Ασθένειες καρυδιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ανθράκωση

Η ανθράκωση είναι η πιο καταστρεπτική ασθένεια της καρυδιάς, διαδεδομένη σε όλη την Ελλάδα. Προκαλείται από τον μύκητα Marssonina juglandis (Lib) Magn. με ασκογενή μορφή Gnomonia leptostyla. Προσβάλλει τα φύλλα, τα καρύδια και ακόμη τους ετήσιους βλαστούς. Η προσβολή εκδηλώνεται στα φύλλα με νεκρωτικές κηλίδες 2-3mm. που συχνά ενώνονται και σχηματίζουν μεγαλύτερες νεκρωτικές επιφάνειες. Προσβεβλημένα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν. Η υγρασία ευνοεί την εξέλιξη και διασπορά της ασθένειας. 'Ετσι, όταν ο Μάϊος και ο Ιούνιος είναι βροχεροί, τότε είναι δυνατόν η ασθένεια να πάρει επιδημικές διαστάσεις και να προκληθεί έντονη φυλλόπτωση τον Ιούλιο - αρχές Αυγούστου. Η πρώιμη φυλλόπτωση έχει ως αποτέλεσμα την εξασθένηση των δένδρων και τη φτωχή καρποφορία ποσοτικά και ποιοτικά. Μόνο σε ακραίες περιπτώσεις είναι δυνατό να επέλθει και νέκρωση.

Φύλλα καρυδιάς με εκτεταμένες νεκρωτικές κηλίδες

Οι νεκρωτικές κηλίδες που εμφανίζονται στους καρπούς είναι μικρότερες εκείνων που προκαλούνται στα φύλλα. Εάν η προσβολή αρχίσει ενώ τα καρύδια είναι ακόμη πολύ μικρά, τότε αυτά δεν αναπτύσσονται κανονικά και πέφτουν πρόωρα. Ο μύκητας Marssonina juglandis διαχειμάζει στα πεσμένα στο έδαφος φύλλα, όπου αναπτύσσει την ασκογόνο μορφή του Gnomonia leptostyla. Η απελευθέρωση των ασκοσπορίων συμπίπτει χρονικά με την έκπτυξη των φύλλων δηλ. περί τον Μάϊο. Τα ασκοσπόρια μεταφέρονται συνήθως με τον αέρα και το υδρονέφος μετά από βροχές και προκαλούν στα φύλλα και τους βλαστούς την αρχική προσβολή. Επάνω στις κηλίδες που δημιουργούνται σύντομα εμφανίζονται καρποφορίες της κονιδιακής μορφής του μύκητα Marssonina juglandis. Τα κονιδιοσπόρια μεταδίδουν την ασθένεια ταχύτατα, ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι βροχερός.

'Εντονη προσβολή καρυδιάς από ανθράκωση

Η απώλεια φωτοσυνθέτουσας φυλλικής επιφάνειας ή η πρόωρη φυλλόπτωση μειώνει την απόδοση των δένδρων σε καρπό αλλά υποβαθμίζει και την ποιότητά τους. Καρύδια που προέρχονται από προσβεβλημένα δένδρα έχουν μικρότερο ειδικό βάρος και μικρότερο ποσοστό ψίχας. Η ψίχα είναι συρρικνωμένη με σκοτεινό χρώμα. Γενικά η παραγωγή είναι υποβαθμισμένη, με αποτέλεσμα ο παραγωγός να έχει σημαντική οικονομική απώλεια.

Η προσβολή είναι δυνατό να ελαττωθεί με λίπανση των δένδρων με αζωτούχα λιπάσματα, όπως θειική και νιτρική αμμωνία ή και ουρία. Μεικτά λιπάσματα (Ν-Ρ-Κ) έχουν μικρότερη αποτελεσματικότητα. Για την καταπολέμηση της ασθένειας, πρέπει να γίνονται 4 ψεκασμοί με ένα από τα παρακάτω μυκητοκτόνα:

  • Zineb: 240gr σε 100 λίτρα νερό ή όπως αναφέρεται στη συσκευασία.
  • Maneb: Είναι οργανικό μυκητοκτόνο. Ρίχνουμε 240gr σε 100 λίτρα νερό ή όπως αναφέρεται στη συσκευασία.
  • Mancozeb: 150gr σε 100 λίτρα νερό ή όπως αναφέρεται στη συσκευασία
  • Βορδιγάλειος πολτός: Θειϊκός χαλκός 500-750 γραμ. σε 100 λίτρα νερό με ασβέστιο 170-250 γραμ. σε 100 λίτρα νερό.

