Καλλιέργεια καρυδιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εγκατάσταση

Το έδαφος που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός καρυδεώνα, οργώνεται πριν από τη φύτευση σε βάθος 30-40m. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δέντρων. Πριν από το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποσότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των καρυδόδεντρων. Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόννων κατά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δέντρων το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη. Πριν από τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δένδρων, η διάνοιξη των λάκκων (διαστάσεων 45 x 45) και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων.

Κατά τη φύτευση τοποθετούνται και οι πάσσαλοι στήριξης, τα δε δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων. Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πλήρωσης των λάκκων. Ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω από το δενδρύλλιο.[1]

Καλλιέργεια εδάφους

Η καλλιέργεια του εδάφους του καρυδεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητάς του σε χούμο, στην αποθήκευση νερού και παρεμπόδιση της διάβρωσής του, στη διατήρηση της γονιμότητάς του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά μέσα και με χημικά μέσα.

Η μηχανική καλλιέργεια των καρυδεώνων δε συνηθίζεται πια και έχει αντικατασταθεί απο την χρήση ζιζανιοκτόνων. Για αυτό επιβάλλεται να επιλέγεται το κατάλληλο πάντοτε ζιζανιοκτόνο, να παρέχεται στη συνιστώμενη δόση και τον κατάλληλο χρόνο και μάλιστα με το πιο κατάλληλο μέσο.Η διασπορά των ζιζανιοκτόνων πρέπει να είναι ομοιόμορφη, γιατί τότε τα αποτελέσματα καταστροφής των ζιζανιών είναι πιο ικανοποιητικά.Για να αποφευχθούν τυχόν διασπορά πάνω στα δέντρα, καλό είναι να χρησιμοποιούνται οριζόντιοι εκτοξευτές χαμηλής πιέσεως.

Τα ζιζανιοκτόνα που χρησιμοποιούνται σε καρυδεώνες, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:

