Αραίωμα καρπών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εισαγωγή στο αραίωμα καρπών

Υπό κανονικές συνθήκες ένα δένδρο παράγει πολλούς καρπούς.Είναι γνωστό, ότι ένα δένδρο δεν μπορεί να θρέψει όλους τους καρπούς του για να φθάσουν στο εμπορεύσιμο επιθυμητό μέγεθος, να αποκτήσουν την επιθυμητή ποιότητα, να δώσουν επαρκή αριθμό ανθοφόρων οφθαλμών τον επόμενο χρόνο, να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν αύξηση στο ριζικό τους σύστημα και να συσσωρεύσουν επαρκή αποθέματα, για να σκληραγωγηθούν και αντέξουν στο στρές των θερμοκρασιών κατά το χειμώνα. Η μόνη δραστηριότητα, που μπορεί να ρυθμιστεί, από τις πιο πάνω παραμέτρους είναι η αύξηση των καρπών. Ο αριθμός των καρπών μπορεί να μειωθεί, έτσι οι καρποί μπορεί να αραιωθούν. Η διαδικασία του αραιώματος θεωρείται από μερικούς ότι συνίσταται σε ρύθμιση της σχέσης Φύλλα:καρπό σ' ένα επιθυμητό επίπεδο. Σε μερικά είδη καρποφόρων δένδρων αυτό γίνεται δι' απομακρύνσεως των υπεράριθμων καρπών δια ψεκασμού με χημικές ουσίες. Ο όρος, που χρησιμοποιείται για τη διαδικασία αυτή, είναι γνωστός ως χημικό αραίωμα των καρπών. Σ' άλλα καρποφόρα είδη η απομάκρυνση των καρπών είναι πιο δύσκολη και πρέπει να γίνει μηχανικά ή με το χέρι. Το χημικό αραίωμα μπορεί να ολοκληρωθεί κατά την περίοδο της άνθησης ή στις αρχές της μετά την πλήρη ανθοφορία περιόδου. Το αραίωμα κατά την άνθηση είναι εύκολο να γίνει, αλλά οι καρποί συχνά εκτίθενται σε παγετούς μετά την άνθηση, και σε πολλές περιοχές δεν είναι επιθυμητό να γίνει αραίωμα μέχρι την παρέλευση των παγετών. Ο σκοπός του αραιώματος διαφέρει λίγο στα διάφορα είδη. Στα πυρηνόκαρπα, χωρίς το κατάλληλο αραίωμα, η επίτευξη μεγάλου μεγέθους καρπών, είναι σχεδόν αδύνατη, κυρίως στις πρώϊμες ποικιλίες. Στη μηλιά, πέραν της μέτριας αύξησης του μεγέθους των καρπών, ο κύριος σκοπός του αραιώματος συνιστάται στη μερική απομάρκυνση των κέντρων παραγωγής GA, που είναι οι σπόροι, οι οποίοι εμποδίζουν το σχηματισμό ανθοφόρων οφθαλμών. Επομένως, στη μηλιά ο σκοπός του αραιώματος για να διατηρήσουμε επετειοφορία, είναι πιο σημαντικός από την επακόλουθη αύξηση του μεγέθους των καρπών. Υπάρχουν πολλές φυσιολογικές θεωρήσεις για να επιτύχεις ικανοποιητικό αραίωμα. Ο Langley το 1729 παρατήρησε σε δένδρα βερικοκκιάς και ροδακινιάς, ότι οι καρποί ήταν πάρα πολλοί και για να αποκτήσουν το εμπορεύσιμο μέγεθος και την επιθυμητή ποιότητα έπρεπε να αραιωθούν και πιο συγκεκριμένα να αποκοπούν οι πιο ελαττωματικοί απ' αυτούς. Κατά τη δεκαετία του 1920 άρχισε η αραίωση ανθέων με μικρά χειροκίνητα εργαλεία, αφού διαπιστώθηκε, ότι έτσι εξαλείφεται και η παρενιαυτοφορία, που παρατηρείται σε μερικές ποικιλίες μηλιάς. Το 1925 διαπιστώθηκε ότι το θειϊκό ασβέστιο, που χρησιμοποιείτο για την καταπολέμηση των εντόμων, προκαλούσε καρπόπτωση. Αργότερα, το 1940, παρασκευάσθηκε και διαδόθηκε το πρώτο εμπορικό σκεύασμα, η δινιτροορθοκρεζόλη που προκαλούσε αραίωμα ανθέων. Ένα χρόνο αργότερα, το 1941 χρησιμοποιήθηκε με επιτυχία στη μηλιά, μετά την πλήρη ανθοφορία, το ναφθαλινοξικό οξύ (1-ΝΑΑ) και η ναφθαλινακιταμίδη (ΝΑΑm). Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1950 δοκιμάστηκε το σεβίν, ως καρποαραιωτικό, και το 1969 το ethephon. Ενώ το χημικό αραίωμα στη μηλιά παρουσίασε σημαντική πρόοδο, το χημικό αραίωμα στη ροδακινιά έμεινε πολύ πίσω. Αν και οι καρποί ενός μη αραιωμένου δένδρου είναι φαγώσιμοι, δεν συγκρίνονται σε ποιότητα με τους μεγάλους καρπούς ενός καλοαραιωμένου δένδρου. Η σχέση του φαγώσιμου μέρους ενός ροδάκινου ή μήλου προς το ενδοκάρπιο είναι σχετικά μεγαλύτερη στους μεγαλύτερους καρπούς. Επιπροσθέτως, οι καρποί μερικών ειδών, όπως π.χ. της ποικιλίας Bartlett της αχλαδιάς δεν γίνονται νόστιμοι μέχρις ότου αποκτήσουν κάποιο ελάχιστο μέγεθος. Για να εξασφαλίσουμε στους καταναλωτές καρπούς καλής ποιότητας, πρέπει να θεσπισθούν γεωργικοί κώδικες για μερικές καλλιέργειες οπωροφόρων δένδρων, που να καθορίζουν το ελάχιστο του μεγέθους των καρπών. Η ελάχιστη διάμετρος για την ποικιλία Bartlett της αχλαδιάς και των κονσερβοποιήσιμων συμπύρηνων ροδακίνων, σύμφωνα με τον κώδικα της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ είναι 60.3 mm. Για να επιτύχουμε τα μεγέθη αυτά, οι παραγωγοί πρέπει να ρυθμίσουν το φορτίο των δένδρων με χειμερινό κλάδευμα και αργότερα να αραιώσουν τα άνθη ή τους νεαρούς ανώριμους καρπούς. Τα καρποφόρα δένδρα, που συνήθως αραιώνονται είναι η μηλιά, βερικοκκιά, ροδακινιά, αχλαδιά, δαμασκηνιά και ο λωτός. Αν και το αραίωμα αυξάνει το μέγεθος στα περισσότερα καρποφόρα δένδρα, μερικά δεν αραιώνονται. Επί του παρόντος, τα ακρόδρυα δεν αραιώνονται, γιατί το μέγεθος της ψίχας δεν αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην εμπορία των αμυγδάλων, καρυδιών, φιστικιών και πεκάν. Η βιομηχανία αποδέχεται μικρά σπέρματα, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική. Οι υπερφορτωμένες κερασιές και βυσσινιές, δεν αραιώνονται, γιατί το αραίωμα με το χέρι είναι εργασία χρονοβόρα και ακριβή. Επιπλέον η ανταπόκριση σχετικά με το μέγεθος είναι αμελητέα. Αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, οι μελισσοκυψέλες πρέπει να απομακρυνθούν νωρίς από τον κερασεώνα, για να αποφευχθεί η υπερβολική καρπόδεση και η παραγωγή μικρών καρπών. Αν και τα μικρά δαμάσκηνα, που προορίζονται για αποξήρανση απορρίπτονται από το εμπόριο, οι δαμασκηνιές σπάνια αραιώνονται, γιατί επαρκής αριθμός καρπών λαμβάνει το ελάχιστο αποδεκτό μέγεθος τις περισσότερες χρονιές. Το κόστος χειρισμού και αποξήρανσης των μικρών μη εμπορεύσιμων καρπών μπορεί να μειωθεί δια περιορισμού των κάτω του κανονικού μεγέθους καρπών στον οπωρώνα, δια προσαρμογής ενός ειδικού πλέγματος στο μηχανικό συλλέκτη ή δια διελεύσεως των δαμασκήνων μετά τη συγκομιδή δια μέσου του ειδικού πλέγματος. Τελευταία, τα μικρά αποξηραμένα δαμάσκηνα, σε μερικές χώρες, τα προωθούν για χυμοποίηση ή στη ζαχαροπλαστική, αλλά η αγορά για τα υποπροϊόντα αυτά είναι σχετικά μικρή. Τ' ακτινίδιο αραιώνεται, αλλά η μείωση του φορτίου έχει μικρή