Διατροφή μηρυκαστικών ζώων (Βοοειδή)

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ακρωνύμια

  • ΞΟ=Ξηρά ουσία
  • ΣΒ=Σωματικό βάρος
  • ΚΕΓ=Καθαρή ενέργεια γαλακτοπαραγωγής
  • ΑΟ=Αζωτούχες ουσίες
  • ΣΖ=Συμπυκνωμένες ζωοτροφές
  • ΧΖ=Χονδροειδείς ζωοτροφές
  • ΔΜ=Διεθνείς μονάδες
  • ΤΜΑ=Τροποποιημένες Μονάδες Αμύλου
  • MHA=Mέση ημερήσια αύξηση

Διατροφή γαλακτοπαραγωγών αγελάδων

Η κατανόηση των σχέσεων αλληλεπίδρασης μεταξύ σιτηρεσίου γαλακτοπαραγωγών αγελάδων και ποσότητας και σύστασης του παραγόμενου γάλακτος είναι βασική σε μια σύγχρονη εκτροφή αγελάδων γιατί είναι σημαντικό τόσο για τον παραγωγό (εκτροφέα) που πρέπει να γνωρίζει τη σχέση μεταξύ εισροών (ζωοτροφές κ.ά.) και εκροών (γάλα κ.ά.) στη μονάδα του, όσο και για τη βιομηχανία γάλακτος να γνωρίζει την επίδραση της διατροφής στις τεχνολογικές ιδιότητες και στην παραγόμενη ποσότητα και ποιότητα των γαλακτοκομικών προϊόντων.

Με δεδομένο ότι το ήμισυ περίπου του συνολικού κόστους παραγωγής καλύπτει το εκ διατροφής κόστος, η ανάγκη ακριβούς προσδιορισμού των αναγκών των ζώων είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί υπαγορεύει αποφάσεις σχετικά με τις εισροές και τις εκροές μιας μονάδας γαλακτοπαραγωγών αγελάδων. Οι ανάγκες των αγελάδων σε ενέργεια, αζωτούχες ουσίες και λοιπά θρεπτικά συστατικά υπολογίζονται παραγοντικά για συντήρηση και γαλακτοπαραγωγή, με κατάλληλη διόρθωση για αύξηση ή μείωση του ΣΒ των αγελάδων, καθώς και για τις ανάγκες κυοφορίας, όταν υπάρχουν.

Οι ανάγκες για συντήρηση και γαλακτοπαραγωγή σε ΞΟ, ΚΕΓ και ΑΟ δίνονται αντίστοιχα από τις εξισώσεις:

ΞΟ=10,25+0,317Χ-0,0011Χ2 ±0,6 kg.ημ-1 (7.1)

ΚΕΓ=0,293Β0,75+3,17Χ Mj.ημ-1 (7.2)

ΑΟ=114,7Α(Α:Χ)-0,592 g.ημ-1 (7.3)

όπου Α=ΞΟ Κg.ημ-1, Β=Σωματικό βάρος Κg και Χ=Γαλακτοπαραγωγή (4% λίπος) Κg.ημ-1.

Η ορθή κάλυψη των αναγκών της αγελάδας σε ΑΟ για συντήρηση και παραγωγή γάλακτος με την ποσότητα που προκύπτει από την εξίσωση 7.3, προϋποθέτει ότι ο συντελεστής ζυμωτικότητας (Ζ) των ΑΟ του σιτηρεσίου θα έχει τις άριστες τιμές, κατά περίπτωση, του πίνακα 7.3.

Όταν συμβαίνει αυτό οι μικροοργανισμοί αξιοποιούν πλήρως την διατιθέμενη σε αυτούς οργανική ουσία του σιτηρεσίου και παράγεται το μέγιστο ποσό μικροβιακής πρωτεΐνης (ΜΠ) χωρίς απώλειες Ν-τροφής κατά τις ζυμώσεις στους προστομάχους.

Εάν ο συντελεστής ζυμωτικότητας (Ζ) των ΑΟ του σιτηρεσίου είναι μικρότερος των τιμών αυτών (Ζ<Ζopt), μέρος της δυνατότητας σύνθεσης ΜΠ στους προστομάχους παραμένει αναξιοποίητο, αλλά η κάλυψη των αναγκών του ζώου σε ΑΟ δεν θίγεται γιατί η μείωση της παραγωγής ΜΠ ισοφαρίζεται από ισόποση αύξηση της μη ζυμωθείσας πρωτεΐνης (ΜΖΠ) του σιτηρεσίου. Στην περίπτωση αυτή ανήκουν κατά κανόνα τα σιτηρέσια που καταρτίζονται στη χώρα μας, λόγω του είδους και της ποιότητας των χρησιμοποιούμενων ζωοτροφών.

Πίνακας 7.3
Άριστος συντελεστής ζυμωτικότητος (Ζopt) των αζωτούχων ουσιών συναρτήσει των αναγκών της αγελάδας
Επίπεδο αναγκών Ζopt
Σ+5* 0,89
Σ+10 0,87
Σ+15 0,85
Σ+20 0,84
Σ+25 0,81
Σ+30 0,79
Σ+35 0,76
Σ+40 0,73

*Σ+5=Συντήρηση και 5Kg γάλακτος (4%) κ.ο.κ.

Εάν, όμως, Ζ>Ζopt, τότε χάνεται για το ζώο ποσότητα ίση προς (Ζ-Ζopt) ΑΟ γιατί αυτή υπερβαίνει την πρωτεϊνοσυνθετική ικανότητα των μικροοργανισμών των προστομάχων. Για την κάλυψη των αναγκών του ζώου στην περίπτωση αυτή απαιτείται είτε αύξηση των χορηγούμενων ΑΟ είτε μείωση του Ζ του σιτηρεσίου ώστε Ζ<Ζopt.

Με το σύστημα αυτό υπολογίζονται χωριστά οι ανάγκες για κάθε παραγωγικό στάδιο. Η διατροφή των γαλακτοπαραγωγών αγελάδων καλύπτει δύο συνεχόμενες φυσιολογικές περιόδους του ζώου, την ξηρά και τη γαλακτική περίοδο. Από πλευράς διατροφής οι δύο αυτές περίοδοι συνδέονται στενά μεταξύ τους.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




Διατροφή αγελάδων κατά την ξηρά περίοδο

Ξηρά περίοδος είναι το διάστημα κατά το οποίο διακόπτεται η γαλακτοπαραγωγή του ζώου, διάρκειας 6-8 εβδομάδων. Η ξηρά περίοδος παρεμβάλλεται υποχρεωτικά προ του τοκετού, έστω και αν η γαλακτοπαραγωγή του ζώου εξακολουθεί να είναι υψηλή. Στην περίπτωση αυτή προβλέπεται έγκαιρη μείωση του σιτηρεσίου και αραίωση των αμελγμάτων.

Κατά την ξηρά περίοδο οι αγελάδες έχουν αναγκες συντήρησης και ανάγκες κυοφορίας. Δεδομένου ότι ο ρυθμός αύξησης του εμβρύου είναι σημαντικός κατά το τελευταίο τρίτο της κυοφορίας (7 μήνας=150 g.ημ-1, 8=300 g.ημ-1 9=600-700 g.ημ-1) οι ανάγκες κυοφορίας γίνονται αξιόλογες μόνο κατά τον 8o και 9o μήνα της κυοφορίας, χρονικό διάστημα που συμπίπτει με την ξηρά περίοδο. Πέραν της ανάπτυξης του εμβρύου, αναπλάθεται ο μαστός του ζώου προετοιμαζόμενος για την επόμενη γαλακτική περίοδο και τριπλασιάζεται περίπου το βάρος της μήτρας, του πλακούντα και των υγρών. Τέλος κατά την ξηρά περίοδο δίδεται η ευκαιρία στο ζώο να αναπληρώσει τη σωματική ύλη που πιθανόν καταβολίσθηκε και δεν μπόρεσε να εναποτεθεί εκ νέου κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι στο σώμα της αγελάδας πρέπει να δημιουργηθούν υψηλά αποθέματα λίπους και πρωτείνης, γιατί μπορούν να προκαλέσουν μείωση της όρεξης του ζώου και δυστοκίες. Ο στόχος κατά την ξηρά περίοδο είναι να καλυφθούν οι ανάγκες συντήρησης και κυοφορίας και να εξασφαλιστεί καλή σωματική κατάσταση στα ζώα με μια μέση αύξηση του ΣΒ κατά 500 g ημερησίως. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χορήγηση ενός σιτηρεσίου γαλακτοπαραγωγής που καλύπτει ανάγκες συντήρησης και ανάγκες 3-5 Κg γάλακτος. Οι ακριβείς ανάγκες των αγελάδων κατά την ξηρά περίοδο δίδονται στους πίνακες 7.4, 7.5 και 7.6.

Πίνακας 7.4
Ημερήσιες ανάγκες συντήρησης αγελάδων και ταύρων σε καθαρή ενέργεια και αζωτούχες ουσίες
Αγελάδες
ΣΒ ΞΟ (% του ΣΒ) Μj ΚΕΓ ΠΑ g ΟΑ g
500 1.7 31.0 280 400
550 1.7 31.3 300 430
600 1.6 35.5 320 460
650 1.6 37.7 340 485
700 1.6 39.9 350 500
Ταύροι
750 1.3-1.4 54 900 1300
950 1.15-1.35 62 1100 1570
1100 1.05-1.30 70 1200 1720

Για την ομαλή διεξαγωγή των συμβιοτικών φαινομένων στους προστομάχους τα σιτηρέσια της ξηράς περιόδου δεν πρέπει να διαφέρουν από εκείνα της γαλακτικής περιόδου. Για το λόγο αυτό κατά την ξηρά περίδο περιορίζεται η ποσότητα των χορηγούμενων ΣΖ. Άλλωστε κατά την περίοδο αυτή μειώνεται και η ικανότητα πρόσληψης ΞΟ από το 3% στο 2.2% του ΣΒ. Στην πράξη μπορεί να χορηγηθεί ένα βασικό σιτηρέσιο με περιορισμένη χρήση ΧΖ το οποίο περιέχει 10 kg ΞΟ και καλύπτει ανάγκες συντήρησης και ανάγκες παραγωγής 5-6 kg γάλακτος.

Σ' ένα τέτοιο σιτηρέσιο ξηράς περιόδου γίνεται περιορισμένη χρήση δημητριακών καρπών και δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην εξισορρόπησή του ως προς τα πλαστικά στοιχεία Ca και Ρ. Η χορηγούμενη ποσότητα Ca όμως δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 100 g.ημ-1 ανά αγελάδα και να τηρείται οπωσδήποτε η ορθή σχέση Ca:Ρ.

