Διαγνωστικά στοιχεία

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Για την περιγραφή, τη μελέτη και προπαντός τη διάγνωση των νόσων [1] απαιτείται η γνώση ορισμένων στοιχείων των φυσιολογικών λειτουργιών του οργανισμού των ζώων. Τα στοιχεία αυτά αφορούν στη θερμοκρασδία του σώματος, τους καρδιακούς τόνους και το σφυγμό, τη συχνότητα της αναπνοής, τους βλεννογόνους, το αίμα, τα κόπρανα, τα ούρα κ.λπ.

Θερμοκρασία του σώματος

Η θερμοκρασία του σώματος για κάθε είδος ζώου κυμαίνεται μέσα σε ορισμένα φυσιολογικά όρια και ρυθμίζεται κατάλληλα από έναν ειδικό μηχανισμό. Στην περίπτωση χαμηλής θερμοκρασίας στο περιβάλλον η ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος των ζώων γίνεται με την κατάλληλη ενέργεια του ορμονικού συστήματος και κυρίως της υπόφυσης και των επινεφριδίων με την έκκριση από αυτά της αδρεναλίνης. Στην υψηλή θερμοκρασία του περιβάλλοντος η θερμοκρασία του σώματος ρυθμίζεται σε φυσιολογικά όρια με την αγγειοδιαστολή, με την εφίδρωση και σε ορισμένα ζώα, όπως στο πρόβατο και το σκύλο, με την ταχύπνοια, κατά την οποία αποβάλλεται σημαντική ποσότητα υδρατμών.

Η φυσιολογική θερμοκρασία του σώματος των κατοικιδίων ζώων, που παίρνεται στο απευθυσμένο έντερο, σε βαθμούς Κελσίου (oC) έχει ως εξής:

Ιπποειδή 37,5-38,0 Κόνικλος 39,0-39,5
Βοοειδή 38,5-39,0 Πτηνά 40,0-42,00
Πρόβατο 39,0-39,5 Σκύλος 39,0-39,5
Αίγα 39,0-40,0 Γάτα 38,5-39,0
Χοίρος 39,0-39,5

Η θερμοκρασία του σώματος των ζώων παρουσιάζει ορισμένες διακυμάνσεις που οφείλονται σε διάφορους παράγοντες, οι κυριότεροι απ' τους οποίους είναι οι εξής:

  • Ηλικία. Τα νεαρά άτομα έχουν λίγο υψηλότερη θερμοκρασία από όσο τα ηλικιωμένα.
  • Φυλή. Τα ζώα των φυλών εντατικών αποδόσεων έχουν λίγο υψηλότερη θερμοκρασία.
  • Φύλο. Τα αρσενικά ζώα έχουν λίγο υψηλότερη θερμοκρασία από τα θηλυκά.
  • Ώρα της ημέρας. Το βράδυ είναι λίγο υψηλότερη η θερμοκρασία και ιδιαίτερα στα βοοειδή κατά 0,5-1oC.
  • Διατροφή. Η πλούσια σε θρεπτικά συστατικά διατροφή έχει ως συνέπεια την άνοδο της θερμοκρασίας κατά 1oC.
  • Εργασία. Κατά τη διάρκεια κάποιας εγασίας ή λίγο μετά η θερμοκρασία του σώματος του ζώου είναι λίγο υψηλότερη.
  • Θερμοκρασία του περιβάλλοντος. Το θέρος είναι λίγο υψηλότερη, ενώ κατά το χειμώνα λίγο χαμηλότερη.
  • Κόπωση λόγω εργασίας ή πορείας. Η θερμοκρασία είναι υψηλότερη.
  • Φλεγμονή του απευθυσμένου. Έχει ως συνέπεια την αύξηση της θερμοκρασίας.
  • Παράλυση του πρωκτού έχει ως συνέπεια την πτώση της θερμοκρασίας.
  • Υποκλυσμοί θερμοί ανεβάζουν τη θερμοκρασία και ψυχροί την κατεβάζουν.
  • Υπερπλήρωση του απευθυσμένου με κόπρανα έχει ως συνέπεια την πτώση της θερμοκρασίας.

