Μυκητολογικές ασθένειες μηλοειδών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Φουζικλάδιο μηλιάς

Φουζικλάδιο μηλιάς

Οι προσβολές εκδηλώνονται σε όλα τα μέρη του άνθους, στους καρπούς, στα φύλλα, στους μίσχους, στους ποδίσκους και πιο σπάνια στα πράσινα κλαδιά και τα λέπια των οφθαλμών. Τα πιο συχνά και χαρακτηριστικά συμπτώματα εμφανίζονται στα φύλλα και καρπούς, υπό μορφή κηλίδων, που στην αρχή έχουν χρώμα ελαιώδες και μετά γίνονται καστανές μέχρι μαύρες. Οι κηλίδες μετά παίρνουν ένα μεταλλικό μαύρο χρώμα και μετατρέπονται σε ξηρές φελλώδεις περιοχές ελαφρά υπερυψωμένες. Συχνά εμφανίζονται πρώτα στη κάτω επιφάνεια των εκπτυσσόμενων φύλλων και αργότερα και στις δύο επιφάνειες του ελάσματος.

Ενώ τα φύλλα είναι συνήθως ευπαθή μόνο κατά τη νεαρή τους ηλικία, οι καρποί είναι ευπαθείς καθ΄ όλα τα στάδια της αναπτύξεώς τους, μέχρι τη συγκομιδή. Πάνω στους καρπούς, το παθογόνο, σχηματίζει αρχικά μικρές υπερυψωμένες καστανές ή μαύρες κυκλικές επιφανειακές κηλίδες οι οποίες στη συνέχεια αποκτούν καπνώδες επίχρισμα και αργότερα γίνονται φελλώδεις ενώ μερικές φορές συνοδεύονται από βαθιές ρωγμές. Οι πρώιμες προσβολές των καρπών προκαλούν σημαντικές ζημιές γιατί λόγω της νέκρωσης των προσβεβλημένων ιστών οι καρποί μεγαλώνοντας παραμορφώνονται, σχίζονται και συχνά πέφτουν πρόωρα. Αν ο καρπός προσβληθεί αργότερα που έχει αποκτήσει το οριστικό του μέγεθος οι κηλίδες προκαλούν μικρές επιφανειακές εσχαρώσεις που μειώνουν ελάχιστα την εμπορική αξία του προϊόντος. Τέλος το παθογόνο μπορεί να προκαλέσει ζημιές και κατά τη διατήρηση των μήλων στην αποθήκη ή το ψυγείο. Στις πολύ όψιμες προσβολές οι μολύνσεις γίνονται λίγο πριν ή κατά τη διάρκεια της συγκομιδής και τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως κατά την αποθήκευση.

Η ασθένεια οφείλεται στον μύκητα Venturia inaequalis, του οποίου η ατελής μορφή, που είναι και η παρασιτική μορφή του παθογόνου οναμάζεται Spilocaea pomi. Κατά τη παρασιτική φάση το μυκήλιο του παθογόνου, αναπτύσσεται μόνο ανάμεσα στην εφυμενίδα και στην επιδερμίδα, για αυτό οι αρρώστιες αυτές λέγονται εφυμενιδώσεις. Το παθογόνο διαχειμάζει στα πεσμένα φύλλα του εδάφους και μέσα σε αυτά σχηματίζει τα περιθήκιά του κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα. Η ανάπτυξη των περιθηκίων ευνοείται από τις εναλλαγές υγρού και ξηρού καιρού κατά το τέλος του χειμώνα αρχές ανοίξεως. Τα περιθήκια αρχίζουν να ωριμάζουν την άνοιξη την άνοιξη σχεδόν μαζί με την έκπτυξη των οφθαλμών της μηλιάς. Με βροχερό και υγρό καιρό τα περιθήκια απορροφούν νερό, διογκώνονται και τα ασκοσπόρια εκτοξεύονται από την οστιόλη σε απόσταση περίπου 5 εκ και στη συνέχεια παρασύρονται από τα ρεύματα του αέρα. Οι μολύνσεις που προκαλούνται από τα ασκοσπόρια λέγονται πρωτογενείς μολύνσεις.

Προσβολή φουζικλάδιου σε φύλλο μηλιάς

Για να βλαστήσουν τα ασκοσπόρια πάνω στις ευπαθείς πράσινες φυτικές επιφάνειες και να γίνει μόλυνση πρέπει οπωσδήποτε οι επιφάνειες αυτές να είναι βρεγμένες. Η επώαση της αρρώστιας διαρκεί περίπου 9-17 ημέρες, ανάλογα με την θερμοκρασία και μετά από αυτό το διάστημα εμφανίζονται οι χαρακτηριστικές κηλίδες της προσβολής. Πάνω στις κηλίδες και εφόσον υπάρχει υψηλή σχετική υγρασία σχηματίζονται οι κονιδιοφόροι και τα κονίδια του μύκητα. Η ελευθέρωση και διασπορά των κονιδίων γίνεται με τη βροχή. Οι μολύνσεις που προκαλούνται από τα κονίδια λέγονται δευτερογενείς μολύνσεις. Άνοιξη υγρή και βροχερή με μικρή ηλιοφάνεια ευνοεί την ελευθέρωση των ασκοσπορίων και τη διενέργεια σοβαρών μολύνσεων. Επίσης αν το καλοκαίρι είναι υγρό και βροχερό, τότε οι μολύνσεις συνεχίζονται και είναι δυνατόν να σημειωθούν όψιμες προσβολές των καρπών και ζημιές στα ψυγεία.

Ο αποτελεσματικότερος και οικονομικότερος τρόπος αντιμετώπισης της ασθένειας επιτυγχάνεται με προληπτικούς ή και θεραπευτικούς ψεκασμούς. Η έγκαιρη κάλυψη όλων των ευπαθών μερών του δέντρου με κατάλληλα μυκητοκτόνα είναι η πιο συνηθισμένη και αποτελεσματική μέθοδος καταπολέμησης του φουζικλάδιου. Οπωσδήποτε απαραίτητοι είναι τρείς τουλάχιστον ψεκασμοί στα ακόλουθα βλαστικά στάδια του δέντρου.

  1. Tης πράσινης κορυφής (τα μάτια έχουν ανοίξει και το πράσινο μπουμπούκι έχει μήκος 1,5 cm).
  2. Tης ρόδινης κορυφής (τα άνθη έχουν χωρίσει μεταξύ τους αλλά δεν άνοιξαν ακόμα).
  3. Όταν έχουν πέσει περίπου τα 75% των πετάλων.