Δύο εβδομάδες προ του τοκετού ενδείκνυται να αυξηθεί η περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε πρωτεΐνες κατά 2% (με προσθήκη μιας πρωτεϊνούχου ζωοτροφής, π.χ. σογιάλευρο) διότι προκαλεί αύξηση της καταναλισκόμενης ΞΟ, μείωση της εκδήλωσης μεταβολικών νόσων και μείωση της απώλειας (καταβολισμού) ΣΒ.

Πίνακας 7.5
Ανάγκες αγελάδων κατά την ξηρά περίοδο και τη γαλακτοπαραγωγή
Επιπλέον των αναγκών συντήρησης
Ξηρά περίοδος ΞΟ (% του ΣΒ) Μj ΚΕΓ ΠΑ g ΟΑ g
(600 kg ΣΒ)
6-4 εβδ., π.τ.* 2,20 9,0 400 570
3-0 εβδ., π.τ.* 1,80 13,0 600 860
Γαλακτοπαραγωγή (ανά kg γάλακτος)
3,0 %λίπος 2,77 50 72
3,5 %λίπος 2,97 55 80
4,0** %λίπος 3,17 60 86
4,5 %λίπος 3,37 65 93
5,0 %λίπος 3,57 70 100
Συντήρηση+Γαλακτοπαραγωγή (συνολικά)
Ξηρή ουσία: 2,0-3,5% του ΣΒ
Ινώδεις ουσίες: 18-20% της ΞΟ
NDF: 30-34% της ΞΟ
ADF: 19-21% της ΞΟ
NDF από ΧΖ: 0,9-1,25% του ΣΒ

*π.τ.=προ του τοκετού** Δ4%=(0,4+0,15λ)Γ όπου Δ4%=διορθωμένη γαλακτοπαραγωγή σε λιποπεριεκτικότητα 4%, λ=λιποπεριεκτικότητα γάλακτος % και Γ=γαλακτοπαραγωγή σε Kg.

Πίνακας 7.6
Ημερήσιες ανάγκες αγελάδων σε ανόργανα στοιχεία και βιταμίνες
Συντήρηση Ξηρά Περίοδος (επιπλέον) Ανά kg Γάλακτος Συντήρηση+Γαλακ/γή
500 kg ΣΒ 550 kg ΣΒ 600 kg ΣΒ 650 kg ΣΒ
I. ΠΛΑΣΤΙΚΑ
Ca, g.ημ.-1 22 25 27 29 37-41 3,0
P, g.ημ.-1 12 14 15 16 24-28 1,9
Mg, g.ημ.-1 9 10 11 12 6-8 0,6
Na, g.ημ.-1 7 8 9 10 9 0,7
K, g.ημ.-1 1,9 0,75-3,0%ΞΟ
Cl, g.ημ.-1 1,5 0,5%ΞΟ
S, g.ημ.-1 0,18%ΞΟ
II. ΣΧΕΣΕΙΣ
Ca:Mg:P 1,8:0,7:1 1,6:0,5:1 1,6:0,5:1 1,6:0,5:1
Κ:(Ca+Mg) (1,6-2,5):1
Κ:Na (8-10):1
N:S <12:1
III. ΙΧΝΟΣΤΟΙΧΕΙΑ (mg.kg-1 ΞΟ):Fe=40-60, Cu=10, Mn=50-60, Zn=50-60, I:0,6-0,8, Co:0,15, Se=0,15 (<1), Mo:0,8 (<2), F<30
IV. ΒΙΤΑΜΙΝΕΣ (ΔΜ.ημ.-1):(Α=50.000-100.000, D=5.000-10.000, E=350-1000)

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




Μεταβολικές νόσοι βοοειδών από σφάλματα διατροφής κατά την ξηρά περίοδο

Σφάλματα διατροφής κατά την ξηρά περίοδο έχουν ως αποτέλεσμα την εκδήλωση μεταβολικών νόσων κατά την περιγεννητική περίοδο, με άμεσο αντίκτυπο στην υγεία και την παραγωγικότητα του ζώου. Οι σημαντικότερες και συχνότερα παρατηρούμενες μεταβολικές νόσοι είναι η γαλακτοξαιμία, η υπερκετοναιμία, η υπασβεστιαιμία, η υπομαγνησιαιμία, το σύνδρομο της παχυσαρκίας, η μετατόπιση του ηνύστρου και οι διαταραχές γονιμότητας.

Η γαλακτοξαιμία αποτελεί μια μορφή οξέωσης που οφείλεται στην υψηλή συγκέντρωση του γαλακτικού οξέος στο αίμα. Η αυξημένη παραγωγή γαλακτικού οξέος στους προστομάχους οφείλεται στο χαμηλό ρΗ (<5.4) που μπορεί να προκληθεί από το μειωμένο ποσοστό ινωδών ουσιών και την αυξημένη συμμετοχή δημητριακών καρπών στο σιτηρέσιο, την έλλειψη υφής του σιτηρεσίου (π.χ. λεπτή άλεση καρπών), ή τη χορήγηση μεγάλων ποσοτήτων ενσιρώματος νωπής χλόης υψηλής περιεκτικότητας σε γαλακτικό οξύ.

Η νόσος εκδηλώνεται κατά την ξηρά περίοδο ή συνήθως αμέσως μετά τον τοκετό, λόγω απότομης αύξησης των δημητριακών καρπών στο σιτηρέσιο. Για την πρόληψη της νόσου αποφεύγεται η χρησιμοποίηση μεγάλων ποσοτήτων δημητριακών καρπών κατά την ξηρά περίοδο ή την αρχή της γαλακτικής περιόδου και συνιστάται χορήγηση των ΣΖ σε περισσότερα γεύματα, χορήγηση του ελάχιστου ποσοστού ΧΖ για να εξασφαλιστεί ο μηρυκασμός, πρόσδοση υφής στις ΣΖ με σύμπηξη και ενίσχυση του σιτηρεσίου με βιταμίνες Β. Αν χορηγείται ενσίρωμα πλούσιο σε γαλακτικό οξύ τότε συνιστάται προσθήκη CaCO3 στο ενσίρωμα σε ποσοστό 2%, ή προσθήκη 1.5 % ΝaΗCΟ3+ ΚΗCΟ3, ή 1.5% ΝaΗCΟ3 και 0,75% ΜgO στις ΣΖ.

Η υπερκετοναιμία οφείλεται στην αυξημένη συγκέντρωση κετονοσωμάτων τα οποία παράγονται κατά τον καταβολισμό σωματικού λίπους. Το σωματικό λίπος καταβολίζεται για να καλύψει το ενεργειακό έλλειμμα που παρατηρείται στις αγελάδες κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου και ιδιαίτερα αμέσως μετά τον τοκετό. Από τον καταβολισμό του σωματικού λίπους παράγεται αρκετό ακετυλοσυνένζυμο Α (=ΕΟΞΟ) το οποίο όμως εξαιτίας της ανεπάρκειας προπιονικού οξέος (λόγω μειωμένης κατανάλωσης τροφής) μετατρέπεται σε κετονοσώματα.

Τα κετονοσώματα αποβάλλονται με το γάλα και κυρίως με τα ούρα, απομακρύνοντας από τον οργανισμό του ζώου όμως το 65% περίπου της ενέργειας που αντιστοιχεί στο καταβολισθέν σωματικό λίπος της αγελάδας, προκαλώντας έτσι ανορεξία στο ζώο. Το ζώο χάνει βάρος και μειώνεται σημαντικά η γαλακτοπαραγωγή του. Υπερκετοναιμία μπορεί να προκληθεί στα ζώα όταν το σιτηρέσιο είναι πλούσιο σε ΧΖ χαμηλής ενεργειακής πυκνότητας (αυξημένη παραγωγή οξικού οξέος) ή σε σάκχαρα (αυξημένη παραγωγή βουτυρικού οξέος) ή σε αζωτούχες ουσίες και κυρίως σε κετονοπλαστικά αμινοξέα, ή σε λίπος ή όταν η συμμετοχή κακής ποιότητας ενσιρώματος πλούσιου σε βουτυρικό οξύ είναι υψηλή. Η μεταβολική αυτή νόσος εκδηλώνεται κυρίως στις υψιπαραγωγές αγελάδες τις πρώτες εβδομάδες μετά τον τοκετό και αναγνωρίζεται εύκολα από τη χαρακτηριστική οσμή της εκπνοής του ζώου, καθώς και από την παρουσία κετονοσωμάτων στο γάλα. Προλαμβάνεται με την ορθή διατροφή κατά την ξηρά περίοδο και τη χορήγηση 100-220 g προπυλενικής γλυκόλης και 12 g νικοτινικού οξέος ανά αγελάδα ημερησίως για 2 εβδομάδες πριν τον τοκετό έως και 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό. Μπορεί επίσης να ενσωματωθεί προπιονικό νάτριο στις ΣΖ.

Η υπασβεστιαιμία ή επιλόχειος πάρεση οφείλεται στη χαμηλή συγκέντρωση Ca στο αίμα, συνέπεια της οποίας είναι ο ανεπαρκής εφοδιασμός του μυϊκού συστήματος με Ca, με αποτέλεσμα την εκδήλωση πάρεσης ή ακόμα και διακοπή της υστεροτοκίας. Εκδηλώνεται περί τον τοκετό, με πτώση του ζώου, απώλεια όρεξης και αιφνίδιο θάνατο, λόγω υπερβολικής ή ανεπαρκούς χορήγησης Ca κατά την ξηρά περίοδο.

Η μειωμένη κατανάλωση τροφής, η μειωμένη κινητικότητα του εντέρου, η μη κάλυψη των αναγκών του ζώου σε βιταμίνες D, η χαμηλή περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε Ρ ή η υψηλή σε Ca αποτελούν επίσης παράγοντες που συμβάλλουν στην εκδήλωση της νόσου. Στη χώρα μας όπου γίνεται υπερβολική χρήση χόρτου μηδικής επί μακρό χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα η προσλαμβανόμενη ποσότητα Ca να είναι υψηλή, απαιτείται διόρθωση της σχέσης Ca:Ρ από (1,5-2):1 σε 1:2,5 τρεις εβδομάδες τουλάχιστον προ του τοκετού για να περιοριστούν οι πιθανότητες εκδήλωσης της νόσου.

Η πρόληψη βασίζεται στην εξασφάλιση της ορθής σχέσης Ca:Ρ ή τη διόρθωση αυτής, στη χορήγηση 80-100 g Ca κατά τον τοκετό και επανάληψη μετά 12 ώρες, στην αποφυγή χορήγησης υψηλών ποσοτήτων Ρ και στην τήρηση της ορθής σχέσης κατιόντων (Νa, Κ, Ca, Μg) προς ανιόντα (Cl, S, Ρ).

