Κλάδεμα ροδακινιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Κυπελλοειδές

Η κόμη του δένδρου, που διαμορφώνεται σε ύψος 50-60cm απ' το έδαφος, αποτελείται από τρεις βραχίονες, που σχηματίζουν γωνία 50-60o με τον κορμό. Κάθε βραχίονας φέρει δυο καλά αναπτυγμένους σχετικούς κλάδους, απ' τους οποίους ο πρώτος σχηματίζεται σ' απόσταση 40-50cm απ' τη βάση του και ο δεύτερος σ' απόσταση 60-80cm και αντίθετα ως προς τον πρώτο. Η διαμόρφωση του σχήματος των δένδρων πρέπει να συμπληρώνεται σ' όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και με ελαφρές επεμβάσεις, γιατί τα δένδρα μπαίνουν νωρίτερα σε καρποφορία.

Καθυστερημένο κυπελλοειδές

Η κόμη του δένδρου διαμορφώνεται ελεύθερα μέχρι και την τρίτη βλαστική περίοδο, χωρίς το δενδρύλλιο να κορυφολογηθεί κατά τη φύτευση και μ' ελεύθερη ανάπτυξη των πλάγιων κλάδων. Στη συνέχεια ο κεντρικός οδηγός κορυφολογείται σε ύψος 80-100cm απ' το έδαφος και κατά τρόπο, που να διατηρηθούν 4-5 μόνιμοι κλάδοι στον κορμό. Η αρχική χωρίς κλάδεμα τεχνική κάνει τα δένδρα να μπαίνουν νωρίς σε καρποφορία και συμβάλλει έμμεσα στον περιορισμό του μεγέθους των δένδρων, ενώ η κορυφολόγηση του κεντρικού οδηγού αποσκοπεί στον περιορισμό του ύψους του δένδρου.

Κανονική παλμέττα

Πρόκειται για την παραδοσιακή παλμέττα με κεκλιμένους κλάδους, που είναι δημοφιλής ακόμα και σήμερα. Αποτελείται απ' τον κεντρικό οδηγό ύψους 4-5m, όπου σε τρία επίπεδα καθ' ύψος αφήνονται να αναπτυχθούν δυο κλάδοι σε κάθε επίπεδο με κλίση 50o σε σχέση με τον οδηγό. Η πρώτη διάταξη των κλάδων γίνεται σε ύψος 50-60cm απ' το έδαφος, η δεύτερη 110-120cm απ' την πρώτη και η τρίτη περίπου 1m ψηλότερα. Οι κλάδοι της πρώτης διάταξης φέρουν 2-4 δευτερεύοντες κλάδους σε οριζόντια θέση. Χρειάζεται υποστήριξη κατά τα πρώτα χρόνια.

Αμφίπλευρη παλμέττα

Αποτελείται απ' τον κεντρικό οδηγό, που αφήνεται ακλάδευτος, και από πλάγιους κλάδους διαμορφωμένους κατά την κατεύθυνση φύτευσης των δένδρων επί της γραμμής και σε ελεύθερη διάταξη καθ' ύψος. Οι πλάγιοι κλάδοι διαμορφώνονται στο φυτώριο ή μετά τη φύτευση.

Ατρακτοειδές

Ο κεντρικός οδηγός του δένδρου μπορεί να διαμορφωθεί σε άτρακτο με τη μείωση του μεγέθους της κόμης σε 2-2,5m κατά διάμετρο και 2,5-3,5m σε ύψος. Το δένδρο διαμορφώνεται κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η επικράτηση του κεντρικού οδηγού, που κανονικά θα συντμηθεί κατά τα τέλη του δεύτερου ή τρίτου χρόνου. Οι πλάγιοι κλάδοι πρέπει να κορυφολογούνται ή να επιβραχύνονται κάθε χρόνο, κατά προτίμηση το καλοκαίρι, για να μειωθεί η αύξηση τους και εξαλειφθεί ή περιοριστεί ο ανταγωνισμός τους με τον κεντρικό οδηγό. Στο σχήμα αυτό μόρφωσης προσφέρονται καλύτερα τα δενδρύλλια που εμβολιάζονται κατ' ευθείαν στον οπωρώνα. Αν προέρχονται απ' το φυτώριο εμβολιασμένα, πρέπει να έχουν πλάγιους βλαστούς και μάλιστα οι βλαστό αυτοί να σχηματίζουν αμβλεία γωνία με τον κορμό. Το ατρακτοειδές αυτό σχήμα προσφέρεται καλύτερα σε συστήματα πυκνής φύτευσης (100 ή περισσότερα δένδρα ανά στρέμμα) από τα γραμμοειδή σχήματα και έχει μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα.

Ύψιλον(Υ)

Το σχήμα αυτό μόρφωσης των δένδρων είναι παλιό και χρησιμοποιείτο για σχετικά πυκνή φύτευση δένδρων (5 x 2,5 - 3m). Σήμερα το σχήμα αυτό μπορεί να αξιοποιηθεί λόγω της ψηλής παραγωγικότητας του, που οφείλεται στους δυο φράχτες σε κάθε γραμμή φύτευσης. Αν τα δένδρα διαμορφωθούν σε σχήμα «Υ» τότε ο αριθμός των δένδρων κατά στρέμμα μπορεί να φθάσει τα 200 (απόσταση φύτευσης 5 x 1m). Το δένδρο διαμορφώνεται σε ύψιλον (Υ), σε ύψος 60cm από το έδαφος, κατά τρόπο που οι κεκλιμένοι κλάδοι να σχηματίζουν γωνία 25-30o σε κάθε πλευρά. Χρειάζεται όμως υποστήριξη, όπως τα γραμμοειδή σχήματα. Έχει αποβεί πολύ χρήσιμο για καλλιέργεια ροδακινιάς σε θερμοκήπια.