Εφόσον ο καιρός είναι βροχερός και υπάρχει κίνδυνος μολύνσεως, οι ψεκασμοί μπορεί να συνεχισθούν. Ακόμα είναι δυνατόν να χρειασθούν και ένας ή δύο ψεκασμοί καλύψεως καρπών αν έχουμε βροχερό καλοκαίρι, καθώς και πριν της συγκομιδής των καρπών για την πρόληψη ζημιών στο ψυγείο. Το φουζικλάδιο αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με μυκητοκτόνα όπως τα προστατευτικά (χαλκούχα, Captan, Biternatol, Ditalimfos, Dithianon, Dodine, Mancozeb μαζί με zineb, Propineb) και τα διασυστηματικά ( benomyl, carbendazim, thiophanate-methyl, Fenarimol, Triforine). Μερικά ακόμα αποτελεσματικά μυκητοκτόνα κατά του φουζικλάδιου που ανήκουν στους παρεμποδιστές βιοσύνθεσης εργοστερόλης είναι και τα παρακάτω: etaconazole, myclobutanil, penconazole, cyproconazole, flusilazol. Tα διάφορα μυκητοκτόνα πρέπει να χρησιμοποιούνται με προσοχή και σε περιορισμένη έκταση όταν εφαρμόζονται για πρώτη φορά γιατί είναι δυνατόν να προκαλέσουν φυτοτοξικότητα σε μερικές ποικιλίες μηλιάς (π.χ τo dodine στους καρπούς Delicious, το triforine στη Golden delicious). Ενάντια στο φουζικλάδιο χρησιμοποιούνται συχνά και μίγματα μυκητοκτόνων που αποτελούνται συνήθως από ένα προστατευτικό και ένα διασυστηματικό μυκητοκτόνο (π.χ Captan + penconazole, Dithianon + penconazole).

Ένας άλλος τρόπος καταπολέμησης είναι η καταστροφή των περιθηκίων, με σκοπό να μειώσει τα μολύσματα που προκαλούν τις πρωτογενείς προσβολές της άνοιξης. Δεδομένου όμως ότι τα ασκοσπόρια μεταφέρονται σε μεγάλες αποστάσεις με τον αέρα, το μέτρο αυτό είναι αποτελεσματικό μόνο όταν εφαρμόζεται σε όλα τα δενδροκομεία μιας περιοχής. Η καταστροφή των περιθηκίων μπορεί να γίνει με παράχωμα των φύλλων με όργωμα ή με ψεκασμό των πεσμένων φύλλων με benomyl ή thiophanatemethyl ή με ουρία.

Άλλος τρόπος αντιμετώπισης είναι τα καλλιεργητικά μέτρα. Αποσκοπούν στη μείωση της υψηλής υγρασίας γύρω από την κόμη των δέντρων και την εξασφάλιση καλού αερισμού ώστε να περιορίζεται στο ελάχιστο η διάρκεια διαβροχής του φυλλώματος. Τούτο επιτυγχάνεται με την αποφυγή φύτευσης δένδρων σε χαμηλά εδάφη, την αραιή φύτευση και με κατάλληλο κλάδευμα των δένδρων.

Ο τελευταίος τρόπος είναι οι ανθεκτικές ποικιλίες. Στις Η.Π.Α μερικές εμπορικές ποικιλίες μηλιάς με υψηλή αντοχή στο φουζικλάδιο είναι η Prima, Priscilla, Sir Prize, Jonafree, Redfee, Liberty, Freedom). Ανθεκτικές ποικιλίες έχει και ο Καναδάς όπως η Macfree, Moira, Trent, Nova Easygro, Novamac, Richelieu, Rouville.





Φουζικλάδιο αχλαδιάς

Φουζικλάδιο αχλαδιάς

Πολύ διαδεδομένη και σοβαρή ασθένεια της αχλαδιάς. Προσβάλλει τα φύλλα, άνθη, καρπούς και πάρα πολύ συχνά και σε σοβαρή μορφή τους κλάδους. Τα συμπτώματα είναι παρόμοια με της μηλιάς. Οι κηλίδες στα φύλλα είναι συχνότερες επί της κάτω επιφάνειας του ελάσματος.

Πρέπει να τονίσουμε πως οι προσβολές της αρρώστιας δεν πρέπει να συγχέονται με τις μαύρες κηλίδες που προκαλεί στα φύλλα της αχλαδιάς το ακάρι Eriophyes pyri.Οι κηλίδες από το ακάρι δεν έχουν βελούδινη εμφάνιση και συνοδεύονται από εξογκώσεις του ελάσματος στην πάνω επιφάνεια του φύλλου. Ο μύκητας προσβάλλει αρκετά συχνά τους νεαρούς βλαστούς που αργότερα εξελίσσονται σε φλύκταινες και τελικά σε μικρά έλκη. Αρκετά συχνά οι προσβολές αυτές εκδηλώνονται κοντά στα μάτια που συνήθως τα ξηραίνουν. Το φουζικλάδιο της απιδιάς προκαλείται από τον μύκητα Venturia pirina. H ατελής μορφή του ονομάζεται Fusicladium pyrorum.

Η αντιμετώπιση της αρρώστιας γίνεται με τα ίδια μέτρα και μυκητοκτόνα που συνιστώνται κατά του φουζικλάδιου μηλιά. Επί πλέον είναι απαραίτητη, για τον περιορισμό των αρχικών μολυσμάτων, η αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων κλάδων ή εφαρμογή ενός χειμερινού ψεκασμού με θειασβέστιο.





Φουζικλάδιο μουσμουλιάς

Είναι η σοβαρότερη αρρώστια της μουσμουλιάς και οφείλεται στον μύκητα Spilocaea pyracanthae. Οι προσβολές εκδηλώνονται σε όλα τα μέρη του άνθους, στους καρπούς, στα φύλλα και στους βλαστούς της μουσμουλιάς. Οι προσβολές αρχίζουν λίγο πριν την άνθηση και με ευνοϊκό καιρό μπορεί να συνεχιστούν μέχρι το καλοκαίρι. Η αρρώστια ευνοείται από ψυχρό και υγρό βροχερό καιρό.

Για την αντιμετώπιση της ασθένειας συνιστώνται οι ακόλουθοι τρείς ψεκασμοί.

  1. Λίγο πριν την άνθηση
  2. Μετά τη πτώση των πετάλων
  3. 15 ημέρες από τον δεύτερο.

Εφόσον υπάρχει ανάγκη οι ψεκασμοί μπορούν να συνεχισθούν ανά 15 ημέρες. Χρησιμοποιούνται τα ίδια φάρμακα που συνιστώνται κατά του φουζικλαδίου της μηλιάς. Μέσα στο ψεκαστικό υγρό πρέπει να προστίθεται διαβρεκτική – προσκολλητική ουσία για την καλύτερη διασπορά και διατήρηση του μυκητοκτόνου στις επιφάνειες της μουσμουλιάς. Για το περιορισμό των εστιών μόλυνσης συνιστάται η αφαίρεση από το δένδρο όλων των προσβεβλημένων καρπών και βλαστών και το κάψιμο. Το μέτρο αυτό να εφαρμόζεται πριν από την έναρξη των βροχών του φθινοπώρου και να επαναλαμβάνεται μέσα στο χειμώνα.