Ικανοποιητικά αποτελέσματα έχουν δώσει επίσης και ο οξυκινολεϊκός χαλκός. Οι ψεκασμοί πρέπει να αρχίζουν με την έκπτυξη των φύλλων και να επαναλαμβάνονται ανά 15 ημέρες. Εάν ο καιρός είναι ξηρός, τότε οι δύο τελευταίοι ψεκασμοί μπορεί να παραλειφθούν. Ο βορδιγάλειος πολτός μπορεί να προκαλέσει φυλλόπτωση, γι' αυτό οι παραγωγοί θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, να αναμειγνύουν τη σωστή δοσολογία. Συνιστάται επίσης, όλοι οι παραγωγοί να συλλέγουν τα φύλλα μετά την πτώση τους το φθινόπωρο σε σωρούς και να τα καίνε ή να τα παραχώνουν. Έτσι, μειώνεται η ποσότητα μολύσματος που απελευθερώνεται την άνοιξη και η αρχική προσβολή αποτρέπεται ή μειώνεται σημαντικά.





Φυτοφθόρα

Στην Ελλάδα θεωρείται από τα σοβαρότερα φυτοπαθολογικά προβλήματα της καρυδιάς διότι τα προσβεβλημένα δένδρα συνήθως ξηραίνονται. Τα προσβεβλημένα δένδρα παρουσιάζουν χλώρωση των φύλλων, περιορισμένη βλάστηση και συχνά μέχρι την τελική ξήρανση, έντονη καρποφορία. Τα συμπτώματα αυτά στην αρχή μπορεί να παρουσιάζονται σε μερικούς μόνον κλάδους, αργότερα όμως επεκτείνονται σε ολόκληρη την κόμη. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η άφθονη έκκριση κόμμεος χαμηλά στον κορμό πάνω από το σημείο εμβολιασμού.

Το κόμμι ποτίζει τον φλοιό και αν είναι άφθονο μπορεί να απλωθεί και στο χώμα γύρω από τη βάση του δένδρου. Στο αλλοιωμένο μέρος του κορμού το κάμβιο είναι μαύρο, και ποτισμένο με κόμμι. Ο μεταχρωματισμός αυτός παρατηρείται και στην επιφάνεια του ξύλου χωρίς όμως να επεκτείνεται στο εσωτερικό του. Η αλλοίωση του καμβίου σταματάει στο σημείο του εμβολιασμού και δεν προχωρεί στο υποκείμενο. Όταν η προσβολή περιβάλλει ολόκληρη την περιφέρεια του κορμού το δένδρο ξηραίνεται απότομα μέσα σε μία ή δύο μέρες και το φύλλωμα παραμένει ξηραμένο πάνω σε αυτό (αποπληξία). Συχνά μετά τη ξήρανση του δένδρου παρατηρείται αναβλάστηση του υποκειμένου.

Οι μύκητες του γένους Phytophthora είναι εδαφογενή παθογόνα και ζουν στα πρώτα cm του εδάφους. Διατηρούνται στο έδαφος με τη μορφή ωοσπορίων ή χλαμυδοσπορίων και με την μορφή μυκηλίου μέσα στους ιστούς ξενιστών. Οι μολύνσεις προέρχονται από ζωοσπόρια ή βλαστάνοντα με υφή σποριάγγεια. Μολύνσεις μπορούν να γίνουν χωρίς να υπάρχει πληγή, η ύπαρξη όμως πληγής διευκολύνει τη μόλυνση. Τα διάφορα είδη μπορεί να είναι ενδημικά σ’ ένα δενδροκομείο, μπορούν όμως να μεταφερθούν με μολυσμένο χώμα, τρεχούμενο νερό και μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Τα ζωοσπόρια αν και έχουν δική τους κίνηση δεν μπορούν με αυτή να μεταφερθούν σε μεγάλες αποστάσεις. Συνήθως μεταφέρονται παθητικά με το νερό του ποτίσματος ή με πιτσιλίσματα εδάφους που προκαλεί η βροχή. Οι μύκητες αυτοί έχουν ανάγκη από νερό για τον σχηματισμό και την βλάστηση των σπορίων, τη μεταφορά των μολυσμάτων και τη διαδικασία της μόλυνσης. Για το λόγο αυτό οι ασθένειες παρουσιάζονται σε υγρά εδάφη, σε χρονιές πολλών βροχοπτώσεων και σε αρδευόμενα δενδροκομεία.

