Καλλιεργητικές τεχνικές που επηρεάζουν το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 06:57, 4 Οκτωβρίου 2016 υπό τον K kaponi (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εισαγωγή στις καλλιεργητικές τεχνικές που επηρεάζουν το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών

Διάφορες καλλιεργητικές επεμβάσεις όπως είναι το χαράκωμα, η χρήση νάνων υποκειμένων και η παροχή χημικών αυξητικών επιβραδυντήρων μειώνουν το μέγεθος των δένδρων και ευνοούν το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών. Ενώ αντίθετα οι επεμβάσεις ενδυναμώσεως της βλάστησης, όπως είναι το αυστηρό αραίωμα των καρπών, το αυστηρό χειμερινό κλάδευμα και η παροχή υπερβολικών ποσοτήτων αζωτούχων λιπασμάτων φαίνεται, ότι καθυστερούν το σχηματισμό ανθέων.[1]

Χαραγή η εντομή

Η χαραγή είναι μια διεργασία κατά την οποία αφαιρείται με εμβολιαστήριο φλοιός πάχους 2-5mm. Ο φλοιός του κορμού κόβεται μέχρι το ξύλο περιφερειακά. Η δε εντομή συνίσταται σε κόψιμο του φλοιού μέχρι το ξύλο κατά τον ίδιο τρόπο χωρίς όμως αφαίρεση δακτυλίου φλοιού. Η χαραγή ή η εντομή προσωρινά περιορίζει τη διακίνηση των φωτοσυνθετικών υλικών απ' τα φύλλα στις ρίζες με αποτέλεσμα τη συγκέντρωση υδατανθράκων και ορμονών πάνω απ' τη χαραγή ή εντομή. Η συγκέντρωση υδατανθράκων και ορμονών στους αυξανόμενους βλαστούς προκαλούν την προτροπή σχηματισμού ανθικών καταβολών.

Οι ρίζες καλύπτουν τις ανάγκες τους σε αναπνευστική ενέργεια και αύξηση απ' τα τροφικά τους αποθέματα μέχρι η χαραγή ή εντομή επουλωθεί. Οι επεμβάσεις αυτές πρέπει να γίνονται την άνοιξη ή νωρίς το καλοκαίρι, όταν το πλευρικό κάμβιο είναι ενεργό και ο φλοιός αποκολλάται ευκολα. Η επέμβαση είναι πιο αποτελεσματική κατά την περίοδο αυτή, γιατί η διαδικασία σχηματισμού των ανθοφόρων οφθαλμών βρίσκεται σε εξέλιξη. Το τραύμα επουλώνεται γρήγορα, γιατί ο κάλλος σχηματίζεται εύκολα, έτσι περιορίζεται στο ελάχιστο η ζημιά στο δένδρο. Το πολύ στενό κενό επουλώνεται εντός 7 έως 10 ημερών, ιδιαίτερα, αν η χαραγή καλύπτεται με κόλλα εμβολιασμού προς αποφυγή αποξηράνσεως.[1]

Συνδυασμός υποκειμένου-εμβολίου

Οι πολύ ανθοφόρες ποικιλίες, όταν εμβολιάζονται σε νάνα υποκείμενα, συνήθως μπαίνουν σ' ανθοφορία- καρποφορία σε νεώτερη ηλικία απ' εκείνες που είναι εμβολιασμένες σε ζωηρά σπορόφυτα. Η πρόωρη αυτή ανθοφορία - καρποφορία των νάνων δένδρων αποδίδεται:

  • Στην ικανότητα της εμβολιασμένης ποικιλίας, ιδιαίτερα του λογχοειδούς τύπου ή των συμπαγών τύπων, να σχηματίζουν άνθη ακόμα και υπό δυσμενείς συνθήκες.
  • Στην επίδραση της χαραγής στην εμβολιαστική ένωση.
  • Στην περιορισμένη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος.