Ωΐδιο

Ωΐδιο σε καρπό μήλου

Το ωΐδιο είναι μια πολύ σοβαρή ασθένεια της μηλιάς και της αχλαδιάς. Προκαλεί εξασθένηση των δένδρων και σοβαρή μείωση της παραγωγής και της ποιότητας των προϊόντων. Το ωΐδιο της μηλιάς οφείλεται στον μύκητα Podosphaera Leucotricha με ατελή μορφή το Oidium Farinosum.Ο μύκητας προσβάλλει τα φύλλα, τους οφθαλμούς, τους τρυφερούς βλαστούς, τα άνθη και τους καρπούς. Παρατηρείται βραδεία έκπτυξη των προσβεβλημένων οφθαλμών. Τα φύλλα με την έκπτυξή τους παραμένουν ατροφικά, συνεστραμμένα και καλύπτονται από λευκά αλευρώδη εξάνθηση. Τα συμπτώματα αυτά εμφανίζονται στα φύλλα που προέρχονται από προσβεβλημένους οφθαλμούς δεδομένου ότι ο μύκητας διαχειμάζει ως μυκήλιο μέσα στους οφθαλμούς και μολύνει τα φύλλα κατά τη στιγμή που σχηματίζονται.

Σε έντονες προσβολές παρατηρείται ξήρανση των φύλλων και πρόωρη φυλλόπτωση. Οι τρυφεροί βλαστοί καλύπτονται επίσης από τις εξανθήσεις του παθογόνου και εμφανίζονται καχεκτικοί, ελαφρά παραμορφωμένοι και ξηραίνονται στην κορυφή. Τα προσβεβλημένα άνθη συχνά ξηραίνονται στην κορυφή. Τα άνθη που προσβάλλονται συχνά ξηραίνονται και πέφτουν. Οι καρποί προσβάλλονται μόνο όταν είναι νεαροί και συνήθως το μυκήλιο του παθογόνου νεκρώνεται όταν σκληρυνθεί ο φλοιός του καρπού. Στις θέσεις της προσβολής των καρπών παρατηρείται σκωριόχρωση της επιφάνειας, με τη μορφή πυκνών λεπτών δικτυωτών και νηματοειδών γραμμών λόγω της νέκρωσης των επιδερμικών κυττάρων από τη δράση του παθογόνου. Εμφανίζεται κυρίως την περίοδο του καλοκαιριού και ειδικά σε θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 10-33oC με περισσότερο ευνοϊκές τις 16-26oC. Ευπαθείς στις μολύνσεις είναι μόνο οι νεαροί τρυφεροί βλαστοί. Τα φύλλα παρουσιάζουν ευπάθεια στην αρρώστια μέχρι ηλικίας 14-17 ημερών και μετά αποκτούν αντοχή. Πάντως οι μολύνσεις είναι δυνατόν να συνεχισθούν και μέχρι το φθινόπωρο στους ευπαθείς φυτικούς ιστούς.

Ωΐδιο σε φύλλου μήλου

Όσο αφορά την καταπολέμηση της εν λόγω ασθένειας επιτυγχάνεται με δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η προστασία των τρυφερών μερών του δένδρου' για όλη τη περίοδο της ετήσιας ανάπτυξης με κάλυψή τους με κατάλληλο μυκητοκτόνο. Είναι απαραίτητη η εφαρμογή τριών τουλάχιστον ψεκασμών κατά τα ακόλουθα βλαστικά στάδια.

  1. Της πράσινης κορυφής
  2. Της ρόδινης κορυφής
  3. Μετά τη πτώση των πετάλων.

Με την επιτυχή καταπολέμηση των δευτερογενών μολύνσεων, προστατεύονται από μόλυνση και οι σχηματιζόμενοι νέοι οφθαλμοί και επομένως παρεμποδίζεται η διαχείμαση του μύκητα στους οφθαλμούς. Συστηματική εφαρμογή ψεκασμών συνιστάται ιδίως όταν καλλιεργούνται πολύ ευαίσθητες στο ωΐδιο ποικιλίες (π.χ Jonathan, Rome Beauty, Cortland, Baldwin, Monroe, Ida Red, Newtown, Gravenstein). Κατάλληλα φάρμακα κατά του ωΐδιου είναι τα ακόλουθα: θείο, dinocap, ditalimfos και τα διασυστηματικά benomyl, carbendazim, thiophanate-methyl, bupirimate, fenarimol, triforine, triadimefon, nitrothal-isopropyl, pyrazophos, myclobutanil, penconnazole, triadimenol, flusilazol,purifenox. Μερικές ποικιλίες είναι ευαίσθητες στο θείο και το dinocap. Τα φάρμακα αυτά μπορούν να προκαλέσουν εγκαύματα ιδίως όταν εφαρμόζονται με υψηλές θερμοκρασίες (άνω των 30οC). Καταστροφή των εστιών διαχειμάσεως του μύκητα επιτυγχάνεται και με εφαρμογή ενός χειμερινού ψεκασμού των δέντρων με πολτό DNOC. Περισσότερος αποτελεσματικός θεωρείται ένας χειμερινός ψεκασμός με μίγμα bupirimate και alkylphenolethoxylate., με προσοχή όμως γιατί μπορεί να προκληθούν ζημιές σε κάποιες ποικιλίες.

Ο δεύτερος τρόπος είναι η αφαίρεση με χειμερινό κλάδεμα όλων των κλάδων που έχουν προσβληθεί. Συνιστάται ακόμα και αφαίρεση με κλάδεμα την άνοιξη των κλάδων που έχουν έντονα προσβληθεί.






Μονίλιες

Μονίλια σε αχλαδιά

Οι μονίλιες είναι ασθένειες μεγάλης οικονομικής σημασίας που προσβάλλουν πολλά καρποφόρα δέντρα και προκαλούν σοβαρές ζημιές στα μηλοειδή μηλιά, αχλαδιά, κυδωνιά, μουσμουλιά. Οι προκαλούμενες ζημιές οφείλονται στη μείωση της παραγωγής και την εξασθένηση των δέντρων λόγω της αποξηράνσεως άνθεων, κλαδιών, αλλά και στις προ- και μετασυλλεκτικές σήψεις των καρπών. Η αρρώστια είναι πιο συχνή και σοβαρή στα πυρηνόκαρπα. Τα συμπτώματα του παθογόνου είναι νεκρώσεις και ξηράνσεις στα άνθη, μέσω των ανθέων στα κλαδιά, στα φύλλα και σήψεις στους καρπούς. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στα άνθη την άνοιξη. Η έναρξη της προσβολής μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε μέρος του άνθους, το στίγμα, τους στήμονες, τα πέταλα ή τα σέπαλα. Οι προσβεβλημένοι ιστοί γίνονται καστανοί και ο μεταχρωματισμός επεκτείνεται γρήγορα σ’ολόκληρο το άνθος, τον ποδίσκο, την ταξιανθία και τον κλαδίσκο της. Τα άνθη μαραίνονται, συρρικνώνονται και ξηραίνονται. Συχνά είναι δυνατό ο μύκητας να εξαπλωθεί, από προσβεβλημένα κλαδιά ή ταξιανθίες ή καρπούς στο φλοιό παλιότερων κλαδιών και να σχηματίσει έλκη. Στα αρχικά στάδια σχηματισμού του έλκους νεκρώνεται ο φλοιός της προσβεβλημένης θέσης, ο ιστός κάτω από το φλοιό βυθίζεται και γίνεται καστανός και τελικά δημιουργείται μια ανοιχτή πληγή.

