Ασθένειες γαρυφαλλιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Σκωρίαση

Η σκωρίαση είναι μια πολύ συνηθισμένη και ευρέως εξαπλωμένη ασθένεια σ' όλο τον κόσμο, η οποία προκαλεί μείωση της ζωτικότητας των φυτών και σοβαρή υποβάθμιση της ποιότητας των δρεπτών ανθέων, σπανίως όμως προκαλεί την αποξήρανση ολόκληρων φυτών. Αναφέρθηκε ως η πλέον σοβαρή ασθένεια της γαρυφαλλιάς στην Ιταλία το 1951. Στα φύλλα, στα στελέχη και στους κάλυκες σχηματίζονται φλύκταινες που σταδιακά ανοίγουν και είναι γεμάτες καστανές μάζες ουρεδοσπορίων (καστανή σκόνη). Συχνά οι ουρεδοσωροί εμφανίζονται σε ομάδες που έχουν σχήμα κυκλικό μέχρι ακανόνιστο και συνήθως σχηματίζουν συγκεντρικούς δακτυλίους.

Η μόλυνση στην αρχή εκδηλώνεται με την εμφάνιση μικρών κηλίδων, ελαφρά υπερυψομένων και ανοιχτού πράσινου χρώματος. Μερικοί ουρεδοσωροί μετατρέπονται σε τελειοσωρούς που έχουν χρώμα σκοτεινότερο και οι οποίοι περιέχουν σκούρα καστανόμαυρη σκόνη (τελειοσπόρια). Τα προσβεβλημένα φυτά γίνονται καχεκτικά και νάνα και τα φύλλα τους συστρέφονται προς τα πάνω. Τα εντόνως προσβεβλημένα φυτά γίνονται χλωρωτικά και τελικά ξηραίνονται. Μερικές φορές παρατηρείται παρασιτισμός του παθογόνου μύκητα (Uromyces dianthi) από το υπερπαράσιτο ασκομύκητα (Phaeosphaeriaceae, Pleosporales) που ονομάζεται Eudarluca caricis (Βιν.) O.E. Erikss., συν. Sphaeria filum Βιν., με ατελή μορφή Sphaerellopsis filum (Βιν.) Β. Sutton, συν. Darluca filum (Βιν.) Castagne, Kabathia filum (Βιν.) Nieuwl. Στις παρασιτισμένες φλύκταινες παρατηρείται μικρός αριθμός ουρεδοσπορίων η απουσία ουρεδοσπορίων και ανάπτυξη των μελανών σφαιρικών πυκνιδίων του υπερπαράσιτου. Πολλές φορές στην επιφάνεια των υπερπαρασιτισμένων θέσεων του φυτού σχηματίζονται άφθονα σπειράματα σπορίων του Sphaerellopsis filum που αποτελούνται από μάζα συγκολλημένων πυκνιδιοσπορίων σε μορφή στριμμένων νημάτων. Ο μύκητας αυτός είναι γνωστό υπερπαράσιτο πολλών σκωριάσεων, αλλά δε βρέθηκε αποτελεσματικός για την αξιοποίηση του στη βιολογική καταπολέμηση.

Η σκωρίαση της γαρυφαλλιάς οφείλεται στο μύκητα Uromyces dianthi, ο οποίος είναι ετεροκυκλικός (ο ένας ξενιστής είναι γαρυφαλλιά και ο άλλος φυτά του γένους Euphorbia). Συνήθως όμως διαιωνίζεται με το ουρεδιακό στάδιο μόνο (με τη μορφή ουρεδοσπορίων και μυκηλίου) επί του ενός ξενιστή (της γαρυφαλλίας). Τα ουρεδοσπόρια (ανοικτού καστανού χρώματος, μονοκύτταρα και διαστάσεων 20-24x24-30 μm) και τα τελειοσπόρια (μονοκύτταρα, έμμισχα, καστανά, ελλειψοειδή διαστάσεων 20 - 23 x 25 - 29 μm) σχηματίζονται στη γαρυφαλλιά και σε φυτά των γενών Arenaria, Butonia, Gypsophila, Lychnis, Saponaria, Τunica και Silene. Σπερμογόνια και αικίδια σχηματίζονται σε φυτά του γένους Euphorbia. Τα ουρεδοσπόρια μεταδίδονται με τον αέρα και στις σταγόνες της βροχής και του ποτίσματος. Σε μεγαλύτερες αποστάσεις τα σπόρια μπορεί να μεταφέρονται με τα μοσχεύματα στην επιφάνεια των οποίων είναι προσκολλημένα. Οι μολύνσεις ευνοούνται με την παρουσία σταγόνων νερού στην επιφάνεια του φυτού και την πολύ υψηλή σχετική υγρασία. Η σκωρίαση συνήθως εισάγεται με τα μοσχεύματα τα οποία συχνά εμφανίζονται υγιή την περίοδο της φυτεύσεως, γιατί ο χρόνος μεταξύ της μολύνσεως και της εμφανίσεως των συμπτωμάτων είναι μεγάλος (3-4 εβδομάδες, χρόνος επωάσεως).

Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της σκωρίασης της γαρυφαλλιάς είναι οι παρακάτω:

  • Στα θερμοκήπια συνιστάται καλός αερισμός και διατήρηση της θερμοκρασίας μεταξύ 10-150C .
  • Να αποφεύγεται η διαβροχή του φυλλώματος με το πότισμα.
  • Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού.
  • Καταστροφή των παλαιών και εντόνως προσβεβλημένων φυτών.
  • Ψεκασμός των φυτών σε διαστήματα μιας εβδομάδος με zineb, thiram, maneb, chlorothalonil ή με τα διασυστηματικά oxycarboxin ή benodanil ή myclobutanil ή triadimefon ή triforine.
  • Αναφέρονται ανθεκτικές ποικιλίες. Επίσης, αναφέρεται βιολογική αντιμετώπιση της ασθένειας με τη χρησιμοποίηση του μύκητα Verticillium lecanii.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.




Αδροφουζαρίωση

Είναι ασθένειες που προξενούν μεγάλης οικονομικής σημασίας ζημιές στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς σε παγκόσμια κλίμακα. Οφείλονται σε δυο είδη μυκήτων, στον Fusarium oxysporum f. sp. dianthi και στον Phialophora cinerescens. Η αδροφουζαρίωση (αγγλ. Fusarium wilt) είναι η περισσότερο διαδεδομένη αδρομύκωση που προκαλεί και τις μεγαλύτερες ζημιές στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως. Σε μερικές φυτείες, η αδροφουζαρίωση φαίνεται ότι αποτελεί τον κυριότερο μοναδικό παράγοντα που εμποδίζει τη συνεχή καλλιέργεια της γαρυφαλλιάς. Η ασθένεια αναφέρθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ (πολιτεία Connecticut) και τη Γαλλία το 1898-9 και πολύ σύντομα εξαπλώθηκε σ' όλες τις χώρες του κόσμου στις οποίες καλλιεργείται η γαρυφαλλιά.

Το πρώτο σύμπτωμα είναι μια ελαφρά χλώρωση των κατώτερων φύλλων, η οποία μερικές φορές εκδηλώνεται μόνο στα φύλλα της μιας πλευράς του φυτού και μάλιστα ενίοτε μόνο στο μισό ενός φύλλου. Με την πάροδο του χρόνου περισσότερα φύλλα προσβάλλονται και η χλώρωση γενικεύεται σ' ολόκληρο το φυτό. Τα χλωρωτικά φύλλα μπορεί να εμφανίσουν μια ερυθρωπή ποικιλοχλώρωση. Τα προσβεβλημένα φύλλα τελικά μαραίνονται και αποξηραίνονται. Παρατηρείται κάμψη της κορυφής, μαρασμός και ξήρανση των βλαστών. Ενίοτε εμφανίζονται επιμήκεις σχισμές στα ανώτερα μεσογονάτια των χλωρωτικών ή μαραμένων βλαστών. Στα αγγεία του ξύλου παρατηρείται ένας ανοικτοκίτρινος μέχρι καστανός μεταχρωματισμός ο οποίος επεκτείνεται μέσα στους βλαστούς σε μεγάλη απόσταση πέρα από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό είναι ότι η προσβολή συχνά επεκτείνεται στην εντεριώνη και το φλοιό, οπότε προκαλείται αποδιοργάνωση των ιστών στα προσβεβλημένα στελέχη. Σε προχωρημένα στάδια τα στελέχη παρουσιάζουν κοιλότητα εσωτερικά και συχνά οι αποδιοργανωμένοι αυτοί ιστοί καλύπτονται από το μυκήλιο του παθογόνου. Με θερμό και υγρό καιρό σχηματίζεται άφθονο λευκό μυκήλιο μαζί με πολλά μακροκονίδια και μερικές φορές με ρόδινα μέχρι πορτοκαλιά σποριοδόχεια.