Διάγνωοη επερχόμενης υπασβεστιαιμίας μπορεί να γίνει με έλεγχο του ρΗ των ούρων το οποίο όταν υπερβαίνει το 8 αποτελεί ένδειξη αλκάλωσης. Η προσθήκη ανιόντων σ' αυτή την περίπτωση επαναφέρει το ρΗ στο 6,7-7.

Η υπομαγνησιαιμία ή τετανία της χλόης οφείλεται στη μειωμένη συγκέντρωση Μg στο αίμα λόγω μειωμένης απορρόφησης του στοιχείου αυτού. Παρουσιάζει τα ίδια περίπου συμπτώματα με την υπασβεστιαιμία (πτώση του ζώου και αιφνίδιο θάνατο), αλλά παρατηρείται σε γαλακτοπαραγωγά ζώα που βγαίνουν στη βοσκή μετά από μακρά παραμονή στο στάβλο και διατροφή τους με ΣΖ, χόρτο και άχυρο. Από την κατανάλωση της χλόης παράγεται άφθονη αμμωνία στους προστομάχους με αποτέλεσμα το σχηματισμό αδιάλυτων αμμωνιακών αλάτων Μg που δεν απορροφώνται. Η υψηλή συγκέντρωση Κ στη χλόη, το οποίο ανταγωνίζεται το Μg, συμβάλλει επίσης στην εκδήλωση της νόσου καθώς και κάθε παράγων που προκαλεί stress στα ζώα.

Για την πρόληψη της νόσου συνιστάται σταδιακή χορήγηση χλωράς νομής (ή ενσιρώματος) προ της εξόδου των ζώων στη βοσκή, ή ενδοφλέβια χορήγηση Μg, ή χορήγηση 50 g ΜgO ημερησίως ανά ζώο επί 6-8 εβδομάδες από της εξόδου τους στη βοσκή ή τέλος επίπαση της βοσκής με ΜgO.

Το σύνδρομο της παχυσαρκίας οφείλεται στη χορήγηση και κατανάλωση σιτηρεσίου κατά την ξηρά περίοδο που υπερκαλύπτει τις ανάγκες του ζώου σε ενέργεια με αποτέλεσμα το ζώο να εναποθέτει λίπος, να αυξάνει το ΣΒ, να εκδηλώνει λιπώδη εκφυλισμό του ήπατος και διαταραχές του μεταβολισμού (υπερκετοναιμία) λόγω της έντονης ανορεξίας κατά την περιγεννητικη περίοδο. Το σύνδρομο της παχυσαρκίας προκαλεί επίσης δυστοκίες, κατακράτηση πλακούντα, καθυστέρηση εκδήλωσης οίστρου μετά τον τοκετό (μειωμένη γονιμότητα) και ευνοεί την εκδήλωση πάρεσης κατά τον τοκετό.

Η μετατόπιση του ηνύστρου οφείλεται στη μεγάλη αναλογία λεπτά αλεσμένων ΣΖ του σιτηρεσίου, η υφή του οποίου είναι ανεπαρκής. Εκδηλώνεται περί το τέλος της ξηράς περιόδου και κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου με μείωση έως και διακοπή της κατανάλωσης τροφής, μείωση της γαλακτοπαραγωγής και μείωση του ΣΒ του ζώου. Χαρακτηρίζεται από το πολύ υδαρές περιεχόμενο των προστομάχων. Η ανάταξη του ηνύστρου μπορεί να γίνει με κατάλληλους χειρισμούς του ζώου ή με χειρουργική επέμβαση. Προληπτικά, για την αποφυγή εκδήλωσης της νόσου, επιδιώκεται καλή σωματική κατάσταση των αγελάδων, χορήγηση σιτηρεσίου με ικανοποιητική υφή και επαρκές ποσοστό ινωδών ουσιών και προοδευτικός εθισμός των ζώων από το σιτηρέσιο της ξηράς περιόδου στο σιτηρέσιο γαλακτοπαραγωγής με χορήγηση των ΣΖ σε περισσότερα γεύματα.

Οι διαταραχές γονιμότητας εκδηλώνονται με καθυστέρηση εκδήλωσης του πρώτου οίστρου μετά τον τοκετό και μειωμένο ποσοστό συλλήψεων, αυξάνοντας έτσι το μεταξύ δύο τοκετών διάστημα αλλά και τον αριθμό των σπερματεγχύσεων ανά αγελάδα. Οι επιπτώσεις από τις διαταραχές γονιμότητας είναι κυρίως οικονομικές.

Τα αίτια εκδήλωσης της μεταβολικής αυτής νόσου είναι το υψηλό επίπεδο διατροφής κατά την ξηρά περίοδο, η υπερβολική χορήγηση αζωτούχων ουσιών κατά τη γαλακτική περίοδο (πλεόνασμα>600 g ημερησίως), η μη ορθή σχέση Ca:Ρ, η πενία Νa, η χαμηλή περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε ινώδεις ουσίες (ανεπαρκής παραγωγή οξικού οξέος και κατά συνέπεια οιστρογόνων), η ανεπαρκής χορήγηση β-καροτινίων (προβιταμίνες Α), η σημαντική μείωση της σωματικής κατάστασης τις πρώτες 5-6 εβδομάδες μετά τον τοκετό και φυσικά μολύνσεις της μήτρας και των ωοθηκών.

Για τη μη εκδήλωση διαταραχών γονιμότητας συνιστάται ισόρροπη διατροφή των αγελάδων κατά την ξηρά περίοδο και την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου και άρση των αναφερθέντων αιτίων εκδήλωσης της νόσου. Τέλος για την αντιμετώπιση των μαστίτιδων συνιστάται η χορήγηση βιταμίνης Ε επί ένα μήνα πριν και ένα μήνα μετά τον τοκετό. Οι συνιστώμενες δόσεις είναι 1000 ΔΜ καθημερινά με τις ΣΖ του σιτηρεσίου και επιπλέον 3000 ΔΜ σε ενέσιμη μορφή μία εβδομάδα πριν τον τοκετό, ή 3000 ΔΜ καθημερινά με το σιτηρέσιο χωρίς τη χορήγηση της ενέσιμης μορφής. Παράλληλα με τη βιταμίνη Ε συνιστάται η χορήγηση 6 mg Se ανά ημέρα και αγελάδα.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών



Διατροφή αγελάδων κατά τη γαλακτική περίοδο

Η γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων εξελίσσεται προοδευτικά κατά τη διάρκεια της γαλακτικής περιόδου, (305 ημέρες) φθάνοντας το μέγιστο περί την 6η εβδομάδα μετά τον τοκετό.

Η καμπύλη κατανάλωσης τροφής όμως παρουσιάζει μια καθυστέρηση φθάνοντας το μέγιστο την 9η με 11η εβδομάδα από του τοκετού. Έτσι τους δύο πρώτους μήνες της γαλακτικής περιόδου (πρώτη φάση) παρατηρείται συνήθως ένα αρνητικό ισοζύγιο ενέργειας το οποίο αντιμετωπίζεται από τον οργανισμό του ζώου με καταβολισμό σωματικής ύλης (κυρίως λίπους). Για το λόγο αυτό παρατηρείται μείωση του ΣΒ και μείωση της σωματικής κατάστασης των υψιπαραγωγών κυρίως αγελάδων. Η σταθεροποίηση του ΣΒ αναμένεται περί το τέλος του 3ου μήνα και η γονιμοποίηση των αγελάδων 45-75 ημέρες μετά τον τοκετό, με άριστο μεταξύ δύο τοκετών διάστημα 12-13 μήνες.

Κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου χορηγούνται σιτηρέσια με ελάχιστη χρήση ΧΖ εκλεκτής ποιότητας και υψηλή συμμετοχή ΣΖ ώστε η αναλογία ΧΖ:ΣΧ να είναι 30-40:60-70 ως προς την ΞΟ του σιτηρεσίου. Με τα σιτηρέσια αυτά όμως το ρΗ του περιεχόμενου της μεγάλης κοιλίας μπορεί να πέσει κάτω του 6, ο λόγος οξικού: προπιονικό να γίνει <2,5, να αυξηθεί η συγκέντρωση της ινσουλίνης και να μειωθεί η λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος. Η διατροφή κατά τη φάση αυτή γίνεται συνήθως κατά βούληση και σε κάθε περίπτωση η χορηγούμενη ποσότητα τροφής γίνεται με βάση την αναμενόμενη ποσότητα γάλακτος και όχι την πραγματοποιούμενη όπως γίνεται στο υπόλοιπο της γαλακτικής περιόδου. Η καλή διατροφή κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου συμβάλλει στην καλύτερη εμμονή της γαλακτοπαραγωγής.

Κατά τη δεύτερη φάση της γαλακτικής περιόδου, διάρκειας 3-6 εβδομάδων, παρατηρείται σταθεροποίηση της γαλακτοπαραγωγής και αποκατάσταση του ισοζυγίου ενέργειας και θρεπτικών συστατικών.

Η τρίτη και τελευταία φάση της γαλακτικής περιόδου χαρακτηρίζεται από πτωτική πορεία της γαλακτοπαραγωγής με συνήθως θετικό ισοζύγιο ενέργειας, το οποίο επιτρέπει την εναπόθεση σωματικού λίπους με αποκατάσταση της καταβολισθείσας σωματικής ύλης κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου και αύξηση του ΣΒ. Πρέιπει να σημειωθεί όμως εδώ ότι οι σχέσεις μεταξύ γαλακτοπαραγωγής, ισοζύγιου ενέργειας και ΣΒ εξαρτώνται εκτός των άλλων και από την καμπύλη της γαλακτοπαραγωγής (εμμονή γαλακτοπαραγωγής).

Η ικανοποίηση των αναγκών του μαστού σε θρεπτικά συστατικά για παραγωγή γάλακτος από την αρχή μέχρι και το μέγιστο της γαλακτοπαραγωγής συνεπάγεται μια σειρά προσαρμογών του οργανισμού, μερικές των οποίων αφορούν στην αυξημένη κατανάλωση τροφής, άλλες στη χρησιμοποίηση των αποθεμάτων σωματικής ύλης (πρωτεΐνη, λίπος) και άλλες στην επιβεβαίωση ότι τα θρεπτικά συστατικά χρησιμοποιούνται κατά προτεραιότητα από το μαστό. Οι προσαρμογές αυτές συντονίζονται από το ενδοκρινικό σύστημα του ζώου με μέγιστη αύξηση της προλακτίνης και της αυξητικής ορμόνης στον ορό του αίματος και με μείωση της ινσουλίνης. Κατά τη δεύτερη και τρίτη φάση της γαλακτικής περιόδου ο λόγος ΧΖ:ΣΖ του σιτηρεσίου μπορεί να διευρυνθεί υπέρ των ΧΖ, εφ' όσον η οικονομική αξιολόγηση των ζωοτροφών το επιτρέπει.

