Εχθροί ψευδοκακίας

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 11:17, 3 Ιουλίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Τετράνυχος

Tetranychus telarius

Το Tetranychus telarius είναι ένα πολυφάγο άκαρι, που προκαλεί σημαντικές ζημιές στην ψευδοκακία και όταν επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες μπορεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Διαχειμάζει σαν γονιμοποιημένο θηλυκό σε διάπαυση, σε ρωγμές, φυτικά υπολείμματα και ζιζάνια. Το θηλυκό εναποθέτει τα αυγά στην κάτω επιφάνεια των φύλλων κοντά στις νευρώσεις. Ο τετράνυχος σε σχετικά υψηλή θερμοκρασία και χαμηλή υγρασία, έχει πολύ υψηλή αναπαραγωγική ικανότητα και μπορεί να παρατηρηθούν αλλεπάλληλες γενιές την ίδια καλλιεργητική περίοδο. Οι τετράνυχοι βρίσκονται στην κάτω επιφάνεια των φύλλων, μυζώντας τους φυτικούς χυμούς, με αποτέλεσμα να μην γίνεται αντιληπτή η παρουσία τους, παρά μόνο με την εμφάνιση των συμπτωμάτων. Για περισσότερες πληροφορίες μπορούμε να ανατρέξουμε στη δράση του τετράνυχου στην ελαιοκράμβη.




Νηματώδεις

Προσβολή ρίζας ψευδοκακίας από Νηματώδεις

Η προσβολή οφείλεται στο νηματώδη του γένους Pratylenchus spp με τα πιο επιζήμια και γνωστά είδη Pratylenchus penetrans και Pratylenchus brachyurus. Η προνύμφη μολύνει τις ρίζες του δέντρου, συχνά ζει σαν εκτοπαράσιτο στα επιδερμικά κύτταρα αλλά συνήθως είναι ενδοπαράσιτο και διεισδύει στα κύτταρα του φλοιού. Ο βιολογικός κύκλος είναι από 4-8 εβδομάδες και εξαρτάται από την θερμοκρασία, το είδος του νηματώδη και τον ξενιστή.

Σε θερμοκρασίες κάτω των 24oC η ανάπτυξη του Pratylenchus penetrans είναι ταχύτατη, ενώ ο Pratylenchus brachyurus προτιμά εδαφικές θερμοκρασίες από 25-30oC. Επίσης οι νηματώδεις αυτοί δεν μετακινούνται εύκολα όταν οι πόροι του εδάφους είναι κατακλυσμένοι με νερό και πέφτουν σε λήθαργο όταν η εδαφική υγρασία είναι περιορισμένη. Υψηλοί πληθυσμοί αυτών των νηματωδών δημιουργούν περιοχές χαμηλής ανάπτυξης στα πατατοχώραφα, εξασθενημένα δέντρα. Οι ρίζες των φυτών αποτελούν την κύρια τροφή του παράσιτου, το οποίο τρέφεται επίσης και από ριζίδια, στόλωνες και κονδύλους δημιουργώντας τραύματα εντός και πέρα των κυττάρων χρησιμοποιώντας το τροφικό στιλέτο του.

Γενικά μέτρα αντιμετώπισης των νηματωδών και η δημιουργία ανθεκτικών ποικιλιών στα παράσιτα με εμπορικό ενδιαφέρον, ελέγχουν τους νηματώδεις.




Βαμβακώδες κοκκοειδές

Δράση βαμβακώδους κοκοειδούς σε φύλλο ψευδοκακίας

Tο κοκκοειδές (Icerya purchasi) μπορεί να βλάψει σοβαρά τα δέντρα αλλά και τα φυτώρια. Απομυζά τον οπό, προκαλεί βλάβες στο φλοιό του κορμού, παραμορφώνει και προκαλεί έκκριση μελιτώματος. Όλ' αυτά συνιστούν την άμεση ζημιά που προκαλεί αναστολή της ζωτικότητας του δέντρου και φυλλόρροια. Οι περισσότερες ζημιές προέρχονται από τη διατροφή του Κοκκοειδούς στα πρώιμα, ανώριμά του στάδια, από τα φύλλα, όπου τα έντομα εγκαθίστανται σε σειρές κατά μήκος των κύριων και δευτερευόντων νεύρων και των μικρών κλαδιών. Οι μεγαλύτερες νύμφες συνεχίζουν να τρέφονται αλλά μεταναστεύουν στα μεγαλύτερα κλαδιά και εν τέλει, ως ενήλικες, εγκαθίστανται στα πλέον μεγάλα κλαδιά και στον κορμό. Tα ώριμα θηλυκά (ερμαφρόδιτα) έχουν σώμα λαμπερό κίτρινο, πορτοκαλί, κόκκινο ή καφέ, καλυμμένο μερικώς ή ολικώς με κιτρινωπό ή λευκό κερί. Τα αρσενικά είναι ελάχιστα. Διαθέτουν φτερά και σκουροκόκκινο σώμα καθώς και σκούρες κεραίες. Το πλέον διακριτικό γνώρισμά τους είναι ο ογκώδης, ραβδωτός θύλακας αυγών, που συχνά είναι 2-2,5 φορές μεγαλύτερος από το σώμα. Οι νύμφες είναι λαμπερές κόκκινες με μαύρες κεραίες και λεπτά καφέ πόδια. Οι κεραίες έχουν έξι τμήματα. Λίγο μετά την εκκόλαψη, οι νύμφες καλύπτονται με λευκό περίβλημα από κερί. Στο πίσω μέρος τους έχουν λεπτούς, μακριούς, εύθραυστους κηρώδεις σωλήνες που μεταφέρουν το εκκρινόμενο μελίτωμα.

Είδος ερμαφρόδιτο, το θηλυκό δύναται να αυτογονιμοποιηθεί. Τα γονιμοποιημένα αυγά παράγουν θηλυκά. Τα μη γονιμοποιημένα αυγά παράγουν αρσενικά. Κάθε θηλυκό εναποθέτει 600-800 αυγά. Ανάλογα με τη θερμοκρασία, τα αυγά εκκολάπτονται σε λίγες ημέρες έως και δύο μήνες. Οι νεοεκκολαφθείσες νύμφες είναι το πρώτο στάδιο ανάπτυξης και μπορούν να μεταφερθούν με τον άνεμο ή να σκαρφαλώσουν σε πλαϊνά φυτά ή περαστικά έντομα. Ο κύκλος ζωής τους διαρκεί τουλάχιστον 3 μήνες.

Η Rodolia cardinalis είναι άριστος άρπαγας που δύναται να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο έντομο. Οι σφοδρές επιθέσεις του εντόμου οφείλονται σε ενδεχόμενη κατάχρηση χημικών, που φονεύουν τα Rodolia. Η χημική αντιμετώπιση είναι αποτελεσματική στο στάδιο νύμφης. Κάποιες από δραστικές ουσίες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, είναι: Dicofol+tetradifón, θερινά έλαια, Dimetoate, Pirimicarb, Etiofencarb, Dicofol+carbofenotion, Chlorpyrifos.




[1],[2]

Βιβλιογραφία

  1. Βαμβακώδες κοκκοειδές
  2. Νηματώδεις