  • Προφυτρωτικά: Προστίθενται στο έδαφος πριν φυτρώσουν τα ζιζάνια. Αυτά που χρησιμοποιούνται ευρέως είναι:
  1. Dichlobenil: Προστίθεται στο έδαφος με διασπορά από τέλη Δεκεμβρίου μέχρι τέλη Μαρτίου. Αν δε βρέξει μέσα σε λίγες μέρες από την εφαρμογή, συνιστάται ελαφρά ενσωμάτωση, καθώς και όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλές. Συνιστάται σε δοση 600-750gr δραστικής ουσίας κατά στρέμμα και ενδείκνυται για ετήσια αγρωστώδη και πλατύφυλλα. Περιορίζει όμως και την ανάπτυξη των πολυετών ζιζανίων.
  2. Diuron: Προστίθεται στο έδαφος με ψεκασμό με τις πρώτες βροχές, προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια. Χρησιμοποιείται σε δόση 150-200gr δραστικής ουσίας και σε ποσότητα ψεκαστικού υγρού 60-80 λίτρα κατά στρέμμα και ενδείκνυται για ετήσια πλατύφυλλα και αγρωστώδη. Συνιστάται για δέντρα ηλικίας άνω των 3 χρονών. Δεν ενδείκνυται όμως σε ελαφρά αμμώδη εδάφη.
  3. Simazine: Προστίθεται στο έδαφος με ψεκασμό, με τις πρώτες βροχές, προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια. Χρησιμοποιείται σε δόση 200-400gr δραστικής ουσίας και σε ποσότητα ψεκαστικού υγρού 60-80 λίτρα κατά στρέμμα και ενδείκνυται για ετήσια πλατύφυλλα και αγρωστώδη. Συνιστάται για δέντρα ηλικίας άνω των 4 χρονών.
  • Μεταφυτρωτικά: Παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων. Αυτά που χρησιμοποιούνται ευρέως είναι:
  1. Dalapon: Παρέχεται με ψεκασμό, όταν τα ζιζάνια έχουν αναπτύξει αρκετό φύλλωμα. Συνιστώνται 2-3 ψεκασμοί σε διαστήματα 5-7 ημερών. Χρησιμοποιείται σε δόση 400gr δραστικής ουσίας και σε ποσότητα ψεκαστικού υγρού 100 λίτρα κατά στρέμμα και ενδείκνυται για ετήσια και πολυετή αγρωστώδη.Συνιστάται για δέντρα ηλικίας άνω των 4 χρονών και ο ψεκασμός πρέπει να είναι αυστηρά κατευθυνόμενος:
  2. 2,4-D: Παρέχεται με ψεκασμό, όταν τα ζιζάνια βρίσκονται σε ζωηρή ανάπτυξη. Συνιστάται μόνον ένας ψεκασμός το χρόνο και ενδείκνυται για πολυετή και μονοετή πλατύφυλλα. Χρησιμοποιείται σε δόση 150-300gr δραστικής ουσίας και σε ποσότητα ψεκαστικού υγρού 100 λίτρα κατά στρέμμα.
  3. Round up: Παρέχεται με ψεκασμό, όταν τα ζιζάνια έχουν συμπληρώσει την ανάπτυξή τους, αλλά προτού ξυλοποιηθούν. Χρησιμοποιείται σε δόση 360-480gr δραστικής ουσίας και σε ποσότητα ψεκαστικού υγρού 30-50 λίτρα κατά στρέμμα και ενδείκνυται για πολυετή αγρωστώδη και πλατύφυλλα και ετήσια ζιζάνια. Συνιστάται ο ψεκασμός να είναι αυστηρά κατευθυνόμενος, το χρησιμοποιούμενο νερό να είναι καθαρό και να αποφεύγεται το ψεκαστικό υγρό να πέσει σε παραφυάδες.
  4. Gramoxone: Παρέχεται με ψεκασμό, σε φυτρώμενα ζιζάνια ύψους 10-15cm. Χρησιμοποιείται σε δόση 100-150gr δραστικής ουσίας και σε ποσότητα ψεκαστικού υγρού 60-80 λίτρα κατά στρέμμα και ενδείκνυται για αγρωστώδη και πλατύφυλλα και καταστρέφεται μόνο το υπέργειο μέρος των ζιζανίων. Αδρανοποιείται τελείως στο έδαφος. Συνίσταται το χρησιμοποιούμενο νερό να είναι καθαρό.[1]

Συστήματα φύτευσης

Η καρυδιά φυτεύεται κατά τετράγωνα, κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές, κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ισοϋψείς καμπύλες. Τα συνήθεστερα συστήματα είναι κατά ισόπλευρα τρίγωνα και κατά ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Η καρυδιά δεν πρέπει να φυτεύεται σε μικρότερες από 6 μέτρα αποστάσεις, ιδιαίτερα όταν το έδαφος είναι αρκετό γόνιμο, γιατί μετά από λίγα χρόνια ο συνωστισμός και η αλληλοσκίαση των δένδρων θα επηρεάσουν την απρόσκοπτη εκτέλεση και αποτελεσματικότητα των διάφορων καλλιεργητικών φροντίδων, ως και αρνητικά την ποσοτική και ποιοτική παραγωγή του καρυδεώνα. Οι συνήθεις αποστάσεις είναι 7 x 7, 7 x 6, 6 x 6. Η σύνθεση του καρυδεώνα πρέπει να είναι η εξής: σχέση αρσενικών προς θηλυκά δένδρα 1:7. Η θέση των αρσενικών δένδρων πρέπει να είναι διάσπαρτη και μάλιστα τέτοια, που να εξασφαλίζεται η διασπορά της γύρης με τον αέρα σε όλο το καρυδεώνα. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβρη, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες.[1]