Ομοίως σε ζώα μέσων αποδόσεων (4.000-5.000 Kg ετησίως) η κάλυψη των αναγκών δεν παρουσιάζει, κατά κανόνα, δυσκολίες και είναι δυνατόν να γίνει στη μεν αρχή της γαλακτικής περιόδου με σχετικά περιορισμένη χρήση ΣΖ, στη συνέχεια δε, ακόμα και με αποκλειστική χρήση ΧΖ, με γνώμονα πάντα την οικονομικότητα του σιτηρεσίου.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




Διατροφή σταβλισμένων αγελάδων

Στην χώρα μας, όπου οι διαθέσιμοι βοσκότοποι είναι περιορισμένοι και οι ΧΖ είναι σχετικά ακριβές, οι βελτιωμένες αγελάδες διατηρούνται στο στάβλο όπου τους χορηγείται το σιτηρέσιο το οποίο αποτελείται από δύο μέρη: το βασικό και το συμπληρωματικό ή μείγμα γαλακτοπαραγωγής.

Με τον κλασικό αυτό τρόπο διατροφής των αγελάδων επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η καλύτερη προσέγγιση των αναγκών κάθε ζώου σε μια εκτροφή, παρά τις υπάρχουσες διαφορές μεταξύ των ζώων ως προς το φυσιολογικό (κυοφορία, γαλακτοπαραγωγή) ή παραγωγικό (1η, 2η ή 3η φάση γαλακτικής περιόδου) στάδιο, το ύψος και την εμμονή της γαλακτοπαραγωγής. Ο κατάλληλος συνδυασμός βασικού σιτηρεσίου και μείγματος γαλακτοπαραγωγής μπορεί σε κάθε περίπτωση να εξασφαλίσει ένα ισόρροπο σιτηρέσιο που διαφυλάσσει την υγεία του ζώου και επιτρέπει την έκπτυξη του παραγωγικού του δυναμικού. Το βασικό σιτηρέσιο (ΒΣ) καταρτίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει ανάγκες συντήρησης ή ενδεχομένως και ανάγκες ενός μέρους της γαλακτοπαραγωγής (5-15 kg). Μπορεί δε να αποτελείται αποκλειστικά από ΧΖ ή να συμπληρώνεται κατά περίπτωση από ΣΖ. Οι ΧΖ όμως χορηγούνται πάντα με το βασικό σιτηρέσιο, η ΞΟ των οποίων δε μπορεί να είναι μικρότερη του 1% του ΣΒ των αγελάδων και υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι αλεσμένες (εξασφάλιση υφής σιτηρεσίου). Όταν οι ΧΖ είναι σχετικά ακριβότερες των ΣΖ, τότε ένα «κλασικό» βασικό σιτηρέσιο μπορεί να καλύπτει ανάγκες συντήρησης και ανάγκες 5 kg γάλακτος (Σ+5). Το σιτηρέσιο αυτό αποτελείται από την ελάχιστη αναγκαία ποσότητα ΧΖ (6-7 kg ΞΟ) και συμπληρώνεται με τις κατάλληλες και απαραίτητες ΣΖ ώστε να είναι ισόρροπο. Ένα βασικό σιτηρέσιο εξισορροπείται πάντα ως προς τα ανόργανα στοιχεία και τις βιταμίνες και συνδυάζεται με ένα επίσης ισόρροπο μείγμα γαλακτοπαραγωγής.

Το «κλασικό» αυτό βασικό σιτηρέσιο Σ+5 έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να χορηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις αγελάδες μιας εκτροφής καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, δεδομένου ότι το ελάχιστο των αναγκών των ζώων είναι Σ+5. Όταν το βασικό σιτηρέσιο καλύπτει ανάγκες Σ+Χ kg γάλακτος, όπου Χ>5, τότε το σιτηρέσιο αυτό χορηγείται για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι αγελάδες έχουν γαλακτοπαραγωγή >Χ kg.ημ.-1.

Ένα βασικό σιτηρέσιο Σ+5 καταρτίζεται με 10 kg ΞΟ και ποσοστό ινωδών ουσιών 26-27% της ΞΟ. Ο ισορροπιστής ανόργανων στοιχείων και βιταμινών αποβλέπει στην εξισορρόπηση του βασικού σιτηρεσίου, η οποία γίνεται κυρίως με τη διόρθωση των σχέσεων μεταξύ των πλαστικών στοιχείων Ca, Ρ, Μg, Νa και Κ, δεδομένου ότι τα βασικά σιτηρέσια, λόγω των ΧΖ, είναι πλούσια σε Ca, Μg και Κ και ελλειμματικά σε Ρ και Νa.

Οι ΣΖ του βασικού σιτηρεσίου και ο ισορροπιστής ανόργανων στοιχείων και βιταμινών χορηγούνται υπό μορφή ομοιογενούς μείγματος (μείγμα συντήρησης).

Το συμπληρωματικό σιτηρέσιο καταρτίζεται αποκλειστικά από ΣΖ, οι οποίες χορηγούνται υπό μορφή ομοιογενούς μείγματος (μείγμα γαλακτοπαραγωγής-ΜΓ), εξισορροπημένου ως προς τα ανόργανα στοιχεία και τις βιταμίνες και σε ποσότητα τέτοια ώστε βασικό + μείγμα γαλακτοπαραγωγής να καλύπτουν επακριβώς τις εκάστοτε ανάγκες του κάθε ζώου. Για την κατάρτιση του μείγματος γαλακτοπαραγωγής χρησιμοποιούνται οπωσδήποτε δημητριακοί καρποί και υποπροϊόντα σπορελαιουργίας, αλευροποιίας ή σακχαροποιίας.

Επειδή η ενεργειακή πυκνότητα και η περιεκτικότητα σε αζωτούχες ουσίες ενός kg ΣΖ υπερβαίνει την αντίστοιχη ενός kg γάλακτος, το μείγμα γαλακτοπαραγωγής καταρτίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε με ένα kg μείγματος να καλύπτονται ανάγκες 2 έως 2,25 kg γάλακτος, ανάλογα με την ενεργειακή πυκνότητα των ζωοτροφών που χρησιμοποιούνται για την κατάρτιση του μείγματος αυτού. Έτσι, αν μία αγελάδα παράγει 23 kg γάλακτος ημερησίως και της χορηγείται βασικό σιτηρέσιο που καλύπτει ανάγκες συντήρησης και ανάγκες γαλακτοπαραγωγής 10 kg (Σ+10), ενώ το μείγμα γαλακτοπαραγωγής είναι τύπου 2:1 (ανάγκες 2 kg γάλακτος καλύπτονται με 1 kg μείγμα), τότε η αγελάδα αυτή, εκτός από το βασικό σιτηρέσιο, θα πάρει και (23-10):2=6,5 kg μείγματος γαλακτοπαραγωγής. Συνήθως, ένα μέρος του μείγματος γαλακτοπαραγωγής χορηγείται στις αγελάδες στο αμελκτήριο.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




Διατροφή γαλακτοπαραγωγών αγελάδων με σιτηρέσια απλής διατροφής

Προκειμένου να απλουστευτεί η διατροφή των γαλακτοπαραγωγών αγελάδων σε μεγάλες κτηνοτροφικές μονάδες εφαρμόζεται το σύστημα της απλής διατροφής κατά το οποίο οι ΧΖ τεμαχίζονται, αναμειγνύονται με τις ΣΖ και στη συνέχεια χορηγούνται οτα ζώα κατά το σύστημα της ομαδικής κατά μερίδες ή κατά βούληση διατροφής. Κατά το σύστημα αυτό δεν απαιτείται χορήγηση τροφής στο αμελκτήριο, μειώνονται σημαντικά τα εργατικά για τη διανομή του σιτηρεσίου, το σιτηρέσιο διατηρείται ομοιογενές από την παρασκευή του μέχρι την κατανάλωσή του από τα ζώα, αλλά απαιτείται ειδικό μηχάνημα (αυτοκινούμενο) για την ανάμειξη και χορήγηση του σιτηρεσίου. Το μειονέκτημα του συστήματος της απλής διατροφής είναι ότι οι μεν αγελάδες υψηλών αποδόσεων δεν καλύπτουν κατά ένα χρονικό διάστημα τις ανάγκες τους, οι δε χαμηλών αποδόσεων τις υπερκαλύπτουν με αποτέλεσμα να αυξάνουν σημαντικά το ΣΒ που δεν είναι επιθυμητό. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού οι αγελάδες ομαδοποιούνται σε:

  1. Πρωτόγεννες (μοσχίδες),
  2. αγελάδες με παραπλήσια ημερομηνία τοκετού,
  3. αγελάδες με το ίδιο ύψος γαλακτοπαραγωγής,
  4. αγελάδες με κοινά προβλήματα υγείας και
  5. αγελάδες ξηράς περιόδου. Σε κάθε ομάδα χορηγείται διαφορετική ποσότητα του ιδίου σιτηρεσίου ή διαφορετικό σιτηρέσιο.

Όταν η ετήσια γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων είναι μικρότερη από 8 τόνους, οι αγελάδες χωρίζονται σε 2-3 ομάδες και τους χορηγείται σιτηρέσιο με διαφορετική ενεργειακή πυκνότητα και περιεκτικότητα σε αζωτούχες ουσίες. Ανάλογα με το παραγωγικό στάδιο και τις ανάγκες τους οι αγελάδες αλλάζουν ομάδα.

Όταν οι αγελάδας παράγουν 8-11 τόνους γάλα ειηοίως υπάρχουν δυσκολίες εφαρμογής του συστήματος γιατί τα υψιπαραγωγά ζώα δεν επανακτούν το απωλεσθέν ΣΒ, ενώ τα χαμηλότερης γαλακτοπαραγωγής παχαίνουν. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού εφαρμόζεται ειδικό πρόγραμμα διατροφής, σύμφωνα με το οποίο τα ζώα ομαδοποιούνται ανάλογα με το παραγωγικό τους στάδιο, το ύψος της γαλακτοπαραγωγής και τη σωματική τους κατάσταση, ενώ ανάλογα τους χορηγείται ένα από τα 4 διαφορετικά σιτηρέσια κάθε φορά, ανάλογα με την ομάδα στην οποία εντάσσονται με βάση τα παραπάνω κριτήρια.

Τέλος, όταν η ετήσια γαλακτοπαραγωγή ξεπερνά τους 11 τόνους, οι αγελάδες διατρέφονται με ένα σιτηρέσιο καθόλη τη γαλακτική περίοδο με επιλογή ζωοτροφών άριστης ποιότητας και εφαρμογή καλής διαχείρισης των ζώων. Στα σιτηρέσια αυτά η αναλογία ΧΖ:ΣΖ είναι 47:53, χρησιμοποιού¬νται προστατευμένα λίπη, σε ποσοστό που δεν ξεπερνά το 5%, ή ελαιούχα σπέρματα (βαμβακόσπορος, σογιόσπορος κ.λπ.) και δίδεται προσοχή στην περιεκτικότητα του σιτηρεσίου σε μη ζυμωθείσα πρωτεΐνη (ΜΖΠ).