Είναι ακόμη δυνατό να παρατηρηθεί ανάσχεση της αναπτύξεως μερικών βλαστών ή ολόκληρου του φυτού (νανισμός), ιδιαίτερα όταν οι μολύνσεις γίνονται πολύ νωρίς. Η ταχύτητα εξελίξεως των συμπτωμάτων της ασθένειας είναι μεγαλύτερη στις υψηλές θερμοκρασίες. Σε χαμηλότερες θερμοκρασίες παρεμποδίζεται η εμφάνιση των συμπτωμάτων και τα προσβεβλημένα φυτά παραμένουν χωρίς συμπτώματα μέχρι της ανόδου των θερμοκρασιών. Πάντως τα συμπτώματα και η ένταση της ασθένειας παραλλάσσουν ανάλογα με την ευπάθεια της ποικιλίας και τη φυλή του παθογόνου.

Η ασθένεια προκαλείται από το μύκητα Fusarium oxysporum Schlechtend.: Fr. f. sp. dianthi (Prill. & Delacr.) W.C. Snyder & H.N. Hansen (Mitosporic fungi, Ηyphomycetes που προσβάλλει και προκαλεί αδρομύκωση σε φυτά του γένους Dianthus. Είναι γνωστές 8 φυλές (παθότυποι) του παθογόνου στην Ευρώπη, που διακρίνονται με βάση την ευπάθεια και τα συμπτώματα που προκαλεί το παθογόνο σε 10 ποικιλίες γαρυφαλλιάς. Οι περισσότερες απομονώσεις ανήκουν στις φυλές 1 και 2. Στη χώρα μας φαίνεται ότι ο πληθυσμός του μύκητα ανήκει στη φυλή 2 του παθογόνου. Τελευταία χρησιμοποιούνται δυο νέες τεχνικές για τον ακριβή προσδιορισμό των απομονώσεων του μύκητα στο εργαστήριο καθώς και για τη μελέτη του πληθυσμού του μύκητα. Η πρώτη αφορά τις ομάδες βλαστικής συμβατότητας (vegetative compatibility groups, VCGs) όπου εξετάζεται η δυνατότητα των απομονώσεων να αναστομώνονται μεταξύ τους σχηματίζοντας ετεροκάρυο μυκήλιο. Η δεύτερη αναφέρεται στη χρήση μοριακών δεικτών, όπως είναι η ανάλυση πολυμορφισμού μήκους τμημάτων περιορισμού (restriction fragment length polymorphism-RFLPs) και η μέθοδος του τυχαιοποιημένα εμπλουτισμένου πολυμορφικού DNA (random amplified polymorphic DNA-RAPDs). Όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα σε σχετικές μελέτες με τη χρήση μοριακών δεικτών και με τη χρήση ομάδων βλαστικής συμβατότητας, ο ελληνικός πληθυσμός του παθογόνου μύκητα είναι ομοιογενής και ανήκει σε μια μόνο ομάδα, η οποία διεθνώς χαρακτηρίζεται ως 0021 (ομάδα βλαστικής συμβατότητας). Διαπιστώθηκε ταύτιση των αποτελεσμάτων της ανάλυσης με τις παραπάνω μεθόδους. Παράγει από φιαλίδια, μικροκονίδια, υαλώδη