Το τελικό αποτέλεσμα τέτοιων συνδυασμών υποκειμένου-εμβολίου είναι ότι αμφότερα υποκείμενο και εμβόλιο δεν αυξάνονται πολύ ζωηρά. Όθεν, οι αφομοιώσιμες τροφές κατευθύνονται και χρησιμοποιούνται σε περιοχές σχηματισμού ανθέων, ανάπτυξης καρπών και σχηματισμού λογχοειδών μάλλον, παρά για την ανάπτυξη ζωηρών ξυλοφόρων βλαστών. Οι συνδυασμοί εμβολίου-υποκειμένου μπορεί να επισπέσουν το σχηματισμό των ανθοφόρων οφθαλμών δι' ελαφρού χειμερινού κλαδέματος και εφαρμογής καλοκαιρινού κλαδέματος. Η ικανότητα για ανθοφορία δεν περιορίζεται αναγκαστικά από τη ζωηρότητα. Ετήσια φυτά ακτινιδίου και πλαγιόκαρπες ποικιλίες καρυδιάς μπορούν να αναπτύξουν βλάστηση μέχρι 3 μέτρων, αλλά σχηματίζουν και άνθη.[1]

Επιβραδυντήρες αύξησης

Οι επιβραδυντήρες αύξησης (χημικές συνθετικές ουσίες που επιβραδύνουν τη διαίρεση και μεγέθυνση των κυττάρων του βλαστού) όπως το cycocel (CCC), το daminozide (Alar), το Pactobutrazol κ.α., αρχικά δημιουργήθηκαν για τον έλεγχο του μεγέθους των φυτών, αλλά γρήγορα φάνηκε ότι προωθούν και το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών. Η ανθοφορία δένδρων μηλιάς και κερασιάς ήταν μεγαλύτερη την επόμενη άνοιξη στα δένδρα εκείνα που ψεκάστηκαν με το Alar απ' ότι στα αψέκαστα (το Alar, επειδή προκαλεί καρκινογένεση στον άνθρωπο, έχει αποσυρθεί από την αγορά και απαγορεύεται η χρήση του). Οι χημικοί αυτοί επιβραδυντήρες αύξησης πιστεύεται ότι ενεργούν δια παρεμποδίσεως της σύνθεσης της γιββερελλίνης. Οι διάφορες χημικές ουσίες μπλοκάρουν τις διόδους σύνθεσης σε διάφορες περιοχές. Το daminozide (Alar) διακόπτει το μεταβολισμό του διτερπενίου δι' αυξήσεως των συγκεντρώσεων ορισμένων πρόδρομων ουσιών της γιββερελλίνης και δια μειώσεως άλλων. Οι επιβραδυντήρες αύξησης δε διακόπτουν μόνο τη σύνθεση της γιββερελλίνης, αλλά καταστρέφουν επίσης τις μεταβολικές διόδους και άλλων ορμονών, όπως αυξινών.[1]

Το κλαδευμένο σε σχέση με το ακλάδευτο

Το χειμερινό κλάδευμα νεαρού δένδρου μειώνει το μέγεθος του εναέριου μέρους του δένδρου, αλλά αφήνει άθικτο το ριζικό σύστημα. Η δημιουργούμενη ανισορροπία μεταξύ της κόμης και του ριζικού συστήματος αυξάνει τη ζωηρότητα της κόμης την επόμενη άνοιξη, γιατί οι τροφές που αποθηκεύονται στις ρίζες και στον κορμό κατά την προηγούμενη βλαστική περίοδο χρησιμοποιούνται από λιγότερους οφθαλμούς. Καθώς τα κλαδευμένα δένδρα αυξάνουν σε μέγεθος, οι βλαστοί επιμηκύνονται λιγότερο και χρειάζονται ελαφρότερο χειμερινό κλάδευμα. Τα δένδρα μπαίνουν στην κλάση ΙΙΙ της σχέσης C/N και αρχίζουν να σχηματίζουν ανθοφόρους οφθαλμούς και να παράγουν καρπούς. Επομένως το κλάδευμα καθυστερεί την έναρξη σχηματισμού ανθέων, αλλά επειδή τα δένδρα είναι καλοκλαδευμένα και καλοδιατηρημένα, παράγουν κάθε χρόνο καλής ποιότητας καρπούς.

Τα ακλάδευτα δένδρα μπαίνουν νωρίτερα σε καρποφορία σε σχέση με τα κλαδευμένα, γιατί τα ακλάδευτα δένδρα χάνουν νωρίς τη ζωηρότητα τους, και τα άνθη που σχηματίζονται δεν αφαιρούνται. Αν, ωστόσο, τα δένδρα αφεθούν ακλάδευτα για μια μεγάλη περίοδο, οι κλάδοι της κόμης πυκνώνουν και περιορίζουν την είσοδο του φωτός στα ενδότερα μέρη αυτής. Κάτω από τις συνθήκες αυτές σκιάσεως τα περισσότερα φύλλα φωτοσυνθέτουν λίγο περισσότερο απ' το σημείο αναπλήρωσης, γεγονός που οδηγεί στο σχηματισμό ελαχίστων ανθοφόρων οφθαλμών.

Όταν το δένδρο δεν κλαδευτεί κατά τα πρώτα στάδια της αναπτύξεως του, η κατάσταση αυτή ευνοεί το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών, αλλ' αυτό βαθμηδόν καταλήγει σε ακαρπία. Οι καρποί των ακλάδευτων δένδρων συνήθως είναι υποβαθμισμένης ποιότητας και επιπροσθέτως δυσχεραίνεται η συγκομιδή αυτών. Οι σκιαζόμενοι βλαστοί σχηματίζουν λίγα άνθη και σε μεγάλο ποσοστό ατελή.[1]

Καλοκαιρινό κλάδευμα

Το κλάδεμα που διενεργείται νωρίς το καλοκαίρι, είναι καταστροφικο για ένα ενήλικο δένδρο, αν και αποτελεί καλή πρακτική μόρφωσης του σχήματος των νεαρών δένδρων. Το καλοκαιρινό κλάδευμα των ενήλικων δένδρων πρώϊμων ποικιλιών εφαρμόζεται σε συνδυασμό με τη χρήση των επιβραδυντήρων αύξησης και των υποκειμένων, που ελέγχουν το μέγεθος για να:

  • Διατηρήσουμε ένα δένδρο στον κανονικό του όγκο.
  • Βελτιώσουμε το χρωματισμό των ώριμων καρπών.

Ανοίγοντας την κόμη των δένδρων στην κορυφή, δι' αραιώσεως των μικρών βλαστών και δια κορυφολογήσεως άλλων, εκθέτουμε τα φύλλα του εσωτερικού μέρους της κόμης σε καλύτερο φωτισμό και επισπεύδουμε το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών. Ωστόσο, η επέμβαση αυτή οδηγεί σε επαναβλάστηση το φθινόπωρο και εκθέτει έτσι το δένδρο στους χειμερινούς επιζήμιους παγετούς. Το καλοκαιρινό κλάδευμα μερικές φορές συμβάλλει σε πρώϊμη έκπτυξη των οφθαλμών την άνοιξη, των οποίων τα άνθη υφίστανται ζημιές απ' τους σημειούμενους την περίοδο εκείνη παγετούς. [1]

Κλάδευμα ριζών

Το κλάδευμα των ριζών είναι μια παλαιά πρακτική που:

  • Μειώνει τη συνολική αποθηκευμένη τροφή, η οποία είναι διαθέσιμη για τους οφθαλμούς.
  • Απομακρύνει ριζικά τμήματα, τα οποία αποτελούν κέντρα παροχής διαφόρων ορμονών.

Έτσι για κάθε οφθαλμό του δένδρου διατίθεται μικρότερο μερίδιο διαθέσιμης τροφής, νερού και ορμονών, μ' αποτέλεσμα οι αναπτυσσόμενοι βλαστοί ν' αυξάνουν λιγότερο απ' εκείνους των δένδρων, των οποίων το ριζικό σύστημα παραμένει άθικτο. Η μείωση της βλάστησης της κόμης ευνοεί το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών.[1]

Υπερβολική αζωτούχος λίπανση

Η παροχή, υπερβολικών ποσοτήτων αζωτούχου λιπάσματος δυναμώνει βλαστικά το δένδρο και το οδηγεί στο σχηματισμό μακρών ευθυτενών βλαστών με μεγάλα και τρυφερά φύλλα. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε ταχεία πλήρωση της κόμης, νωρίς την άνοιξη, και σε σκίαση των φύλλων, που βρίσκονται στο εσωτερικό της κόμης, κατάσταση που είναι μη ευνοϊκή για το σχηματισμό ανθικών καταβολών.[1]

Χειρισμοί κλάδων

Η κάμψη των κλάδων σε οριζόντια θέση είναι επίσης μια παλαιά καλλιεργητική τεχνική, που εμποδίζει την επιμήκυνση των βλαστών και προάγει την ανθοφορία. Όταν ένας βραχίονας καμφθεί, όσο γίνεται περισσότερο, από την κατακόρυφη θέση του, ο επάκριος οφθαλμός χάνει την ικανότητα του να κυριαρχήσει έναντι των πλαγίων (φαινόμενο κυριαρχίας της κορυφής). Χημικές αναλύσεις των επάκριων αυτών οφθαλμών έδειξαν, ότι η περιεκτικότητα τους σε γιββερελλικό οξύ σταθερά μειώνονταν για αρκετές εβδομάδες, όταν κάμφθησαν οι βραχίονες από την κάθετη θέση και η αύξηση των βλαστών μειώθηκε κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Η μείωση αυτή της περιεκτικότητας της γιββερελλίνης η οποία σχετίζεται μ' επαύξηση του σχηματισμού των ανθοφόρων οφθαλμών, επιβεβαιώνει την άποψη ότι οι γιββερελλίνες ανταγωνίζονται το σχηματισμό ανθικών καταβολών.

Η θέση του βραχίονα - κλάδου επαυξάνει το σχηματισμό ανθέων κατά δυο άλλους τρόπους:

  • Μέσω της έκθεσης των φύλλων στο φως, το οποίο είναι πλουσιότερο σε κόκκινο φάσμα τα πρωϊνά, πράγμα που ευνοεί τη σύνθεση της κυτοκινίνης.
  • Η καθοδική μεταφορά των αυξινών, GA και υδατανθράκων παρεμποδίζεται δια του σχηματισμού σομφού ξύλου.

Η γνώση, σχετικά με την αντίστροφη σχέση μεταξύ βλαστικής αύξησης και της δυνατότητας άνθησης στα καρποφόρα δένδρα, αποτελεί τη θεμελιώδη αρχή για πολλές από τις καλλιεργητικές φροντίδες. Αν τα δένδρα είναι πολύ ζωηρά και δένουν λίγους καρπούς, οι ακόλουθες διεργασίες μπορεί να διορθώσουν την κατάσταση σε λίγα χρόνια:

  • Ελαφρό κλάδευμα για την ενθάρυνση πολλών οφθαλμών να βλαστήσουν.
  • Μείωση ή διακοπή παροχής αζώτου για μια ή δυο βλαστικές περιόδους.
  • Αποφυγή αραιώματος καρπών ή πολύ ελαφρό αραίωμα καρπών.
  • Σπάρσιμο του οπωρώνα με κάποιο ετήσιο φυτό, (που να μη φιλοξενεί αρρώστιες, που προσβάλλουν τα δένδρα) που θα ανταγωνίζεται τα δένδρα σε θρεπτικά στοιχεία και νερό.

Πρέπει ν' αποφεύγεται η φύτευση ποικιλιών καρποφόρων δένδρων που παρενιαυτοφορούν. Τα φυτευμένα ήδη δένδρα που έχουν αυτή την τάση, πρέπει να επανεμβολιάζονται με ποικιλίες που δεν παρενιαυτοφορούν.

Η παραγωγή μπορεί να σταθεροποιηθεί στις ποικιλίες που έχουν κάποια ελαφρά τάση για παρενιαυτοφορία ως ακολούθως:

  • Με μέτριο κλάδευμα των δένδρων μετά από ένα έτος ακαρπίας.
  • Με αραίωμα των ανθέων.
  • Με αραίωμα καρπών εντός εντός 3 έως 5 εβδομάδων μετά την πλήρη ανθοφορία, που παράγεται κατά το χρόνο καρποφορίας.

Οι επεμβάσεις αυτές:

  • Προάγουν την ανθοφορία την επόμενη χρονιά δια ρυθμίσεως της σχέσης φύλλων/καρπών
  • Περιορίζουν ή ελαχιστοποιούν την επίδραση των σπόρων στο σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών
  • Βελτιώνουν το φωτισμό του δένδρου για την επόμενη περίοδο.[1]


Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997