επίδραση επί του μεγέθους των καρπών κατά τη συγκομιδή, γιατί το μέγεθος του καρπού εξαρτάται από τον αριθμό των σπόρων και από την έκθεση των φύλλων στον ήλιο. Μολαταύτα, η αποκοπή των παραμορφωμένων, μικρών και τραυματισμένων καρπών νωρίς το καλοκαίρι μπορεί να έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα επί των κλιματίδων, γιατί τα φωτοσυνθετικά υλικά διοχετεύονται στην τρέχουσα βλάστηση και θα χρησιμεύσουν ως αποθεματική τροφή την επόμενη βλαστική περίοδο. Ο περιορισμός μερικών καρπών επιταχύνει την ωρίμαση και τις εργασίες συσκευασίας. Δυο βασικοί μέθοδοι χρησιμοποιούνται για το αραίωμα 1) το χειμερινό κλάδευμα που συνίσταται στην κατά τη διάρκεια του χειμώνα βλαστών, οι οποίοι αναπτύχθηκαν κατά την προηγούμενη περίοδο και 2) το αραίωμα των ανθέων ή ανώριμων καρπών, νωρίς την άνοιξη.[1]

Χρησιμοποιούμενες χημικές ουσίες

Αρκετές χημικές ουσίες, των οποίων η χρήση επιτρέπεται από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, χρησιμοποιούνται, με επιτυχία, για το αραίωμα των ανθέων ή μικρών καρπών, αλλά έχουν και άλλες επιδράσεις θετικές ή αρνητικές. Ο τρόπος δράσης τους μπορεί να διαφέρει και κάθε μια μπορεί να έχει περισσότερους τρόπους δράσης. Η δινιτροορθοκρεζόλη (DNOC, Elgetol) είναι μια καυστική ουσία, που νεκρώνει τα ανθικά μέρη, συνεπώς, αναμφίβολα διεγείρει την έκλυση αιθυλενίου. Η ουσία αυτή είναι επίσης γυρεοκτόνος σε υψηλές συγκεντρώσεις και παρεμποδιστής της αύξησης του γυρεοσωλήνα σε χαμηλές συγκεντρώσεις. Η δινιτροορθοκρεζόλη ψεκάζεται, όταν τα δένδρα πλησιάζουν σε πλήρη ανθοφορία. Η ουσία αυτή νεκρώνει τα μέρη του άνθους, με τα οποία έρχεται σε επαφή, αλλά για να είναι αποτελεσματική πρέπει οι ψεκαστικές σταγόνες να πέσουν πάνω στην ωοθήκη. Συνεπώς, ένας συντηρητικός παραγωγός θα κάνει τον ψεκασμό, όταν το 50-60% των ανθέων είναι ανοικτά, υπό την προϋπόθεση, ότι θα γίνει αργότερα και αραίωμα με το χέρι. Ο τολμηρός όμως παραγωγός θα περιμένει μέχρι ν' ανοίξει το 90% των ανθέων για να κάνει τον ψεκασμό, για να μειώσει το κόστος του αραιώματος με το χέρι. Σε μερικές ποικιλίες της Ιαπωνικής Δαμασκηνιάς, η απομάκρυνση του 90% των ανθέων θ' αφήσει ακόμα 10.000 κλειστά άνθη να επιβιώσουν. Το ναφθαλινοξικό οξύ (ΝΑΑ), η ναφθαλινακεταμίδη (NAAm), το τριχλωροφενοξυπροπιονικό οξύ, το 3-CPA και το carbaryl (Sevin) είναι συνθετικές αυξίνες. Το carbaryl χρησιμοποιείται κυρίως ως εντομοκτόνο, και δευτερευόντως ως καρποαραιωτικό. Ένας τρόπος δράσης των αυξινικών αυτών ουσιών συνίσταται στην παρεμπόδιση της μεταφοράς των ορμονών και των φωτοσυνθετικών υλικών δια του ηθμού προς και εκτός των καρπών. Κανονικά, η αυξινική κίνηση, μεταξύ ενός φύλλου ή καρπού και του λογχοειδούς, καθυστερεί το σχηματισμό μιας αφοριστικής στιβάδας. Οι εξωγενείς εφαρμογές των συνθετικών αυξινών σταματούν και/ή συγκρατούν την αυξινική ροή και προκαλούν καρπόπτωση. Η εφαρμογή ραδιενεργού καρμπαρύλ στα αναπτυσσόμενα μήλα, συσσωρεύεται με τα φωτοσυνθετικά υλικά στον ποδίσκο, πράγμα που αποδεικνύει, ότι