Αποστάσεις φύτευσης

Η απόσταση φύτευσης καθορίζεται από τη γονιμότητα του εδάφους, το υποκείμενο και την ποικιλία και κυμαίνεται από 6 x 6m η μικρότερη μέχρι 11 x 11m η μεγαλύτερη. Σε πυκνές φυτεύσεις, με ποικιλίες που μπαίνουν νωρίς σε καρποφορία και δίνουν υψηλές παραγωγές, προτιμάται ως υποκείμενο το Juglan nigra και Juglan regia συνιστάται για τις μεγαλύτερες αποστάσεις. Συνιστάται σε πυκνές φυτεύσεις αραίωμα των δέντρων όταν αυτά μπουν σε πλήρη καρποφορία και παρατηρηθούν συμπτώματα ακαρπίας λόγω αλληλεσκίασης. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται από το Νοέμβρη, μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες.[1]

Άρδευση

Η καρυδιά στις περισσότερες περιοχές της χώρας έχει ανάγκη ποτίσματος από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο. Ποτίσματα νωρίς την άνοιξη, αργά το φθινόπωρο ή το χειμώνα είναι αναγκαία μόνο σε περιοχές με χαμηλή ετήσια βροχόπτωση ή σε πολύ ξηρές χρονιές. Κατά προσέγγιση το ήμισυ των ετήσιων αναγκών της σε νερό το έχει τους καλοκαιρινούς μήνες. Για την κανονικη ανάπτυξη ενός καρυδεώνα είναι αναγκαίο να υπάρχει επαρκής ποσότητα εδαφικού νερού μέχρι βάθος 3m. Κατά προσέγγιση το 80% του νερού, που χρειάζεται για μια βλαστική περίοδο, το απορροφάει από βάθος 2m και το υπόλοιπο 20% από βάθος 2-3m. Η έλλειψη εδαφικού νερού σε έναν καρυδεώνα στις αρχές της βλαστικής περιόδου θα οδηγήσει στην παραγωγή μεγάλου ποσοστού μικρών καρυδιών. Το πότισμα κατά τα μέσα του καλοκαιριού ή αργότερα δεν αυξάνει το μέγεθος των καρυδιών μετά τη σκλήρυνση του ενδοκαρπίου τους. Η παρατεταμένη έλλειψη νερού οδηγεί ακόμα σε συρρίκνωση και μαύρισμα της ψίχας. Όσο αφορά τον τρόπο ποτίσματος, αυτό μπορεί να γίνει με κατάκλυση, αυλάκια, στάγδην και με μικρούς εκτοξευτήρες γύρω από τον κορμό των δέντρων (πότισμα σπρέυ).[1]

Λίπανση

Η καρυδιά είναι πολύ απαιτητική σε άζωτο. Η κοπριά αν και αποτελεί άριστο λίπασμα, πρέπει να παρέχεται νωρίς την άνοιξη, διαφορετικά μπορεί να προκαλέσει όψιμη βλάστηση, που ενδέχεται να υποστεί ζημιά στις πιο ψυχρές περιοχές από τους πρώϊμους ανοιξιάτικους παγετούς. Η εμπειρική λίπανση κατά στρέμμα είναι της τάξης 10-15 μονάδες για το άζωτο (σαν θειϊκή αμμωνία 50-75kg λίπασμα), 10 μονάδες για το φώσφορο (σαν υπερφωσφορικό 50kg λίπασμα) και 10 μονάδες για το κάλιο (σαν θειϊκό κάλιο 20kg λίπασμα) και κάθε 2 χρόνια για το φώσφορο και το κάλι, όταν τα εδαφικά αποθέματα είναι ανεπαρκή.Η επιλογή του κατάλληλου αζωτούχου λιπάσματος γίνεται με βάση το pH του εδάφους και την παροχή ανεπιθύμητων ιόντων. Η προσθήκη του αζώτου συνιστάται να γίνεται σε 2 δόσεις, τέλη Φλεβάρη η πρώτη, σε ποσότητα που αντιστοιχεί στα 2/3 της ετήσιας ποσότητας και αμέσως μετά την καρπόδεση η δεύτερη, κατά το υπόλοιπο 1/3 της ποσότητας. Για το κάλιο και το φώσφορο συνιστάται η προσθήκή να γίνεται τέλη Φλεβάρη με αρχές χειμώνα. Υπάρχει όμως πιθανότητα σε έναν καρυδεώνα διαπιστωθούν τροφοπενίες μαγνησίου ή βορίου ή ψευδαργύρου ή σιδήρου ή μαγγανίου ή χαλκού τότε κάνουμε τις εξής ενέργειες:

  • Για την τροφοπενία μαγνησίου κάνουμε 2-3 διαφυλλικούς ψεκασμούς με διάλυμα 2-3% θειϊκού μαγνησίου την άνοιξη ή με τη προσθήκη δολοματικού ασβεστόλιθου (όξινα εδάφη) ή θειϊκού μαγνησίου στο έδαφος.
  • Για την τροφοπενία βορίου προσθέτουμε 6kg βόρακα κατά στρέμμα κάθε 2-4 χρόνια.
  • Για την τροφοπενία μαγγανίου με διαφυλλικό ψεκασμό με διάλυμα 0,6% θειϊκού μαγγανίου όταν τα φύλλα έχουν σχεδόν εκπτυχθεί πλήρως.
  • Για την τροφοπενία σιδήρου, δέντρα με Paradox γενικά δεν επηρεάζονται. Η προσθήκη 25kg θείου κατά δέντρο έχει βελτιώσει σημαντικά που προκαλεί τη χλώρωση.
  • Για την τροφοπενία ψευδαργύρου με 2-3 διαφυλλικούς ψεκασμούς κατά βλαστική περίοδο, με διάλυμα 0,125% θειϊκού ψευδαργύρου. Η δεύτερη και η τρίτη εφαρμογή γίνεται σε χρονικό διάστημα 2-3 εβδομάδων μετά από την προηγούμενη επέμβαση.
  • Για την τροφοπενία χαλκού με διαφυλλικό ψεκασμό με βορδιγάλειο πολτό (10-10-100) την άνοιξη κατά τα τέλη της περιόδου επικονίασης των άνθεων.[1]

Κλάδεμα

Η καρυδιά δεν επιδέχεται μεγάλο κλάδεμα. Υπάρχει μάλιστα η αντίληψη ότι η καρυδιά δεν πρέπει να κλαδεύεται. Το κλάδεμα της καρυδιάς δεν πρέπει να γίνεται μέχρι το κλάδεμα των ανθέων καθόσον αυτά σχηματίζονται στους βλαστούς του προηγουμένου έτους και όχι στη νέα βλάστηση. Όλα τα φυλλοβόλα δένδρα κλαδεύονται το χειμώνα το ίδιο και η καρυδιά. Είναι σημαντικό να έχουν σταματήσει να κυκλοφορούν έντονα οι χυμοί της καρυδιάς για να κλαδευτεί διαφορετικά το δένδρο πληγώνεται. Έτσι επιλέγουμε τους μήνες Νοέμβριο, Δεκέμβριο για το κλάδεμα της καρυδιάς ώστε να έχουμε πάρει τους καρπούς της και να έχουν πέσει τα φύλα της. Στην καρυδιά οι σκελετικοί κλάδοι κλαδεύονται στο μισό του μήκους τους, όταν αυτό κυμαίνεται από 1,3-3,3 μέτρα. Στις ορθόκλαδες ποικιλίες, οι βλαστοί του προηγούμενου έτους αποφεύγεται να κλαδεύονται, ενώ στις ημιορθόκλαδες συντέμνονται στο 1/4 του μήκους και στις πλαγιόκλαδες στο 1/3 έως το 1/2 του μήκους τους. Το δέντρο της καρυδιάς είναι αιωνόβιο. Αλλά σε πολύ μεγάλη ηλικία η καρποφορία του ελαττώνεται με τρόπο που μπορεί να επιβάλει την ανανέωσή του. Σε τέτοια περίπτωση, κόβουμε τα μπράτσα σε μήκος 60-100 πόντους από τη θέση τους με κόψιμο λοξό που το λειαίνουμε και αλείφουμε τις τομές με μία κατάλληλη αλοιφή. Από τα κλαδιά που θα βγουν τον άλλο χρόνο κρατούμε εκείνα που θα συνεχίσουν το σχήμα του δέντρου και αφαιρούμε τα άλλα. Η καρποφορία σε τέτοια περίπτωση θα φανεί μετά 4-5 χρόνια. Χρησιμοποιείται κυρίως το κυπελλοειδές κλάδεμα όπου αφήνουμε 3-4 βραχίονες με 2 σκελετικούς κλάδους ανά βραχίονα, αλλά και το κλαδεμα τύπου "πυραμίδας" με 4-5 βραχίονες που κατανέμονται κάθετα και με οριζόντια κατεύθυνση. Το κλάδεμα καρποφορίας δε διενεργείται συστηματικά. Στις ποικιλίες Mayette, Franquette και Hartley αφαιρείται το 1/4 της νέας βλάστησης αν είναι ζωηρή.[1]

