Καλλιέργεια βυσσινιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Εγκατάσταση

Το έδαφος, που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση ενός βυσσινεώνα, οργώνεται πριν απ' τη φύτευση σε βάθος 30-40cm. Το όργωμα αποσκοπεί στην καταστροφή των πολυετών ζιζανίων και στην αφρατοποίηση του εδάφους, που είναι απαραίτητη για την καλύτερη ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των δένδρων. Πριν απ' το όργωμα λαμβάνονται δείγματα εδάφους και γίνονται αναλύσεις και ανάλογα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης καθορίζεται το είδος και η ποιότητα των χημικών λιπασμάτων, που είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη των δένδρων. Αν η εξεύρεση κοπριάς είναι εύκολη, τότε ενδείκνυται η προσθήκη 2-3 τόννων κατά στρέμμα για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους. Μετά το όργωμα και κατά μήκος των γραμμών φύτευσης των δένδρων, το έδαφος απολυμαίνεται συνήθως με χλωροπικρίνη.

Πριν απ' τη φύτευση γίνεται η επισήμανση των θέσεων φύτευσης των δένδρων, η διάνοιξη των λάκκων, διαστάσεων 45 x 45cm. και ακολουθεί η φύτευση των δένδρων. Κατά τη φύτευση τα δενδρύλλια φυτεύονται στο ίδιο βάθος, που ήταν στο φυτώριο, και το επιφανειακό χώμα ρίχνεται στη βάση του ριζικού συστήματος των δενδρυλλίων. Κατά την προσθήκη του χώματος πιέζεται ελαφρά αυτό μέχρι της πλήρους πληρώσεως των λάκκων, αποφεύγοντας να προξενηθεί ζημιά στο ριζικό σύστημα. Τα δενδρύλλια φυτεύονται γυμνόριζα. Μετά τη φύτευση ακολουθεί το πότισμα των δενδρυλλίων και η προσθήκη μικρής ποσότητας κοπριάς γύρω απ' το δενδρύλλιο, που αποσκοπεί στη μη εκβλάστηση των ζιζανίων και στη διατήρηση της υγρασίας του εδάφους, παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη των δενδρυλλίων κατά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των.[1]

Καλλιέργεια εδάφους

Η καλλιέργεια του εδάφους του βυσσινεώνα αποσκοπεί στην αύξηση ή διατήρηση της περιεκτικότητας του σε χούμο, την αποθήκευση νερού, στη διατήρηση της γονιμότητας του και στην ποσοτική και ποιοτική αύξηση της παραγωγής. Διενεργείται με μηχανικά ή χημικά μέσα. Τα ζιζανιοκτόνα, που χρησιμοποιούνται χωρίζονται σε δυο κατηγορίες:

  • Τα προφυτρωτικά (προστίθενται στο έδαφος προτού φυτρώσουν τα ζιζάνια)
  • Τα μεταφυτρωτικά (παρέχονται στο φύλλωμα των ζιζανίων).

Τα συνήθως χρησιμοποιούμενα είναι απ' τα προφυτρωτικά η simazine, το casoron, το diuron κ.ά. και απ' τα μεταφυτρωτικά το roundup, το paraguat (γκραμοξόν) κ.ά., σύμφωνα πάντοτε με τις οδηγίες χρήσης, που αναγράφονται πάνω στα μέσα συσκευασίας των ιδιοσκευασμάτων.[1]

Συστήματα φύτευσης

Η βυσσινιά φυτεύεται κατά τετράγωνα και κατ' ορθογώνια παραλληλόγραμμα ή γραμμές. Η φύτευση των δενδρυλλίων γίνεται απ' το Νοέμβριο μόλις συμπληρωθεί η φυλλόπτωση, μέχρι τις αρχές της άνοιξης, πριν εκπτυχθούν οι οφθαλμοί και πάντοτε με ευνοϊκές εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Σε παγετόπληκτες περιοχές συνιστάται να φυτεύεται μετά τη διέλευση των παγετών. Οι αποστάσεις φύτευσης της βυσσινιάς, ανάλογα με το υποκείμενο και το σύστημα μόρφωσης των δένδρων ποικίλλουν και αναλύονται στον παρακάτω πίνακα: Οι αποστάσεις φύτευσης αποτυπώνονται σε πίνακα στον παρακάτω σύνδεσμο:

Συστήματα φύτευσης σε κερασεώνα[1]

Άρδευση

Η βυσσινιά έχει τις μεγαλύτερες ανάγκες της σε νερό. κατά την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού, γιατί η περισσότερη νέα βλάστηση παράγεται κατά τη διάρκεια ανάπτυξης των καρπών της. Η παράταση αύξησης της βλάστησης ή η έκπτυξη δευτέρας βλάστησης κατά το φθινόπωρο δεν είναι επιθυμητή (είναι ευαίσθητη στους φθινοπωρινούς παγετούς), αλλά δε θα πρέπει τα δένδρα να αφεθούν να υποφέρουν από έλλειψη νερού μετά τη συγκομιδή των καρπών. Συνιστάται να ποτίζεται και σε περιοχές με ψηλή ετήσια βροχόπτωση, αλλά που υπόκεινται σε περιοδική ξηρασία κατά τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Τα δένδρα είναι όμως ευαίσθητα στη συνεχή και υπερβολική υγρασία στη ριζόσφαιρα του δένδρου. Επομένως το πότισμα θα πρέπει να γίνεται με βάση τις ανάγκες της μάλλον, παρά σε ημερολογιακή βάση. Η συχνότητα των ποτισμάτων μπορεί να προσδιοριστεί ικανοποιητικά με τενσιόμετρα.

Ακόμα θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η βυσσινιά χαρακτηρίζεται από έντονη διαπνοή των φύλλων της και σε περίοδο ξηρασίας τα φύλλα απορροφούν νερό απ' τους καρπούς, με αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής. Γι’ αυτό η εξασφάλιση νερού στο δένδρο, όταν το έχει ανάγκη, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την επίτευξη σταθερής και ικανοποιητικής παραγωγής. Όσον αφορά τον τρόπο ποτίσματος, αυτό μπορεί να γίνει με κατάκλυση, αυλάκια, στάγδην και με μικρούς εκτοξευτήρες γύρω απ' τον κορμό των δένδρων (πότισμα σπρέϋ). Η τεχνική ποτίσματος με διαβροχή πάνω απ' τα δένδρα πιθανόν να επιδεινώνει το σχίσιμο των καρπών από βροχή και την ανάπτυξη μυκητολογικών ασθενειών. Έχει δοκιμαστεί πειραματικά, όπου επικρατούν ψηλές θερμοκρασίες, αλλά δεν υπάρχουν ακόμα αρκετές πληροφορίες, που να τεκμηριώνουν τη θετική ή αρνητική επίδρασή της.[1]

Λίπανση

Απαραίτητες κρίνονται οι εδαφολογικές και φυλλοδιαγνωστικές αναλύσεις κάθε δύο έως τέσσερα χρόνια, για τον προσδιορισμό της περιεκτικότητας και διαθεσιμότητας των θρεπτικών στοιχείων, καθώς και για τον έλεγχο της θρεπτικής κατάστασης των δένδρων. Η λίπανση της βυσσινιάς πρέπει να γίνεται πάντα σε συνεννόηση με υπεύθυνο γεωπόνο της περιοχής καλλιέργειας και αφού ληφθούν υπόψη τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Σε σχέση με την κερασιά θα πρέπει να είναι ισχυρότερη η αζωτούχος λίπανση. Στον καθορισμό των λιπαντικών αναγκών της βυσσινιάς θα πρέπει να συνεκτιμώνται το μήκος της βλάστησης, το χρώμα των φύλλων, η παραγωγή και η ανάλυση εδάφους και φύλλων.

Άζωτο: Στην βυσσινιά το άζωτο αυξάνει τη βλάστηση και παραγωγή. Η έλλειψη αζώτου εκδηλώνεται με την παραγωγή κοντών και λεπτών επάκριων βλαστήσεων, μικρών χλωρωτικών φύλλων και μικρών, που ωριμάζουν νωρίς, καρπών. Τα συμπτώματα όμως αυτά μπορεί να προκληθούν και από φυσικές ή μηχανικές ζημιές των ριζών ή του κορμού των δένδρων, από κακή αποστράγγιση του εδάφους ή από ξηρασία. Σ' αυτές τις περιπτώσεις, αν και υπάρχει αρκετό άζωτο στο έδαφος, το φυτό αδυνατεί να προσλάβει αρκετή ποσότητα, για να καλύψει τις ανάγκες του.Η περίσσεια αζώτου καθυστερεί την ωρίμανση των καρπών και την εμφάνιση του χαρακτηριστικού χρωματισμού των. Η παροχή αζώτου πρέπει να μειώνεται στα δένδρα, που κλαδεύονται αυστηρά και σε εκείνα που η παραγωγή τους καταστράφηκε από παγετό.

Η βυσσινιά φαίνεται να χρησιμοποιεί τις διάφορες μορφές αζώτου εξίσου καλά. Τα 3kg νιτρικού νατρίου, 1.5kg νιτρικής αμμωνίας, 1.1 kg ουρίας, ή 5kg μικτού λιπάσματος (10-10-10), όλα δίνουν περίπου 0.5kg ενεργού αζώτου. Κάθε μια από τις μορφές αυτές αζώτου είναι πολύ διαλυτή και εισέρχεται στο ριζικό σύστημα γρήγορα. Η ποσότητα του αζώτου, που θα δοθεί, θα πρέπει να προσδιοριστεί με βάση το μήκος της βλάστησης του προηγούμενου χρόνου και την παραγωγή. Γενικά μπορεί να ειπωθεί ότι θα πρέπει να παρέχονται κάθε χρόνο 25 έως 60kg ενεργού αζώτου κατά στρέμμα. Αν το μέσο μήκος της επάκριας βλάστησης είναι πάνω από 45cm η παροχή αζώτου πρέπει να περικοπεί ή να περιοριστεί για ένα χρόνο. Αν όμως η επάκρια βλάστηση είναι κοντή, κυρίως όταν η παραγωγή είναι μικρή, η παροχή αζώτου πρέπει να αυξηθεί. Η χρησιμοποίηση κοπριάς μπορεί μερικές φορές να προκαλέσει τροφοπενία ψευδάργυρου ή να επιδεινώσει τα συμπτώματα της. Η συνεχής χρησιμοποίηση ως λιπασμάτων του νιτρικού νατρίου και ασβεστίου σε αρδευόμενους κερασεώνες μπορεί να δημιουργήσει υπερβολική αλκαλικότητα. Οι αλκαλικές εναποθέσεις τείνουν να συγκεντρωθούν στην επιφάνεια του εδάφους, και μερικές φορές το περισκληρύνουν, καθώς εξατμίζεται το νερό. Με την αύξηση της αλκαλικότητας του εδάφους, η εισδοχή νερού στο έδαφος μειώνεται σημαντικά και η αύξηση της βλάστησης αναστέλλεται. Το υπερβολικό πότισμα μπορεί να μετριάσει κατά πολύ το πρόβλημα, με τη μεταφορά μέρους των αλκάλεων κάτω απ' το ριζικό σύστημα του δένδρου. Η χρησιμοποίηση, ως λιπάσματος, της θειικής αμμωνίας, θα βοηθήσει στη μείωση του pH του εδάφους και θα σταματήσει την περαιτέρω αύξηση της αλκαλικότητάς του.

Κάλιο: Τα πιο πολλά εδάφη παρέχουν αρκετή ποσότητα καλίου. Η ποσότητα, που πρέπει να προστίθεται θα πρέπει να αντιστοιχεί σ' εκείνη που απορροφάται κάθε χρόνο απ' τα δένδρα. Η έλλειψη καλίου προκαλεί στα φύλλα συστροφή προς την πάνω επιφάνεια και περιφερειακά κάψιμο. Η περίσσεια καλίου προκαλεί μαλάκωμα στη σάρκα των καρπών (μειώνει την περιεκτικότητα των αδιάλυτων στο νερό πηκτινικών ουσιών).

Φώσφορος: Τα πιο πολλά εδάφη, όπως και στο κάλιο, παρέχουν αρκετή ποσότητα φωσφόρου και η προστιθέμενη ποσότητα θα πρέπει να αντιστοιχεί σ' εκείνη που απορροφάται κάθε χρόνο απ' τα δένδρα. Η παροχή φωσφόρου στο έδαφος σε ποτιστικούς βυσσινεώνες αυξάνει την περιεκτικότητα του φωσφόρου στα φύλλα και τους καρπούς, αλλά δεν επηρεάζει την ωρίμαση ή τη διατήρηση της ποιότητας των καρπών. Ο ρόλος του φωσφόρου στη σύνθεση των πηκτινών και τη συνεκτικότητα της σάρκας των καρπών δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί πλήρως.[1]

Αραίωμα καρπών

Σχετικά με το αραίωμα των καρπών της βυσσινιάς υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Στη βυσσινιά θα πρέπει το ποσοστό των ανθέων που θα δέσουν καρπούς να είναι ψηλότερο απ' εκείνο των άλλων ειδών του γένους Prunus. Το αραίωμα των καρπών με το χέρι, αν και αποτελεσματικό, αποτελεί δαπανηρή εργασία και δε συνηθίζεται. Κάποιο είδος λεπτομερειακού κλαδέματος σ' ενήλικα δένδρα, βοηθάει στη μείωση του αριθμού των ανθοφόρων οφθαλμών και κατά συνέπεια σε μειωμένη καρπόδεση. Ακόμα και ο περιορισμός του χρόνου παραμονής των μελισσοκυψελών στον βυσσινεώνα κατά την κρίσιμη περίοδο της επικονίασης και γονιμοποίησης συμβάλλει σε μείωση της καρπόδεσης. Η τελευταία αυτή τεχνική δε συνιστάται για ποικιλίες, που έχουν μικρή τάση για καρποφορία. Η χρησιμοποίηση χημικοαραιωτικών ουσιών, σε πειραματικό επίπεδο, δεν έδωσαν σταθερά και ικανοποιητικά αποτελέσματα, γι’ αυτό και δε συνιστώνται. Η πιο αποδεκτή μέχρι σήμερα μέθοδος αραιώματος των καρπών της κερασιάς είναι το εκλεκτικό κλάδεμα κατά τη ληθαργική περίοδο του δένδρου.[1]

Κλάδεμα

Στη βυσσινοκαλλιέργεια τα πιο επικρατέστερα σχήματα μόρφωσης των δένδρων είναι το κυπελλοειδές και ο οπωροφόρος φράχτης.

Κυπελλοειδές: Η κόμη του δένδρου, που διαμορφώνεται σε ύψος 50-60cm από το έδαφος αποτελείται από 3-5 βραχίονες, που σχηματίζουν γωνία 50o έως 60o με τον κορμό, ελικοειδώς γύρω απ' αυτόν και κατά προτίμηση σ' απόσταση 10-15cm καθ' ύψος επί του κορμού. Κάθε βραχίονας φέρει συνήθως δυο καλά αναπτυγμένους σκελετικούς κλάδους, από τους οποίους ο πρώτος σχηματίζεται σ' απόσταση 40-50cm απ' τη βάση του και ο δεύτερος σ' απόσταση 60-80cm και αντίθετα ως προς τον πρώτο. Η διαμόρφωση του σχήματος των δένδρων πρέπει να συμπληρώνεται σ' όσο το δυνατό μεγαλύτρο χρονικό διάστημα και με ελαφρές επεμβάσεις, ιδιαίτερα με κορυφολογήματα βλαστών, κατά την ανάπτυξη τους, ή με συντμήσεις κλάδων κατά τη ληθαργική περίοδο.

Οπωροφόρος φράχτης: Το σχήμα αυτό μόρφωσης άρχισε να εφαρμόζεται κατά τα τελευταία χρόνια στην Αγγλία. Τα δενδρύλλια κατά τη φύτευση τους αφήνονται συνήθως ακλάδευτα, αλλά λαμβάνεται μέριμνα οι ισχυρότεροι των πλάγιων βλαστών να έχουν κατεύθυνση προς τη γραμμή φύτευσης των δένδρων. Κατ' αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η ελεύθερη διαμόρφωση του σκελετού της κόμης των δένδρων σε συντομότερο χρονικό διάστημα και με μικρότερο κόστος. Η απόσταση μεταξύ των υπερκείμενων κλάδων και ο αριθμός αυτών εξαρτάται από τη ζωηρότητα του δένδρου. Στην κερασιά ο αριθμός αυτός των κλάδων κυμαίνεται από τρεις έως πέντε. Το ύψος του οπωροφόρου φράχτη κατά την πλήρη ανάπτυξη των δένδρων ουδέποτε υπερβαίνει τα τέσσερα μέτρα. Κατά τις φάσεις διαμόρφωσης του σκελετού των δένδρων ο οδηγός και οι πλάγιοι κλάδοι δεν κλαδεύονται για να αναπτυχθεί το δένδρο ελεύθερα. Αν κάποιες επεμβάσεις κριθούν αναγκαίες, τότε αυτές θα πρέπει να συνίστανται σε κάμψεις κλάδων ή κορυφολογήματα βλαστών. Το σχήμα αυτό εφαρμόζεται σε δένδρα κερασιάς με υποκείμενο μικρής ζωηρότητας.

Αφού πραγματοποιηθεί το κλάδεμα μόρφωσης, ακολουθεί το κλάδεμα καρποφορίας. Τα νεαρά δένδρα της βυσσινιάς έχουν την τάση να αναπτύσσονται ορθόκλαδα και να σχηματίζουν κλάδους μακρούς, χωρίς πλάγια βλάστηση. Το χειμερινό κλάδεμα, κατά τα πρώτα χρόνια (μέχρι 10 χρόνων), πρέπει να συνίσταται σε σύντμηση κλάδων, που θα αποσκοπεί στο σχηματισμό πλάγιας βλάστησης και σε αφαίρεση συνωστισμένων κλάδων στο εσωτερικό της κόμης. Όταν τα δένδρα μεγαλώσουν και σχηματίσουν καρποφόρα λογχοειδή, χρειάζονται ελαφρό κλάδεμα, που συνίσταται σε αφαίρεση συμπλεκόμενων κλάδων και σε αραίωση συνωστισμένων και ζωηρών ορθόκλαδων βλαστών. Το κλάδεμα καρποφορίας θα πρέπει να αποσκοπεί και στη διατήρηση του σχήματος των δένδρων, στην διατήρηση της λογχοειδούς βλάστησης σε καλή κατάσταση από πλευράς υγείας και ζωηρότητας, στην έκθεση του εσωτερικού μέρους της κόμης σε άφθονο φως και επαρκή αερισμό, στην εξασφάλιση μιας ικανοποιητικής παραγωγής κι στη δημιουργία επαρκούς νέας καρποφόρας βλάστησης.[2]

Ωρίμανση

Για τον καθορισμό του κατάλληλου βαθμού ωριμότητας των καρπών κατά τη συγκομιδή, χρησιμοποιούνται τα ακόλουθα κριτήρια ωριμότητας:

Χρώμα καρπών: Οι αλλαγές του χρώματος των καρπών συνδέονται στενά με την ωριμότητα. Στις βαθύχρωμες ποικιλίες το χρώμα από ανοικτοκόκκινο γίνεται καφεκόκκινο και τελικά βαθυκόκκινο (έντονα ερυθρομέλανο) κατά την ωρίμαση. Το χρώμα, που αναπτύσσεται δε σχετίζεται με το ηλιακό φως. Οι καρποί του εσωτερικού μέρους της κόμης λαμβάνουν το ίδιο χρώμα μ' εκείνους του εξωτερικού μέρους της, που είναι εκτεθειμένοι στον ήλιο. Συνιστάται οι καρποί, που προορίζονται να μεταφερθούν σε μάκρυνες αποστάσεις να συγκομίζονται κατά το στάδιο του καφεκόκκινου χρωματισμού. Στις ανοικτόχρωμες ποικιλίες, όπως είναι τμήμα μόνον της επιφανείας τους αποκτά κόκκινο επίχρωμα και το βασικό χρώμα παραμένει εμφανές στο υπόλοιπο μέρος της επιφανείας τους. Κατά την ωρίμαση, το βασικό χρώμα μεταβάλλεται προοδευτικά από πράσινο σε ανοιχτό κίτρινο και τελικά σε χρυσοκίτρινο. Η ένταση του επιχρώματος των ποικιλιών αυτών φαίνεται να επηρεάζεται απ' το ηλιακό φως.

Διαλυτά στερεά: Η περιεκτικότητα των διαλυτών στερεών του χυμού των καρπών θεωρείται σαν ένας μέτριος δείκτης ωριμότητας. Στις ΗΠΑ το χρώμα αποτελεί τον πιο αξιόπιστο δείκτη ωριμότητας, γιατί η περιεκτικότητα των διαλυτών στερεών ποικίλλει από χρόνο σε χρόνο, από περιοχή σε περιοχή και ανάλογα με το φορτίο παραγωγής. Τα διαλυτά στερεά προσδιορίζονται εύκολα μ' ένα διαθλασίμετρο χειρός. Η ποιότητα των κερασιών δε βελτιώνεται μετά τη συγκομιδή, ούτε η περιεκτικότητα των σακχάρων αυξάνει. Η περιεκτικότητα % των διαλυτών στερεών, για να θεωρηθεί ο καρπός καλής ποιότητας, δεν είναι η ίδια για όλες τις ποικιλίες.

Συνεκτικότητα σάρκας: Η μέτρηση του βαθμού μαλακώματος της σάρκας των καρπών καθώς πλησιάζει η ωρίμαση, με ειδικό πιεσίμετρο, έδειξε ότι είναι τόσο βραδύς, που τελικά δεν αποτελεί πρακτικό τρόπο μέτρησης της ωριμότητας.

Αριθμός ημερών από την πλήρη άνθηση (καρπική περίοδος): Ο αριθμός ημερών απ' την πλήρη άνθηση μέχρι την κανονική (optimum) ωρίμαση ποικίλλει πάρα πολύ από χρόνο σε χρόνο και γι’ αυτό δεν αποτελεί αξιόπιστο κριτήριο ωριμότητας των καρπών. Το μήκος της καρπικής περιόδου επηρεάζεται βασικά απ' τη θερμοκρασία, τον όγκο της παραγωγής και την αζωτούχο λίπανση. Η ωρίμαση των καρπών της κερασιάς μπορεί να επισπεφθεί κατά 4-5 μέρες με ψεκασμό με Alar 85, σε συγκέντρωση 500-2000 ppm, δυο βδομάδες μετά την πλήρη άνθηση ή να καθυστερήσει αρκετές μέρες με ψεκασμό με γιββερελλικό οξύ, σε συγκέντρωση 10ppm τρεις βδομάδες, πριν από τη συγκομιδή. Το Alar όμως είχε και δυσμενή επίδραση στην κερασιά, όπως ελαφρά πρωίμιση της άνθησης, μείωση της ανθεκτικότητας των οφθαλμών στο ψύχος, αυξημένη καρπόπτωση και μείωση της ποιότητας των καρπών, γι’ αυτό δε συνιστάται η χρησιμοποίηση του. Επιφυλακτικοί θα πρέπει να είμαστε και στη χρησιμοποίηση του γιββερελλικού οξέως, γιατί φαίνεται να επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των καρπών.[1]

