Ασθένεια πατάτας Περονόσπορος
Θεωρείται η σοβαρότερη ασθένεια της πατάτας. Ο περονόσπορος ανήκει στο γένος Phytophthora infestans της οικογένειας Pythiaceae, που ανήκει στην κλάση των Φυκοµυκητών. Ο μύκητας αναπτύσσεται µέσα σε πολύ µικρό χρονικό διάστηµα και εξαπλώνεται ταχύτατα σε µεγάλες αποστάσεις µε τον άνεµο που µεταφέρει τα σπόρια του. Προκαλεί σήψεις στους κονδύλους και µείωση της παραγωγής λόγω της µερικής ή ολικής καταστροφής του υπέργειου τµήµατος των φυτών. Οι ζηµιές κυµαίνονται από 20-70% της αναµενόµενης παραγωγής.
Στα φύλλα προσβάλλει αρχικά τα κατώτερα και στη συνέχεια επεκτείνεται προς τα πάνω. Προκαλεί κηλίδες ακανόνιστου σχήµατος και χρώµατος που στην αρχή είναι πρασινοκίτρινο και καταλήγει σε καστανό, ιώδες προς µαύρο. Στην κάτω επιφάνεια των φύλλων εφόσον ο καιρός είναι υγρός, στο περιθώριο των κηλίδων αναπτύσσεται ένα υπόλευκο χνούδι αποτελούµενο από τους κονιδιοφόρους του µύκητα. Η ανάπτυξη των κονδύλων αναστέλλεται όταν η θερµοκρασία υπερβαίνει τους 30oC ή όταν πέφτει κάτω από τους 6oC. Στους 40oC θανατώνεται σε 4 ώρες. Αντίθετα αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές η προσβολή επεκτείνεται σε όλη την επιφάνεια του ελάσµατος. Όταν ο καιρός είναι ξηρος και ζεστός, τότε οι κηλίδες αποξηραίνονται και τα φύλλα παίρνουν χαρακτηριστική όψη σαν να είναι καµµένα. Στα στελέχη παρατηρούνται χαρακτηριστικές κηλίδες καστανού ως σκούρου µαύρου χρώµατος. Οι κόνδυλοι µολύνονται µε τα κονίδια του µύκητα που εισέρχονται στο έδαφος µε το νερό της βροχής ή µε την άρδευση (καταιονισµό). Επίσης κατά την εξαγωγή των κονδύλων από το έδαφος, µεταφέρονται εξ’ επαφής πολλά µολύσµατα από τα προσβεβληµένα φύλλα και στελέχη και εισέρχονται στη σάρκα από τις διάφορες πύλες εισόδου που µπορεί να είχαν προκληθεί από µηχανικά χτυπήµατα ή πληγές από άλλα παράσιτα ή εχθρούς. Ακόµη µπορεί να εισέλθει από τους οφθαλµούς ή τα φακίδια των µολυσµένων κονδύλων οι οποίοι παραµένουν στο έδαφος, µαζί µε τα σπόρια του περονόσπορου. Οι προσβεβληµένοι κόνδυλοι εµφανίζουν εσωτερικά εκτεταµένες ακανόνιστες και κατά τόπους βυθισµένες κηλίδες χρώµατος καστανερυθρού, ιώδους ή τεφροκυανού. Σε εγκάρσια τοµή ή σάρκα έχει χρώµα καστανέρυθρο ή της σκουριάς και φτάνει µέχρι και 0,5-1cm, και έχει σπογγώδη υφή. Πρόκειται για ξηρή σήψη η οποία θα εξελιχθεί σε υγρή σε όλο το εσωτερικό του κονδύλου, είτε στο έδαφος είτε στην αποθήκη. Στην αποθήκη η µόλυνση θα γίνει όταν υπάρχουν συνθήκες κακού αερισµού και υψηλής θερµοκρασίας σε συνδυασµό και µε την προσβολή δευτερογενών παρασίτων.
Ο µύκητας Phytophthora infestans της οικογένειας Pythiaceae, πολλαπλασιάζεται εγγενώς µε ωοσπόρια ή αγενώς µε ζωοσποριάγγεια (κονίδια). Η εξάπλωση της ασθένειας γίνεται µε ζωοσποριάγγεια που µεταφέρονται µε τον άνεµο σε πολύ µεγάλες αποστάσεις. Τα κονίδια είναι πολύ ευπαθή στις συνθήκες περιβάλλοντος και µπορούν να ζήσουν µέχρι 15 ώρες όταν η σχετική υγρασία είναι υψηλή. Αντίθετα, τα ωοσπόρια είναι ανθεκτικά και παίζουν ρόλο οργάνων διαχείµανσης, πλην όµως είναι σπανιότατα. Τα κονίδια αναπτύσσονται στα άκρα των διακλαδιζόµενων σποριαγγειοφόρων(κονιδιοφόρων) και βλαστάνουν στο νερό ή σε ατµόσφαιρα µε υψηλή υγρασία, δίνοντας τα ζωοσπόρια, εφ’ όσον η θερµοκρασία είναι χαµηλή (10-15oC). Αν αυτή είναι υψηλότερη, τότε τα σποριάγγεια βλαστάνουν δίνοντας µυκήλιο. Για την εµφάνιση των σποριαγγείων, η σχετική υγρασία πρέπει να είναι µεγαλύτερη από 95% και θερµοκρασία 18-25oC. Τα φυτά σπάνια προσβάλλονται πριν την άνθηση και αυτό δεν οφείλεται σε µικρότερη ευπάθεια του φυτού εκείνη την περίοδο, αλλά στο ότι τα φυτά µετά την άνθηση αποκτούν πλούσιο φύλλωµα, µε αποτέλεσµα κάτω από αυτό να δηµιουργείται, λόγω δηµιουργίας υψηλής σχετικά υγρασίας, ιδανικό µικροκλίµα για την ανάπτυξη του µύκητα.
Για την καταπολέμηση της ασθένειας προβαίνουμε στις εξής ενέργειες:
- Χρησιµοποίηση χαλκούχων σκευασµάτων όπως βορδιγάλειος πολτός, οξυχλωριούχος πολτός, κ.λπ.).
- Ανθεκτικές ποικιλίες.
- Αποµάκρυνση των υπολειµµάτων της προηγούµενης καλλιέργειας.
- Αποφυγή υπερβολικών αζωτούχων λιπασµάτων.
- Σωστή διαχείρηση άρδευσης.
- Φύτευση προς τη φορά του ισχύοντος ανέµου.
- Βαθειά σπορά.
- Καλός αερισµός (όχι µεγάλα δένδρα, και αποφυγή φύτευσης σε λάκκους).