Το ασβέστωμα του κορμού κατά τον Απρίλιο με Μάϊο μήνα, με πυκνό διάλυμα βορδιγαλείου πολτού, περιορίζει σημαντικά την εκδήλωση της ασθένειας. Πάντως τα κυριότερα προληπτικά μέτρα, για να αποφύγουμε την εμφάνισή της φυτόφθορας είναι να μπολιάζουμε ψηλά τα δενδρύλλια (40cm τουλάχιστον πάνω από το έδαφος), να μη φυτεύουμε βαθιά τα δενδρύλλια, και να χρησιμοποιούμε ανθεκτικά υποκείμενα.




Βακτήριωση

Προσβολή Xanthomonas campestris σε καρύδι

Η ασθένεια προκαλείται από τον μύκητα Xanthomonas campestris και προκαλεί σημαντικές ζημιές στα άνθη, όπου επέρχεται και πτώση των θηλυκών άνθεων. Προσβάλλει και τους καρπούς όπου και επιφέρει πτώση των μικρών καρπών και μαύρισμα της ψίχας.

Η ξήρανση των ανθέων και τα έλκη στους κλάδους μοιάζουν πολύ με τα αρχικά συμπτώματα που εμφανίζονται στην ασθένεια βακτηριακό κάψιμο. Η διάκριση των ασθενειών απαιτεί μεγάλη εμπειρία και γίνεται ασφαλής μόνο με εργαστηριακή εξέταση.

Στα τρυφερά φύλλα και νεαρούς καρπούς σχηματίζονται μικρές νεκρωτικές, κυκλικές κηλίδες διαμέτρου 4-5 cm και χρώματος καστανού μέχρι μαύρου. Στους καρπούς οι κηλίδες είναι ελαφρά βυθισμένες. Οι μολύνσεις των βλαστών αρχίζουν κατά το τέλος του χειμώνα με αρχές άνοιξης, συνήθως από μικρές σχισμές ή πληγές στα πτερύγια των φύλλων και από εκεί εξαπλώνονται γρήγορα δια του μίσχου, τόσο στο έλασμα του φύλλου όσο και στον κλαδίσκο. Οι προσβεβλημένοι ιστοί παίρνουν ένα χρώμα βαθύ πράσινο ελαιώδες και αργότερα ξηραινόμενοι γίνονται καστανοί μέχρι καστανόμαυροι. Στις περιπτώσεις αυτές είναι χαρακτηριστικό ότι τα προσβεβλημένα φύλλα παραμένουν ξηρά πάνω στο δέντρο για μεγάλο διάστημα. Στη βάση των μίσχων των προσβεβλημένων φύλλων συχνά παρατηρείται έκκριση κόμμεος. Στους καρπούς η ασθένεια προκαλεί το σχηματισμό κυκλικών, νεκρωτικών, βυθισμένων κηλίδων, που έχουν διάμετρο 2-12 mm, χρώμα καστανό μέχρι μαύρο και δερματώδη υφή.

Οι πιο ευνοϊκές θερμοκρασίες για τις μολύνσεις είναι μεταξύ 12-20oC. Έχει διαπιστωθεί πως η συνεχής διαβροχή με νερό των φύλλων συντελεί κατ’ εξοχήν στην εκδήλωση επιδημιών. Ισχυροί άνεμοι με βροχή συντελούν στην εξάπλωση της ασθένειας επειδή δημιουργούνται πληγές στα πτερύγια των φύλλων και στους καρπούς από την αμοιβαία προστριβή τους και διευκολύνεται η διασπορά και είσοδος, μέσα στους ιστούς των μολυσμάτων. Επίσης η χαλαζόπτωση και οι ζημιές από παγετό συντελούν στην εκδήλωση σοβαρών επιδημιών.