Όταν η θερμοκρασία του σώματος είναι υψηλότερη από τα παραπάνω φυσιολογικά όρια ονομάζεται πυρετός, ενώ όταν είναι χαμηλότερη, υποθερμία. Ο πυρετός ανάλογα με το ύψος του χαρακτηρίζεται χαμηλός ή πυρέτιο, μέτριος, υψηλός και υπερθερμία και αποτελεί βασικό σύμπτωμα διαφόρων ασθενειών, όπως και η υποθερμία άλλων παθολογικών καταστάσεων.

Ο υψηλότερος πυρετός σπάνια υπερβαίνει τους 42oC σε όλα τα είδη των ζώων. Από πολύ υψηλό πυρετό συνοδεύονται συνήθως τα λοιμώδη νοσήματα και η σηψαιμία.

Η εκδήλωση του πυρετού σε ένα ζώο σημαίνει αντίδραση του οργανισμού του σε μια λοίμωξη ή τοξίκωση. Έτσι αν εκδηλωθεί πυρετός ύστερα από χειρουργικές επεμβάσεις ή τραυματισμούς, σημαίνει ότι έχει συμβεί κάποια μόλυνση ή λοίμωξη.

Καρδιακοί τόνοι και σφυγμός

Οι καρδιακοί τόνοι ή καρδιακές ώσεις καθίστανται αντιληπτοί με την ακρόαση που γίνεται με το στηθοσκόπιο ή απευθείας με το αυτί του εξετάζοντος επάνω στην αριστερή θωρακική χώρα, στο κατώτερο μέρος της και αμέσως πίσω και λίγο επάνω από την άρθρωση του αγκώνα του εξεταζόμενου ζώου.

Διακρίνονται δυο καρδιακοί τόνοι. Ο πρώτος τόνος ή συστολικός, ο οποίος συμπίπτειπρος την έναρξη της συστολής των κοιλιών της καρδιάς και ο δεύτερος τόνος ή διαστολικός, ο οποίος ακούγεται κατά την έναρξη της διαστολής των κοιλιών της καρδιάς.

Κατά την παραπάνω εξέταση διαπιστώνεται η ένταση, ο ρυθμός και η συχνότητα των καρδιακών τόνων. Παράλληλα διαπιστώνεται αν υπάρχουν και άλλοι ήχοι, που είναι τα φυσήματα και οι ήχοι τριβής και που αποτελούν συμπτώματα παθολογικών καταστάσεων της καρδιάς.

Η ένταση των καρδιακών τόνων πρέπει να είναι για το κάθε ζώο σε κανονικά όρια. Τόσο οι ισχυροί όσο και οι ασθενείς καρδιακοί τόνοι είναι αποτέλεσμα παθολογικών καταστάσεων. Αύξηση της έντασής τους συμβαίνει στη διέγερση της καρδιακής λειτουργίας λόγω υπερτροφίας της καρδιάς, υπερκόπωσης, πυρετού, πνευμονικών και νεφρικών παθήσεων κ.λπ. Εξασθένιση των καρδιακών τόνων σημειώνεται σε περιπτώσεις κατάπτωσης των δυνάμεων του οργανισμού και εξάντλησης γενικά από βαριά νοσήματα.

Ο ρυθμός των καρδιακών τόνων πρέπει να είναι σταθερός. Σε αντίθετη περίπτωση δηλαδή όταν υπάρχει αρρυθμία ή διχασμός των τόνων, πρόκειται για παθολογικές καταστάσεις.

Η συχνότητα των καρδιακών τόνων, δηλαδή ο αριθμός τους ανά λεπτό, βρίσκεται σε ορισμένα φυσιολογικά όρια για το κάθε είδος ζώου. Τόσο η αύξηση της συχνότητάς τους (ταχυκαρδία) όσο και η μείωσή τους (βραχυκαρδία) οφείλονται σε παθολογικές καταστάσεις.