ωοειδή-ελλειψοειδή, κυλινδρικά μέχρι κεκαμμένα διαστάσεων 5 - 12 x 2,2 - 3,5μm. Τα μακροκονίδια παράγονται από διακλαδιζόμενους κονιδιοφόρους ή από σποριοδόχεια. Είναι υαλώδη, έχουν λεπτά τοιχώματα με 3 - 5 septa και τα δυο άκρα τους είναι οξυκατάληκτα με ελαφρά κυρτή κορυφή. Οι διαστάσεις τους είναι 27 - 46 x 3 - 5μm (σπόρια με 3 septa) και 35 - 60 x 3 - 5μm (σπόρια με 5 septa). Σχηματίζει επάκρια και ενδιάμεσα χλαμυδοσπόρια, μεμονωμένα ή σε αλυσίδες. Ο Fusarium oxysporum f. sp. dianthi είναι ένα εδαφογενές παθογόνο που επιβιώνει για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα στο έδαφος (αναφέρεται μέχρι 14 χρόνια και σε βάθος μέχρι 80cm) με τα χλαμυδοσπόρια. Επίσης, επιβιώνει και μεταδίδεται από τα μολυσμένα υπολείμματα της καλλιέργειας και το μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό (μολυσμένα μοσχεύματα πιθανώς από μητρικές φυτείες χωρίς συμπτώματα ή/ και το υλικό ριζοβολιάς στα έρριζα μοσχεύματα). Άφθονα κονίδια παράγονται πάνω στους πρόσφατα ξηραινόμενους βλαστούς των ασθενών φυτών. Αυτά τα σπορία μεταφέρονται με τον αέρα ή με το νερό του ποτίσματος ή της βροχής και προκαλούν νέες μολύνσεις. Το παθογόνο ακόμη μεταδίδεται με την επαφή των ριζών μεταξύ προσβεβλημένων και υγιών φυτών μέσα στην καλλιέργεια. Το παθογόνο εισέρχεται από τις ρίζες του φυτού καθώς και από τις πάσης φύσεως πληγές (π.χ. τομές στη βάση των μοσχευμάτων) και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου. Η ασθένεια ευνοείται από υψηλές θερμοκρασίες. Η άριστη θερμοκρασία αναπτύξεως της ασθένειας είναι από 25 - 300C. Ο χρόνος επωάσεως της ασθένειας, αναλόγως με το δυναμικό του μολύσματος και τη θερμοκρασία, κυμαίνεται από ένα μέχρι αρκετούς μήνες. Το χειμώνα που επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες ο χρόνος επωάσεως είναι αρκετοί μήνες. Οι μεγαλύτερες ζημιές στις καλλιέργειες παρατηρούνται την καλοκαιρινή περίοδο. Αναφέρεται ότι η ασθένεια ευνοείται σε εδάφη με χαμηλό pH, καθώς και σε εδάφη στα οποία γίνεται χρήση οργανικής ουσίας και αμμωνιακών λιπασμάτων. Ακόμη, φαίνεται ότι η έλλειψη ασβεστίου αυξάνει την ευπάθεια της γαρυφαλλιάς στην αδρομύκωση.

Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της αδροφουζαρίωσης είναι:

  • Η χρησιμοποίηση υγιών μοσχευμάτων κάτω από υγιεινές συνθήκες (εγκατάσταση σε αμόλυντα υποστρώματα).
  • Αποφυγή φυτεύσεως σε μολυσμένο έδαφος. Εφόσον δε γίνεται απολύμανση του εδάφους, ιδιαίτερα στις υπαίθριες καλλιέργειες, δεν πρέπει η γαρυφαλλιά να επανέρχεται στον ίδιο αγρό. Τα υπολείμματα μετά το τέλος της καλλιέργειας πρέπει να καταστρέφονται.
  • Απολύμανση του εδάφους με ατμό, με χημικά μέσα και ηλιοαπολύμανση. Η απολύμανση, λόγω του υψηλού κόστους που έχει, εφαρμόζεται μόνο στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες. Τα απολυμαντικά εδάφους που χρησιμοποιούνται είναι το βρωμιούχο μεθύλιο, το dazomet, το metam-sodium και methyl-isothiocyanate. Το βρωμιούχο μεθύλιο δίνει πολύ καλά αποτελέσματα, αλλά μειονεκτεί, γιατί αφήνει υπολείμματα βρωμίου στο έδαφος που είναι τοξικά για τη γαρυφαλλιά. Μετά την εφαρμογή του πρέπει να γίνεται καλό ξέπλυμα του εδάφους με νερό (80-100 I/m2). Η ηλιοαπολύμανση και το dazomet έδωσαν την καλύτερη καταπολέμηση της ασθένειας σε πρόσφατα πειράματα αγρού στη χώρα μας και ακολουθούσαν αυτές της ηλιοαπολύμανσης σε συνδυασμό με βιολογικούς παράγοντες (παρασκευάσματα του μύκητα Trichoderma harzianum και του βακτηρίου Pseudomonas, fluorescens).
  • Αλλαγή ή απολύμανση του χώματος ή άμμου των χώρων ριζοβολιάς και προετοιμασίας των μοσχευμάτων.
  • Αποφυγή τραυματισμού των φυτών κατά την εκτέλεση καλλιεργητικών εργασιών.
  • Χρήση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού. Τα μοσχεύματα να λαμβάνονται από τελείως υγιή μητρικά φυτά και να προετοιμάζονται σε απαλλαγμένα από μεταδοτικές ασθένειες ριζωτήρια.
  • Συνιστούν εμβάπτιση των μοσχευμάτων σε benomyl προ της φυτεύσεως. Επίσης, συνιστούν πότισμα των φυτών με benomyl ή carbendazim (75 γραμ. δραστικής ουσίας/ 100 λίτρα νερού, χρησιμοποιούνται 5,5 λίτρα διαλύματος/ m2) ή με thiophanate methyl (75 γραμ./100 λίτρα νερού, χρησιμοποιούνται 10 λίτρα/ m2). Η πρώτη επέμβαση γίνεται 14 ημέρες μετά τη φύτευση και μετά κάθε 1-3 μήνες (συνολικά για 2-4 φορές). Πάντως μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων είναι αδύνατο να καταπολεμηθεί η ασθένεια. Σε πρόσφατα πειράματα διαπιστώθηκε αποτελεσματική καταπολέμηση της αδροφουζαρίωσης της γαρυφαλλιάς με τρεις στρομπιλουρίνες (azoxystrobin, kresoxym-methyl και trifloxystrobin). Καθένα από τα μυκητοκτόνα ήταν αποτελεσματικό όταν εφαρμοζόταν με ριζοπότισμα του εδάφους κατά τη μεταφύτευση σε δόση 1-2 g/m2.
  • Ανθεκτικές ποικιλίες στον Fusarium oxysporum f. sp. dianthi, αναφέρονται πολλές όπως οι Elsy, Teddy, Juanica, Exquisite, Athena, Diano, Pallas, Orion, Castella, Monte Carlo, Amapola. Επίσης, αρκετά ανθεκτικές είναι οι: Salome, Sacha, Pamela, Angela και Valero. Οι ανθεκτικές ποικιλίες είναι ο καλύτερος τρόπος αντιμετωπίσεως της ασθένειας, εφόσον όμως είναι αποδεκτές από τους παραγωγούς, δηλαδή εφόσον ικανοποιούν τα εμπορικά χαρακτηριστικά που αφορούν ποσότητα και ποιότητα ανθέων. Όπως διαπιστώθηκε πρόσφατα οι ποικιλίες Arbel και Scarlette παρουσιάζουν πλήρη αντοχή στη φυλή 2 του παθογόνου.
  • Βιολογική καταπολέμηση. Για τη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας έχουν δοκιμασθεί διάφοροι μικροοργανισμοί, οι οποίοι ασκούν ανταγωνιστική δράση κατά του παθογόνου, όπως μη παθογόνα στελέχη του μύκητα Fusarium oxysporum, του Fusarium roseum, βακτήρια (Pseudomonas fluorescens, στέλεχος WSC417, Bacillus subtilis, Pseudomonas putida, Alcaligenes sp., Streptomyces griseoviridis) και στελέχη του μύκητα Trichoderma harzianum. Τα ακόλουθα δυο βιολογικά προϊόντα, που παρασκευάζονται σε εμπορική κλίμακα σε χώρες του εξωτερικού, περιέχουν μη παθογόνα στελέχη του μύκητα Fusarium oxysporum και συνιστώνται κατά της αδροφουζαριώσεως της γαρυφαλλιάς αλλά και διαφόρων άλλων αδροφουζαριώσεων. Αυτά είναι το Biofox C (S.I.A.P.A., Ιταλία) και το Fusaclean (Natural Plant Protection, Γαλλία). Οι διάφοροι βιολογικοί παράγοντες έχουν δώσει ικανοποιητική αντιμετώπιση της ασθένειας σε πολλές πειραματικές εργασίες είτε μόνοι τους ή σε συνδυασμό με όλα τα προηγούμενα.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.