Η προσβολή των καρπών μπορεί να γίνει καθ’ όλο το διάστημα της αναπτύξεώς τους μέχρι τη συγκομιδή. Ακόμη αρκετά συνήθεις είναι και οι μετασυλλεκτικές σήψεις των καρπών, που μπορούν να προκαλέσουν σημαντικές απώλειες κατά την διακίνηση, αποθήκευση και εμπορία τους. Η πρώτη ένδειξη μολύνσεως στον καρπό είναι η ανάπτυξη μιας μικρής, επιφανειακής, κυκλικής, καστανής κηλίδας που στη συνέχεια διευρύνεται. Με υγρές συνθήκες και σαρκώδεις ώριμους καρπούς η προσβολή εξελίσσεται σε υγρή σήψη, αλλά με χαμηλή σχετική υγρασία και άωρους καρπούς η προσβολή είναι ξηρή και οι καρποφορίες του μύκητα ελάχιστες ή καθόλου. Η διάγνωση της αρρώστιας δεν πρέπει να γίνεται μόνο με την παρατήρηση των συμπτωμάτων αλλά να επιβεβαιώνεται και με την μικροσκοπική εξέταση των καρποφοριών των παθογόνων.

Οι φαιές σήψεις οφείλονται σε ασκομύκητες του γένους Monilinia. Στην Ελλάδα από την μέχρι τώρα έρευνα προκύπτει πως η φαιά σήψη των μηλοειδών και πυρηνοκάρπων οφείλεται στον Monilinia laxa. Ο μύκητας σχηματίζει την τέλεια μορφή του, τα αποθήκια, την άνοιξη επί των μουμιοποιημένων καρπών πάνω στο έδαφος. Ο μύκητας διαχειμάζει και μολύνει μόνο με την ατελή (αγενή) μορφή Monilia που ανήκει στους Moniliales των αδηλομυκήτων.

Οι θέσεις διαχειμάσεως του μύκητα, που αποτελούν και τις εστίες της ασθενείας για τις πρωτογενείς μολύνσεις την άνοιξη, είναι οι αποξηραμένοι κλαδίσκοι με τα άνθη τους και φύλλα τους, τα έλκη και οι μουμιοποιημένοι καρποί. Στις εστίες μολύνσεως αυτές σχηματίζονται τον χειμώνα και μέχρι τέλος Μαϊου οι καρποφορίες του παθογόνου. Ο μεγαλύτερος αριθμός μολυσμάτων σχηματίζεται κατά την εποχή ανθήσεως των δέντρων. Τα κονίδια παράγονται σε πολύ μεγάλους αριθμούς και αποτελούν το κυρίως μόλυσμα της ασθένειας.

Ο βροχερός, υγρός και νεφοσκεπής καιρός είναι κατ’εξοχήν ευνοικός για την ανάπτυξη της ασθένειας γιατί είναι απαραίτητος για την ελευθέρωση και διασπορά των μολυσμάτων αλλά και στην πραγματοποίηση των μολύνσεων. Η ευπάθεια των καρπών αυξάνει όσο πλησιάζουν στην ωριμότητα και γι’αυτό προβλήματα μολύνσεως των καρπών δημιουργούνται, εφ’ όσον υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες για μόλυνση, λίγο πριν τη συγκομιδή ή και μετασυλλεκτικά.

Η καταστροφή των εστιών διαχειμάσεως του μύκητα αποτελεί ένα σημαντικό μέτρο για την καταπολέμηση της ασθένειας γιατί έτσι περιορίζουμε στο ελάχιστο τα μολύσματα για τις πρωτογενείς προσβολές της άνοιξης και αυξάνουμε την αποτελεσματικότητα των προστατευτικών ψεκασμών.

Πρέπει λοιπόν να κλαδεύονται και να καταστρέφονται με φωτιά όλοι οι προσβεβλημένοι κλαδίσκοι και κλάδοι των δένδρων. Συνιστώνται τρεις ψεκασμοί ως εξής:

  1. κατά την έκπτυξη των οφθαλμών,
  2. την λευκή ή ρόδινη κορυφή
  3. την πλήρη άνθηση.

Επιπλέον ψεκασμοί μπορεί να χρειασθούν σε περίπτωση βροχερού και ψυχρού καιρού οπότε η άνθηση παρατείνεται. Για την προστασία των καρπών από προ και μετασυλλεκτικές σήψεις συνιστάται ένας ψεκασμός προ της συγκομιδής ή και εμβάπτιση των καρπών αμέσως μετά τη συγκομιδή σε διάλυμα benomyl.









Παρασιτική μολύβδωση

Παρασιτική μολύβδωση σε κορμό δέντρου μηλιάς

Είναι μια χρόνια ασθένεια του ξύλου των καρποφόρων δέντρων η οποία προκαλεί ζημιές στα μηλοειδή και πυρηνόκαρπα. Οι προσβολές είναι συχνότερες και σοβαρές στη μηλιά, ροδακινιά και δαμασκηνιά. Είναι γνωστή με το όνομα silver leaf. Tο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ότι το έλασμα των φύλλων σε μερικούς κλάδους ή σε ολόκληρο το δέντρο αποκτά μια απόχρωση αργύρου ή μολύβδου. Το σύμπτωμα οφείλεται στην αποκόλληση της επιδερμίδας από τον δρυφακτοειδή ιστό του μεσόφυλλου και την παρεμβολή αέρα μεταξύ αυτών. Η αποκόλληση προκαλείται από τη δράση των τοξίνων του παθογόνου οι οποίες μεταφέρονται με τους χυμούς του δέντρου από την περιοχή του ξύλου του κορμού και των κλάδων που έχει εγκατασταθεί ο μύκητας. Το μυκήλλιο του παθογόνου ουδέποτε αναπτύσσεται μέσα στα φύλλα.