Η συχνότητα των καρδιακών τόνων των κατοικιδίων ζώων (αριθμός τόνων ανά λεπτό) έχει ως εξής:

Ιπποειδή 40 (25-50)
Ημίονος και όνος 50 (40-55)
Βοοειδή 60 (60-70)
Αιγοπρόβατα 70 (60-80)
Χοίρος 70 (60-90)
Κόνικλος 130 (120-140)
Πτηνά 140-400
Σκύλος 110 (100-120)
Γάτα 120 (110-130)

Η συχνότητα των καρδιακών τόνων των ζώων παρουσιάζει διακυμάνσεις, γιατί επηρεάζεται από τους εξής παράγοντες: την ηλικία (συχνότεροι τόνοι στα νεαρά άτομα), τον όγκο του σώματος (συχνότεροι τόνοι στα μικρόσωμα ζώα), τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος (αυξομειώνεται ανάλογα), το φύλο του ζώου (τα αρσενικά έχουν μικρότερη συχνότητα), τη θέση του ζώου (κατά την κατάκλιση μικρότερη συχνότητα) και είναι αυξημένη στην εγκυμοσύνη, την εργασία και μετά τα γεύματα.

Τα φυσήματα της καρδιάς (ενδοκαρδιακά φυσήματα) γίνονται αντιληπτά κατά την ακρόαση. Διακρίνονται σε προσυστολικά, τα οποία προηγούνται του πρώτου τόνου (συστολικού), συστολικά, τα οποία ακούγονται κατά τον πρώτο τόνο, προδιαστολικά, τα οποία προηγούνται και του δεύτερου τόνου (διαστολικού) και διαστολικά, τα οποία ακούγονται κατά το δεύτερο καρδιακό τόνο. Τα φυσήματα της καρδιάς οφείλονται σε ανεπάρκεια των καρδιακών βαλβίδων ή σε στένωση των μεγάλων αγγείων (της αορτής ή της πνευμονικής αρτηρίας).

Οι ήχοι τριβής (εξωκαρδιακά φυσήματα) ακούγονται κατά τη διάρκεια των κινήσεων της καρδιάς και συγχρονίζονται με τους καρδιακούς τόνους, όχι όμως και με τις αναπνευστικές κινήσεις, από τις οποίες είναι τελείως ανεξάρτητοι. Οφείλονται στην τριβή του περικαρδίου με τον υπεζωκότα, όταν τα δύο πέταλα του περικαρδίου αποκτούν ανώμαλη και τραχεία επιφάνεια λόγω συμφύσεων, φλεγμονής, όγκων (οζιδίων κ.λπ.).

Ο σφυγμός των ζώων αποτελεί τη ρυθμική παλμική κίνηση των τοιχωμάτων των αρτηριών, η οποία αντιστοιχεί επακριβώς στις συστολές της καρδιάς. Η συχνότητα κατά συνέπεια του σφυγμού αντιστοιχεί προς την συχνότητα των καρδιακών τόνων. Το ίδιο ισχύει και για το ρυθμό και την ένταση του σφυγμού. Η διαπίστωση αυτών των στοιχείων έχει μεγάλη διαγνωστική αξία.

Η λήψη του σφυγμού στα διάφορα ζώα γίνεται σε περιοχές του σώματος, όπου υπάρχει μία επιφανειακή αρτηρία εύκολα ψηλαφήσιμη.

Στα ιπποειδή ο σφυγμός παίρνεται στο οστούν της κάτω γνάθου. Ο αντίχειρας στηρίζεται εξωτερικά και με τα τέσσερα δάκτυλα ψηλαφείται η προσωπική ή έσω γναθιαία αρτηρία εσωτερικά και στο σημείο, όπου ανακάμπτεται στο κάτω χείλος του οστού.

Στα βοοειδή ψηλαφείται η μέση κοκκυγική αρτηρία με τα τέσσερα δάκτυλα στην κάτω επιφάνεια της ουράς και τον αντίχειρα στην επάνω επιφάνεια και 20εκ. περίπου από τη βάση της ουράς.