Aδρομύκωση Phialophora

Η αδρομύκωση που οφείλεται στον Phialophora cinerescens (αγγλ. Phialophora wilt, Verticillium wilt, Fan mould) ήταν η σοβαρότερη ασθένεια της γαρυφαλλιάς στην Ευρώπη μέχρι το 1970, αλλά έκτοτε έπαψε να είναι σοβαρή και σήμερα αναφέρεται σπανίως. Αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1929 στη Γερμανία και αργότερα διαπιστώθηκε στην Αγγλία, Ολλανδία, Δανία, Γαλλία, Η.Π.Α. και Καναδά. Στην Ελλάδα αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1959. Τα μολυσμένα φυτά μαραίνονται και το χρώμα των φύλλων ξεθωριάζει και τελικά γίνεται αχυρώδες. Τα φύλλα ενίοτε αποκτούν μια κυανή απόχρωση πριν ξηραθούν. Το αγγειακό σύστημα εμφανίζει καστανό μεταχρωματισμό πολύ βαθύτερο από εκείνο που παρατηρείται στην αδροφουζαρίωση. Μερικές φορές ο μεταχρωματισμός των αγγείων δεν είναι τόσο φανερός στη βάση του στελέχους, αλλά είναι περισσότερο σαφής ψηλότερα όπου σχηματίζονται λεπτότεροι και τρυφερότεροι βλαστοί. Το αγγειώδες σύστημα στους ανώτερους βλαστούς δεν είναι λευκό σαν κιμωλία, όπως είναι στην αδροφουζαρίωση. Η ασθένεια προκαλείται από τον εδαφογενή παθογόνο μύκητα Phialophora cinerescen.

Προσβάλλονται μόνο φυτά του γένους Dianthus. Ο μύκητας σχηματίζει κονιδιοφόρους που έχουν δομή που θυμίζει πολυέλαιο και είναι παρόμοιοι με εκείνους του γένους Penicillium. Στις κορυφές τους υπάρχουν φιαλίδια από τα οποία παράγονται κυλινδρικά μέχρι ελλειψοειδή κονίδια. Τα κονίδια αρχικά είναι υαλώδη αλλά αργότερα γίνονται ελαφρώς γκρίζα και έχουν διαστάσεις που κυμαίνονται από 3 - 7 x 1,5 - 3μm (μ.ό. 4,4 x 1,75μm). Επιβιώνει με κονίδια και μυκήλιο στο έδαφος για πολύ μεγάλα χρονικά διαστήματα και σε βάθος μέχρι 80cm ή στα υπολείμματα της γαρυφαλλιάς. Επίσης, στο μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό, μεγάλες ποσότητες κονιδίων παράγονται στα προσβεβλημένα φυτά, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των προχωρημένων σταδίων της ασθένειας. Τα κονίδια διασπείρονται με τον άνεμο ή με το νερό του ποτίσματος. Το παθογόνο εισέρχεται στο φυτό από τις ρίζες και εξαπλώνεται από φυτό σε φυτό με την επαφή των ριζών ή με τη διασπορά των σπορίων και των φυτικών υπολειμμάτων. Η διασπορά του παθογόνου γίνεται κυρίως με τη χρησιμοποίηση μοσχευμάτων που λαμβάνονται από μητρικά φυτά, τα οποία δε δείχνουν συμπτώματα. Το παθογόνο αναπτύσσεται σε χαμηλές θερμοκρασίες από 100C, με άριστη θερμοκρασία αναπτύξεως 17 - 200C. Παρατηρείται μικρή ανάπτυξη σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 300C. Η πρόοδος της ασθένειας είναι βραδεία ή ανύπαρκτη κατά τη διάρκεια της θερμής περιόδου (το καλοκαίρι) και επαναλαμβάνεται πάλι κανονικά με την έλευση του ψυχρότερου καιρού το επόμενο φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη. Ο χρόνος επωάσεως κυμαίνεται από 40 - 70 ημέρες.

Τα μέτρα καταπολεμήσεως είναι παρόμοια με εκείνα που λαμβάνονται εναντίον της αδροφουζαρίωσης. Αναφέρεται ότι οι επεμβάσεις με τα βενζιμιδαζολικά είναι πολύ περισσότερο αποτελεσματικές κατά του Phialophora από ότι κατά της αδροφουζαρίωσης. Επισημαίνεται όμως ότι έχει αναφερθεί ανάπτυξη ανθεκτικότητας του μύκητα σε διασυστηματικά μυκητοκτόνα.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.