Συγκομιδή

Τα βύσσινα, που προορίζονται για νωπή κατανάλωση, συγκομίζονται κατά κανόνα με το χέρι, μαζί με τον ποδίσκο, συνήθως σε 1-2 χέρια. Κατά τη συλλογή οι ποδίσκοι πιάνονται κοντά στη βάση τους με τον αντίχειρα και το δείκτη του χεριού και στρέφονται αντίθετα προς τα λογχοειδή. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στο να μη προκληθεί ζημιά στους ποδίσκους και στα καρποφόρα λογχοειδή. Αν οι ποδίσκοι δε ζημιωθούν κατά τη συλλογή ζαρώνουν σε βαθμό που εξαρτάται από τη θερμοκρασία και υγρασία, αλλά δε καφετιάζουν. Αν όμως οι ποδίσκοι ζημιωθούν, καφετιάζουν γρήγορα, λόγω ενζυμικής δράσης. Τα βύσσινα όμως, που προορίζονται για μεταποίηση, συγκομίζονται μηχανικά. Μ' αυτή όμως την τεχνική ο καρπός αποσπάται απ' τον ποδίσκο και υφίσταται μηχανικούς τραυματισμούς, που τον καθιστούν ευάλωτο στη σήψη. Γι’ αυτό τα βύσσινα αυτά πρέπει μέχρι να μεταφερθούν στο εργοστάσιο για μεταποίηση, να προψυχθούν με υδρόψυξη (ρίχνονται σε δεξαμενή με νερό θερμοκρασίας περίπου 10oC). Σε πειραματικό επίπεδο, το alar επισπεύδει την ανάπτυξη του χρώματος, χωρίς η σάρκα να χάνει τη συνεκτικότητα της και συντελεί σε ταυτόχρονη ωρίμανση των καρπών, το δε ethephon προάγει την αποκοπή των καρπών (ο καρπός αποσπάται εύκολα με δόνηση) και συνεπώς μειώνει και το ποσοστό των μωλωπισμένων καρπών, λόγω απαιτούμενης μικρότερης δόνησης. Το ethephon συνήθως χρησιμοποιείται σε συγκέντρωση 500ppm για τη βυσσινιά, 1-2 βδομάδες, πριν από τη συγκομιδή. Η χρησιμοποίηση τους συνιστάται με μεγάλη επιφύλαξη ακόμα και στις ΗΠΑ.

Τα βύσσινα πρέπει να συλλέγονται αν είναι δυνατόν, κατά το πιο δροσερό τμήμα της μέρας. Όταν ο καιρός είναι ζεστός, η διαπνοή των φύλλων των δένδρων είναι έντονη. Κατά τα ζεστά τμήματα της μέρας (συνήθως μετά το μεσημέρι) ο καρπός ενδέχεται να παρουσιάζει έλλειψη νερού, που κατά τη συντήρηση ή τη διάθεση εκδηλώνει έντονα συμπτώματα υποβαθμισμένης ποιότητας. Για να διατηρηθεί η σπαργή των καρπών και να μειωθεί η φθορά τους, το έδαφος του οπωρώνα πρέπει να διατηρείται υγρό κατά την περίοδο της συγκομιδής. Πρέπει να τονιστεί ότι η συρρίκνωση ή ξήρανση του ποδίσκου του καρπού προκαλεί αφυδάτωση στον καρπό, που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της ποιότητας και γεύσης των καρπών και την αύξηση της φθοράς.

Τα βύσσινα αμέσως μετά τη συλλογή τους πρέπει να διατηρούνται σε σκιερό μέρος και να σκεπάζονται με βρεγμένο καραβόπανο. Η χρησιμοποίηση φύλλου πολυαιθυλενίου από μόνο του δεν ενδείκνυται, αλλά χρειάζεται πρόσθετο κάλυμμα για σκίαση. Η έκθεση στον ήλιο ή στον άνεμο αυξάνει τη διαπνοή των καρπών και σμικρύνει το χρόνο διατηρήσεως τους. Οι καρποί συνιστάται να μεταφέρονται το ταχύτερο δυνατό στους αποθηκευτικούς χώρους διαλογής και συντήρησης σε φορτηγά με σύστημα ψύξης και υγρασίας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι προστατευόμενοι καρποί με κατάλληλα υλικά έχασαν 0.4-1.0% του βάρους τους, λόγω διαπνοής, ενώ οι μη προστατευόμενοι 1.8-2.1% του βάρους τους κατά την ίδια χρονική περίοδο. Τα ποσοστά όμως αυτά πρέπει να ποικίλλουν ανάλογα με τις κλιματικές συνθήκες, τη διάρκεια παραμονής τους στον οπωρώνα, το χρόνο μεταφοράς και τη διάρκεια αποθήκευσης, πριν από τη συσκευασία.[1]

Σχετικές σελίδες


Βιβλιογραφία

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Ειδική δενδροκομία Τόμος II "Ακρόδρυα-Πυρηνόκαρπα-Λοιπά καρποφόρα", Ποντίκη Κων/νου, Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
  2. Καλλιέργεια κερασιάς, ΕΘΙΑΓΕ - Ινστιτούτο φυλλοβόλων δέντρων, Νάουσα 2011