Ωρίμανση

Τα σπέρματα των καρυδιών είναι ώριμα, ξανθόχρωμα και ψηλής ποιότητας, όταν ο διαφραγματικός ιστός, που διαχωρίζει τα δύο ημισπέρμια αρχίζει να αποκτάει καφέ απόχρωση. Πρακτικά όμως η συγκομιδή μπορεί να αρχίσει, όταν σχιστεί το περικάρπιο των καρπών και το 80% αυτών μπορεί εύκολα να αποσπαστεί από το δέντρο. Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από της ωρίμανσης του σπέρματος μέχρι της εμπειρικής συγκομιδής, ποικίλλει ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες. Τα στάδια αυτά ωρίμανσης σε δροσερές παραθαλάσσιες περιοχές συμπίπτουν, αλλά σε ζεστές περιοχές, στα ενδότερα της χώρας, διαφέρουν κατά 3 εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό των 3 εβδομάδων τα σπέρματα μαυρίζουν και αυξάνεται η προσβολή τους από έντομα.

Η χρησιμοποίηση της φυτορμόνης ethephon περιορίζει σημαντικά την υποβάθμιση της ποιότητας των καρυδιών, με τη συντόμευση του χρονικού διαστήματος από της ωρίμανσης του σπέρματος μέχρι της εμπειρικής συγκομιδής. Παρέχεται με ψεκασμό στα δέντρα όταν ωριμάσουν τα σπέρματα των καρπών.[1]

Συγκομιδή

Η συγκομιδή αρχίζει από τα μέσα του Σεπτεμβρίου και συνεχίζεται μέχρι το Νοέμβριο. Συνήθως γίνεται με τα χέρια (με προσεκτικό ράβδισμα και μάζεμα από το έδαφος) ή με μηχανικά μέσα (με δονητές και μάζεμα από το έδαφος με καρυδοσυλλεκτικές μηχανές). Αμέσως μετά οι καρποί αποφλοιώνονται και πλένονται συγχρόνως σε ειδικά αποφλοιωτικά μηχανήματα. Ακολουθεί η αποξήρανση, που γίνεται στον ήλιο μέσα σε καλά αεριζόμενα τελάρα ή σε ξηραντήριο με θερμοκρασία 32-38oC. Αν η θερμοκρασία είναι υψηλότερη από 43oC, τότε το λάδι των σπερμάτων ταγγίζει και αυτά είναι ακατάλληλα για φάγωμα. Μετά ακολουθεί η λεύκανση που κάνει το κέλυφος πιο ελκυστικό σε εμφάνιση χωρίς καμμία απολύτως επίπτωση στην ποιότητα των καρυδιών. Συνήθως η λεύκανση γίνεται με διάλυμα 2% υποχλωριώδους νατρίου, όπου τα καρύδια εμβαπτίζονται επί 30-60 δευτερόλεπτα, μετά ξεπλένονται με νερό και απλώνονται στον ήλιο ή σε ξηραντήριο για αποξήρανση.[1]


Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.