Αλτερναρίωση

Η ασθένεια είναι πολύ διαδεδομένη στις ευρωπαϊκές χώρες και τις Η.Π.Α. και είναι γνωστή με διάφορα κοινά ονόματα στην αγγλική γλώσσα (αγγλ. Alternaria leaf spot, blight, branch rot, black mould). Παρατηρείται προσβολή της βάσεως των φύλλων και του στελέχους γύρω από τους κόμβους. Συχνά ο μύκης προσβάλλει τα κατώτερα φύλλα και το στέλεχος στην περιοχή του λαιμού (ιδιαίτερα στις καλλιέργειες που τα φυτά είναι πυκνοφυτεμένα). Συχνά το παράσιτο προκαλεί σήψη στη βάση των μοσχευμάτων, χρώματος καστανού σκούρου μέχρι μαύρου, λίγο μετά τη φύτευση τους. Στα φύλλα οι κηλίδες είναι συνήθως μικρές χρώματος ιώδους και με συνθήκες υψηλής υγρασίας μεγαλώνουν και αποκτούν διάμετρο μέχρι 1 cm. Προσβάλλεται επίσης ο κάλυκας και τα άνθη παραμορφώνονται ή δεν ανοίγουν. Οι κηλίδες στην αρχή είναι σταχτιές και αργότερα γίνονται καστανές μέχρι μαύρες, μεγέθους 1-3mm, με ιώδες περιθώριο λόγω του σχηματισμού πολυάριθμων σπορίων του παρασίτου σε αλυσίδες. Τελικά, οι προσβεβλημένοι ιστοί γίνονται λευκοί-αχυρώδεις και ξηραίνονται. Τα φυτά δεν ανθίζουν και γίνονται νάνα ή ξηραίνονται. Τα παραπάνω συμπτώματα προκαλούνται συνήθως από το μύκητα Alternaria dianthi F. Stevens & J.G. Hall, συν.(?) Alternaria saponariae (Peck) Neergaard.

Η ασθένεια περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1909 στις Η.Π.Α. (Πολιτεία North Carolina). Στη χώρα μας η ασθένεια διαπιστώθηκε το 1987 σε θερμοκηπιακές καλλιέργειες γαρυφαλλιάς. Ο παθογόνος μύκητας είναι συχνός στις καλλιέργειες της γαρυφαλλιάς και έχει αναφερθεί σε πολλές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδος και την Κρήτη. Τα κονίδια του παθογόνου μύκητα έχουν μήκος 39 - 120μm και πλάτος 13 - 34μm και φέρουν μέχρι 5 - 9 εγκάρσια και από 0 - 6 επιμήκη χωρίσματα. Μια νέα αλτερναρίωση της γαρυφαλλιάς που εκδηλώνεται με σοβαρές προσβολές των πετάλων διαπιστώθηκε το 1993 σε πολλές υπαίθριες καλλιέργειες της περιοχής του Μαραθώνα. Η ασθένεια αυτή οφείλεται στο μύκητα Alternaria dianthicola Neergaard. Αρχικά στην περιφέρεια των πετάλων σχηματίζονται νεκρωτικές κηλίδες χρώματος καστανού, οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν και μπορεί να καταλάβουν ολόκληρα τα πέταλα ή το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Τελικά προσβάλλονται και τα σέπαλα. Σε συνθήκες υψηλής υγρασίας στους προσβεβλημένους ιστούς παρατηρείται καστανόμαυρη εξάνθηση η οποία αποτελείται από τους κονιδιοφόρους και τα κονίδια του παθογόνου.

Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία και τα δυο είδη του παθογόνου προσβάλλουν τα φύλλα και τα άνθη αλλά ο Alternaria dianthi προκαλεί ακόμη και σήψη των στελεχών. Οι κονιδιοφόροι του A. dianthicola είναι συνήθως μεμονωμένοι, έχουν χρώμα ελαιοκαστανό, εγκάρσια χωρίσματα, μήκος μέχρι 145μm και πλάτος 4 - 7μm. Τα κονίδια σχηματίζονται σε αλυσίδες 4 - 5, έχουν σχήμα ροπαλοειδές ή κυλινδρικό, χρώμα ελαιοκαστανό, μέχρι 15 εγκάρσια και από 0 - 2 κατά μήκος ή λοξά χωρίσματα και διαστάσεις 36 - 135 x 10 - 18μm.