Εσωτερικά οι κλάδοι που έχουν προσβληθεί παρουσιάζουν έντονο καστανό μεταχρωματισμό του καρδιοξύλου ο οποίος ανάλογα με τη φάση της προσβολής, μπορεί να επεκτείνεται μέχρι και τον φλοιό. Το σύμπτωμα της αργύρωσης δεν οφείλεται πάντοτε σε παρασιτική προσβολή του ξύλου, αλλά είναι δυνατόν να προκαλείται και από διάφορους μη παρασιτικούς παράγοντες (π.χ υπερβολική υγρασία, ξηρασία, βαρειά εδάφη, αλκαλικά εδάφη) ή μετά από έντονη προσβολή από ακάρεα ή θρίπες. Η παρασιτική αργύρωση εμφανίζεται από την αρχή της άνοιξης στη νέα βλάστηση. Οι κλάδοι ξηραίνονται και τα ασθενή δέντρα γίνονται νάνα, καχεκτικά και μετά από λίγα χρόνια ξηραίνονται εξ΄ ολοκλήρου.Η ασθένεια αυτή προκαλείται από τον βασιδιομύκητα Chondrostereum purpureumμύκητας σχηματίζει τις καρποφορίες του στους νεκρούς κλάδους και κορμούς ασθενών δέντρων. Οι καρποφορίες είναι εστίες μολύνσεως. Τα μολύσματα που μεταδίδουν την ασθένεια είναι τα βασιδιοσπόρια του μύκητα τα οποία παράγονται πάνω σε βασίδια στην κάτω επιφάνεια των καρποφοριών. Οι καρποφορίες σχηματίζονται με υγρό και ήπιο καιρό όλες τις εποχές του έτους. Συνήθως εμφανίζονται άφθονες το φθινόπωρο και νωρίς την άνοιξη.

Η καταπολέμηση γίνεται με τους εξής τρόπους:

  • Επισήμανση και καταστροφή με φωτιά των εστιών μόλυνσης. Τέτοιες εστίες είναι τα έντονα προσβεβλημένα δέντρα, ξηρά δέντρα, πάσσαλοι υποστηλώσεως κ.τ.λ
  • Αφαίρεση όλων των κλάδων που το ξύλο τους είναι μεταχρωματισμένο και καταστροφή με φωτιά. Η εργασία αυτή να γίνεται το καλοκαίρι γιατί κατά τη περίοδο αυτή σχηματίζεται κόμμι στις τομές που εμποδίζει την εξάπλωση του παθογόνου.
  • Χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών.
  • Βιολογική καταπολέμηση με αιώρημα στελέχους του μύκητα Trichoderma viride.
  • Οι τομές του κλαδέματος και άλλες πληγές στο δέντρο πρέπει να καλύπτονται αμέσως μετά το κλάδεμα με κατάλληλο μυκητοκτόνο (π.χ polyoxin) ή αλοιφή προστατευτική πληγών απ΄ αυτές που κυκλοφορούν στο εμπόριο. Το πιο κατάλληλο απολυμαντικό πληγών είναι η βορδιγάλιος πάστα (450 γρ θειϊκός χαλκός, ασβέστι 900 γρ σε 6,5 kg νερό).




Εξέλκωση βραχιόνων

Εξέλκωση βραχιόνων 1

Είναι γνωστή και σαν έλκος της μηλιάς και αχλαδιάς. Είναι σοβαρή γιατί προκαλεί την ξήρανση βλαστών, κλάδων αλλά και την εξασθένηση των δένδρων λόγω της προσβολής των μεγάλων βραχιόνων και σπανιότερα του κορμού τους. Η προσβολή χαρακτηρίζεται από το σχηματισμό μικρών ή μεγαλυτέρων έλκων στην επιφάνεια των βλαστών, κλάδων ή κορμών των δένδρων. Τα έλκη σχηματίζονται συνήθως γύρω από ουλές οφθαλμών, φύλλων, και πληγές με τη μορφή μικρών, κυκλικών ή ελλειπτικών καστανών περιοχών. Το έλκος αυξάνεται, ο φλοιός βυθίζεται περισσότερο, νεκρώνεται, σχίζεται και συχνά αποκολλάται. Η προσβολή των καρπών δεν είναι συνήθης και συχνά συγχέεται με άλλες προσβολές.

Εξέλκωση βραχιόνων 2

Η ασθένεια προκαλείται από τον ασκομύκητα Nectria galligena. Η αγενής μορφή του σχηματίζεται πάνω στα νέα έλκη και αποτελείται από μικρά λευκά ή υποκίτρινα στρώματα που είναι τα σποριοδόχεια του μύκητα. Η μόλυνση των κλάδων γίνεται κυρίως από πληγές (παγετό, χαλάζι, τομές κλαδέματος, προσβολές άλλων μυκήτων), τις ουλές πτώσεως των φύλλων και σπανιότερα από τα φακίδια. Η ελευθέρωση των ασκοσπορίων και των κονιδίων διενεργείται όλο το έτος εφόσον ο καιρός είναι βροχερός, ιδιαίτερα όμως κατά την περίοδο Οκτωβρίου – Φεβρουαρίου. Τα σπόρια βλαστάνουν σε θερμοκρασίες από 2-30oC), αλλά η ευνοϊκότερη είναι από 18 - 24oC). Τα μολύσματα διασπείρονται με τη βροχή, άνεμο, έντομα, πτηνά και τα εργαλεία κλαδέματος.

Η καταπολέμηση γίνεται με τους εξής τρείς τρόπους:

  1. Αφαίρεση και καταστροφή με φωτιά των έντονα προσβεβλημένων μικρών βλαστών. Σε περίπτωση χονδρών κλάδων συνιστάται καθαρισμός των ελκών και κάλυψη των πληγών με απολυμαντικές αλοιφές (να περιέχουν phenylphenol ή mercuric oxide ή octhilinone). Oι εργασίες αυτές να γίνονται κατά τη διάρκεια ξηρού καιρού.
  2. Ψεκασμοί των δένδρων με βενζιμιδαζολικά φάρμακα κατά του φουζικλάδιου περιορίζουν την εξάπλωση της ασθένειας στο δενδροκομείο.
  3. Σε σοβαρές περιπτώσεις συνιστώνται δύο ή τρείς ψεκασμοί με βορδιγάλιος πολτό ή χαλκούχα το φθινόπωρο (λίγο πριν τη πτώση των φύλλων, όταν έχουν πέσει το 50% των φύλλων και την άνοιξη με την έναρξη εκπτύξεως των οφθαλμών).






Σκωριάσεις

Οι σκωριάσεις των μηλοειδών στην Ελλάδα οφείλονται σε 3 είδη παθογόνων μυκήτων α)Gymnosporangium fuscum που προσβάλλει την αχλαδιά, β)Gymnosporangium cornutum που προσβάλλει τη μηλιά και γ)Gymnosporangium clavariiformae που προσβάλλει τη κυδωνιά. Η ασθένεια είναι συχνή στην αχλαδιά και λιγότερο διαδεδομένη στην μηλιά.

