Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Πεπονιά θερμοκηπίου"

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Γραμμή 6: Γραμμή 6:
 
Η πεπονιά είναι φυτό θερμής εποχής και καλλιεργείται στις τροπικές μέχρι και τις εύκρατες περιοχές της γής. Κατά τη διάρκεια της καλλιέργειάς της απαιτούνται σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, οι μέσες μηνιαίες να κυμαίνονται μεταξύ 18-24<sup>0</sup>C. Εάν οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες, θα πρέπει να δοθεί προστασία στα φυτά όλη την περίοδο που διαρκούν οι χαμηλές θερμοκρασίες με καλλιέργεια σε χαμηλά τούνελς, μεγαλύτερα τούνελς ή υψηλά θερμοκήπια. Ο παγετός καταστρέφει τα φυτά. Η υγρασία της ατμόσφαιρας πρέπει να είναι χαμηλή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ωρίμανσης του καρπού. Σε περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία ή στις υγρές τροπικές περιοχές η πεπονιά δεν αποδίδει ικανοποιητικά, γιατί προσβάλλεται από σοβαρές ασθένειες, ασθένειες του φυλλώματος και η ποιότητα του καρπού είναι υποβαθμισμένη, ο καρπός σχίζεται και προσβάλλεται από σήψεις. Η ποιότητα του καρπού υποβαθμίζεται επίσης, όταν κατά την περίοδο της ωρίμανσης επικρατούν συννεφιές και βροχές. Η υψηλή ένταση φωτισμού υποβοηθά την ανάπτυξη και παραγωγή καρπών καλής ποιότητας της πεπονιάς. Το ιδανικό κλίμα για την καλλιέργεια της πεπονιάς είναι εκείνο που χαρακτηρίζεται από υψηλή σχετικά θερμοκρασία, χαμηλή ατμοσφαιρική υγρασία (ξηρές και ημίξερες περιοχές με άρδευση) και άπλετο φωτισμό. Η περίοδος των ευνοϊκών συνθηκών θα πρέπει να διαρκεί περίπου 80-110 ημέρες, όσο διαρκεί η περίοδος από τη φύτευση μέχρι τη συγκομιδή. Με αυτές τις προϋποθέσεις, οι αποδόσεις είναι υψηλές, οι καρποί αποκτούν περισσότερο άρωμα και υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα και τα φυτά έχουν λιγότερα προβλήματα ασθενειών του φυλλώματος. <ref name="Πεπονιά θερμοκηπίου"/>
 
Η πεπονιά είναι φυτό θερμής εποχής και καλλιεργείται στις τροπικές μέχρι και τις εύκρατες περιοχές της γής. Κατά τη διάρκεια της καλλιέργειάς της απαιτούνται σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, οι μέσες μηνιαίες να κυμαίνονται μεταξύ 18-24<sup>0</sup>C. Εάν οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες, θα πρέπει να δοθεί προστασία στα φυτά όλη την περίοδο που διαρκούν οι χαμηλές θερμοκρασίες με καλλιέργεια σε χαμηλά τούνελς, μεγαλύτερα τούνελς ή υψηλά θερμοκήπια. Ο παγετός καταστρέφει τα φυτά. Η υγρασία της ατμόσφαιρας πρέπει να είναι χαμηλή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ωρίμανσης του καρπού. Σε περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία ή στις υγρές τροπικές περιοχές η πεπονιά δεν αποδίδει ικανοποιητικά, γιατί προσβάλλεται από σοβαρές ασθένειες, ασθένειες του φυλλώματος και η ποιότητα του καρπού είναι υποβαθμισμένη, ο καρπός σχίζεται και προσβάλλεται από σήψεις. Η ποιότητα του καρπού υποβαθμίζεται επίσης, όταν κατά την περίοδο της ωρίμανσης επικρατούν συννεφιές και βροχές. Η υψηλή ένταση φωτισμού υποβοηθά την ανάπτυξη και παραγωγή καρπών καλής ποιότητας της πεπονιάς. Το ιδανικό κλίμα για την καλλιέργεια της πεπονιάς είναι εκείνο που χαρακτηρίζεται από υψηλή σχετικά θερμοκρασία, χαμηλή ατμοσφαιρική υγρασία (ξηρές και ημίξερες περιοχές με άρδευση) και άπλετο φωτισμό. Η περίοδος των ευνοϊκών συνθηκών θα πρέπει να διαρκεί περίπου 80-110 ημέρες, όσο διαρκεί η περίοδος από τη φύτευση μέχρι τη συγκομιδή. Με αυτές τις προϋποθέσεις, οι αποδόσεις είναι υψηλές, οι καρποί αποκτούν περισσότερο άρωμα και υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα και τα φυτά έχουν λιγότερα προβλήματα ασθενειών του φυλλώματος. <ref name="Πεπονιά θερμοκηπίου"/>
 
{{{top_heading|==}}}Εδαφικές συνθήκες{{{top_heading|==}}}
 
{{{top_heading|==}}}Εδαφικές συνθήκες{{{top_heading|==}}}
 
+
Η πεπονιά μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών, από τα ελαφρά αμμώδη μέχρι τα πηλώδη εδάφη. Για πρώιμη παραγωγή πρέπει να προτιμώνται τα ελαφρά αμμώδη εδάφη, γιατί θερμαίνονται πιο εύκολα, στραγγίζουν και αερίζονται καλά και υποβοηθούν στην πρωίμιση της παραγωγής. Επειδή τα αμμώδη εδάφη δεν συγκρατούν ικανοποιητικά το νερό και έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία πρέπει να ποτίζονται και να λιπαίνονται συχνά, διαφορετικά οι καρποί παραμένουν μικροί και η ποιότητα τους είναι μέτρια. Η πεπονιά αποδίδει καλύτερα στα αμμοπηλώδη εδάφη, που είναι πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, έχουν οργανική ουσία, έχουν την ικανότητα να συγκρατούν νερό και στραγγίζουν καλά. Η περιεκτικότητα του εδάφους σε θρεπτικά στοιχεία και ο τεχνητός εμπλουτισμός του, αποτελούν σημαντικό παράγοντα επιτυχίας στην καλλιέργεια της πεπεονιάς, γιατί είναι πολύ ευαίσθητα στις ελλείψεις, τόσο των κύριων στοιχείων όσο και των ιχνοστοιχείων. Βαρύτερα εδάφη (πηλοαμμώδη) οψιμίζουν την παραγωγή. Τα πολύ βαριά εδάφη όπως και τα οργανικά, καλόν είναι να αποφεύγονται. Εδάφη ελαφρά όξινα ή ουδέτερα ή πολύ ελαφρά αλκαλικά θεωρούνται ικανοποιητικά (pH=6,0-7,5). Τα αρκετά όξινα, όπως και τα πολύ αλκαλικά εδάφη, προκαλούν προβλήματα στην ανάπτυξη του φυτού (είναι δηλαδή περιορισμένη) και τα φύλλα κιτρινίζουν. Το pH του εδάφους μπορεί να διορθωθεί σε κάποιο βαθμό με προσθήκη υλικών που το επηρεάζουν. Το φυτό της πεπονιάς έχει μέτρια αντοχή στα άλατα, βρίσκεται μεταξύ της αγγουριάς και τομάτας όσον αφορά το βαθμό ανθεκτικότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της FAO με ολική αλατότητα ECe 3 mmhos/cm η παραγωγή μειώνεται κατά 10%, ενώ με 4 και 6 mmhos/cm η παραγωγή μειώνεται κατά 25% και 50% αντίστοιχα. Μια καλλιέργεια πεπονιάς δεν πρέπει να ακολουθεί καλλιέργεια πεπονιάς, για λόγους ευαισθησίας σε παθογόνα εδάφους, όπως φουζαρίωση και βερτισιλλίωση. Πολλές φορές η εφαρμογή πολυετούς αμειψισποράς (10ετής) δεν είναι δυνατή και πρέπει να επιλέγονται άλλες λύσεις, όπως αποτελεσματική απολύμανση του εδάφους, χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, εμβολιασμός σε ανθεκτικά υποκείμενα κ.λπ. <ref name="Πεπονιά θερμοκηπίου"/>
 
{{{top_heading|==}}}Σπορά και στρωμάτωση{{{top_heading|==}}}
 
{{{top_heading|==}}}Σπορά και στρωμάτωση{{{top_heading|==}}}
  

Αναθεώρηση της 09:16, 26 Νοεμβρίου 2015

Γενικά στοιχεία

Ο γεωγραφικός χώρος καταγωγής της πεπονιάς δεν είναι επακριβώς γνωστός, γιατί δεν βρέθηκε ποτέ υπό την άγριά της μορφή, αλλά πιστεύεται ότι είναι ενδογενής της τροπικής Αφρικής και των Ινδιών. Δεν φαίνεται να ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες και Αιγυπτίους, γιατί δεν γίνεται αναφορά από τους αρχαίους συγγραφείς. Η πεπονιά, φαίνεται, ήταν φυτό που ο άνθρωπος καλλιέργησε αργότερα. Παρόλη τη σύγχυση που επικρατεί όσον αφορά στο που αναφέρεται η ονομασία "πεπόνι", φαίνεται ότι ήταν γνωστό στη Ν. Ευρώπη από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επίσης στις Ανατολικές περιοχές των Ινδιών και στην Κίνα. Μετά την καλλιέργειά της, διαδόθηκε πολύ γρήγορα με αρκετές ποικιλίες, ιδιαίτερα στην Ινδία αλλά και στην Ευρώπη και Αμερική. Αναφέρεται ότι ο Κολόμβος τη βρήκε στο νησί Ισαβέλλα το 1494, ότι εκαλλιεργείτο στην Κεντρική Αμερική το 1516, στη Βιρτζίνια το 1609, στην Πολιτεία της Ν. Υόρκης το 1629 κ.ο.κ. Το 66,5% παράγεται στην Ασία, ενώ στην Ευρώπη το 13,3% και στη Β.& Κ. Αμερική το 11,2% της παγκόσμιας παραγωγής. Κυριότερες χώρες παραγωγής σε διεθνές επίπεδο είναι η Κίνα, η Τουρκία, το Ιράν και οι Η.Π.Α., ενώ σε επίπεδο Ε.Ε., η Ισπανία, η Ιταλία και η Γαλλία. Τις μεγαλύτερες εισαγωγές πραγματοποίησαν το 1996 το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ρωσική Ομοσπονδία, η Ολλανδία, η Γαλλία και η Γερμανία, ενώ τις μεγαλύτερες εξαγωγές πραγματοποίησε η Ισπανία (=350.000 τον.). Η πορεία έκτασης και παραγωγής πεπονιού στην Ελλάδα τόσο στο ύπαιθρο όσο και στα θερμοκήπια (υψηλά και χαμηλά σκέπαστρα) για τη χρονική περίοδο 1980-1997. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από το 1980 μέχρι το 1997 η έκταση καλλιέργειας εκτός εποχής (υπό προστασία) έχει υπερτριπλασιαστεί και η παραγωγή έχει υπερτετραπλασιαστεί. Στην Κρήτη καλλιεργούνται οι μεγαλύτερες εκτάσεις στα υψηλά θερμοκήπια (κυρίως ως δεύτερη καλλιέργεια μετά το αγγούρι) και στη Θεσσαλία οι μεγαλύτερες εκτάσεις σε χαμηλά τούνελ. Οι μέσες μηνιαίες τιμές χονδρικής πώλησης του πεπονιού στην Κεντρική Λαχαναγορά Αθηνών για τέσσερα χρόνια (1995-98). Είναι φανερό ότι οι πιο υψηλές τιμές εξασφαλίζονται τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο, ενώ τους μήνες Μάιο και Νοέμβριο είναι επίσης σχετικά πιο υψηλές σε σύγκριση με τους μήνες του καλοκαιριού. [1]

Βοτανικά χαρακτηριστικά

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές του Cucumis melo. Αυτές κατατάσσονται σε βοτανικές ποικιλίες και οι καλλιεργούμενες σήμερα ποικιλίες και υβρίδια ανήκουν κυρίως στις βοτανικές ποικιλίες var. reticulatus και var. inodorus. Οι ποικιλίες έχουν 2n=2x=24 αριθμό χρωμοσωμάτων, με κανονική μείωση και με μέση βλαστικότητα γύρης 90%. Ανήκει στο ίδιο γένος με το αγγούρι, με το οποίο δεν διασταυρώνεται. [1]

Κλιματικές συνθήκες

Η πεπονιά είναι φυτό θερμής εποχής και καλλιεργείται στις τροπικές μέχρι και τις εύκρατες περιοχές της γής. Κατά τη διάρκεια της καλλιέργειάς της απαιτούνται σχετικά υψηλές θερμοκρασίες, οι μέσες μηνιαίες να κυμαίνονται μεταξύ 18-240C. Εάν οι θερμοκρασίες είναι χαμηλότερες, θα πρέπει να δοθεί προστασία στα φυτά όλη την περίοδο που διαρκούν οι χαμηλές θερμοκρασίες με καλλιέργεια σε χαμηλά τούνελς, μεγαλύτερα τούνελς ή υψηλά θερμοκήπια. Ο παγετός καταστρέφει τα φυτά. Η υγρασία της ατμόσφαιρας πρέπει να είναι χαμηλή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της ωρίμανσης του καρπού. Σε περιοχές με υψηλή ατμοσφαιρική υγρασία ή στις υγρές τροπικές περιοχές η πεπονιά δεν αποδίδει ικανοποιητικά, γιατί προσβάλλεται από σοβαρές ασθένειες, ασθένειες του φυλλώματος και η ποιότητα του καρπού είναι υποβαθμισμένη, ο καρπός σχίζεται και προσβάλλεται από σήψεις. Η ποιότητα του καρπού υποβαθμίζεται επίσης, όταν κατά την περίοδο της ωρίμανσης επικρατούν συννεφιές και βροχές. Η υψηλή ένταση φωτισμού υποβοηθά την ανάπτυξη και παραγωγή καρπών καλής ποιότητας της πεπονιάς. Το ιδανικό κλίμα για την καλλιέργεια της πεπονιάς είναι εκείνο που χαρακτηρίζεται από υψηλή σχετικά θερμοκρασία, χαμηλή ατμοσφαιρική υγρασία (ξηρές και ημίξερες περιοχές με άρδευση) και άπλετο φωτισμό. Η περίοδος των ευνοϊκών συνθηκών θα πρέπει να διαρκεί περίπου 80-110 ημέρες, όσο διαρκεί η περίοδος από τη φύτευση μέχρι τη συγκομιδή. Με αυτές τις προϋποθέσεις, οι αποδόσεις είναι υψηλές, οι καρποί αποκτούν περισσότερο άρωμα και υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα και τα φυτά έχουν λιγότερα προβλήματα ασθενειών του φυλλώματος. [1]

Εδαφικές συνθήκες

Η πεπονιά μπορεί να καλλιεργηθεί σε ποικιλία εδαφών, από τα ελαφρά αμμώδη μέχρι τα πηλώδη εδάφη. Για πρώιμη παραγωγή πρέπει να προτιμώνται τα ελαφρά αμμώδη εδάφη, γιατί θερμαίνονται πιο εύκολα, στραγγίζουν και αερίζονται καλά και υποβοηθούν στην πρωίμιση της παραγωγής. Επειδή τα αμμώδη εδάφη δεν συγκρατούν ικανοποιητικά το νερό και έχουν χαμηλή περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία πρέπει να ποτίζονται και να λιπαίνονται συχνά, διαφορετικά οι καρποί παραμένουν μικροί και η ποιότητα τους είναι μέτρια. Η πεπονιά αποδίδει καλύτερα στα αμμοπηλώδη εδάφη, που είναι πλούσια σε θρεπτικά στοιχεία, έχουν οργανική ουσία, έχουν την ικανότητα να συγκρατούν νερό και στραγγίζουν καλά. Η περιεκτικότητα του εδάφους σε θρεπτικά στοιχεία και ο τεχνητός εμπλουτισμός του, αποτελούν σημαντικό παράγοντα επιτυχίας στην καλλιέργεια της πεπεονιάς, γιατί είναι πολύ ευαίσθητα στις ελλείψεις, τόσο των κύριων στοιχείων όσο και των ιχνοστοιχείων. Βαρύτερα εδάφη (πηλοαμμώδη) οψιμίζουν την παραγωγή. Τα πολύ βαριά εδάφη όπως και τα οργανικά, καλόν είναι να αποφεύγονται. Εδάφη ελαφρά όξινα ή ουδέτερα ή πολύ ελαφρά αλκαλικά θεωρούνται ικανοποιητικά (pH=6,0-7,5). Τα αρκετά όξινα, όπως και τα πολύ αλκαλικά εδάφη, προκαλούν προβλήματα στην ανάπτυξη του φυτού (είναι δηλαδή περιορισμένη) και τα φύλλα κιτρινίζουν. Το pH του εδάφους μπορεί να διορθωθεί σε κάποιο βαθμό με προσθήκη υλικών που το επηρεάζουν. Το φυτό της πεπονιάς έχει μέτρια αντοχή στα άλατα, βρίσκεται μεταξύ της αγγουριάς και τομάτας όσον αφορά το βαθμό ανθεκτικότητας. Σύμφωνα με στοιχεία της FAO με ολική αλατότητα ECe 3 mmhos/cm η παραγωγή μειώνεται κατά 10%, ενώ με 4 και 6 mmhos/cm η παραγωγή μειώνεται κατά 25% και 50% αντίστοιχα. Μια καλλιέργεια πεπονιάς δεν πρέπει να ακολουθεί καλλιέργεια πεπονιάς, για λόγους ευαισθησίας σε παθογόνα εδάφους, όπως φουζαρίωση και βερτισιλλίωση. Πολλές φορές η εφαρμογή πολυετούς αμειψισποράς (10ετής) δεν είναι δυνατή και πρέπει να επιλέγονται άλλες λύσεις, όπως αποτελεσματική απολύμανση του εδάφους, χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, εμβολιασμός σε ανθεκτικά υποκείμενα κ.λπ. [1]

Σπορά και στρωμάτωση

Συνθήκες και περιποιήσεις στο σπορείο

Ποικιλίες πεπονιάς

Ασθένειες

Εχθροί

[1]


Σχετικές σελίδες

Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Η τεχνική της καλλιέργειας των κηπευτικών στα θερμοκήπια, του Χρήστου Ολύμπιου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2001.