Σημαντικοί τρόποι καταπολέμησης της γαρυφαλλιάς είναι οι κάτωθι:

  • Αποφυγή υγράνσεως του φυλλώματος
  • Καταστροφή μολυσμένων βλαστών και των υπολειμμάτων της καλλιέργειας.
  • Ψεκασμός των φυτών, κάθε 7 ημέρες, με maneb, mancozeb, zineb, captan, folpet, thiram, triflumizole, fludioxonil, chlorothalonil ή iprodione. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.




Κλαδοσπορίωση

Η κλαδοσπορίωση διαπιστώθηκε στη χώρα μας το 1939 σε περιοχές της Αθήνας και της θεσσαλονίκης και το 1953 σε περιοχή της Αττικής. Παρατηρήθηκε πρόσφατα σε καλλιέργειες γαρυφαλλιάς υπό κάλυψη στην Αττική και προκάλεσε μεγάλες ζημιές. Είναι γνωστή από το 1870 και είναι διαδεδομένη σε πολλές περιοχές του κόσμου που καλλιεργείται η γαρυφαλλιά. Η ασθένεια εκδηλώνεται με το σχηματισμό στα φύλλα, στους βλαστούς και στα σέπαλα κυκλικών κηλίδων χρώματος κιτρινόμαυρου ή καστανού σκούρου με ιώδες περιθώριο και διάμετρο μέχρι 5mm και οι οποίες καλύπτονται από σκοτεινή αλευρώδη εξάνθηση. Οι κονιδιοφόροι με τα σπορία του μύκητα βγαίνουν στην επιφάνεια των προσβεβλημένων ιστών από τα στόματα, συνήθως σε πυκνές δεσμίδες, και σχηματίζονται πάνω στις κηλίδες κατά ομόκεντρους δακτυλίους και γι'αυτό η κοινή ονομασία της ασθενείας στα αγγλικά είναι γνωστή ως δακτυλιωτή κηλίδωση (ring spot, fairy ring spot). Οι κονιδιοφόροι είναι μονοστέλεχοι ή ενίοτε με διακλαδώσεις, με εγκάρσια χωρίσματα, μερικές φορές είναι διογκωμένοι στη βάση, εύκαμπτοι, ανοικτού καστανού χρώματος, λείοι και διαστάσεων μέχρι 200 x 8 - 13μm. Τα κονίδια σχηματίζονται μεμονωμένα ή σε αλυσίδες, είναι κυλινδρικά, έχουν χρώμα ανοικτό καστανό, 1 - 6 εγκάρσια χωρίσματα και διαστάσεις 15 - 62 x 8 - 17μm.

Οφείλεται στον ασκομύκητα Mycosphaerella dianthi, ο οποίος παρασιτεί με την ατελή του μορφή που ονομάζεται Cladosporium echinulatum (Berk.) G.A. De Vries, συν. Heterosporium echinulatum (Berkeley) Cooke, Helminthosporium echinulatum Berk., Heterosporium echinulatum Sacc. Η ασθένεια μεταδίδεται σε αμόλυντες περιοχές με τα μοσχεύματα. Τα κονίδια διασπείρονται με τον άνεμο ή τη βροχή. Οι μολύνσεις ευνοούνται από την υψηλή υγρασία και θερμοκρασίες άνω των 200C.

Συνιστάται η λήψη μέτρων υγιεινής, ο περιορισμός της υψηλής σχετικής υγρασίας και ψεκασμός των φυτών, κάθε 14 ημέρες, με difenoconazole, penconazole και tebuconazole. Αποτελεσματικά εναντίον της ασθενείας, αλλά σε μικρότερο βαθμό είναι και τα μυκητοκτόνα carbendazim + maneb και chlorothalonil. Πάντως, σε πρόσφατα πειράματα τα μυκητοκτόνα chlorothalonil και carbendazim παρεμπόδισαν πλήρως την ανάπτυξη της ασθένειας, χωρίς παρενέργειες στην ανάπτυξη των φυτών. [1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.




[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ασθένειες καλλωπιστικών φυτών, του Ομότιμου Καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών Χ.Γ.Παναγόπουλου, Αθήνα 2003.