Προσβαλλόμενα φύλλα αχλαδιάς από Σκωρίωση

Οι προσβολές εμφανίζονται συνήθως σε δενδροκομεία που είναι κοντά σε δασικές ή ορεινές περιοχές στις οποίες φύονται δέντρα όπως ο κέδρος και ο άρκευθος. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται στην αχλαδιά την άνοιξη στην πάνω επιφάνεια των φύλλων και αποτελούνται από πορτοκαλιές, λίγο διογκωμένες κυκλικές ή ελλειψοειδείς κηλίδες διαμέτρου 1 cm με διάσπαρτα μαύρα στίγματα. Αργότερα (Ιούλιο – Αύγουστο) στις αντίστοιχες θέσεις της κάτω επιφάνειας του ελάσματος των φύλλων σχηματίζονται κιτρινοπράσινες και τελικά καστανές κηλίδες με μαστοειδή εξογκώματα.

Η σκωρίαση της αχλαδιάς οφείλεται στον μύκητα Gymnosporangium fuscum. O μύκητας διαχειμάζει σαν δικαρυωτικό μυκήλιο στο φλοιό των κλάδων. Η μόλυνση των κλάδων γίνεται το τέλος του καλοκαιριού με αικιδιοσπόρια που μεταφέρονται με τον αέρα από την αχλαδιά.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος καταπολέμησης της σκωριάσεως της αχλαδιάς είναι η καταστροφή, όλων των κέδρων που βρίσκονται στην περιοχή του δενδροκομείων σε ακτίνα 500-1000 μέτρων ή η αποφυγή εγκαταστάσεως δενδροκομείων αχλαδιάς κοντά σε περιοχές με αυτοφυή κέδρα. Επίσης η μη φύτευση καλλωπιστικών κέδρων κοντά σε καλλιέργειες αχλαδιάς. Αν η καταστροφή των κέδρων δεν είναι δυνατή, μπορούμε να προφυλάξουμε τα δένδρα αχλαδιάς με την εφαρμογή 2-3 ψεκασμών την άνοιξη. Κατάλληλα μυκητοκτόνα είναι τα διθειοκαρβαμιδικά (maneb, zineb, ferbam) και τα διασυστηματικά (triforine, triadimefon).






Μαύρη κηλίδωση

Η ασθένεια αυτή αποτελεί χρόνιο πρόβλημα στη χώρα μας και ειδικά σε δενδροκομεία της Βόρειας Ελλάδας, ιδίως όπου καλλιεργούνται οι ευαίσθητες ποικιλίες Abate Fetel, Passa Crassana, Conference, General Leclerc και Κaiser της αχλαδιάς.

Την ασθένεια προκαλεί ο αδηλομύκητας Alternaria alternata. Προσβάλλονται κυρίως τα φύλλα, οι καρποί και οι πράσινοι βλαστοί. Στο έλασμα των φύλλων εμφανίζονται αρχικά μικρές κυκλικές νεκρωτικές κηλίδες διαμέτρου μέχρι 1mm. Σε έντονες προσβολές παρατηρούνται εκτεταμένες νεκρώσεις του ελάσματος και μεγάλη φυλλόπτωση . Στους καρπούς η προσβολή εκδηλώνεται με το σχηματισμό κυκλικών κηλίδων ελαφρά βυθισμένων με χρώμα καστανό σκούρο και συγκεντρικούς κύκλους που περιβάλλονται από ερυθρωπή ζώνη. Οι κηλίδες εισχωρούν σε μεγάλο βάθος μέσα στο καρπό.

Εναντίον της ασθένειας λαμβάνονται διάφορα καλλιεργητικά μέτρα (παράχωμα των φύλλων στο έδαφος, καταστροφή προσβεβλημένων καρπών, περιορισμός της υγρασίας στις υγρές περιοχές) και γίνονται ψεκασμοί με διάφορα μυκητοκτόνα. Σε περιοχές που η ασθένεια ενδημεί ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης είναι η αντικατάσταση των ευαίσθητων ποικιλιών με ανθεκτικές (π.χ Κρυστάλλι).





Σεπτωρίαση αχλαδιάς

Σεπτωρίαση σε φύλλο αχλαδιάς.

Είναι μια προσβολή του φυλλώματος της αχλαδιάς που έχει παρατηρηθεί σχεδόν σε όλες τις περιοχές της χώρας μας και μπορεί πολλές φορές σε ορισμένες ποικιλίες και στα φυτώρια να προκαλέσει αισθητές ζημιές λόγω της πρόωρης φυλλόπτωσης των δένδρων. Η ασθένεια προσβάλλει και την κυδωνιά καθώς και σε πιο σπάνιο βαθμό τη μηλιά.

Η ασθένεια προσβάλλει κυρίως τα φύλλα και σπανιότερα τους μίσχους και τους καρπούς. Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται αργά την άνοιξη στο έλασμα των φύλλων με το σχηματισμό μικρών, κυκλικών ή ακανόνιστων κηλίδων που αρχικά είναι καστανές και τελικά εξελίσσονται σε τεφρόλευκες περιοχές που περιβάλλονται από ερυθροκαστανή ζώνη. Η διάμετρος των κηλίδων μπορεί να φτάσει τα 3-5 mm. Στην κεντρική περιοχή των κηλίδων εμφανίζονται σαν μαύρα στίγματα οι ατελείς καρποφορίες του παθογόνου.

Με βροχερό και υγρό καιρό, αργά την άνοιξη και το καλοκαίρι, η ασθένεια εξελίσσεται στα προσβεβλημένα φύλλα αλλά εξαπλώνεται και σε νέα φύλλα και στους μίσχους και καρπούς. Τα πολύ προσβεβλημένα φύλλα πέφτουν πρόωρα.

Η ασθένεια προκαλείται από το μύκητα Septoria pyricola. H ατελής μορφή του μύκητα, που είναι και η παρασιτική φάση του παθογόνου, σχηματίζεται μόνο επί των ζωντανών προσβεβλημένων οργάνων του φυτού. Η τέλεια μορφή είναι σαπροφυτική, σχηματίζεται αργότερα μέσα στα νεκρά φύλλα που είναι πεσμένα στο έδαφος. Είναι μυξοσπόρια και επομένως για την ελευθέρωση και διασπορά τους χρειάζονται βροχή και άνεμο.

Οι επεμβάσεις που γίνονται για την αντιμετώπιση του φουζικλάδιου, προστατεύουν τα δένδρα και από τη σεπτορίωση. Σε πολύ προσβεβλημένες περιοχές συνιστώνται 1-2 συμπληρωματικοί ψεκασμοί με βορδιγάλιο πολτό ή χαλκούχα σε διαστήματα 15 ημερών. Επίσης θα μπορούσε να εκτελεσθεί ένας ψεκασμός στα πεσμένα φύλλα στο έδαφος με Gebutox τον Φλεβάρη για τη μείωση των αρχικών μολυσμάτων.




Σηψιρριζίες

Οι σηψιρριζίες είναι χρόνιες ασθένειες που οφείλονται σε προσβολή του ριζικού συστήματος των φυτών από βασιδιομύκητες (κυρίως τον Armillaria mellea) ή τον ασκομύκητα Rosellinia necatrix. Τα προσβεβλημένα δένδρα δείχνουν συμπτώματα καχεξίας λόγω μειωμένης ικανότητάς των να απορροφούν από το έδαφος νερό και θρεπτικά στοιχεία. Ο μύκητας Armillaria mellea είναι πολύ συνήθης στα δασικά εδάφη και για αυτό η ασθένεια είναι ιδιαίτερα σοβαρή σε δενδροκομεία ή αμπελώνες που έχουν εγκατασταθεί σε πρόσφατα εκχερσωμένα εδάφη ή σε θέσεις παλαιών πολυετών φυτειών. Τα ασθενή δένδρα είναι καχεκτικά, έχουν μικρή ετήσια βλάστηση, φύλλα χλωρωτικά και μικρά που πέφτουν πρόωρα. Τελικά παρατηρείται ξήρανση κλάδων και ολόκληρου του δένδρου.

Προσβολή δέντρου μηλιάς από βασιδιομύκητα Armillaria mellea

Στην προσβολή από τον Armillaria mellea, παρατηρούμε ότι μερικές ρίζες παρουσιάζουν μια ξηρή σήψη που αρχίζει από το φλοιό και φθάνει μέσα στο ξύλο. Ο φλοιός στα προσβεβλημένα τμήματα είναι έντονα καστανός, αποκολλάται εύκολα από το ξύλο και έχει έντονη οσμή μανιταριού. Η οσμή αυτή είναι χαρακτηριστική της παρασιτικής σηψιρριζίας, Στις περιπτώσεις ασφυξίας οι ρίζες αναδίδουν οσμή οινοπνεύματος ή βούρκου.

Ο μύκητας αυτός προσβάλλει όλα τα πολυετή καρποφόρα, καλλωπιστικά και δασικά δένδρα και θάμνους καθώς και πολλά ποώδη φυτά. Οι μολύνσεις στις ρίζες των υγιών δένδρων γίνονται με τα ριζόμορφα που κυκλοφορούν μέσα στο έδαφος ή με απευθείας επαφή ασθενών ριζών με υγιείς. Η ασθένεια ευνοείται από τη μεγάλη εδαφική υγρασία και προσβάλλει ευκολότερα δένδρα εξασθενημένα από άλλα αίτια (π.χ παγετό, εδάφη που νεροκρατάνε, διάφορες ασθένειες ή προσβολές εντόμων) Όσο αφορά τη σηψιρριζία που οφείλεται στον Rosellinia necatrix προσβάλλει μεγάλο αριθμό δένδρων, θάμνων και ποωδών φυτών και προξενεί ζημιές τόσο στα φυτώρια όσο και στα εγκατεστημένα ενήλικα δένδρα. Τα προσβεβλημένα δένδρα εμφανίζουν στο υπέργειο μέρος συμπτώματα καχεξίας, χλωρώσεως, φυλλοπτώσεως, ξήρανσης κλάδων . Η ασθένεια εμφανίζεται μέσα στο δενδροκομείο κατά κηλίδες. Η διάγνωση γίνεται μόνο μετά από εκλάκκωση και εξέταση των υπογείων μερών του φυτού.

Η μετάδοση της ασθένειας μέσω του εδάφους γίνεται με το μυκήλιο του παθογόνου που επιβιώνει στις προσβεβλημένες ρίζες και τα υπολείμματα των νεκρών δένδρων. Η υψηλή εδαφική υγρασία ευνοεί πολύ την ασθένεια. Το παθογόνο ευνοείται σε θερμοκρασίες εδάφους 20oC ή και μικρότερες. Η καταπολέμηση των σηψιρριζιών είναι δύσκολη και για αυτό ακολουθούμε τα εξής μέτρα:

  • Πριν την εγκατάσταση νέων φυτειών:
  1. Να ξεριζώνονται όλα τα παλαιά δένδρα ή θάμνοι και τα υπολείμματα των ξηρών δένδρων μαζί με ολόκληρο το ριζικό τους σύστημα και να καταστρέφονται με φωτιά
  2. Να λαμβάνονται μέτρα για καλή αποστράγγιση του εδάφους
  3. Πριν από την εγκατάσταση του νέου δενδροκομείου ή αμπελώνος και μετά την εκχέρσωση είναι σκόπιμο ο αγρός να καλλιεργηθεί επί 1-2 χρόνια με σιτηρά.
  4. Το φυτικό υλικό που θα φυτευτεί να είναι απόλυτα υγιές.
  5. Χρησιμοποίηση ανθεκτικών υποκειμένων.
  • Σε εγκατεστημένες φυτείες:
  1. Να ξεριζώνονται τα προσβεβλημένα δένδρα και τα γειτονικά τους που είναι ύποπτα προσβολής μαζί με όλες τις ρίζες τους και να καίγονται
  2. Συνιστάται η απομόνωση του προσβεβλημένου μέρους του αγρού από τον υπόλοιπο αγρό με μια τάφρο πλάτους 30cm και βάθους 60cm. Το χώμα από το άνοιγμα της τάφρου να ρίχνεται στη μεριά που παρουσιάστηκε η ασθένεια.
  3. Πριν από τη φύτευση νέων δένδρων στο μολυσμένο έδαφος, πρέπει να γίνει απολύμανσή του με βρωμιούχο μεθύλιο ή το καλοκαίρι το έδαφος να σκαφτεί πολλές φορές. Η απολύμανση με το βρωμιούχο μεθύλιο για να είναι αποτελεσματική πρέπει να γίνει όταν το έδαφος είναι πολύ ξηρό. Η δόση που συνιστάται είναι 1kg/10τ.μ ή 2kg/10τ.μ αν το έδαφος είναι συνεκτικό. Καλό είναι το φάρμακο να διοχετεύεται με εγχυτήρα σε βάθος 60cm.
  4. Το σκεύασμα cresylic acid θεωρείται ότι έχει θεραπευτική δράση κατά του Armillaria mellea. Αποτελεσματική δράση ενάντια στον Rosellinia necatrix είναι η ηλιοαπολύμανση του εδάφους. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται και σε εγκατεστημένα δενδροκομεία και είναι πιο αποτελεσματική όταν η προσβολή βρίσκεται στα αρχικά της στάδια.







