Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Λούπινο προϊόν"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Νέα σελίδα με ' __NOTOC__')
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
[[κατάσταση δημοσίευσης::1| ]]
+
Οι αναφερόμενες στη βιβλιογραφία αποδόσεις σπόρου για το λούπινο κυμαίνονται σε ευρέα όρια, 50 έως 500 kg/στρ. Σ' αυτό συντελεί ο τρόπος καρποφορίας του φυτού, αλλά και τα διάφορα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα όπου [[καλλιέργεια λούπινου |καλλιεργείται]] (άγονα-ξηρά μέχρι γόνιμα εδάφη, με επάρκεια υγρασίας). Σε πείραμα σύγκρισης αποδόσεων στο λευκό λούπινο, βρέθηκε ότι η απόδοση της ποικιλίας συνεχούς ανάπτυξης ήταν υψηλότερη από εκείνη της ποικιλίας περιορισμένης [[αύξηση και ανάπτυξη του φυτού του λούπινου |ανάπτυξης]]. Τα τελευταία χρόνια οι αποδόσεις αυξήθηκαν με τη χρησιμοποίηση βελτιωμένων ποικιλιών. Στη χώρα μας η μέση απόδοση το 1998 ήταν 112kg σπόρου/στρ.
 +
 
 +
Οι σπόροι των παλαιών ποικιλιών ("πικρά" λούπινα) περιέχουν πολλούς αντιθρεπτικούς παράγοντες, κυρίως αλκαλοειδή. Τα σπουδαιότερα είναι η λουπανίνη, η υδροξυλουπανίνη και η αγκουστιφολίνη. Οι ουσίες αυτές περιέχονται κυρίως στο σπόρο και λιγότερο στα βλαστικά τμήματα. Απομακρύνονται από τους σπόρους μετά από εμβάπτιση (μούσκεμα) τους σε νερό για μερικές ημέρες. Αυτή η τακτική ακολουθούνταν παλιότερα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν οι σπόροι για τη διατροφή του ανθρώπου ή των ζώων. Τα βλαστικά τμήματα αυτών των ποικιλιών, λόγω της πικρής γεύσης, δεν τα έτρωγαν τα ζώα. Τα αλκαλοειδή δημιουργούν διάφορες τοξικότητες. Στον άνθρωπο προκαλούν ναυτία, αναπνευστικές και οπτικές διαταραχές, προοδευτική αδυναμία και κώμα. Στα [[αιγοπρόβατα |πρόβατα]] τα συνπτώματα είναι δύσπνοια, τρέμουλο, αφροί στο στόμα, σπασμοί και κώμα. Οι νεότερες ποικιλίες,  τα «γλυκά» λούπινα, έχουν πολύ μικρή περιεκτικότητα αλκαλοειδών και οι αναφερόμενες περιπτώσεις λουπίνωσης είναι ελάχιστες, οπότε τα «γλυκά» λούπινα μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σε περιορισμένες φυσικά ποσότητες, στη διατροφή του ανθρώπου και των ζώων, χωρίς κινδύνους.
 +
 
 +
Στη διατροφή του ανθρώπου το λούπινο χρησιμοποιείται:
 +
*ως [['οσπρια |όσπριο]],
 +
*το αλεύρι των κοτυληδόνων, σε ανάμειξη με άλλα άλευρα, για την παρασκευή ψωμιού, ζυμαρικών και άλλων προϊόντων,
 +
*για παρασκευή γάλακτος κ.ά. χρήσεις.
 +
 
 +
Η υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτείνη και ενέργεια (ενδεικτικές τιμές δίνονται στον πίνακα παρακάτω), καθώς και η χαμηλή περιεκτικότητα σε άμυλο καθιστά τα λούπινα αξιόλογη [[ζωοτροφές |ζωοτροφή]] για πολλά είδη μονογαστρικών ([[χοίροι]], [[όρνιθες |πουλερικά]], [[Υδατοκαλλιέργεια |εκτροφή]] [[ιχθυηρά |ψαριών]]) και μηρυκαστικών (πρόβατα, [[βοοειδή |αγελάδες]]) ζώων. Οι σπόροι προστίθενται στα σιτηρέσια σε ορισμένες ποσότητες, ανάλογα με το είδος του ζώου, αντικαθιστώντας άλλες πρωτεϊνούχες τροφές, όπως η [[σόγια προϊόν |σόγια]]. Η υψηλή περιεκτικότητα των σπόρων σε ινώδεις ουσίες, οφείλεται στο χονδρό περισπέρμιο το οποίο στο L. luteus αποτελεί το 30% του βάρους του σπόρου, στο L. angustifolius το 25%, στο L. albus το 15% και στο L. mutabilis το 12%. Για τη μείωση των ινωδών ουσιών και συνεπώς αύξηση της πεπτικότητας, πριν τη χορήγηση των σπόρων στα ζώα, γίνεται απομάκρυνση μέρους ή ολόκληρου του περισπερμίου σε ειδικούς μύλους.
 +
 