Τα σιτηρέσια απλής διατροφής έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται και στην Ελλάδα, κερδίζοντας έδαφος κυρίως στις συστηματικές αγελαδοτροφικές μονάδες με ζώα υψηλών αποδόσεων.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




Διατροφή υψιπαραγωγών αγελάδων

Η διατροφή των υψιπαραγωγών αγελάδων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή γιατί είναι ζώα υψηλής αξίας, αλλά και υψηλών απαιτήσεων. Η κάλυψη των αναγκών τους σε θρεπτικά συστατικά και κυρίως σε ενέργεια, μέσα στα όρια της καταναλισκόμενης ΞΟ, είναι δύσκολη. Στα ζώα αυτά επιδιώκεται μεγιστοποίηση της καταναλισκόμενης ποσότητας ΞΟ μέχρι και ποσοστού 4% του ΣΒ, ποσοστό που μπορεί να επιτευχθεί εφόσον η πεπτικότητα της ΞΟ είναι περί το 75% και το σιτηρέσιο διαθέσιμο καθόλο το 24ωρο. Ο εφοδιασμός των ζώων με ευζύμωτους υδατάνθρακες και αζωτούχες ουσίες πρέπει να είναι επαρκής για υψηλή παραγωγή μικροβιακής πρωτεΐνης. Η ενδεδειγμένη αναλογία ζυμωθείσας: μη ζυμωθείσα πρωτεΐνη είναι 40:60, ενώ η χορηγούμενη ποσότητα ουρίας κυμαίνεται μεταξύ 45 και 90 g ανά αγελάδα ημερησίως. Αυξημένη χορήγηση προστατευμένης πρωτεΐνης οδηγεί σε μειωμένη παραγωγή μικροβιακής πρωτεΐνης και μη κάλυψη των αναγκών των αγελάδων σε πρωτεΐνη.

Οι χρησιμοποιούμενες ΧΖ πρέπει επίσης να είναι άριστης ποιότητας ώστε τελικά να εξασφαλίζεται στο υγρό της μεγάλης κοιλίας ρΗ> 6,2 και λόγος οξικού: προπιονικό>2,2. Όταν ικανοποιούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις εξασφαλίζεται η κανονική λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος (>3,5%). Η μείωση του μεγέθους των τεμαχιδίων των ΧΖ επιφέρει αύξηση του προπιονικού οξέος στους προστομάχους, η οποία προκαλεί αύξηση της συγκέντρωσης της γλυκόζης του αίματος και αύξηση της ινσουλίνης, η οποία ευνοεί τη σύνθεση του σωματικού λίπους αντί της σύνθεσης λίπους του γάλακτος, με τελικό αποτέλεσμα τη μειωμένη λιποπεριεκτικότητα του γάλακτος. Επειδή δε, επιπλέον, το ποσοστό του σιτηρεσίου σε ΑDF επηρεάζει την πεπτικότητα και το ποσοστό σε ΝDF την κατανάλωση των ΧΖ, πρέπει τα ποσοστά αυτά να είναι τα ενδεδειγμένα και το 75% του ΝDF να προέρχεται από ΧΖ (γιατί το ΝDF των ΧΖ είναι αποτελεσματικότερο του ΝDF των υποπροϊόντων των γεωργικών βιομηχανιών). Κατά την πρώτη φάση της γαλακτικής περιόδου επιδιώκεται ελάχιστη απώλεια ΣΒ και καλή σωματική κατάσταση των αγελάδων, για να μην καθυστερήσει η εκδήλωση του πρώτου μετά τον τοκετό οίστρου. Αυτό αντιμετωπίζεται με χορήγηση ισόρροπου σιτηρεσίου απλής διατροφής σε 5-6 γεύματα την ημέρα (διαθέσιμη τροφή στα ζώα σχεδόν καθόλο το 24ωρο).

Η απαιτούμενη αύξηση της ενεργειακής πυκνότητας του σιτηρεσίου επιτυγχάνεται με χρήση προστατευμένου λίπους σε ποσοστό που δεν πρέπει να ξεπερνά το 7% της συνολικής ΞΟ του σιτηρεσίου. Στην περίπτωση δε που το χρησιμοποιούμενο λίπος περιέχει μη προστατευμένα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου απαιτείται αύξηση του χορηγούμενου Ca και Μg κατά 20-30% των αναγκών των ζώων. Αντί προστατευμένων λιπών μπορούν βέβαια να χρησιμοποιηθούν και ελαιούχα σπέρματα σε ποσότητα τέτοια που το λίπος των σπερμάτων να μην ξεπερνά τα 500 g.ημ-1 ανά αγελάδα. Η προσθήκη όμως λίπους στα σιτηρέσια των αγελάδων απαιτεί και χρησιμοποίηση πρωτεϊνών χαμηλής ζυμωτικότητας.

Για να βελτιωθεί η χρησιμοποίηση του μη πρωτεϊνικής φύσης αζώτου (ΜΠΦΝ) αλλά και των αζωτούχων ουσιών γενικότερα, πρέπει να μειωθεί ο συντελεστής ζυμωτικότητας των πρωτεϊνών. Η μείωση αυτή γίνεται με διάφορους τρόπους οι κυριότεροι των οποίων είναι:

  • Ο συνδυασμός ζωοτροφών του σιτηρεσίου με βάση το συντελεστή ζυμωτικότητας των πρωτεϊνών τους.
  • Η μετουσίωση των πρωτεϊνών των ζωοτροφών χωρίς να μειωθεί η πεπτικότητά τους. Η μετουσίωση γίνεται είτε με ελεγχόμενη θέρμανση των ζωοτροφών, είτε με κατεργασία με φορμαλδεΰδη ή ταννίνες.
  • Η επιβράδυνση της υδρόλυσης του ΜΠΦΝ. Η ουρία για παράδειγμα αναμιγνύεται σε ποσοστό 5% με άλεσμα δημητριακών καρπών ή άμυλο και το μείγμα υφίσταται θερμική κατεργασία υπό πίεση. Η βιολογική αξία των πρωτεϊνών του σιτηρεσίου μπορεί ακόμα να βελτιωθεί με προσθήκη των οριακών αμινοξέων (κυρίως λυσίνη, μεθειονίνη) σε προστατευμένη μορφή, με τελικό αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, την αύξηση της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




Διατροφή αγελάδων κρεοπαραγωγικού τύπου

Οι αγελάδες του τύπου αυτού ανήκουν ή στις πρώιμες-μικρόσωμες φυλές ή στις όψιμες-μεγαλόσωμες. Στη χώρα μας, αγελάδες κρεοπαραγωγικού τύπου είναι οι εγχώριες, οι οποίες έχουν διασταυρωθεί σε διάφορο βαθμό με ταύρους κυρίως Limousine, Hereford και Simmental. Οι αγελάδες αυτές δεν αμέλγονται και η μόνη παραγωγή τους είναι ο απογαλακτιζόμενος μόσχος.

Η διατροφή των αγελάδων γίνεται κυρίως στη βοσκή καθόλη τη διάρκεια του χρόνου και μόνο κατά τη χειμερινή περίοδο (Δεκέμβριο - Φεβρουάριο) τους χορηγείται συμπληρωματική τροφή (χόρτα-άχυρα ή και ΣΖ).

Οι τοκετοί επιδιώκονται την άνοιξη που υπάρχει αρκετή βοσκή για την κάλυψη των αναγκών των ζώων οι οποίες φθάνουν το μέγιστο κατ' αυτήν την περίοδο (τελευταίο στάδιο κυοφορίας, πρώτη φάση γαλακτικής περιόδου). Οι μόσχοι τους πρώτους 5-6 μήνες της ζωής τους θηλάζουν τις μητέρες τους, ενώ παράλληλα συμπληρώνουν τις ανάγκες τους με τη βοσκή. Στη χώρα μας οι μόσχοι αυτοί από τον Οκτώβριο και μετά διατηρούνται στο στάβλο όπου διατρέφονται εντατικά με ΧΖ και ΣΖ μέχρι της σφαγής τους σε ηλικία 15-18 μηνών. Στις βορειο-ευρωπαϊκές χώρες όπου υπάρχει άφθονη βοσκή όλο σχεδόν το χρόνο οι μόσχοι διατηρούνται στη βοσκή και μόνο κατά τους χειμερινούς μήνες, λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, τους χορηγείται συμπληρωματική τροφή (χόρτα, ενσίρωμα ή και ΣΖ). Οι μόσχοι αυτοί σφάζονται συνήθως σε ηλικία 18-24 μηνών.

Οι παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχία μιας τέτοιας εκτροφής είναι η έγκαιρη εκδήλωση των οίστρων, το υψηλό ποσοστό συλλήψεων, το υψηλό ποσοστό απογαλακτισθέντων μόσχων και το ΣΒ των μόσχων κατά τον απογαλακτισμό. Ένα σημαντικό κριτήριο επαρκούς διατροφής των αγελάδων είναι ο ρυθμός ανάπτυξης των μόσχων, δεδομένου ότι μια καλώς διατρεφόμενη μητέρα παράγει αρκετή ποσότητα γάλακτος για να εξασφαλισθεί ικανοποιητική ανάπτυξη του μόσχου.

Στις μη επαρκώς ή ορθώς διατρεφόμενες αγελάδες παρατηρείται επιμήκυνση του μεταξύ δυο τοκετών χρονικού διαστήματος, στειρότητα, μειωμένος ρυθμός ανάπτυξης μόσχων και απώλειες μόσχων (το 80% των απωλειών σε έμβρυα συμβαίνουν τις τελευταίες 8 εβδομάδες της κυοφορίας). Η γονιμότητα των αγελάδων αυτών βελτιώνεται με τη χορήγηση Ρ υπό μορφή στερεού ή ρευστού ισορροπιστή. Οι ισορροπιστές αυτοί παρέχουν και άλλα στοιχεία (π.χ. Μg, ΝaCl και ιχνοστοιχεία).