Στα αιγοπρόβατα, το χοίρο και τα κατοικίδια σαρκοφάγα ψηλαφείται η μηριαία αρτηρία εσωτερικά στο μηρό ή η παλαμιαία αρτηρία επίσης εσωτερικά στο μετακάρπιο.

Αναπνοή

Οι αναπνοές διαπιστώνονται ως προς τη συχνότητά τους, το ρυθμό και το βάθος με επισκόπηση των αναπνευστικών κινήσεων των κενεώνων. Έτσι, ελέγχεται η λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος και φυσικά συμπληρώνεται με την ακρόαση των αναπνευστικών ήχων των πνευμόνων(του κυψελιδικού ψιθυρίσματος και των ρόγχων), βάσει των οποίων γίνεται η διάγνωση των αναπνευστικών παθήσεων.

Η συχνότητα των αναπνοών επηρεάζεται από τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος (αυξομειώνεται ανάλογα), την ηλικία (μικρότερη στα ενήλικα άτομα), τη στάση (στην κατάκλιση μικρότερη), την εργασία, τον όγκο του σώματος κα τον κοιλιακό φόρτο μετά τα γεύματα, οπότε είναι αυξημένη κ.λπ.

Τα αίτια που προκαλούν αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα ή μείωση του οξυγόνου στο αίμα οδηγούν στην αύξηση της συχνότητας των αναπνοών (ταχύπνοια ή πολύπνοια).

Τα φυσιολογικά όρια της συχνότητας των αναπνοών (αριθμός αναπνοών ανά λεπτό) στα διάφορα είδη κατοικιδίων ζώων έχουν ως εξής:

Ιπποειδή 8-10 Κόνικλος 50-60
Βοοειδή 15-16 Πτηνά 12-30
Αιγοπρόβατα 15-18 Σκύλος 15-25
Γάτα 20-30 Χοίρος 8-18

Οι βλεννογόνοι

Η εξέταση των εξωτερικών βλεννογόνων με επισκόπηση έχει σημασία γιατί σ' αυτούς αντανακλά η καλή υγιεινή κατάσταση του οργανισμού του ζώου ή αντίθετα πολλές εσωτερικές παθολογικές καταστάσεις. Οι βλεννογόνοι που εξετάζονται για το σκοπό αυτό είναι κατά πρώτο λόγο ο επιπεφυκότας των οφθαλμών και κατά δεύτερο λόγο οι βλεννογόνοι του στόματος, των ρωθώνων και του αιδοίου.

Το φυσιολογικό χρώμα των βλεννογόνων είναι ελαφρά ροδόχρωμο. Σε εμπύρετες περιπτώσεις, προσβολή από ορισμένα λοιμώδη νοσήματα, συμφόρηση εσωτερικών οργάνων κ.λπ. οι εξωτερικοί βλεννογόνοι γίνονται υπεραιμικοί, δηλαδή παίρνουν χρώμα ερυθρό ή και βαθύ ερυθρό. Σε περίπτωση ασφυξίας καθίστανται κυανωτικοί, ενώ στις υπατοπάθειες και στα αιμολυτικά νοσήματα γίνονται ικτερικοί (κίτρινου-ωχρού χρώματος). Στις σηψαιμικές καταστάσεις οι εξωτερικοί βλεννογόνοι γίνονται σηψαιμικοί, δηλαδή παίρνουν χρώμα πολύ βαθύ ερυθρό-κυανωτικό.

Οι αναιμικές καταστάσεις λόγω σοβαρών αιμορραγιών, έντονων παρασιτώσεων και αιμοπαρασιτώσεων χαρακτηρίζονται από αναιμικούς βλεννογόνους, χρώματος από ανοικτού ροδόχρωμου μέχρι λευκού πορσελάνης.

Σε ορισμένες βαριές εμπύρετες καταστάσεις, αβιταμινώσεις, σε περίπτωση έντονης αφυδάτωσης κ.λπ., οι βλεννογόνοι και ιδιαίτερα του ακρορρινίου γίνονται ξηροί.