διακόπτει τη μεταφορά τροφής και ορμονών (Williams and Batjer, 1964). Αυτό υποδηλώνει, ότι οι αραιωτικές αυξινικές ουσίες πρέπει να απορροφηθούν ή να μεταφερθούν στη θέση που θα επενεργήσουν. Ο δεύτερος τρόπος δράσης των αυξινικών ουσιών συνίσταται στην έκλυση αιθυλενίου (Walsh et. al, 1979). Αν η έκλυση αιθυλενίου από ΝΑΑ ή ΝΑΑm εμποδίζεται με επέμβαση με aminoethoxyvinylglycine (AVG), που είναι παρεμποδιστής της παραγωγής αιθυλενίου, η αραιωτική επίδραση είναι αρνητική (Williams, 1981). Το αέριο εκλύεται αυτομάτως από τις αυξίνες, αλλά δεν μεταφέρεται. Το αιθυλένιο μειώνει τη διαπερατότητα της μεμβράνης και ως εκ τούτου επιτρέπει στα υποστρώματα να αντιδρούν με τα ένζυμα, τα οποία κανονικά διατηρούνται χωριστά ή εγκλεισμένα στο κυτταρόπλασμα. Επομένως, το αιθυλένιο που προέρχεται από το ethephon (παράγει αιθυλένιο), προκαλεί έκκριση κόμμεος στους βλαστούς. Η εκροή κόμμεος στο ξύλο αυξάνει την αντίσταση στη διακίνηση του νερού (Olien and Bucovac, 1982) και οδηγεί σε αύξηση του υδατικού δυναμικού του ξύλου, το οποίο μπορεί να είναι υπεύθυνο για την αποκοπή των καρπών. Η υπερβολική δόση του ethephon προκαλεί πρόωρο γηρασμό και φυλλόπτωση. Το ΝΑΑ, η ΝΑΑM και το καρμπαρύλ παρέχονται στα μήλα, όταν έχουν διάμετρο 9.5 έως 12mm. Οι καρποί φθάνουν σ' αυτό το στάδιο ανάπτυξης 15 έως 21 ημέρες περίπου μετά την πτώση των πετάλων. Στις μεταλλαγές τύπου spur της Red Delicious, που είναι δύσκολες στο αραίωμα, η ανάμιξη ΝΑΑ ή ethephon με καρμπαρύλ είναι αποτελεσματική. Μια θετική επίδραση του χημικού αραιώματος είναι και η αύξηση της ανθοφορίας την επόμενη χρονιά. Δυο ανεπιθύμητες επιδράσεις του ΝΑΑ και της ΝΑΑm, όταν οι εφαρμογές δεν γίνονται χρονικά κανονικά, είναι η μείωση του μεγέθους των καρπών και ο σχηματισμός πολύ μικρών καρπών (μικρότεροι σε διάμετρο από 40 mm). Το ΝΑΑ μπορεί, αλλά σπάνια, ν' αυξήσει το μέγεθος των μήλων κατά τη συγκομιδή, χωρίς κάποια ικανοποιητική αραίωση του φορτίου (Rogers and Thompson, 1983) ή ν' αραιώσει το φορτίο, χωρίς ν' αυξήσει το μέγεθος των καρπών (Luckwill, 1953), πράγμα που αποδεικνύει, ότι η ουσία έχει άμεση επίδραση στην αύξηση των καρπών. Το καρμπαρύλ δεν προκαλεί μικροκαρπία, αλλά συμβάλλει στην εμφάνιση σκωριόχρου αποχρώσεως στην Golden Delicious. Η σκωριόχρους απόχρωση μπορεί να μειωθεί ή να αποφευχθεί με ανάμιξη του GA με ΝΑΑm. Τα φύλλα της ροδακινιάς όταν ψεκάζονται με 3-CPA συχνά μαραίνονται και/ή εμφανίζουν χλωρωτικά συμπτώματα. Στις υψηλές συγκεντρώσεις η περιφέρεια των φύλλων ξηραίνεται. Τα συμπτώματα αυτά μπορεί να προκληθούν από αυξίνες, που παράγουν αιθυλένιο και τα οποία αναπόφευκτα συνοδεύονται με ζημιές. Η μάρανση προκαλεί πολλαπλή αύξηση του αμπσισικού οξέος σε φύλλα αμπέλου, μετά από έλλειψη νερού (Loveys and Kriedemann, 1973). Αφού το αιθυλένιο και το αμπσισικό οξύ συνδέονται με την προτροπή σχηματισμού αφοριστικού στρώματος, ο τρόπος δράσης του 3-CPA είναι πιθανόν πολλαπλός.[1]


Σχετικές σελίδες


Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997