Για την καταπολέμηση της βακτηρίωσης χρειάζεται:

  1. Κλάδεμα και καταστροφή με φωτιά των έντονα προσβεβλημένων βλαστών.
  2. Ψεκασμός με μυκητοκτόνο 3-4 φορές πριν βγούν τα φύλλα και επαναλαμβάνονται κάθε 10 ημέρες. Θα πρέπει βέβαια να αποφεύγονται οι εφαρμογές κατά την άνθηση.





Σηψιρριζίες

Οι μύκητες του γένους Armillaria προκαλούν σηψιρριζίες σε ένα μεγάλο αριθμό δασικών και καλλιεργούμενων φυτών όπως και στην καρυδιά.

Οι προσβολές Armillaria, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες σηψιρριζίες, δημιουργούν συνήθως νεκρώσεις δένδρων κατά ομάδες, αν και σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρούνται και νεκρά μεμονωμένα δένδρα διάσπαρτα στις συστάδες. Η προσβολή επεκτείνεται στα γειτονικά δένδρα με επαφή μεταξύ των ριζών. Η διαδικασία αυτή εξελίσσεται με βραδύ ρυθμό και απαιτούνται αρκετά χρόνια για την προσβολή και νέκρωση ενός δένδρου.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των μυκήτων του γένους Armillaria είναι τα ριζόμορφα . Αυτά μοιάζουν με ριζίδια, είναι κυλινδρικά διαμέτρου 1-4 mm, με χρώμα καστανό έως μαύρο. Τα ριζόμορφα είναι υπόφλοια μεταξύ φλοιού και ξύλου ή επιφυτικά, στον εξωτερικό φλοιό των ριζών και μπορεί να αυξάνονται ελεύθερα στο έδαφος, έχοντας τη δυνατότητα να προσβάλλουν τις ρίζες γειτονικών δένδρων.

Το πιο χαρακτηριστικό διαγνωστικό σημείο προσβολής των ειδών Armillaria είναι τα βασιδιοκάρπια (μανιτάρια) τα οποία εμφανίζονται συνήθως κατά δέσμες στη βάση νεκρών και ασθενών δένδρων ή πρέμνων. Αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διάκριση μεταξύ των διαφόρων ειδών Armillaria. 'Εχουν πίλο με χρώμα κιτρινοκαστανό έως ρόδινο και μακρύ στύπο. Τα βασιδιοκάρπια εμφανίζονται το φθινόπωρο εάν υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες υγρασίας και θερμοκρασίας. 'Όμως, σε σύντομο χρονικό διάστημα (1-2 εβδομάδες) μετά την εμφάνιση τους, αυτά αποσυντίθενται ή τρώγονται από ζώα και έντομα.

Ο μύκητας προκαλεί σήψη στους σκληρούς ζωντανούς ιστούς των ριζών του ξενιστή του, μέσω των ενζύμων του. Κάποια από τα συμπτώματα είναι η μείωση της ανάπτυξης των βλαστών, ο αποχρωματισμός των φύλλων, και η παραγωγή πολυάριθμων μικροσκοπικών κώνων. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων στο φύλλωμα εξαρτάται από την ηλικία και το μέγεθος του ξενιστή, καθώς και από την έκταση της επίθεσης στις ρίζες. Συνήθως τα μικρά δέντρα υποκύπτουν γρήγορα, ενώ τα μεγάλα παρακμάζουν βαθμιαία και νεκρώνονται σε χρόνο από 2 έως 8 έτη. Επιπλέον, εμφανίζονται κάτω από το φλοιό λευκά μυκήλια και ριζόμορφα μαύρου χρώματος συμπτώματα χαρακτηριστικά της Armillaria. Μερικές φορές οι μάζες αυτές των μυκήτων εκτείνονται πάνω ή κάτω από το έδαφος σε αρκετά εκατοστά, είτε στον κορμό είτε στη ρίζα αντίστοιχα.

Για την αντιμέτωπισή του, συστήνεται να γίνεται απολύμανση του εδάφους με κατάλληλα απολυμαντικά. Τα προσβεβλημένα φυτά θα πρέπει να απομακρύνονται μαζί με ολόκληρο το ριζικό τους σύστημα και να καταστρέφονται με τη φωτιά. Επίσης, θα πρέπει να γίνεται μακρόχρονη αμειψισπορά με φυτά (π.χ. σιτηρά), τα οποία δεν προσβάλλονται από το παθογόνο και να λαμβάνονται μέτρα καλής αποστράγγισης του αγρού.