Το αίμα

Η εργαστηριακή εξέταση του αίματος αποτελεί σημαντικό αρωγό στην προσπάθεια της όσο το δυνατόν ακριβέστερης διάγνωσης διαφόρων παθήσεων.

Τα κυριότερα φυσιολογικά αιματολογικά στοιχεία των κατοικιδίων ζώων δείχνει ο παρακάτω πίνακας. Κάθε σημαντική παρέκκλιση από τα φυσιολογικά όρια προδίδει κάποια παθολογική κατάσταση. Η εμφάνιση αίματος στα ούρα, στα κόπρανα, στα εκκρίματα του γεννητικού συστήματος, του αναπνευστικού συστήματος κ.λπ. αποτελεί σύμπτωμα ή ένδειξη κάποιας παθολογικής κατάστασης που εδράζεται στο αντίστοιχο σύστημα του οργανισμού.

Είδος ζώου Αιματοκτίτης (%) Ερυθροκύτταρα Αιμοσφαιρίνη (g/100ml) Λευκοκύτταρα Ουδετερόφιλα (%) Λεμφοκύτταρα (%)
Ίππος 30-40 7-11 9-15 5-15 60 30
Βοοειδή 30-40 5-8 9-14 5-13 30 50
Πρόβατο 27-37 9-13 11-13 5-13 25 60
Αίγα 23-33 12-17 9-13 5-13 35 35
Χοίρος 35-45 5-8 10-14 7-20 50 40
Κόνικλος 34-44 5-7 10-15 6-13 60 30
Σκύλος 39-57 5-8 13-18 8-18 60 20
Γάτα 35-45 6-9 8-12 8-25 60 30

Τα κόπρανα

Τα κόπρανα για κάθε είδος ζώου έχουν χαρακτηριστικό και ορισμένο σχήμα, χρώμα και σύσταση. Η αλλαγή των χαρακτηριστικών αυτών σημαίνει ότι υπάρχει κάποια ανωμαλία ή πάθηση στο πεπτικό σύστημα ή κάπου αλλού και επηρεάζει δυσμενώς τη λειτουργία του συστήματος αυτού.

Τα σκληρά κόπρανα σείχνουν ότι υπάρχει δυσπεψία ή τουλάχιστον είναι αποτέλεσμα υψηλού πυρετού. Τα υδαρή κόπρανα (διαρροϊκά) οφείλονται σε προσβολή από εντερίτιδα, μολυσματική ή λόγω ψύξης κ.λπ.

Όταν το χρώμα των κοπράνων γίνεται ερυθρό, σημαίνει ότι αιμορραγεί το τελευταίο τμήμα του πεπτικού σωλήνα, το κόλο. Σκοτεινό ερυθρό χρώμα έχουν τα κόπρανα σε περίπτωση αιμορραγίας των τελευταίων τμημάτων του λεπτού εντέρου, ενώ όταν τα κόπρανα έχουν μελανό ή ερυθρομελανό χρώμα η αιμορραγία εδράζεται στο στόμαχο ή στο δωδεκαδάκτυλο. Η περίπτωση αυτή ονομάζεται μέλαινα. Στις ηπατικές παθήσεις τα κόπρανα γίνονται κίτρινα (ικτερικά).

Τα ούρα

Τα ούρα για κάθε είδος ζώου χαρακτηρίζονται απ' την ποσότητα, τη χροιά, τη σύσταση και την οσμή. Εκτός από τα χαρακτηριστικά αυτά για διαγνωστικούς λόγους ενδιαφέρουν και ο τρόπος εξόδου των ούρων, δηλαδή η ούρηση και η συχνότητά της. Διάφορες παθολογικές καταστάσεις επηρεάζουν και μεταβάλλουν τα χαρακτηριστικά αυτά των ούρων και της ούρησης.

Βιβλιογραφία

  1. "Υγιεινή και στοιχεία παθολογίας των αγροτικών ζώων" Αποστόλου Μ. Ζαφράκα