Ο συγχρονισμός των τοκετών και η καλή διαχείριση των βοσκοτόπων αποτελούν εξίσου σημαντικούς παράγοντες επιτυχίας σε μια μονάδα εκτροφής κρεοπαραγωγών αγελάδων.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




Διατροφή ταύρων

Με την ευρεία χρήση της τεχνητής σπερματέγχυσης η διατροφή των ταύρων σε επίπεδο εκτροφής δεν έχει πλέον σημασία, δεδομένου ότι οι ταύροι εκτρέφονται σε ειδικούς σταθμούς ή ειδικές εκτροφές. Εκεί η διατροφή των ταύρων έχει μελετηθεί αρκετά και δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στην ισόρροπη διατροφή των ζώων αυτών. Ωστόσο η εκτίμηση της επίδρασης της διατροφής στην αναπαραγωγική ικανότητα των ταύρων είναι δύσκολη διότι:

  • η γονιμοποιός ικανότητα των ταύρων εμφανίζεται σε πολλές περιπτώσεις διαφορετική από την πραγματική εξ αιτίας των αγελάδων και
  • η εκτίμηση της επίδρασης της διατροφής στην ποιότητα του σπέρματος δεν είναι εύκολη, δεδομένου ότι μεταξύ του σχηματισμού των σπερμίων και της εκσπερμάτισης μεσολαβεί διάστημα τουλάχιστον 45 ημερών.

Οι ανάγκες των ταύρων σε ενέργεια και αζωτούχες ουσίες δίδονται στον πίνακα 7.4. και περιλαμβάνουν ανάγκες συντήρησης και ανάγκες για 2-3 σπερματοληψίες εβδομαδιαίως. Πλεόνασμα αζωτούχων ουσιών στα σιτηρέσια των ταύρων πρέπει να αποφεύγονται γιατί μπορούν να προκαλέσουν δυσκαμψία των ταρσών με δυσμενείς εππιπτώσεις στην εκτέλεση των επιβάσεων. Ομοίως, η ανεπαρκής χορήγηση αζωτούχων ουσιών ή ο ελλιπής εφοδιασμός των ζώων με απαραίτητα αμινοξέα υποβιβάζει αισθητά την ποιότητα του σπέρματος. Για το λόγο αυτό στα σιτηρέσια των ταύρων χρησιμοποιούνται υποπροϊόντα σπορελαιουργίας με συμμετοχή ζωοτροφών ζωικής προέλευσης. Ιδιαίτερη σημασία, από πλευράς ανόργανων στοιχείων, έχει η σχέση Ca:Ρ η οποία πρέπει να είναι (1,25-1,5):1. Υπερβολική χορήγηση Ρ χωρίς να τηρείται η παραπάνω σχέση είναι δυνατόν να προκαλέσει υπερδιέγερση των παραθυροειδών αδένων και ως εκ τούτου απασβέστωση του σκελετού με δυσμενείς επιπτώσεις στη χρησιμοποίηση του ταύρου για αναπαραγωγή. Από τις βιταμίνες, τη μεγαλύτερη σημασία για τους ταύρους έχει η Α. Στη διατροφή των ταύρων αποφεύγεται η χορήγηση άχυρου και γενικά ογκώδους σιτηρεσίου, καθώς και ζωοτροφών που περιέχουν νιτρικά άλατα ή φυτοοιστρογόνα (π.χ. χλόη ή χόρτο ψυχανθών). Το χόρτο λειμώνων θεωρείται ως η πλέον κατάλληλη ΧΖ για τους ταύρους και χορηγείται σε ποσότητα 4-8 kg ημερησίως. Το υπόλοιπο των αναγκών καλύπτεται με ΣΖ.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




Διατροφή αναπτυσσόμενων βοοειδών

Φυσιολογικές βάσεις

Οι μόσχοι κατά την πρώτη εβδομάδα της ηλικίας τους είναι ζώα μονογαστρικά, προσαρμοσμένα στην αποκλειστική με γάλα διατροφή. Το γάλα διοχετεύεται μέσω της οισοφαγικής αύλακας, στο ήνυστρο όπου τα πεπτικά υγρά περιέχουν τα κατάλληλα ένζυμα για την πέψη των συστατικών του γάλακτος. Ο σίαλος περιέχει λιπάσες, το γαστρικό υγρό τη ρεννίνη, το παγκρεατικό υγρό είναι φτωχό σε πρωτεϊνολυτικά ένζυμα και στερείται αμυλάσης, το δε εντερικό υγρό είναι πλούσιο σε λακτάση χωρίς να περιέχει αμυλάση και σουκράση. Η ποσοτική και ποιοτική σύσταση των πεπτικών υγρών σε ένζυμα μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και πλησιάζει την κανονική σε ηλικία 5-6 εβδομάδων, οπότε οι μόσχοι μπορούν να διατραφούν αποκλειστικά με στερεά τροφή. Αν όμως οι μόσχοι εξακολουθούν να διατρέφονται αποκλειστικά ή κυρίως με γάλα, η περιεκτικότητα του γαστρικού υγρού σε ρεννίνη και του εντερικού σε λακτάση εξακολουθεί να διατηρείται υψηλή, ενώ παράλληλα ανάπτύσσεται στο έντερο μικροχλωρίδα, η οποία μπορεί να μεταβολίζει τη λακτόζη.

Η πρόσληψη στερεάς τροφής από τους μόσχους προκαλεί την ανατομοφυσιολογική εξέλιξη των προστομάχων και επιταχύνει τη λειτουργία τους. Με αυτήν αυξάνεται ο όγκος των προστομάχων, μεταβάλλονται οι αναλογίες των διαφόρων τμημάτων τους και εγκαθιστάται η μικροχλωρίδα, η οποία στην ηλικία των 6-8 εβδομάδων έχει τη σύνθεση εκείνης των ενηλίκων. Από το τέλος του 3ου μήνα εμφανίζονται τα πρωτόζωα, ενώ από την 3η εβδομάδα αρχίζει η κυτταρινόλυση στους προστομάχους με παράλληλη ανάπτυξη των λαχνών των βλεννογόνων. Ο μηρυκασμός στην αρχή είναι σύντομος και αραιός, βαθμιαία γίνεται μακρότερος και συχνότερος και από την 6η εβδομάδα αποκτά τον κανονικό του ρυθμό. Η εξέλιξη όμως του μηρυκασμού εξαρτάται από το είδος της τροφής.

Η ανατομοφυσιολογική εξέλιξη του πεπτικού συστήματος των νεογνών, μπορεί να τροποποιηθεί από τον εκτροφέα με κατάλληλο χειρισμό, ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό και συγκεκριμένα:

  • να επιταχυνθεί, με περιορισμό της χορηγούμενης ποσότητας γάλακτος και έγκαιρη προετοιμασία του ζώου για την αποκλειστική διατροφή του με στερεά τροφή. Αυτό γίνεται στους μόσχους εκτροφής, σε ζώα δηλαδή που προορίζονται για αναπαραγωγή ή για πάχυνση μέχρι μεγάλου βάρους και
  • να επιβραδυνθεί ή ακόμη να παρεμποδισθεί, με αποκλειστική διατροφή του μόσχου με γάλα ή κυρίως με γάλα, ώστε ο μόσχος να διατηρηθεί σε κατάσταση μονογαστρικού ζώου για μεγάλο χρονικό διάστημα (παραγωγή μόσχων γάλακτος).

Διατροφή ζώων εκτροφής

Στους μόσχους αυτούς επιδιώκεται βραδύτερη ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος αλλά ισχυρή ανάπτυξη του σκελετού. Η μέση ημερήσια αύξηση του ΣΒ κατά τους 4 πρώτους μήνες της ηλικίας τους επιζητείται να είναι 700-800 g για φυλές συνδυασμένων αποδόσεων (γάλα - κρέας) και 800-900 g για τις κρεοπαραγωγικές φυλές. Οι μόσχοι κατά την πρώτη εβδομάδα της ηλικίας τους διατρέφονται αποκλειστικά με το πρωτόγαλα και στη συνέχεια με πλήρες γάλα. Το πρωτόγαλα είναι πλούσιο σε ανοσογλοβουλίνες (γ-σφαιρίνες), οι οποίες ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα του νεογέννητου μόσχου. Στις κρεοπαραγωγικές φυλές η διατροφή των μόσχων γίνεται με φυσικό θηλασμό, όπου οι μόσχοι παραμένουν με τις μητέρες τους και θηλάζουν κατά βούληση, συνήθως μέχρι την ηλικία των 6 μηνών. Ο θηλασμός αρχίζει 2-5 ώρες μετά τη γέννηση και γίνεται 5-8 φορές στην αρχή και 3-5 στη συνέχεια. Η διάρκεια θηλασμού είναι 5-7 λεπτά της ώρας κάθε φορά, ή 30-60 λεπτά συνολικά. Αυξανόμενης της συχνότητας ερεθίσματος του μαστού με το θηλασμό αυξάνεται η γαλακτοπαραγωγή. Οι τοκετοί επιδιώκονται την άνοιξη ώστε οι μόσχοι, παράλληλα με το θηλασμό, να προσλαμβάνουν χλόη με την οποία συμπληρώνουν τις συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες τους σε ενέργεια και θρεπτικά συστατικά. Από το φθινόπωρο, που διακόπτεται ουσιαστικά ο θηλασμός και δεν υπάρχει διαθέσιμη βοσκή, τους χορηγείται τροφή στο στάβλο.

Στις γαλακτοπαμαγωγικές φυλές ο τεχνητός θηλασμός κατά τον οποίον οι μόσχοι, αφού θηλάσουν το πρωτόγαλα για 3-5 ημέρες από τις μητέρες τους, διατρέφονται με ρόφημα τεχνητού γάλακτος.

Ο τεχνητός θηλασμός εφαρμόζεται ευρέως γιατί είναι οικονομικά συμφερότερη μέθοδος έναντι του φυσικού θηλασμού και βέβαια σε περιτπώσεις όπου:

  1. η γαλακτοπαραγωγή των αγελάδων είναι υψηλή ή ανεπαρκής,
  2. υπάρχουν νεογνά ορφανά ή υπεράριθμα και
  3. η εκτροφή των νεογνών γίνεται ανεξάρτητα από τη μονάδα αναπαραγωγής.

Ως ρόφημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί άπαχο ή τεχνητό γάλα και σπανιότερα ορός γάλακτος ή βουτυρογάλακτος. Το ρόφημα προσλαμβάνεται με πόση από κάδους ή με θηλασμό μέσω θηλάστρων, κατά μερίδες σε 2-3 γεύματα, σε προκαθορισμένη ποσότητα και θερμοκρασία 35-37oC, ή ψυχρό (5-15oC), όταν καταναλίσκεται κατά βούληση. Όταν το ρόφημα είναι διαθέσιμο για κατά βούληση κατανάλωση, παρατηρείται αυξημένη κατανάλωση η οποία μπορεί να δημιουργήσει πεπτικές διαταραχές και εκδήλωση διαρροιών. Η καθοριστική διατροφή των μόσχων είναι συνήθως συμφερότερη της κατά βούληση. Στην πράξη χορηγούνται 2 γεύματα ροφήματος τεχνητού γάλακτος με 13% ΞΟ, θερμοκρασίας 35-38oC, μέχρι της ηλικίας των 5-6 εβδομάδων. Από τη δεύτερη εβδομάδα παρέχεται στους μόσχους, παράλληλα με το ρόφημα του τεχνητού γάλακτος, φρέσκο νερό, εναρκτήριο μείγμα ΣΖ και καλής ποιότητας χόρτο.

