Αννόνα

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Γενικά Στοιχεία Αννόνα

Η αννόνα κατάγεται από την τροπική Αμερική. Το γένος Annona περιλαμβάνει πάνω από 50 είδη, από τα οποία ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα είδη Annona cherimola Mill, Annona muricata L, Annona squamosa L, Annona devirsifolia Saff., Annona reticulata L. και το υβρίδιο atemoya (A. cherimola x A. squamosa). Απ' αυτά οικονομικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα δυο πρώτα, ήτοι τα A. muricata και A. cherimola.[1]

Ποικιλία-1-Αννόνα

Annona muricata (soursop) Το είδος Annona muricata L. είναι το σπουδαιότερο απ' όλα τα είδη του γένους Annona και το πιο τροπικό. Ανήκει στην οικογένεια Annonaceae. Απαντά σ' όλες τις τροπικές χώρες και οι καρποί του είναι πολύ δημοφιλείς στην Κούβα. Είναι δένδρο ορθόκλαδο μικρού μεγέθους (ύψους 4.5-6 μέτρα) και αειθαλές στις τροπικές περιοχές. Οι ψυχροί άνεμοι, οι θερμοκρασίες πλησίον σ' αυτές του παγετού και η υπερβολική ξηρασία προκαλούν φυλλόπτωση και κατά συνέπεια το δένδρο συμπεριφέρεται ως φυλλοβόλο. Στη Φλόριδα των Η.Π.Α. παραμένει χωρίς φύλλα γι' αρκετές εβδομάδες κατά τους χειμερινούς μήνες. Τα φύλλα είναι βαθυπράσινα, γυαλιστερά και δερματώδη, μήκους 12.5-20 cm και αναδίδουν ισχυρή και μη ευχάριστη μυρωδιά κατά το τρίψιμό τους. Τα άνθη είναι μονήρη, μήκους 2.5-5cm, με παχιά πέταλα και σχηματίζονται κυρίως σε παλιό ξύλο. Ο καρπός είναι σύνθετος και μεγάλου μεγέθους (βάρους συνήθως 2-2.5kg). Έχει σχήμα ωοειδές ή καρδιοειδές. Ο φλοιός είναι πρασινοκίτρινος κατά την ωρίμανση και φέρει πολυάριθμα μαλακά αγκάθια με κατεύθυνση προς την κορυφή του καρπού. Όταν κάποια ωάρια του άνθους δεν γονιμοποιηθούν, τότε ο καρπός αποκτά ανώμαλο σχήμα. Η σάρκα είναι λευκή, χυμώδης, μαλακή, αρωματική και περιέχει πολλούς επίπεδους σπόρους, χρώματος καφετί και μήκους περίπου 2 cm. Η πολτοποιημένη σάρκα, έχει μια ευδιάκριτη, ευχάριστη, όξινη γεύση και χρησιμοποιείται κυρίως για τον αρωματισμό των παγωτών και ως δροσιστικό των ποτών. Η ωρίμανση των καρπών λαμβάνει χώρα το καλοκαίρι και φθινόπωρο και μπορεί να συνσυπάρχουν στο δένδρο άνθη και ώριμοι καρποί. Ο καρπός συνίσταται από νερό 81%, πρωτεΐνη 1.7%, λίπος 0.8%, σάκχαρα 12%, άμυλο 1.1%, κελλουλόζη 1.8%, οξέα 0.9% και τέφρα 0.7%. Η αννόνα χαρακτηρίζεται από το φαινόμενο της διχογαμίας και κατά συνέπεια η σταυρεπικονίαση κρίνεται αναγκαία και εξασφαλίζεται με τη συγκαλλιέργεια διαφόρων ποικιλιών συνανθουσών και συμβιβαστών. Η τεχνητή επικονίαση αυξάνει το ποσοστό της καρπόδεσης και βελτιώνει την ανάπτυξη των καρποφύλλων, γι' αυτό κρίνεται ως ανγακαία. Η αννόνα πολλάπλασιάζεται με σπόρο και αγενώς με εμβολιασμό (ενοφθαλμισμό, εγκεντρισμό) και μοσχεύματα. Ο εμβολιασμός γίνεται σε υποκείμενα σπορόφυτα του ιδίου είδους ή άλλων ειδών και ακόμα σε σπορόφυτα των αγρίων ειδών A. glabra και A. montana. Ως ποικιλίες καλλιεργούνται επιλεγμένα σπορόφυτα, τα οποία χαρακτηρίζονται από ικανοποιητική παραγωγή και καλής ποιότητας καρπούς. Η αννόνα είναι πολύ ευαίσθητη στο ψύχος και θα πρέπει να καλλιεργείται σε περιοχές απαλλαγμένες από παγετούς και ψυχρούς ανέμους. Είναι απαιτητική σε υγρασία, αλλά κατά την περίοδο της ανθοφορίας οι ξερικές συνθήκες ευνοούν την καρπόδεση. Θέλει εδάφη βαθιά, γόνιμα καλοαποστραγγιζόμενα, με πολύ μικρή περιεκτικότητα σε ασβέστιο. Μπορεί να καλλιεργηθεί με επιτυχία σε αμμώδη εδάφη, στα οποία έχουν ενσωματωθεί κοπριά και χημικά λιπάσματα. Επειδή είναι δένδρο επιπολαιόριζο, η εφαρμογή εδαφικού επιστρώματος και τα συχνά ποτίσματα κατά το καλοκαίρι κρίνονται αναγκαία. Κατάλληλα είναι και τα αμμοπηλώδη και από ιλύ εδάφη, ως και τα αργιλώδη με καλή αποστράγγιση και αερισμό. Το pH πρέπει να είναι 5.5.-6.5. Η απόσταση φυτεύσεως των δένδρων κυμαίνεται από 5-6 μέτρα και ο αριθμός αυτών ανά στρέμμα ανέρχεται σε 28-40. Τα δένδρα μπαίνουν σε καρποφορία από το τρίτο έτος της ηλικίας τους και από της άνθισης μέχρι της συγκομιδής των καρπών απαιτούνται 2-6 μήνες. Είναι δένδρο απαιτητικό σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο. Το κλάδεμα συνίσταται στη διαμόρφωση θαμνώδους κυπελλοειδούς σχήματος και στην απομάκρυνση των ξερών και προσβεβλημένων κλάδων. Ο καρπός είναι ώριμος όταν αποκτήσει πρασινοκίτρινο χρωματισμό. Οι καρποί τοποθετούνται στο ψυγείο μέχρι ο φλοιός τους αποκτήσει χρώμα καφετί και τότε είναι κατάλληλοι για φάγωμα. Είναι πλούσιος σε βιταμίνες B και C.[1]


Ποικιλία-2-Αννόνα

Annona cherimola (τσεριμόγια) Η τσεριμόγια ανήκει στην οικογένεια Annonaceae. Κατάγεται απ' τα υψίπεδα του Περού και Εκουαδόρ, αλλά σήμερα καλλιεργείται σε πολλές περιοχές της τροπικής και υποτροπικής ζώνης. Ως δένδρο αναπτύσσεται ικανοποιητικά, όταν είναι νεαρό, αλλά σιγά-σιγά παρακμάζει βλαστικά και ποτέ δεν αποκτά μεγάλο μέγεθος. Πρακτικά αποβάλλει όλα τα φύλλα κατά το χειμώνα και πολλοί νεαροί βλαστοί και μικρότεροι κλάδοι αποθνήσκουν, και έτσι το δένδρο παρουσιάζει μια ασθενική εμφάνιση μέχρι να εμφανιστούν τα νέα φύλλα και άνθη κατά την άνοιξη. Τα ανοικτοπράσινα φύλλα, μήκους 10-25cm , έχουν κατ' εναλλαγή διάταξη. Τα ευωδιαστά στενά άνθη, μήκους 2.5 cm απαντούν ανά ένα και μερικές φορές ανά 2-3 μαζί σ' ένα κοντό κρεμαστό ανθικό στέλεχος, απέναντι από τα φύλλα των νεαρών βλαστών ή στις ουλές των παλαιών φύλλων σε παλαιότερο ξύλο. Η ωοθήκη δεν είναι επιδεκτική γονιμοποιήσεως κατά την απελευθέρωση της γύρης, επομένως η σταυρεπικονίαση κρίνεται αναγκαία. Ο καρπός είναι συγκάρπιο και το σχήμα του ποικίλλει από κωνικό έως ωοειδές και καμιά φορά ανώμαλο, όταν η γονιμοποίηση των άνθεων είναι ατελής. Έχει μήκος από 7.5-20cm και βάρος 0.5-1kg. Η επιφάνεια του καρπού χαρακτηρίζεται από προεξοχές σπειροειδώς διατεταγμένες. Η σάρκα είναι κρεμ λευκή, μαλακή, γευστική, αρωματική, ελαφρά υπόξινη και περιέχει πολλούς καφετί-μαύρους σπόρους, μήκους 1.2 cm. Πολλά σπορόφυτα και κάποιες ποικιλίες παράγουν, καρπούς κατώτερης ποιότητας. Συνήθως τρώγεται ως νωπός καρπός. Η τσεριμόγια χαρακτηρίζεται απο το φαινόμενο της διχογαμίας και κατά συνέπεια η σταυρεπικονίαση των ανθέων είναι αναγκαία και εξασφαλίζεται με τη συγκαλλιέργεια συνανθουσών και συμβιβαστών ποικιλιών. Η τεχνητή επικονίαση αυξάνει το ποσοστό της καρπόδεσης και βελτιώνει την ανάπτυξη των καρποφύλλων, γι' αυτό κρίνεται αναγκαία. Τα τελευταία χρόνια δοκιμάζονται διάφορα ορμονικά παρασκευάσματα για την παραγωγή παρθενοκαρπικών καρπών. Ο πολλαπλασιασμός της τσεριμόγια γίνεται με σπόρο, αλλά και αγενώς με εμβολισμό (ενοφθαλμισμό ή εγκεντρισμό) των επιθυμητών ποικιλιών σε σπορόφυτα του ίδιου είδους ή με μόσχευμα. Οι πιο γνωστές ποικιλίες είναι οι Maderia, Smoothy, και Spanish. Ως δένδρο η τσεριμόγια είναι ευαίσθητη στους παγετούς και οι κλάδοι σπάζουν εύκολα στους ισχυρούς ανέμους. Είναι λιγότερο ανθεκτική στα υγρά εδάφη απ' ότι τ' άλλα δένδρα. Τόσο τα φύλλα όσο και οι νεαροί βλαστοί μπορεί να θανατωθούν από τις υψηλές θερμοκρασίες, στις οποίες τα εσπεριδοειδή ευδοκιμούν. Ευδοκιμεί σε εδάφη αμμώδη, αμμοπηλώδη, από ιλύ εδάφη ως και σ' αργιλώδη με καλή αποστράγγιση και αερισμό. Είναι λιγότερο ανεκτική στα υγρά εδάφη απ΄ότι τα εσπεριδοειδή, αλλά πιο ανεκτική απο το αβοκάντο. Το pH του εδάφους πρέπει να είναι 5.5-6.5. Επειδή είναι δένδρο επιπολαιόριζο η εφαρμογή εδαφικού επιστρώματος και τα συχνά ποτίσματα το καλοκαίρι κρίνονται αναγκαία. Είναι δένδρο απαιτητικό σε ατμοσφαιρική σχετική υγρασία. Η απόσταση φυτεύσεως των δένδρων κυμαίνεται από 5-6 μέτρα και ο αριθμός αυτών, ανά στρέμμα, ανέρχεται σε 28-40. Τα δένδρα μπαίνουν σε καρποφορία από το τρίτο έτος της ηλικίας τους και από της ανθίσεως μέχρι της συγκομιδής των καρπών απαιτούνται 2-6 μήνες. Είναι δένδρο απαιτητικό σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο. Το κλάδεμα συνίσταται στη διαμόρφωση θαμνώδους κυπελλοειδούς σχήματος και αφαίρεση των ξερών και προσβεβλημένων κλάδων. Το αυστηρό κλάδεμα μειώνει την ανθοφορία και καρποφορία των δένδρων περισσότερο απ' ότι στα εσπεριδοειδή. Το μέτριο ετήσιο κλάδεμα δεν επηρεάζει την νέα βλάστηση να σχηματίσει άνθη και επιπλέον αυξάνει το μέγεθος των καρπών. Ο καρπός είναι ώριμος όταν αποκτήσει πρασινοκίτρινο χρωματισμό. Διατηρείται για 3 εβδομάδες στους 100C, αλλά είναι ευαίσθητος σε χαμηλότερες θερμοκρασίες. [1]


Σχετικές σελίδες


Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 Ειδική δενδροκομία Τόμος V "Τροπικά φυτά", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Εκδόσεις Σταμούλη, 2001.