα μικρά καρκινοειδή και σκουλήκια που βρίσκονται σε φύκια και κοντά σε πέτρες. Ο κέφαλος φθάνει σε ενηλικίωση στα 6-8 χρόνια και ο χρυσόχρωμος στα 4. Γεννούν στο πέλαγος από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Το κοινό αυγοτάραχο προέρχεται από τις αυγομένες μπάφες, ενώ από τους κέφαλους γίνονται τα περίφημα καπνιστά "νίτικα", που τ΄ όνομά τους φανερώνει την καταγωγή τους από το αινίτικα, δηλαδή την πόλη Αίνο, της Ανατολικής Θράκης. Στις ελληνικές θάλασσες υπάρχουν άφθονοι και κυρίως στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου.
Βιβλιογραφία
Συναγρίδα (Dentex dentex)
Το ψάρι αυτό είναι διαδεδομένο στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό από τη Μεγάλη Βρετανία μέχρι τις Κανάριους νήσους. Έχει επίμηκες, πλευρικά πεπιεσμένο σώμα και φτάνει σε μήκος το 1 μέτρο. Η ράχη του εμφανίζει καστανές και γαλαζωπές αποχρώσεις, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά του είναι αργυρόχρωμα. Το κεφάλι του είναι σχετικά μεγάλο και φέρει προεξέχοντα μάτια. Τα μπροστινά του δόντια είναι ισχυρά και ορατά όταν το στόμα είναι μισόκλειστο. Το ενιαίο ραχιαίο πτερύγιο, φέρει αγκαθωτές ακτίνες και ουραίο διχαλωτό. Η συναγρίδα είναι σαρκοφάγο ψάρι και τρέφεται κυρίως με μικρότερα ψάρια καθώς και καρκινοειδή και μαλάκια. Ζει κοντά στο βυθό και συνήθως σε βάθος μικρότερο από 50 μέτρα. Το ψάρι [1] αυτό που συναντάται συχνά στις ελληνικές θάλασσες, αλιεύεται για την πολύ εύγεστη σάρκα του. Στις ελληνικές θάλασσες συναντώνται και άλλα συγγενικά είδη, μικρότερα, όπως Dentex macrophthalmus και Dentex maroccanus (μαροκινή συναρίδα).
Μέγιστα μεγέθη: Το μεγαλύτερο επίσημα δημοσιευμένο ψάρι είχε μέγεθος ενός μέτρου και ζύγιζε σχεδόν 15 κιλά. Υπάρχουν αναφορές και για αρκετά μεγαλύτερα ψάρια, αλλά δεν είναι επίσημα καταγεγραμμένες. Εξωτερικά χαρακτηριστικά: Στο προφίλ του ψαριού μια ήπια καμπύλη απο το κεφάλι καταλήγει σε μια πλευρική πλάτυνση του ψαριού με μια εξαίσια ποικιλία χρωμάτων. Μπλε, πράσινα και καφέ στίγματα σε ασημί φόντο και κάποιες καφέ κάθετες ρίγες αρκετές φορές ολοκληρώνουν την παραλλαγή του υπέροχου αυτού ψαριού. Χαρακτηριστικοί και αξιοπρόσεκτοι είναι οι μεγάλοι κυνόδοντες που διαθέτει το ψάρι.
Βιολογία/Αναπαραγωγή: Το ψάρι καθίσταται ώριμο αναπαραγωγικά μετά το πέρας του δεύτερου χρόνου. Είναι γονοχωριστικό είδος, δηλαδή υπάρχουν ξεχωριστά θηλυκά και αρσενικά ψάρια χωρίς να αλλάζουν φύλο κατά τη διάρκεια της ζωής τους (σε αντίθεση με κάποια άλλα είδη της οικογένειας, όπως ο σαργός παραδείγματος χάριν), εκτός από κάποια δείγματα που σε νεαρές ηλικίες έδειξαν ότι ανέπτυσσαν και τα δυο αναπαραγωγικά συστήματα (θηλυκού και αρσενικού, δηλ. ερμαφρόδιτα), μέχρι να καταλήξουν στο τελικό τους φύλο. Η αναπαραγωγική περίοδος του ψαριού είναι από τα τέλη Μάρτη μέχρι και αρχές Ιουνίου, με εντονότερη περίοδο το μήνα Μάιο.
Τόπος/τρόπος διαβίωσης: Απο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μπορούμε εύκολα να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι το είδος αυτό είναι κυνηγός και μάλιστα σχετικά ψηλά στην τροφική αλυσίδα. Το πιο έντονο χαρακτηριστικό που το υποδεικνύει είναι οι χαρακτηριστικοί μεγάλοι κυνόδοντες που διαθέτει το ψάρι. Από τη μελέτη των σιαγόνων, και των δοντιών που αυτές φέρουν, προκύπτουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για τη διατροφή του οργανισμού και κατά συνέπεια και τη συμπεριφορά του. Η συναγρίδα τρέφεται με μαλάκια και κυρίως με κεφαλόποδα (χταπόδια, σουπιές) καθώς και με άλλα ψάρια μικρότερου μεγέθους. Όταν το ψάρι είναι ακόμη νέο για να τραφεί καρτερεύει στις σκιές και ορμάει στη λεία του μόλις αυτή μπει στο βεληνεκές του. Καθώς μεγαλώνει προτιμά να σχηματίζει κοπάδια και πιο σπάνια θα κινείται μόνο του ώστε να έχει σαφές πλεονέκτημα στη σύλληψη απέναντι στα μικρόψαρα που αποτελούν την τροφή του. Συνηθίζει να κυνηγά πάνω στο θερμοκλινές. Όπως όλα τα μικρά ψάρια θα ξεκινήσει να μαζεύει εμπειρίες από τη ρηχή ζώνη, ενώ όσο θα μεγαλώνει θα αρχίσει να αναζητά τα πιο βαθιά νερά. Η συναγρίδα κινείται από μηδενικά βάθη έως και τα -200 μέτρα. Τις πρωινές ώρες (χάραμα) καθώς και το απόγευμα προς σούρουπο τα ψάρια ενδέχεται να πλησιάσουν και σε πολύ ρηχά νερά, λιγότερο από 5m. Το ψάρι χαρακτηρίζεται ως βενθοπελαγικό, ζει και κινείται δηλαδή πλησίον του βυθού. Προτιμά να κινείται σε βυθούς με πέτρες, κατρακύλια, μεγάλα μονόπετρα και πλάκες που μπορεί και να εναλλάσσονται μέσα σε ποσειδωνία ή τραγάνα. Πρόκειται για πανέξυπνο ψάρι με μεγάλη ικανότητα προσαρμογής καθώς και με πολύ καλή μνήμη.
Βιβλιογραφία
Λυθρίνι (Pagellus erythrinus)
Το λυθρίνι (επιστημονική ονομασία Pagellus erythrinus-Παγέλλος ο ερυθρίνος), είναι ένα από τα ψάρια τα οποία έχουν μεγάλη κατανάλωση στο ευρύ κοινό και θεωρείται από τα ιδιαιτέρως εμπορικά είδη. Μπορεί να το συναντήσει κάποιος και με άλλες ονομασίες, όπως για παράδειγμα Sparus erythrinus και Pagellus canariences που είναι συνώνυμες ονομασίες.
Το λυθρίνι είναι είδος βενθοπελαγικό, το οποίο συναντάται σε παράκτια και βαθιά νερά στον Ατλαντικό Ωκεανό από τη Νορβηγία και τη Μεγάλη Βρετανία, μέχρι και τη Μαδέρα και τα Κανάρια νησιά. Συναντάται σε όλη την Ευρώπη, αν και λιγότερο στις ευρωπαϊκές χώρες βορειότερα. Στην περιοχή της Μεσογείου όμως συναντάται παντού και όπως αναφέρθηκε ήδη, έχει μεγάλη εμπορική σημασία. Το βάθος που το συναντάμε συνήθως είναι γύρω στα 20 με 100 μέτρα, αν και μπορεί να βρεθεί και σε βάθη 200-300 μέτρων.
Το σώμα του λυθρινιού είναι επίμηκες και συμπιεσμένο πλευρικά. Το κεφάλι του είναι σχετικά μικρό και κυρτό, κάτι το οποίο είναι περισσότερο εμφανές στα ενήλικα άτομα και το στόμα του βρίσκεται κάπως χαμηλά. Η διάμετρος του ματιού είναι η μισή σε σχέση με το ρύγχος του το οποίο είναι το λιγότερο διπλάσιο αυτής, αλλά και κωνικού σχήματος. Τα δόντια του είναι μυτερά. Το ραχιαίο πτερύγιο του λυθρινιού περιλαμβάνει 8-10 σκληρές ακτίνες και 10-11 μαλακές. Η δεύτερη και η τρίτη ακτίνα ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες λόγω του ύψους τους και μάλιστα η τρίτη σκληρή ακτίνα είναι αυτή η οποία διακρίνεται ιδιαιτέρως. Τα πλευρικά του πτερύγια είναι αρκετά μακριά και φτάνουν μέχρι περίπου στη μέση του κορμού του ψαριού. Έχει δύο κοιλιακά πτερύγια και ένα εδρικό. Το χρώμα του είναι ελαφρώς ροζ και περισσότερο κόκκινο κάτω από τα βράγχια, αλλά έχει και μια υποψία χρώματος ασημί με μικρές μπλε κηλίδες στη ράχη του. Το ουραίο του πτερύγιο έχει δύο ίσους λοβούς.
Το είδος αυτό μπορεί να φτάσει και τα 60 cm σε μήκος και τα 3 kg σε βάρος, αν και συνήθως το μέσο μήκος είναι τα 25 cm. Το μέγεθος αλίευσής του όμως είναι συνήθως τα 10-30 cm. Βεβαίως, αυτό έχει άμεση σχέση με το βάθος αλίευσης του είδους. Σε μεγαλύτερο βάθος συναντούνται μεγαλύτερα άτομα του συγκεκριμένου είδους.
Το λυθρίνι [1] είναι είδος παμφάγο. Κατά κύριο λόγο όμως τρέφεται με βενθικά ασπόνδυλα και μικρά ψάρια. Μπορεί να τραφεί όμως και με μαλάκια, οστρακοειδή και εχινόδερμα. Επιβιώνει σε πολλών ειδών πυθμένες (από λασπώδεις έως βραχώδεις) και εξαιτίας αυτού έχει μεγάλη ποικιλία και στη διατροφή του.
Δεν είναι ψάρι το οποίο φέρει κάποια επικινδυνότητα κατά την κατανάλωσή του από τον άνθρωπο, διότι δεν περιέχει κάποιο δηλητήριο. Η μόνη ενδεχόμενη περίπτωση προβλήματος, ως προς την κατανάλωσή του, είναι όταν έχει τραφεί με δινομαστιγωτά (μονοκύτταρα φύκη) και η σάρκα του παρουσιάζει τοξικότητα.
Βιβλιογραφία
Φαγκρί (Pagrus pagrus)
Το ψάρι [1] αυτό ανήκει στην οικογένεια sparidae και η επιστημονική του ονομασία είναι pagrus pagrus. Το σώμα του είναι ωοειδές συμπιεσμένο στα πλάγια. Το στόμα του έχει 4 κυνόδοντες στην επάνω σιαγώνα και 6 στην κάτω. Το ραχαίο του πτερύγιο είναι ενιαίο με σκληρές ακτίνες 12 στον αριθμό. Τα πλευρικά του πτερύγια είναι κοντά. Τα κοιλιακά του πτερύγια έχουν σχήμα τριγωνικό,το εδρικό του φέρει 3 ακτίνες και το ουραίο του είναι πλάτύ και διχαλωτό.Το χρώμα του είναι ρόζ και η κοιλιά του είναι άσπρη,ενώ στην ράχη το χρώμα του σκουραίνει. Το μήκος του φτάνει τα 80 εκατοστά και το βάρος του μέχρι και 10 κιλά. Το είδος αυτό ζει σε βυθούς πετρώδεις και σε βάθος που ποικίλει ανάλογα με την εποχή το καλοκαίρι είναι στα 30 με 40 μέτρα και το χειμώνα στα 200 μέτρα. Τρέφεται με ψάρια, μαλάκια και μαλακόστρακα. Αλιεύεται απο ανεμότρατες και παραγαδιάρικα. Το κρέας του είναι εξαιρετικό.
Βιβλιογραφία
Ούγενα (Puntazzio puntazzio)
Έχει σχεδόν τον ίδιο χρωματισμό με το σαργό με πιο έντονες τις κάθετες μαύρες γραμμές πλευρικά και ένα χαρακτηριστικά μυτερό πρόσωπο. Φτάνει και αυτή σε μεγέθη όπως ο σαργός.
Βιολογία/Αναπαραγωγή: Η ούγαινα [1] είναι ερμαφρόδιτο είδος με μερική πρωτανδρία. Ωριμάζει σεξουαλικά σε ηλικία 2 χρονών και για να αναπαραχθεί χρειάζεται περιορισμένο εύρος θερμοκρασίας νερού στους 21oC. Η αναπαραγωγική της περίοδος είναι μια φορά το χρόνο και ξεκινά κατά τα τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτέμβρη και τελειώνει την δεύτερη ή την τρίτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής διαδικασίας πλησιάζει σημαντικά τη ρηχή ζώνη.
Τόπος/τρόπος διαβίωσης: Το ψάρι αυτό σχηματίζει κοπάδια και κινείται σε βάθη μέχρι και 150 μέτρων. Θα τη βρούμε σε βυθούς με τραγάνα, άμμο, ποσειδονία, σε πέτρες και πλάκες καθώς και σε κατρακύλια και μονόπετρα. Το ψάρι είναι βενθοπελαγικό. Τρέφεται με φυτικά είδη καθώς και με σκουλήκια, μαλάκια και γαρίδες.
Βιβλιογραφία
Γαύρος (Engraulis encrasicolus)
Ο Γαύρος ή γάβρος είναι ψάρι, γνωστό ήδη από την αρχαιότητα. Είναι η «αφύη» των αρχαίων Ελλήνων. Επίσης είναι γνωστό και με το όνομα αντζούγια ή και χαψί. Η επιστημονική ονομασία του είναι "Εγγραυλίς η εγκρασίχολος" (Engraulis encrasicolus) και ανήκει στην οικογένεια εγγραυλίδες (engraulidae).
Το μήκος του γαύρου [1] φθάνει μέχρι τα 20 εκατοστά. Η ράχη και τα πλευρά του είναι πρασινογάλαζα, ενώ η κοιλιά του είναι λευκή προς το ασημί και γυαλιστερή. Το σώμα του είναι στενόμακρο, το ρύγχος του μακρύ και το πάνω σαγόνι του εξέχει μακρύτερο. Το στόμα του φθάνει μέχρι πίσω από τα μάτια, φέροντας μικρά και μυτερά δόντια. Φέρει ένα ραχιαίο πτερύγιο, ένα θωρακικό χαμηλά, το κοιλιακό αντικριστά του ραχιαίου, ένα μικρό τριγωνικό εδρικό καθώς και διχαλωτή ουρά.
Ζει σε ζεστές περιοχές, κατά κοπάδια και περισσότερο στον αφρό ειδικά την Άνοιξη και το Καλοκαίρι. Το Χειμώνα αντίθετα παραμένει στο βυθό σε βάθος 100-200 μέτρα, εξ ου και η αλιεία τους την περίοδο αυτή είναι περιορισμένη. Τρέφεται με μικροσκοπικά μαλακόστρακα και το γόνο άλλων ψαριών. Όταν ζεστάνει ο καιρός πλησιάζει τις ακτές για ν΄ αφήσει τ΄ αυγά του, που επιπλέουν μαζί με το πλαγκτόν.
Στις ελληνικές θάλασσες υπάρχουν άφθονοι που ψαρεύονται από τα τέλη Αυγούστου και μετά, όταν δουλεύουν οι τράτες καθώς και με τα γρι-γρί, όπου και η τιμή τους κατά κιλό είναι πολύ χαμηλή. Το κρέας τους είναι πολύ νόστιμο, ειδικά αν πριν το μαγείρεμα αφαιρεθεί το κεφάλι, επειδή πικρίζει αρκετά. Αλιεύονται επίσης και για δόλωμα μεγαλύτερων ψαριών.
Στο εμπόριο φέρονται είτε ως νωποί, είτε ως παστωμένοι καλούμενοι αντζούγιες, ή και επεξεργασμένοι ακέφαλοι σε φέτες, σε κατάψυξη, ή σε κονσέρβες.
Η αλιεία του γαύρου στις ελληνικές θάλασσες, από στατιστική άποψη, παρακολουθείται. Συγκεκριμένα το 2001 αλιεύθηκαν 10.770 τόνοι, το 2002 9.975 τόνοι και το 2003 13.780 τόνοι. Οι γαύροι αποτελούν το 1/10 του συνόλου των ετησίων αλιευμάτων των ελληνικών θαλασσών και έρχονται σε ποσότητα αλιεύματος δεύτεροι μετά από τις σαρδέλες.