Κριτήρια απογαλακτισμού μπορεί να είναι η ηλικία του μόσχου, ο ρυθμός ανάπτυξης του, η συνολική ποσότητα ροφήματος που κατανάλωσε, ή η ημερήσια ποσότητα ξηράς τροφής που καταναλώνει. Ο συνδυασμός ηλικίας και καταναλισκόμενης ποσότητας τροφής θεωρείται άριστος όταν σε ηλικία 5-6 εβδομάδων ο μόσχος καταναλώνει τουλάχιστον 500 g ΣΖ την ημέρα. Η σκόνη γάλακτος με την οποία παρασκευάζεται το ρόφημα πρέπει να πληροί συγκεκριμένες τεχνολογικές και διαιτοφυσιολογικές προδιαγραφές. Οι πρωτείνες του πρέπει να προέρχονται κατά κύριο λόγο από υποπροϊόντα γάλακτος (άπαχο γάλα, τυρόγαλα κ.λπ.) για να είναι ευπρόσβλητες από τα ένζυμα του γαστρικού υγρού του νεαρού μόσχου. Μπορούν όμως να χρησιμοποιηθούν μερικώς και πρωτείνες σόγιας, διαφόρων ζυμών ή ιχθυοπρωτεΐνη κ.ά. Οι υδατάνθρακες πρέπει να είναι κυρίως λακτόζη και γλυκόζη. Η ημερήσια ποσότητα λακτόζης που καταναλώνει ένα μοσχάρι δεν πρέπει να ξεπερνά όμως τα 200 g γιατί μπορεί να προκληθεί διάρροια. Ομοίως η συμμετοχή του αμύλου δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%, ενώ αποκλείεται η χρησιμοποίηση σάκχαρης. Το λίπος πρέπει να είναι λεπτά διαμερισμένο με παράλληλη προσθήκη γαλακτωματοποιητή, σταθεροποιητή και αντιοξειδωτικού. Στο τεχνητό γάλα πρέπει να υπερέχουν τα κεκορεσμένα λιπαρά οξέα, γιατί τα φυτικά ή ζωικά έλαια που είναι πλούσια σε ακόρεστα λιπαρά οξέα προκαλούν διάρροιες και αυξάνουν τις ανάγκες των μόσχων σε βιταμίνη Ε. Στους αγοραζόμενους μόσχους, που μεταφέρονται από τη μονάδα αναπαραγωγής στη μονάδα εκτροφής, για να αντιμετωπιστεί το stress μεταφοράς τους χορηγείται κατά την πρώτη ημέρα μόνο χλιαρό νερό ή τσάι ενισχυμένο με βιταμίνες και αντιβιοτικά, ενώ κατά τη δεύτερη ημέρα μικρή ποσότητα αραιού ροφήματος γάλακτος. Από την 3η-4η ημέρα εφαρμόζεται το πρόγραμμα διατροφής τους με κανονικό ρόφημα, ανάλογα με την ηλικία τους.

Η διατροφή των μόσχων μετά τον απογαλακτισμό εξαρτάται από τον τελικό προορισμό τους (αναπαραγωγή ή πάχυνση), μέχρι τον 5O-6O μήνα όμως είναι ίδια και στις δύο περιπτώσεις. Στους μόσχους της ηλικίας αυτής χορηγείται χόρτο καλής ποιότητας (1,5-2 Κg) ή ενσίρωμα αραβοσίτου πλούσιο σε ΞΟ και καρπό (4 kg) και μείγμα ΣΖ (1,5-2 Κg). Μπορούν όμως κάλλιστα να διατηρούνται και επί της βοσκής, εφόσον υπάρχει τέτοια δυνατότητα και εφόσον η βοσκή μπορεί να καλύψει τις ανάγκες τους.

Διατροφή μοσχίδων

Η διατροφή των μοσχίδων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή γιατί απ' αυτήν εξαρτάται κατά μεγάλο ποσοστό η ομαλή διεξαγωγή της αναπαραγωγής και η δημιουργία καλών παραγωγικών ζώων. Οι μοσχίδες εισέρχονται στην ήβη όταν αποκτήσουν το 40% του τελικού τους ΣΒ και χρησιμοποιούνται για αναπαραγωγή όταν το ΣΒ τους φθάσει το 70% του τελικού. Το επίπεδο διατροφής, από το οποίο εξαρτάται ο ρυθμός ανάπτυξης των ζώων, επηρεάζει την ηλικία χρησιμοποίησης, την εμφάνιση του πρώτου οίστρου, το ποσοστό γονιμότητας και το ύψος της πρώτης γαλακτοπαραγωγής. Ο επιζητούμενος μέσος ημερήσιος ρυθμός ανάπτυξης των μοσχίδων είναι 400-500 g. Όταν ο ρυθμός αυτός είναι μικρότερος των 400g ή μεγαλύτερος των 800 g τότε επηρεάζεται δυσμενώς η γονιμότητα και η παραγωγικότητα των ζώων. Το υψηλό επίπεδο διατροφής προκαλεί επίσης δυστοκίες, λόγω του αυξημένου βάρους του μόσχου.

Για τις γαλακτοπαραγωγικές φυλές επιδιώκεται η πρώτη οχεία όχι νωρίτερα των 15 μηνών και ο πρώτος τοκετός στην ηλικία των 24 μηνών, ενώ στις κρεοπαραγωγικές φυλές ο πρώτος τοκετός σκόπιμο είναι να γίνεται στους 26-27 μήνες και οι μοσχίδες να έχουν το 90% του τελικού ΣΒ.

Η διατροφή των μοσχίδων γίνεται με σιτηρέσια ποικίλης περιεκτικότητας σε ΧΖ, ενώ αποφεύγεται η χρησιμοποίηση άχυρου κατά το πρώτο έτος της ηλικίας τους. Επειδή όμως επιδιώκεται σχετικά χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης, η κατάρτιση των σιτηρεσίων για την κάλυψη των αναγκών τους (πιν.7.7. και 7.8.) μπορεί να γίνει αποκλειστικά με καλής ποιότητας ΧΖ.

Στις επίτοκες δαμάλεις η διατροφή γίνεται όπως στις επίτοκες αγελάδες γαλακτοπαραγωγής (διατροφή κατά την ξηρά περίοδο).

Πίνακας 7.7
Ημερήσιες ανάγκες μόσχων αναπαραγωγής ηλικίας 5 και 6 μηνών
Κατηγορία ΣΒ Kg ΜΗΑ*g ΞΟ kg ΚΕΓ Μj ΠΑ**g
Αρσενικά
Εντατική εκτροφή 160-230 1150 4-5 22-26 500-600
Κανονική 160-220 1000 4-5 21-25 450-550
Θηλυκά 130-175 750 3-4 17-20 380
Πλαστικά στοιχεία (g.ημ.-1) Ca=40, Mg=5, P=20, Na=6
Ιχνοστοιχεία (mg.kg.-1) ΞΟ:Fe=30-50, Cu=8-10, Mn=50, Zn=30, Co=0,1, Se=0,15
Βιταμίνες:Α=10,000-20,000 ΔΜ, D=1,000-2,000 ΔΜ, E=20-40 mg.ημ.-1

Διατροφή ταυριδίων

Το επίπεδο διατροφής των ταυριδίων μετά τον 6O μήνα της ηλικίας τους εξαρτάται από τον τρόπο χρησιμοποίησής τους στην αναπαραγωγή. Αυτά που προορίζονται για φυσική αναπαραγωγή διατρέφονται με χαμηλότερο επίπεδο διατροφής και αποκτούν συνήθως στην ηλικία του ενός έτους ΣΒ 380 kg. Αυτά όμως που προορίζονται για τεχνητή γονιμοποίηση διατρέφονται με υψηλότερο επίπεδο για να χρησιμοποιηθούν γρηγορότερα στην αναπαραγωγή.

Η διατροφή των ταυριδίων είναι παρόμοια με εκείνη των μοσχίδων, με μόνη διαφορά την αποφυγή χρησιμοποίησης ογκωδών ΧΖ και αυτών που περιέχουν πολλά φυτοοιστρογόνα (π.χ. χόρτο μηδικής). Το άχυρο αποφεύγεται κατά κανόνα στη διατροφή των ταυριδίων, ενώ δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο ισόρροπο του σιτηρεσίου ως προς τα ανόργανα στοιχεία και τις βιταμίνες.

Πίνακας 7.8
Ανάγκες μοσχίδων γαλακτοπαραγωγικών φυλών ηλικίας 7-24 μηνών
Ηλικία σε μήνες ΖΒ Kg ΜΗΑ g ΞΟ Kg ΚΕΓ Μj ΠΑ*g Ca g Mg g P g Na g
7 175 700 4 20 400 45 8 20 7
9 240 700 4 22 400 45 8 20 7
12 300 700 5 28 420 50 10 23 9
18 410 500 6 35 420 50 10 23 9
24 500 500 8 41 420 50 14 28 10
Βιταμίνη Α:25,000-40,000 ΔΜ.ημ.-1, D=3,000-5,000 ΔΜ.ημ.-1, E=150-300 ΔΜ.ημ.-1
Ιχνοστοιχεία Fe:30-50, Cu=8-10, Mn=50, Zn=30, Co=0,1 mg/kg ΞΟ (ppm)

*ΣΦΠ=70%

Πάχυνση βοοειδών

Η πάχυνση αποτελεί παραγωγική διαδικασία κατά την οποία επιδιώκεται η εκμετάλλευση των αναβολικών φαινομένων του οργανισμού για παραγωγή σφαγίου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς. Στα αναπτυσσόμενα ζώα, όπου το κύριο αναβολικό φαινόμενο είναι η πρωτεϊνοσύνθεση, η πάχυνση αποβλέπει κυρίως στην εξάντληση της ικανότητας του ζώου για ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος αλλά με παράλληλη εναπόθεση τόσης ποσότητας λίπους όση απαιτείται για τη βελτίωση των ιδιοτήτων του κρέατος και της γενικής εμφάνισης του σφαγίου. Το είδος αυτό της πάχυνσης καλείται κρεοπαραγωγική.

Αντίθετα, στα ενήλικα ζώα η πάχυνση στηρίζεται στη λιποσυνθετική ικανότητα του οργανισμού και γι' αυτό καλείται λιποπαραγωγική. Η λιποπαραγωγική πάχυνση αφορά κυρίως στις αγελάδες οι οποίες απομακρύνονται από την αναπαραγωγή και αποβλέπει στη βελτίωση της σωματικής τους κατάστασης προ της σφαγής. Η κρεοπαραγωγική πάχυνση διακρίνεται σε δύο είδη, την πάχυνση μόσχων γάλακτος και την πάχυνση αναπτυσσόμενων βοοειδών.