Φυτοφθόρα

Οι μύκητες του γένους Phytophthora μεταδίδονται με το έδαφος και προκαλούν ασθένειες στα μέρη των δένδρων που έρχονται σε άμεση ή έμμεση επαφή με το έδαφος. Οι πιο συνηθισμένες προσβολές εμφανίζονται στο λαιμό, τις ρίζες, τον κορμό αλλά και συχνά στους καρπούς. Ιδιαίτερα σοβαρές και μεγάλης οικονομικής σημασίας για τη χώρα μας είναι οι ασθένειες του λαιμού και κορμού των δένδρων γιατί εμφανίζονται σε φυτώρια και σε κάθε ηλικίας φυτά στα δενδροκομεία και προκαλούν την ξήρανσή τους μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Δένδρο μηλιάς προσβεβλημένο από φυτοφθόρα

Η προσβολή συνήθως αρχίζει από το λαιμό ή τις κύριες ρίζες. Ο φλοιός εξωτερικά, στο σημείο της προσβολής φαίνεται σκοτεινότερος, υδατώδης και συχνά είναι ελαφρά βυθισμένος. Με την εξέλιξη της ασθένειας η αλλοίωση προχωρεί προς τα πάνω αρκετά εκατοστά από το έδαφος και προς τα κάτω στις κεντρικές ρίζες. Η προσβολή αρχικά καλύπτει μέρος μόνο της περιφέρειας του κορμού, αλλά αργότερα μπορεί να τον περιβάλλει ολόκληρο όποτε το δένδρο ξηραίνεται. Στην προσβεβλημένη περιοχή παρατηρείται σχίσιμο του φλοιού και καμβίου που φθάνει μέχρι του ξύλου. Ο φλοιός τελικά ρυτιδώνεται, νεκρούται, απολεπίζεται και πολλές φορές αποκαλύπτεται το ξύλο.

Στην Ελλάδα και ιδίως στα πυρηνόκαρπα, παρατηρούνται δύο τύποι αποπληξίας. α) Ανοιξιάτικος τύπος (πρώϊμη προσβολή): Εκδηλώνεται αργά τον χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη. Στα νεαρά δένδρα τα μάτια δεν ανοίγουν την άνοιξη, ενώ στα ενήλικα δένδρα παράγονται μικροί καχεκτικοί βλαστοί που παραμένουν νάνοι και χλωρωτικοί. Τελικά τα δένδρα ξηραίνονται κατά τη διάρκεια της πρώτης έντονης διαπνοής (Μάϊο ή νωρίς τον Ιούνιο). Ο πρώϊμος τύπος της προσβολής είναι ιδιαίτερα σοβαρός γιατί εμφανίζεται σε μεγάλη έκταση του δενδροκομείου. Αυτό συμβαίνει μετά από έντονες χειμερινές βροχοπτώσεις οι οποίες άλλωστε συντελούν στη διασπορά των μολυσμάτων. β) Θερινός τύπος (όψιμη προσβολή): Εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια της θερμής θερινής περιόδου με τη μορφή της αποπληξίας. Τα δένδρα, συνήθως μετά από ελαφρά χλώρωση των φύλλων, εμφανίζουν ένα απότομο μαρασμό και ξηραίνονται. Τα φύλλα που προσβάλλονται είναι μεμονωμένα μέσα στο δενδροκομείο, ιδίως όμως κατά μήκος των αυλακίων άρδευσεως.

Τις ασθένειες προκαλούν διάφορα είδη του γένους Phytophthora που ανήκουν στους ωομύκητες των Φυκομυκήτων. Στη χώρα μας τα μηλοειδή προσβάλλονται συνήθως από τον Phytophthora cactorum. Οι μύκητες αυτοί είναι παθογόνα εδάφους που επιβιώνουν στο έδαφος που επιβιώνουν στο έδαφος για πολλά χρόνια με τα ωοσπόριά τους στις περιπτώσεις δυσμενών συνθηκών του περιβάλλοντος. Για να αναπτυχθούν και να μολύνουν έχουν ανάγκη μεγάλης εδαφικής υγρασίας. Οι προσβολές είναι συχνές και σοβαρές στις ποτιστικές καλλιέργειες και μετά περίοδο βροχών. Η μόλυνση ευνοείται από την ύπαρξη πληγών.

Για την αντιμετώπιση της προσβολής του λαιμού και των ριζών συνιστώνται τα εξής μέτρα:

  • Χρησιμοποίηση ανθεκτικών υποκειμένων. Το μέτρο αυτό είναι κατ’ εξοχήν αποτελεσματικό εφ’ όσον υφίστανται ανθεκτικά υποκείμενα. Ο εμβολιασμός πρέπει να γίνεται σε ύψος 50-70 cm από το έδαφος στον κορμό και κλάδους των εμβολίων. Η κυδωνιά φαίνεται ότι είναι πολύ καλό υποκείμενο για την απιδιά γιατί είναι ανθεκτική στον Phytophthora cactorum.
  • Να μην έρχεται η βάση του κορμού των δένδρων σε επαφή με το νερό άρδευσης. Αυτό επιτυγχάνεται με την κατασκευή προχώματος γύρω από τον κορμό σε απόσταση περίπου 0,5 μέτρου και εν συνεχεία με την κατασκευή της λεκάνης αρδεύσεως,
  • Καλή αποστράγγιση του δενδροκομείου. Αποφυγή συχνών ποτισμάτων και διατηρήσεως του εδάφους σε κατάσταση υπερβολικής υγρασίας.
  • Αποφυγή δημιουργίας πληγών στις ρίζες και το λαιμό των δένδρων.
  • Να χρησιμοποιούνται τελείως υγιή δενδρύλλια στα δενδροκομεία και να φυτεύονται στο ίδιο βάθος που ήταν και στο φυτώριο.
  • Επάλειψη του κορμού των δένδρων μέχρι ένα μέτρο από το έδαφος και λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους με βορδιγάλιο πάστα (αργά το φθινόπωρο ή νωρίς την άνοιξη).
  • Εκρίζωση των ξηρών ή έντονα προσβεβλημένων δένδρων μαζί με τις ρίζες και απομάκρυνσή τους από το δενδροκομείο.
  • Αφαίρεση και καταστροφή με φωτιά του μεταχρωματισμένου φλοιού και καμβίου μαζί με ζώνη 5cm γύρω από τους υγιείς ιστούς.
  • Απολύμανση του νερού αρδεύσεως με θειϊκό χαλκό. Στο κεντρικό αυλάκι ποτίσματος τοποθετούμε μια λινάτσα με κρυστάλλους θειϊκού χαλκού. Τούτο δεν πρέπει να επαναληφθεί σε περισσότερες από δύο έως τρείς συνεχόμενες αρδεύσεις. Στις περιπτώσεις που το πότισμα γίνεται με τεχνητή βροχή συνιστάται απολύμανση με το σκεύασμα cheshunt compound σε αναλογία 5-10 γραμ για κάθε δένδρο.