Οπωρώνας τύπου λιβάδι

Η αρχική πυκνότητα ήταν 1900 δένδρα ανά στρέμμα. Επειδή η ροδακινιά καρποφορεί κυρίως σε βλαστό του έτους και η βλαστική περίοδος στη συγκεκριμένη περιοχή είναι μεγάλη (10 μήνες), τα δένδρα μπορεί να καρατομηθούν σε ύψος 10cm πάνω απ' το έδαφος, κάθε χρόνο, αμέσως μετά τη συγκομιδή. Οι πρώϊμες ποικιλίες, που έχουν επαρκή μακρά βλαστική περίοδο, και μπορούν να παράγουν καρπούς ξανά την επόμενη άνοιξη, είναι οι πιο κατάλληλες. Μερικές φορές όμως οι καρποί παραμένουν μικροί και φαίνεται αυτός να είναι και ο πιο περιοριστικός παράγοντας εφαρμογής του. Το μικρό κόστος του πολλαπλασιαστικού υλικού μπορεί να επιτευχθεί με κατ' ευθείαν φύτευση στον οπωρώνα των ξυλοποιημένων χειμερινών μοσχευμάτων, μετά από χειρισμό με ΙΒΑ, ή με την τεχνική in vitro.

Κλάδεμα καρποφορίας

Αφού εφαρμόσουμε ένα από τα παρακάτω συστήματα μόρφωσης, αμέσως μετά ακολουθεί το κλάδεμα καρποφορίας, όπου η ροδακινιά πρέπει να κλαδεύεται αυστηρότερα απ' τα άλλα οπωροφόρα δένρα. Πιθανόν κανένα άλλο οπωροφόρο δένδρο δεν ανταποκρίνεται τόσο θετικά στο κατάλληλο κλάδεμα και δεν παρακμάζει όταν έχει παραμεληθεί τόσο γρήγορα, όσον η ροδακινιά. Το κλάδεμα καρποφορίας αποσκοπεί στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στη διατήρηση της καρποφόρας βλάστησης σε καλή κατάσταση από πλευράς υγείας και ζωηρότητας, στην έκθεση του εσωτερικού μέρους της κόμης σε άφθονο φως και επαρκή αερισμό, στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής και στη δημιουργία επαρκούς νέας καρποφόρας βλάστησης. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η βλάστηση, που εκπτύσσεται από οφθαλμούς που απαντούν σε ξύλο ενός χρόνου, είναι πιο καρποφόρα απ' εκείνη που εκπτύσσεται από οφθαλμούς της τρέχουσας βλάστησης. Παλιότερα εφαρμόζονταν δυο είδη κλαδέματος στη ροδακινιά, το βραχύ και το μακρό, αλλά σήμερα συνηθίζεται περισσότερο το μικτό κλάδεμα.

Το βραχύ κλάδεμα συνίσταται σε σύντμηση των ξυλοφόρων κλάδων σε 2 οφθαλμούς και των καρποφόρων κλάδων σε 2-8 ανθοφόρους οφθαλμούς, ανάλογα με τη ζωηρότητα και την παραγωγή του δένδρου, ως και σε αφαίρεση πυκνών κλάδων. Το κλάδεμα αυτό όμως μειώνει κατά πολύ τον αριθμό των ανθοφόρων οφθαλμών και κατά συνέπεια την παραγωγή, με αποτέλεσμα τα δένδρα να χρειάζονται ελαφρό ή καθόλου αραίωμα καρπών. Ενδείκνυται για μεγαλόκαρπες ποικιλίες και για δένδρα με αδύνατη βλάστηση.

Κατά το μακρό κλάδεμα οι ξυλοφόροι κλάδοι συντέμνονται σε 2 οφθαλμούς, οι καρποφόροι παραμένουν άθικτοι, αφαιρούνται οι πλάγιες αδύνατες βλαστήσεις και αραιώνονται οι ανεπιθύμητοι και σε πυκνή διάταξη κλάδοι. Ενδείκνυται για δένδρα νεαρής ηλικίας και για μικρόκαρπες ποικιλίες. Εφαρμόζεται στις υπερπρώϊμες και πρώϊμες ποικιλίες, που είναι συνήθως μικρόκαρπες, αλλά θα πρέπει να συνοδεύεται και απ' αυστηρό αραίωμα καρπών.

Το μικτό κλάδεμα συνίσταται σ' αραίωμα των αδύνατων και πλεοναζόντων κλάδων και σε σύντμηση, σε διάφορο μήκος, των παραμενόντων κλάδων. Η σύντμηση των παραμενόντων ξυλοφόρων και καρποφόρων κλάδων, συμβάλλει στο αραίωμα των και ευνοεί την ανάπτυξη καρποφόρου ξύλου για τον επόμενο χρόνο. Θα πρέπει όμως να αποφεύγεται η σύντμηση κλάδων σε ποικιλίες, που καρποφορούν προς το επάκριο τμήμα του κλάδου. Οι κονσερβοποιήσιμες ποικιλίες ροδακινιάς και οι νεκταρινιές συγκριτικά με τις επιτραπέζιες ποικιλίες που καρποφορούν κυρίως σε μικτούς καρποφόρους κλάδους μήκους 40-60cm αξιόλογη καρποφορία φέρουν και σε καρποφόρα λογχοειδή, γι’ αυτό θα πρέπει να κλαδεύονται ολιγότερα αυστηρά. Το κλάδεμα θα πρέπει να διενεργείται κατά τα τέλη του χειμώνα με αρχές της άνοιξης μετά τη διέλευση των παγετών.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.