Πάχυνση μόσχων γάλακτος

Η παραγωγική αυτή διαδικασία αποβλέπει στην παραγωγή σφαγίων μικρής ηλικίας, μικρού βάρους και ειδικής ποιότητας που χαρακτηρίζονται από ομοιόμορφη επικάλυψη με λίπος, τρυφερό και λεπτόϊνο κρέας με ανοικτό χρωματισμό σάρκας και υψηλή απόδοση σε σφάγιο (65%). Ανάλογα με το βαθμό πραγματοποίησης αυτών των στόχων τα σφάγια κατατάσσονται σε ποιότητες, σε όλες όμως τις περιπτώσεις τα παραγόμενα σφάγια είναι ανώτερα από κάθε άλλη μορφή πάχυνσης.

Η παραγωγή σφαγίου γάλακτος προϋποθέτει την αποκλειστική διατροφή των μόσχων με γάλα και τη διατήρηση τους σε κατάσταση μονογαστρικού. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται υψηλή πεπτικότητα του σιτηρεσίου και υψηλή απόδοση σε σφάγιο. Η χαμηλή περιεκτικότητα του σφαγίου σε Fe δημιουργεί ελαφρά αναιμία στο ζώο που εξασφαλίζει το σαρκορόδινο χρωματισμό του κρέατος. Το σύστημα αυτό πάχυνσης εφαρμόζεται κυρίως στην Δ. Ευρώπη, όπου η πάχυνση αρχίζει με αρσενικά ζώα ηλικίας 5-10 ημερών και τελειώνει όταν τα ζώα αποκτήσουν ΣΒ 230-260kg σε ηλικία 4 περίπου μηνών, με μια μέση ημερήσια αύξηση ΣΒ περί τα 1500 g. Τα ζώα αυτα διατηρούνται σε ομάδες των 4-5 ατόμων ανά κελί σε θαλάμους σκοτεινούς με διάτρητο δάπεδο. Το ρόφημα του γάλακτος, η σύνθεση του οποίου αποτελεί συνήθως μυστικό εταιριών, χορηγείται σε 2 3 γεύματα ημερησίως.

Πάχυνση αναπτυσσόμενων βοοειδών

Αποβλέπει στην εκμετάλλευση του φαινομένου της ανάπτυξης των απογαλακτισθέντων μόσχων για παραγωγή σφαγίου μεγάλου βάρους, που χαρακτηρίζεται από υψηλή απόδοση (>57%), από πλήρη ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος με ιδιαίτερη έμφαση στη διάπλαση των μυών των ωμοπλατών, της ράχης, της λεκάνης και των γλουτών και από μέτρια και ομοιόμορφη επικάλυψη με υποδόριο λίπος. Η διάρκεια της πάχυνσης ενός αναπτυσσόμενου ζώου, δηλαδή ο χρόνος που απαιτείται για να αποκτήσει ορισμένο βάρος, εξαρτάται από το ρυθμό ανάπτυξης του ζώου (ένταση πάχυνσης) και αυτός από το επίπεδο διατροφής, δηλαδή την ένταση της διατροφής. Αυξανόμενης όμως της ηλικίας του ζώου ελαττώνεται ο ρυθμός πρωτεϊνοσύνθεσης και αυξάνεται εκείνος της λιποσύνθεσης, οπότε το σφάγιο γίνεται διαρκώς πλουσιότερο σε λίπος.

Αυτό συμβαίνει σε μεγαλύτερο βαθμό όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο διατροφής και όσο μικρότερη είναι η πρωτεϊνοσυνθετική και μεγαλύτερη η λιποσυνθετική ικανότητα του ζώου.

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι για την εναπόθεση 1 Κg σωματικής σάρκας, που περιέχει 230 g πρωτεΐνης, απαιτούνται 1450 ΤΜΑ, ενώ για την εναπόθεση 1kg σωματικού λίπους απαιτούνται 4.000 ΤΜΑ. Στα παραπάνω αναφερθέντα στοιχεία οφείλεται και η διαμόρφωση των αναγκών των παχυνόμενων μόσχων (πιν. 7.9). Η ποιότητα λοιπόν του τελικώς παραγόμενου σφαγίου είναι συνάρτηση:

  1. του βάρους και της ηλικίας μέχρι των οποίων γίνεται η πάχυνση,
  2. της κρεοπαραγωγικής ικανότητας του ζώου και
  3. της έντασης της διατροφής. Για την παραγωγή σφαγίου σύμφωνα με τις απαιτήσεις της αγοράς πρέπει όχι μόνο να λαμβάνονται υπόψη οι παραπάνω παράγοντες αλλά και να συνδυάζονται κατάλληλα, ώστε η πάχυνση να είναι οικονομική και συμφέρουσα και να εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των νομευτικών δυνατοτήτων του παραγωγού. Από το συνδυασμό αυτό προκύπτουν οι διάφορες μορφές κρεοπαραγωγικής πάχυνσης κάθε μία των οποίων απαιτεί και την πρέπουσα σ' αυτή μέθοδο διατροφής.
Πίνακας 7.9
Ημερήσιες ανάγκες παχυνόμενων μόσχων
Σωματικό βάρος Ημερήσια αύξηση σωματικού βάρους(1) σε g
1200 1400
(Κg) ΞΟ ΤΜΑ* ΠΑ* ΞΟ ΤΜΑ* ΠΑ*
100
150 4,0 2526 540
200 5,2 3080 555 6,0 3620 580
250 6,0 3610 555 6,9 4170 580
300 6,7 4115 560 7,8 4700 580
350 7,6 4580 565 8,6 5185 580
400 8,6 5015 565 9,7 5640 580
450 9,3 5420 575 10,4 6070 590
500 10,0 5790 595 11,1 6455 605
550 10,5 6150 610 11,6 6830 620

*ΤΜΑ=Τροποποιημένες μονάδες αμύλου, **ΣΦΠ=70%

(1)Για ΜΗΑ ΣΒ 1000 g οι ανάγκες σε ΤΜΑ υπολογίζονται κατά 15% και σε ΠΑ κατά 5% λιγότερες από τις αντίστοιχες ανάγκες των 1200 g ΜΗΑ ΣΒ αντίστοιχα

Κατά την πάχυνση είναι δυνατόν να χρηοιμοποιηθεί επωφελώς το φαινόμενο της αντισταθμιστικής ανάπτυξης κατά το οποίο όταν ένα ζώο διατρέφεται κατά μία περίοδο με σιτηρέσιο ανεπαρκές για την πλήρη έκπτυξη της πρωτεϊνοσυνθετικής του ικανότητας, διατηρεί δυναμικό πρωτεϊνοσύνθεσης το οποίο εκπτύσσει σε επόμενη περίοδο όταν η διατροφή είναι αφθονότερη. Στην πράξη αυτό εφαρμόζεται για εξοικονόμηση ακριβών ζωοτροφών κατά το χειμώνα ή για αντιμετώπιση ελλειμμάτων ζωοτροφών, έχει όμως επιτυχία μόνο σε ζώα ηλικίας μεγαλύτερης των 12 μηνών, τα οποία έχουν σχηματίσει το σκελετό τους και υπό την προϋπόθεση ότι η πάχυνση θα διαρκέσει για μακρό χρονικό διάστημα ούτως ώστε να υπάρχει χρόνος αντιστάθμισης. Η μείωση του χρόνου αντιστάθμισης με ανάλογη αύξηση της έντασης της διατροφής προκαλεί αύξηση της εναπόθεσης σωματικού λίπους και είναι άσκοπη. Η αντιστάθμιση της ανάπτυξης είναι τόσο ταχύτερη όσο η διαφορά του επιπέδου διατροφής μεταξύ των δύο περιόδων είναι μικρότερη και πραγματοποιείται σε μικρότερο βαθμό όσο παρατείνεται η περίοδος υποσιτισμού.

Τα συστήματα κρεοπαραγωγικής πάχυνσης διακρίνονται σε εντατικά, ημιεντατικά ή εκτατικά, ανάλογα με τη φυλή των μόσχων, την ένταση πάχυνσης (ρυθμός ανάπτυξης και διάρκεια πάχυνσης) και την ένταση της διατροφής (επίπεδο διατροφής, συμμετοχή ΧΖ ή και ΣΖ). Οι παχυνόμενοι μόσχοι προέρχονται:

  • Από αγελάδες
    1. γαλακτοπαραγωγών φυλών και
    2. κρεοπαραγωγών φυλών. Στην περίπτωση αυτή οι μόσχοι θηλάζουν φυσικά το πρωτόγαλα για 2-3 ημέρες, ακολουθεί τεχνητός θηλασμός για 2 περίπου μήνες και στη συνέχεια εντατική πάχυνση στο στάβλο με ΧΖ και ΣΖ. Η διάρκεια πάχυνσης είναι 13-14 μήνες με τελικό ΣΒ κατά τη σφαγή 500-550 kg.
  • Από αγελάδες ελεύθερης βοσκής, αβελτίωτες ή διασταυρωμένες με ταύρους μη αμελγόμενες. Οι μόσχοι αυτοί διατηρούνται με τις μητέρες τους στη βοσκή μέχρι το φθινόπωρο, οπότε ακολουθεί εντατική πάχυνση στο στάβλο. Τα θηλυκά σφάζονται συνήθως σε μικρό ΣΒ (150-200 kg,), ενώ τα αρσενικά σε ηλικία 12-18 μηνών και ΣΒ 400-600 Κg, και
  • Από εισαγόμενα από το εξωτερικό ζώντα ζώα, αρχικού ΣΒ 150 έως και 400 Kg. Προέρχονται κυρίως από κρεοπαραγωγικές φυλές, παχύνονται εντατικά στο στάβλο και σφάζονται σε ΣΒ 500-650 kg. Στην περίπτωση αυτή η αρχική αξία (τιμή αγοράς) των μόσχων είναι συνήθως υψηλή και το κέρδος της εκμετάλλευσης πολύ περιορισμένο, γιατί όσο μεγαλύτερο είναι το αρχικό ΣΒ των μόσχων κατά την έναρξη της πάχυνσης τόσο περισσότερο ασύμφορη είναι η πάχυνση λόγω της αύξησης του συντελεστή εκμετάλλευσης του σιτηρεσίου.

[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών




[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Διατροφή Αγροτικών Ζώων", Γ. Ζέρβα-Π. Καλαϊσκάκη-Κ. Φεγγερού, Εργαστήριο Διατροφής Ζώων, Τμήμα Ζωϊκής Παραγωγής, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών