Ασθένειες λωτού

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Βακτηριακό έλκος

Ο λωτός περιλαμβάνεται στους πολυάριθμους ξενιστές του agrobacterium tumefaciens και παρουσιάζει συμπτώματα της λοίμωξης, όπως σχετικά έντονους νεοπλασματικούς σχηματισμούς στο επίπεδο των ριζών και του λαιμού.

Το βακτηρίδιο διεισδύει στους ιστούς του ξενιστή διαμέσου πληγών εμφανισμένων στο υπόγειο τμήμα του που προκλήθηκαν από βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες και προξενεί στα σημεία της εισόδου του μικρές νεοπλασίες που στην αρχή είναι στρογγυλοποιημένες με λεία τοιχώματα και χρώματος υπόλευκου ή σκούρου καστανού, διαυγούς και μη ρέουσας σύστασης. Αυτοί οι μικροί όγκοι οδηγούν σε πλήρη αποσύνθεση κατά την φθινοπωρινή και καλοκαιρινή περίοδο του φυτού. Μετά από μια περίοδο μεταβάλλονται και ελευθερώνουν στο έδαφος λοιμογενή αγροβακτήρια.

Ο σχηματισμός αυτής της νεοπλασίας διέρχεται από τα παρακάτω τέσσερα εξελικτικά στάδια:

  1. Πρωτογενής μεταμόρφωση, κατά την διάρκεια της οποίας το φυσιολογικό κύτταρο εξαιτίας της πληγής και της επαφής με το ογκογενές αγροβακτήριο μεταμορφώνεται σε πρωτογενές ογκικό κύτταρο.
  2. Διπλασιασμός, κατά την διάρκεια του οποίου το πρωτογενές ογκικό κύτταρο μετασχηματίζεται σε μία ογκική μάζα.
  3. Ανασυγκρότηση και διαφοροποίηση, στην διάρκεια της οποίας συμβαίνουν φαινόμενα αναδιοργάνωσης και διαφοροποίησης των ιστών που καταλήγουν στο σχηματισμό του ώριμου όγκου.
  4. Γήρανση και θάνατος του όγκου που κορυφώνεται με την αποσύνθεση του.

Αν οι όγκοι περιοριστούν στο ριζικό σύστημα το φυτό γενικά επιβιώνει, ενώ η έκβαση της ασθένειας είναι δυσοίωνη όταν ο νεοπλασματικός σχηματισμός επιβαρύνει το λαιμό.

Η αγωγή μπορεί να είναι προληπτική ή θεραπευτική. Έχει εξακριβωθεί ότι για την εξάπλωση του βακτηριακού έλκους ευθύνονται κυρίως φυτά ήδη επιμολυσμένα κατά την μεταφύτευση τους και συνεπώς κρίνεται απαραίτητη μια ριζική απολύμανση του εδάφους του φυτωρίου. Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στις δρυπώδεις και μηλώδεις καλλιέργειες σε ότι αφορά την βιολογική καταπολέμηση του agrobacterium tumefaciens διαμέσου της χρήσης του ανταγωνιστικού στελέχους 84 του agrobacterium radiobacter. Το εναιώρημα του ανταγωνιστή μπορεί να εφαρμοστεί απευθείας στο ριζικό σύστημα με ψεκασμό ή να βυθίσουμε το ριζικό σύστημα των νεαρών φυτών σε αυτό το εναιώρημα πριν την μεταφύτευση τους.

Αυτό που πρέπει πάντως να γίνει πρωταρχικά είναι μια ορθολογική άσκηση των καλλιεργητικών πρακτικών (κατεργασία του εδάφους, εντομοκτόνες αγωγές κ.λπ.) ούτως ώστε να μειώσουμε στο ελάχιστο τις πιθανές πληγές του ριζικού συστήματος των φυτών.

Η θεραπευτική αγωγή γίνεται με την εφαρμογή στους όγκους του σκευάσματος “bacticin” υγρό-ελαιώδους σύστασης γαλακτώματος που διεισδύει και σκοτώνει επιλεκτικά τους νεοπλαστικούς ιστούς.




Σηψιρριζίες

Σηψιρριζίες στο λωτό

Η ινώδης σηψιρριζία προκαλείται από τον μύκητα Αrmillaria mellea και συναντάται σε σχετική συχνότητα στα ενήλικα φυτά του λωτού, ενώ είναι λιγότερο επιδεκτικά στις επιμολύνσεις του τα σποριόφυτα που χρησιμοποιούνται σαν υποκείμενα εμβολιασμών. Το παθογόνο βρίσκεται παντού και η συχνότητα του είναι μεγαλύτερη σε πρόσφατα εκδασωμένα εδάφη, καθώς και σε εκείνα που επαναφυτεύονται μετα από εκρίζωση άλλης δενδρώδους καλλιέργειας. Τυχόν λιμνάζοντα νερά ευνοούν την ανάπτυξη του παθογόνου και τις επιπτώσεις της ασθένειας.

Τα προσβαλλόμενα φυτά παρουσιάζουν μειωμένη βλάστηση με χλώρωση, την οποία ακολουθεί η μάρανση και η πτώση των φύλλων. Αρκετά συχνά στα τελικά στάδια της ασθένειας παρατηρείται μια άφθονη παραγωγή φρούτων που δεν ωριμάζουν εξαιτίας της ξαφνικής κατάρρευσης του φυτού. Ξεφλουδίζοντας τις πιο χοντρές ρίζες, αλλά και το λαιμό και το κατώτερο τμήμα του κορμού αποκαλύπτεται η παρουσία ενός συμπαγούς μικκυλίου, χρώματος ασπριδερού και με βενταλοειδή σύσταση περιφερειακά, που αναδίδει μια διαπεραστική μυρωδιά μανιταριού.

Αρκετά συχνά παρατηρείται κάτω από τον φλοιό και ένας ριζοειδής σχηματισμός, δηλαδή με επιμήκη μορφή, παρόμοια με ρίζα που προέκυψε από την συσσωμάτωση της μούχλας. Αυτοί οι σχηματισμοί διαδραματίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην συντήρηση και κυρίως στην εξάπλωση του παθογόνου.

Σε ότι αφορά την αγωγή και καταπολέμηση, συνίσταται η απομόνωση σε τάφρους των προσβεβλημένων φυτών ή ακόμα καλύτερα εκρίζωση τους, η απομάκρυνση των μολυσμένων φυτών και η επιμελή αποστείρωση των λάκκων που προέκυψαν θειούχο άνθρακα με έγχυση του σε βάθος. Επίσης θα πρέπει να επιλέγονται εδάφη με καλή αποστράγγιση και να γίνεται χρήση ανθεκτικών υποκειμένων.




Κεφαλοσπορίωση

Κεφαλοσπορίωση στον λωτό

Ασθένεια που παράγεται από τον Cephalosporium diospyri. Τα συμπτώματα της ασθένειας αυτής αντιστοιχούν με εκείνα των αγγειακών ασθενειών, με κιτρίνισμα της κόμης της οποίας τα φύλλα ζαρώνουν προσλαμβάνοντας μια χαρακτηριστική διάταξη σαν σημαία. Ακολουθεί κατά συνέπεια η πλήρη αποφύλλωση και σε διάστημα μερικών μηνών από την λοίμωξη ο θάνατος ολοκλήρου του φυτού. Εσωτερικά τα αγγεία παρουσιάζονται μαυρισμένα. Επίσης παρατηρούνται νεκρωτικές ραβδώσεις στους ιστούς του φλοιού των ριζών, των βραχιόνων και σε γερασμένα μέρη του ξύλου. Το φθινόπωρο στα μαυρισμένα μέρη του φλοιού εμφανίζονται μάζες από κοκκινοπορτοκαλί κονίδια που έχουν παραχθεί από τον C. diospyri, τα οποία αποτελούν την βασική πηγή μόλυνσης και εξάπλωσης της ασθένειας ειδικά αν υπάρχει παρουσία πληγών στον ξενιστή.

Για την καταπολέμηση του προέκυψε αποτελεσματική μια αγωγή του εδάφους και του επίγειου μέρους του με benzimidazolici (benomyl mbc) ή θειουρινοβενζινοειδή (θειοφαίνιο, μεθυλικό θειοφαίνιο).





Καρκίνος

Καρκίνος στον λωτό

Ανακαλύφθηκε πρώτη φορά στο Άστυ και την Αλεσάνδρεια τους βόρειας Ιταλίας και στην περιοχή τους Άκουιλα και αποδόθηκε στον μύκητα Phomopsis diospyri. Τα προσβεβλημένα στελέχη και βλαστάρια κατά κανόνα ξεραίνονται τελείως, ενώ τους μεγάλους βραχίονες και στον κορμό παρατηρούνται σκισίματα του φλοιού με έκθεση του υποκείμενου ξύλου που εμφανίζεται και αυτό το ίδιο νεκρωμένο. Γενικά το φυτό αντιδρά στην προσβολή δημιουργώντας φελλοποιημένα εξογκώματα στα περιθώρια τους πληγής και τα οποία μετεξελίσσονται σε τυπικούς ανοικτούς καρκίνους.

Στα περιγραφόμενα συμπτώματα, είναι δυνατόν την επόμενη άνοιξη από την προσβολή να παρατηρήσουμε τον σχηματισμό μικρών σκούρων καρποφόρων σωματιδίων από τα οποία προεξέχουν υπόλευκες κονιδιακές μάζες που αποτελούν την κύρια πηγή μόλυνσης και εξάπλωσης τους ασθένειας.

Η αγωγή καταπολέμησης βασίζεται στην επιμελημένη απομάκρυνση των ξερών βλαστών και στο κόψιμο του κορμού κάτω από το σημείο εμφάνισης τους ασθένειας ούτως ώστε να ευνοηθεί η ανάπτυξη χαμηλών βλαστών. Έδωσε σημαντικά αποτελέσματα η επάλειψη του κορμού και των βλαστών με διάλυμα βορδιγάλιου πολτού 3-5%, ακολουθούμενη από αγωγή με υδαρές διάλυμα θεϊκού σιδήρου 3% κατά την διάρκεια του χειμώνα με σκοπό να εμποδίσει τους σχηματισμούς των πυκνιδίων και την ελευθέρωση την άνοιξη των πυκνοσπόριων.




Αποφύλλωση

Η ασθένεια εκδηλώνεται με διάχυτο κιτρίνισμα του ελάσματος των φύλλων αλλά το πιο φανερό σύμπτωμα είναι η έντονη νέκρωση των νευρώσεων. Καμιά φορά η νέκρωση περιορίζεται στα περιθώρια ή σε περιοχές διαφόρου μήκους, εστιασμένες προς το περιθώριο των φύλλων. Αλλοιώσεις μπορεί να υπάρξουν και σε βλαστάρια αποτελούμενες από φελλώδεις σκούρους σχηματισμούς που αναμιγνύονται στην επιδερμίδα. Αποτέλεσμα αυτής της φυτοπάθειας είναι η πρόωρη φυλλόπτωση που συνεπάγεται και την καρπόπτωση.

Στην παρούσα κατάσταση παραμένουν βάσιμες οι υποθέσεις, σύμφωνα με τις οποίες η αποφύλλωση οφείλεται σε μια γενικότερη κακοπάθεια του φυτού λόγω εχθρικών εδαφολογικών και περιβαλλοντικών συνθηκών ή και λόγω ενός λανθάνοντος ιού.




Γκρί μούχλα

Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα αναφέρθηκαν σημαντικής σοβαρότητας προσβολές της γκρι μούχλας των καρπών λωτού με ταυτοποίηση του παθογενούς αιτίου με τον Botrytis diospyri. Στην συνέχεια ανήγαγαν αυτό το είδος στον Botrytis cinerea.

Ο μύκητας διεισδύει συνήθως διαμέσου τραυμάτων και σχηματίζει σήψεις που παρουσιάζουν κυκλικές σκαμμένες αλλοιώσεις μελανώδους χρώματος και που μπορεί να καλύπτουν όλο το φρούτο ή περιοχές του μονάχα. Σε υγρές περιοχές το φρούτο παθαίνει ολική σήψη καλυπτόμενο από μια πυκνή γκριζωπή μούχλα αποτελούμενη από τους φορείς των κονιδίων και τα κονίδια του παθογόνου.

Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που τα προσβεβλημένα φρούτα αν διατηρηθούν σε ξηρό περιβάλλον φτάνουν κανονικά στην ωρίμανση και αποκτούν ένα άρωμα και μια γεύση ιδιαίτερη.




Μελάνωμα καρπού

Η ασθένεια αυτή των καρπών μπορεί να παρουσιάσει δύο μορφές: το ράγισμα κορυφής (kachorekka) ή αποκόλληση του κάλυκα (hetasuki) και προκαλεί μια σοβαρή αλλοίωση που καθιστά μη εμπορεύσιμους επίσης καρπούς λόγω των προαναφερθέντων συμπτωμάτων. Η αλλοίωση αυτή παρουσιάζεται συχνότερα σε νεαρά φυτά και λόγω μιας βλαστικής ανισορροπίας υπάρχει η τάση για γρήγορη ανάπτυξη μεγάλων σε μέγεθος καρπών.

Επίσης οι ποικιλίες με μεγάλους καρπούς και μικρότερο σε μέγεθος κάλυκα είναι πιο ευάλωτες σε αποκολλήσεις, επίσης εξάλλου και οι καρποί πεπλατυσμένου σχήματος σε σχέση με επίσης στρογγυλού σχήματος καρπούς. Η προέλευση επίσης δεν είναι γνωστή. Είναι εστιασμένη στην κορυφή του καρπού και εκδηλώνεται με μάζες λεπτών μαυριδερών κυκλικών σκασιμάτων. Αυτή η αλλοίωση αφορά μονάχα την φλούδα (επικάρπιο) προκαλώντας επίσης ρωγμές, ενώ αποκαλύπτει και το υποκείμενο μεσοκάρπιο.

Σε γενικές γραμμές τα φρούτα ωριμάζουν κανονικά αλλά αν διατηρηθούν σε υγρό περιβάλλον γίνονται εύκολη λεία πολυάριθμων σαπροφυτικών μυκήτων που προκαλούν σήψεις. Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην Ιαπωνία απέδειξαν πως η ευπάθεια μεταφέρεται γενετικά και ολόκληρη η ομάδα των "σταθερών κατά την επικονίαση και μη στυφών ποικιλιών" προσβάλλεται από αυτές.

Η δυσκολία επίλυσης μέσω προγράμματος γενετικής βελτίωσης του προβλήματος οφείλεται στην ανεπαρκή γενετική διαφοροποίηση που εμφανίζει η ομάδα αυτών των ποικιλιών. Επίσης υπερβολικά γόνιμα εδάφη σε συνδυασμό με έντονες βροχοπτώσεις συνεισφέρουν στην αύξηση αυτών των αλλοιώσεων των καρπών.

[1]


Βιβλιογραφία

  1. Καλλιεργητική τεχνική και αξιοποίηση των καρπών του λωτού, πτυχιακή εργασία, του φοιτητή Κυριακάκη Γεωργίου, Χανιά 2010.