 +
[[Category:Όσπριο προϊόν]]
 +
[[πόσο αφορά σε καταναλωτή::30| ]]
 +
[[πόσο αφορά σε επιχείρηση εμπορική::30| ]]
 +
[[πόσο αφορά σε επιχείρηση μεταποίησης-τυποποίησης::30| ]]
 +
[[πόσο αφορά σε συλλογικές αγροτικές οργανώσεις::30| ]]
 +
[[παράγεται από::Λούπινο φυτό| ]]
 +
[[κατάσταση δημοσίευσης::10| ]]
 
__NOTOC__
 
__NOTOC__

Αναθεώρηση της 15:54, 15 Οκτωβρίου 2013

Οι αναφερόμενες στη βιβλιογραφία αποδόσεις σπόρου για το λούπινο κυμαίνονται σε ευρέα όρια, 50 έως 500 kg/στρ. Σ' αυτό συντελεί ο τρόπος καρποφορίας του φυτού, αλλά και τα διάφορα εδαφοκλιματικά περιβάλλοντα όπου καλλιεργείται (άγονα-ξηρά μέχρι γόνιμα εδάφη, με επάρκεια υγρασίας). Σε πείραμα σύγκρισης αποδόσεων στο λευκό λούπινο, βρέθηκε ότι η απόδοση της ποικιλίας συνεχούς ανάπτυξης ήταν υψηλότερη από εκείνη της ποικιλίας περιορισμένης ανάπτυξης. Τα τελευταία χρόνια οι αποδόσεις αυξήθηκαν με τη χρησιμοποίηση βελτιωμένων ποικιλιών. Στη χώρα μας η μέση απόδοση το 1998 ήταν 112kg σπόρου/στρ.

Οι σπόροι των παλαιών ποικιλιών ("πικρά" λούπινα) περιέχουν πολλούς αντιθρεπτικούς παράγοντες, κυρίως αλκαλοειδή. Τα σπουδαιότερα είναι η λουπανίνη, η υδροξυλουπανίνη και η αγκουστιφολίνη. Οι ουσίες αυτές περιέχονται κυρίως στο σπόρο και λιγότερο στα βλαστικά τμήματα. Απομακρύνονται από τους σπόρους μετά από εμβάπτιση (μούσκεμα) τους σε νερό για μερικές ημέρες. Αυτή η τακτική ακολουθούνταν παλιότερα προκειμένου να χρησιμοποιηθούν οι σπόροι για τη διατροφή του ανθρώπου ή των ζώων. Τα βλαστικά τμήματα αυτών των ποικιλιών, λόγω της πικρής γεύσης, δεν τα έτρωγαν τα ζώα. Τα αλκαλοειδή δημιουργούν διάφορες τοξικότητες. Στον άνθρωπο προκαλούν ναυτία, αναπνευστικές και οπτικές διαταραχές, προοδευτική αδυναμία και κώμα. Στα πρόβατα τα συνπτώματα είναι δύσπνοια, τρέμουλο, αφροί στο στόμα, σπασμοί και κώμα. Οι νεότερες ποικιλίες, τα «γλυκά» λούπινα, έχουν πολύ μικρή περιεκτικότητα αλκαλοειδών και οι αναφερόμενες περιπτώσεις λουπίνωσης είναι ελάχιστες, οπότε τα «γλυκά» λούπινα μπορούν να χρησιμοποιηθούν, σε περιορισμένες φυσικά ποσότητες, στη διατροφή του ανθρώπου και των ζώων, χωρίς κινδύνους.

Στη διατροφή του ανθρώπου το λούπινο χρησιμοποιείται:

  • ως όσπριο,
  • το αλεύρι των κοτυληδόνων, σε ανάμειξη με άλλα άλευρα, για την παρασκευή ψωμιού, ζυμαρικών και άλλων προϊόντων,
  • για παρασκευή γάλακτος κ.ά. χρήσεις.

Η υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτείνη και ενέργεια (ενδεικτικές τιμές δίνονται στον πίνακα παρακάτω), καθώς και η χαμηλή περιεκτικότητα σε άμυλο καθιστά τα λούπινα αξιόλογη ζωοτροφή για πολλά είδη μονογαστρικών (χοίροι, πουλερικά, εκτροφή ψαριών) και μηρυκαστικών (πρόβατα, αγελάδες) ζώων. Οι σπόροι προστίθενται στα σιτηρέσια σε ορισμένες ποσότητες, ανάλογα με το είδος του ζώου, αντικαθιστώντας άλλες πρωτεϊνούχες τροφές, όπως η σόγια. Η υψηλή περιεκτικότητα των σπόρων σε ινώδεις ουσίες, οφείλεται στο χονδρό περισπέρμιο το οποίο στο L. luteus αποτελεί το 30% του βάρους του σπόρου, στο L. angustifolius το 25%, στο L. albus το 15% και στο L. mutabilis το 12%. Για τη μείωση των ινωδών ουσιών και συνεπώς αύξηση της πεπτικότητας, πριν τη χορήγηση των σπόρων στα ζώα, γίνεται απομάκρυνση μέρους ή ολόκληρου του περισπερμίου σε ειδικούς μύλους.