Μυκητολογικές ασθένειες πυρηνόκαρπων

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μονίλια

Προσβολή ροδακίνου από Μονίλια
Προσβολή βερύκοκκου από Μονίλια
Προσβολή δαμάσκηνου από Μονίλια
Προσβολή κερασιών από Μονίλια

Η μονίλια είναι ασκομύκητας και είναι ιδιαίτερα επιίνδυνη ασθένεια για τα πυρηνόκαρπα και συγκεκριμένα για την κερασιά, βυσσινιά, ροδακινιά, βερυκοκκιά, δαμασκηνιά. Λόγω συνεχόμενων βροχοπτώσεων τον Απρίλιο και αργότερα τον Μάϊο προκαλούνται σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες και παρατηρούνται αρχικά προσβεβλημένα άνθη, τα οποία και καταστρέφονται αργότερα. Πάνω στα δένδρο παρατηρείται μερική ακαρπία, ωστόσο είναι δύσκολο να τα ξεράνει ολόκληρα. Προκαλεί πάντως μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή. Αναπτύσσεται πολύ γρήγορα σε θερμοκρασίες άνω των 10oC και υψηλή σχετική υγρασία. Τα κονίδια μπορούν να διασπείρονται με τον αέρα ή την βροχή και προσβάλλουν πολλά δένδρα σε ένα κτήμα.

Τα φαινολογικά στάδια που εμφανίζουν ευαισθησία τα πυρηνόκαρπα στην ασθένεια αυτή είναι η άνθηση, η ωρίμανση καρπών και μετασυλλεκτικά. Τα συμπτώματα της μονίλιας στα πυρηνόκαρπα είναι σαφή και ξεχωρίζονται εύκολα. Η είσοδος του παθογόνου, γίνεται κυρίως από τα άνθη ή τις ουλές στο φυτό. Ενώ οι καρποί μπορούν να προσβληθούν από μικρό εκδορές. Είναι σαφές ότι οι προσβολές από τον μύκητα αυτόν είναι ένα πολυδύναμο φαινόμενο και δεν καταπολεμούνται με απλούς ψεκασμούς.

Σε κτήματα που έχουν κατά το παρελθόν παρουσιαστεί προβλήματα προσβολών από μονίλια, κατά τη διάρκεια του χειμώνα πρέπει να κλαδεύονται ιδίως σε ημέρες με χαμηλή σχετική υγρασία. Όσοι βλαστοί παρουσιάζουν μεταχρωματισμούς, δηλαδή το χρώμα τους τείνει προς το μαύρο, δεν έχουν κανονική υφή αλλά είναι ζαρωμένοι, έχουν ακόμα ξερά άνθη καφέ χρώματος, ή μουμιοποιημένους καρπούς πρέπει να αφαιρούνται από το κτήμα. όχι μόνο από το δένδρο. Τα εργαλεία του κλαδέματος καλό θα είναι να αποστειρώνονται με οινόπνευμα. Μετά το κλάδεμα, πρέπει να γίνεται εφαρμογή ειδικών χειμερινών σκευασμάτων (π.χ βορδιγάλειος πολτός), με καλό λούσιμο των βλαστών με σκοπό την κάλυψη των ουλών. Κατά την περίοδο της άνθησης, ο αριθμός των ψεκασμών θα εξαρτηθεί από τις καιρικές συνθήκες, αν επικρατούν συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας, τότε πρέπει να γίνουν έως και 4 εφαρμογές μυκητοκτόνων. Πριν τη ρόδινη κορυφή, στο 20% των ανοιγμένων άνθεων, στην πλήρη άνθιση και τέλος στη πτώση πετάλων. Αν υπάρξουν προσβεβλημένα άνθη, τότε αυτοί οι βλαστοί πρέπει να αφαιρεθούν. Στην χρονική περίοδο που μεσολαβεί μέχρι την ωρίμανση, τα περισσότερα δένδρα είναι ανθεκτικά στις προσβολές, εκτός αν μεσολαβήσουν πολλές βροχές και συνοδευτούν με χαλάζι. Σε αυτή την περίπτωση η χορήγηση χλωριούχου ασβεστίου για άμυνα ενάντια στην μονίλια κρίνεται αναγκαία. Στη ροδακινιά, ενδείκνυται και θερινό κλάδεμα, αφαιρώντας τους λαίμαργους βλαστούς και βελτιώνοντας τον αερισμό του φυτού. Αν 2 εβδομάδες πριν την ωρίμανση, επικρατούν συνθήκες υψηλής υγρασίας, τότε είναι απαραίτητο να γίνει κάποιος προληπτικός ψεκασμός με κάποιο μυκητοκτόνο. Τέλος, η χρήση ανθεκτικών ποικιλίων στην μονίλια, αποτελεί μία επιπρόσθετη ενεργεία που φέρνει θετικά αποτελέσματα.










Εξωασκοί

Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από Taphrina deformans
Προσβολή καρπού ροδακινιάς από Taphrina deformans
Προσβολή καρπού δαμασκηνιάς από Taphrina pruni

Είναι οι ασθένειες που προκαλούνται από διάφορα είδη του γένους Taphrina. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η έντονη φυλλόπτωση, η εξασθένιση των δένδρων και η μειωμένη και υποβαθμισμένη παραγωγή. Είναι γνωστές ως «καρούλιασμα φύλλου». Στη χώρα μας συχνότερος και σοβαρότερος είναι ο εξώασκος της ροδακινιάς.

Στη ροδακινιά, τα συμπτώματα των φύλλων είναι περισσότερο εμφανή νωρίς την άνοιξη. Τα προσβεβλημένα φύλλα παρουσιάζουν ανώμαλη πάχυνση του ελάσματος (τοπική ή ολική) λόγω υπερπλασίας των παρεγχυματικών ιστών, κατσάρωμα και παραμόρφωση. Έχουν χρώμα υπέρυθρο ή κατσαρό και αργότερα γίνονται ερυθροκίτρινα ή κιτρινότερφα. Μετά από έντονη φυλλόπτωση το δέντρο σχηματίζει συνήθως υγιές φύλλωμα. Η δημιουργία της νέας βλάστησης οδηγεί σε εξασθένηση των δέντρων και σοβαρή καρπόπτωση. Κατσάρωμα και παραμόρφωση των φύλλων προκαλείται επίσης από προσβολή αφίδων. Όμως η προσβολή αφίδων διαφέρει απ’ τον εξώασκο γιατί το έλασμα δεν παχύνεται και ανάμεσα στις πτυχώσεις του ελάσματος παρατηρούνται τα έντομα και οι εκδύσεις τους. Ακόμη αλλά σπανιότερα προσβάλλονται τα άνθη, οι νεαροί καρποί και οι τρυφεροί βλαστοί.

Στη δαμασκηνιά ο εξώασκος (Taphrina pruni) προκαλεί χαρακτηριστική παραμόρφωση των καρπών. Το σχήμα τους είναι ιδιαίτερα επίμηκες, ανώμαλα πεπλατυσμένο και έχουν μέγεθος πολύ μεγαλύτερο του κανονικού. Οι καρποί εσωτερικά αποτελούνται από παχειά σπογγώδη σάρκα, στο κέντρο τους παρουσιάζουν κοιλότητα λόγω πηρώσεως του πυρήνα, παραμένουν πράσινοι και δεν ωριμάζουν.

Οι εξώασκοι οφείλονται σε διάφορα είδη ασκομυκήτων του γένους Taphrina. O Taphrina deformans προσβάλλει τη ροδακινιά. Ο εξώασκος της ροδακινιάς αναπτύσσεται κάτω από την εφυμενίδα, στους μεσοκυττάριους χώρους των επιδερμικών κυττάρων και του παρεγχύματος και προκαλεί υπερπλασία και υπερτροφία των κυττάρων με αποτέλεσμα το σχηματισμό των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της προσβολής. Το μυκήλιο που αναπτύσσεται κάτω απ’την εφυμενίδα παράγει ελεύθερους και παράλληλους μεταξύ τους ασκούς οι οποίοι μετά από πίεση διαρρηγνύουν την εφυμενίδα και εμφανίζονται στην επιφάνεια του ελάσματος το οποίο αποκτά τεφρή αλευρώδη ή βελούδινη εμφάνιση. Οι ασκοί είναι ροπαλοειδείς με πεπλατυσμένη κορυφή και διαστάσεις 25-50*8-11μm. Κάθε ασκός περιέχει 4-8 ασκοσπόρια.

Ο μύκητας διαχειμάζει κυρίως με τα βλαστοσπόρια. Είναι πολύ ανθεκτικά στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και μπορεί να επιβιώσουν περισσότερο από δύο χρόνια. Τα βλαστοσπόρια αποτελούν κυρίως τα μολύσματα της επόμενης άνοιξης. Με υγρό και βροχερό καιρό την άνοιξη τα βλαστοσπόρια μεταφέρονται στις ευπαθείς επιφάνειες των εκπτυσσόμενων φύλλων ή άλλων τρυφερών οργάνων βλαστάνουν και τις μολύνουν. Η είσοδος του παθογόνου γίνεται με απευθείας διάτρηση της εφυμενίδας ή από τα στόματα. Οι μολύνσεις γίνονται κυρίως κατά τη διάρκεια της βραχείας περιόδου μετά την έκπτυξη των οφθαλμών και κυρίως προ της διαφοροποιήσεως των ιστών της νέας βλάστησης. Πάντως η νέα βλάστηση που σχηματίζεται μετά από έντονη φυλλόπτωση λόγω της προσβολής παραμένει υγιής και δε μολύνεται. Έτσι το παθογόνο έχει συνήθως μία ή σπανιότερα δύο γενιές το έτος. Η ασθένεια ευνοείται από τις χαμηλές θερμοκρασίες και την υψηλή σχετική υγρασία κατά τη διάρκεια της ευπάθειας των ιστών. Ο μύκητας μολύνει ευχερώς τους ιστούς σε θερμοκρασίες 10-20oC αλλά με δυσκολία σε θερμοκρασίες μικρότερες των 70oC.

Η αντιμετώπιση του εξώασκου της ροδακινιάς βασίζεται στην εκτέλεση ενός μόνο ψεκασμού για την καταστροφή των μολυσμάτων κατά τη διάρκεια του λήθαργου των δέντρων. Ο ψεκασμός αυτός μπορεί να γίνει, το φθινόπωρο μετά την πτώση των φύλλων και μέχρι το φούσκωμα των οφθαλμών, με βορδιγάλιο πολτό ή με οξυχλωριούχο χαλκό ή άλλα χαλκούχα. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ. Μετά την είσοδο του παθογόνου στους ιστούς η καταπολέμηση της ασθένειας δεν είναι δυνατή.

Συνιστάται η αφαίρεση και το κάψιμο των προσβεβλημένων βλαστών σε όλη τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Σε περιπτώσεις σοβαρής προσβολής απ’τον εξώασκο συνιστάται ενίσχυση των δέντρων με εφαρμογή αζωτούχου λίπανσης, μείωση των συνεπειών της ξηρασίας με περιοδικές αρδεύσεις και με αραίωση των καρπών ανάλογα με το φύλλωμα των φυτών. Τα παραπάνω μέτρα εφαρμόζονται και εναντίον του T. pruni.






Κορύνεο

Προσβολή καρπού ροδακινιάς από Coryneum blight
Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από Coryneum blight
Προσβολή καρπού βερυκοκκιάς από Coryneum blight
Προσβολή φύλλου βερυκοκκιάς από Coryneum blight
Προσβολή καρπού κερασιάς από Coryneum blight
Προσβολή φύλλου κερασιάς από Coryneum blight
Προσβολή καρπού δαμασκηνιάς από Coryneum blight
Προσβολή φύλλου δαμασκηνιάς από Coryneum blight


Ασθένεια όλων των πυρηνόκαρπων πολύ διαδεδομένη στη χώρα μας, που προσβάλλει συνήθως τη ροδακινια, βερυκοκκιά, κερασιά και δαμασκηνιά. Η ασθένεια είναι συχνά πολύ σοβαρή για τη ροδακινιά γιατί προσβάλλει τους βλαστούς και προκαλεί ξηράνσεις κλαδίσκων ενώ μπορεί να προκαλέσει ξηράνσεις μεγαλύτερων κλάδων ή δένδρων. Γνωστή με τα ονόματα coryneum blight, shot-hole, gym spot.

Η ασθένεια προσβάλλει τους βλαστούς, τους οφθαλμούς, τα άνθη, τα φύλλα και τους καρπούς. Ο μύκητας εγκαθίσταται στους επιφανειακούς ιστούς των οργάνων και προκαλεί νεκρωτικές κηλιδώσεις, μικρά έλκη στους βλαστούς και νεκρώσεις οφθαλμών. Τα πλέον συχνά και χαρακτηριστικά συμπτώματα εμφανίζονται στο έλασμα των τρυφερών φύλλων και την επιφάνεια των νεαρών καρπών.

Τα φαινολογικά στάδια που εμφανίζει ευαισθησία η καλλιέργεια των πυρηνοκάρπων είναι η πτώση των πετάλων μέχρι την άνοδο των θερμοκρασιών πάνω από 27οC το καλοκαίρι.

Στα φύλλα εμφανίζονται αρχικά κυκλικές ερυθροκαστανές κηλίδες διαμέτρου 2-3 mm οι οποίες στη συνέχεια γίνονται καστανές, αποξηραίνονται στο κέντρο και περιβάλλονται από ερυθροϊώδη περιφέρεια. Οι νεκρούμενοι ιστοί αποχωρίζονται από το υγιές μέρος του ελάσματος και πέφτουν οπότε σχηματίζονται οπές. Το σύμπτωμα αυτό ονομάζεται «τρύπες από σκάγια». Πολλές φορές σχηματίζονται πολυάριθμες κηλίδες στο έλασμα ή αυξάνονται πολύ σε μέγεθος και ενώνονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα τη νέκρωση μεγάλων περιοχών του ελάσματος οι οποίες μετά την πτώση τους κάνουν το φύλλο να μοιάζει με «σχισμένο». Φύλλα έντονα προσβεβλημένα πέφτουν πρόωρα. Παρόμοιες κηλιδώσεις επί των φύλλων και «τρύπες από σκάγια» προκαλούνται στα πυρηνόκαρπα και από διάφορες άλλες παρασιτικές ή μη παρασητικές προσβολές.

Στους καρπούς σχηματίζονται κηλίδες παρόμοιες με εκείνες των φύλλων. Οι κηλίδες συχνά είναι βυθισμένες. Πολλές φορές επί των κηλίδων εμφανίζεται έκκριση κόμμεος. Στους βλαστούς σχηματίζονται αρχικά μικρές ερυθροκαστανές ελλειψοειδείς κηλίδες οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν, βυθίζονται και εξελίσσονται σε μικρά έλκη. Επί των ελκών εμφανίζεται συχνά έκκριση κόμμεος. Την ασθένεια προκαλεί ο μύκητας Wilsonomyces carpophilus. Οι καρποφορίες του μύκητα είναι τα σποριοδόχεια τα οποία σχηματίζονται, κάτω από την εφυμενίδα ή τον εξωτερικό φλοιό, στους προσβεβλημένους ιστούς του δέντρου. Ο μύκητας διαχειμάζει σαν μυκήλιο ή κονίδια στα έλκη των βλαστών και στους οφθαλμούς. Τα κονίδια παράγονται σε όλη τη βλαστική περίοδο, δηλαδή από την άνθηση των δέντρων μέχρι το φθινόπωρο. Ο χρόνος επώασης της ασθένειας κυμαίνεται από 3-15 μέρες ανάλογα με τη θερμοκρασία και τα προσβαλλόμενα φυτικά μέρη. Οι κηλίδες στα φύλλα εμφανίζονται μέσα σε 5 ημέρες από τη μόλυνση σε θερμοκρασία 200oC.

Για την καταπολέμηση συνιστάται το παρακάτω πρόγραμμα ψεκασμών:

  1. Το φθινόπωρο και κατά την πτώση των φύλλων με βορδιγάλιο πολτό ή οξυχλωριούχο χαλκό.
  2. Κατά την περίοδο της χειμερίας νάρκης, λίγο προ της ενάρξεως διογκώσεως των οφθαλμών, με τα ίδια φάρμακα.
  3. Κατά την πτώση των πετάλων. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.
  4. 20 ημέρες από τον προηγούμενο, με τα ίδια φάρμακα. Επιπλέον συνιστάται η αφαίρεση και το κάψιμο των προσβεβλημένων κλαδίσκων. Οι ποικιλίες ροδακινιάς Lovell και Muir αναφέρονται ότι είναι ανθεκτικές στο Κορύνεο.









Ωΐδιο

Προσβολή καρπού ροδακινιάς από Sphaerotheca pannosa
Προσβολή φύλλων ροδακινιάς από Sphaerotheca pannosa
Προσβολή καρπών βερυκοκκιάς από Podosphaera tridactyla
Προσβολή καρπού δαμασκηνιάς από Podosphaera tridactyla

Τα πυρηνόκαρπα προσβάλλονται από διάφορα είδη ωΐδίων που έχουν παγκόσμια εξάπλωση. Στη χώρα μας, προβλήματα από προσβολή ωΐδίων εμφανίζονται κυρίως στη ροδακινιά και βερυκοκκιά. Με ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της ασθένειας προκαλείται καχεκτική ανάπτυξη των δέντρων και μειωμένη παραγωγή. Οι καρποί λόγω μικρού μεγέθους και κακής εμφανίσεως είναι υποβαθμισμένης ποιότητας. Σοβαρές είναι οι προσβολές των δενδρυλλίων στα φυτώρια.

Το φαινολογικό στάδιο που εμφανίζει ευαισθησία η καλλιέργεια των πυρηνοκάρπων στον μύκητα είναι η πτώση των πετάλων μέχρι την άνοδο των θερμοκρασιών πάνω από 30oC το καλοκαίρι (συνήθως σε όλη την καλλιεργητική περίοδο.)

Η ασθένεια προσβάλλει τα φύλλα, τους τρυφερούς βλαστούς, τα άνθη, τους οφθαλμούς και τους καρπούς. Τα προσβαλλόμενα μέρη εμφανίζουν διάφορους βαθμούς χλωρώσεως των ιστών οι οποίοι σε προχωρημένα στάδια της ασθένειας νεκρώνονται. Χαρακτηριστικό των ωιδίων είναι ότι όλα τα προσβαλλόμενα όργανα εμφανίζουν, επιφανειακά, ένα τεφρόλευκο αλευρώδες επίχρισμα Τα νεαρά αναπτυσσόμενα φύλλα παρουσιάζουν κατσάρωμα και παραμόρφωση, λόγω της νεκρώσεως των επιδερμικών κυττάρων στις προσβεβλημένες θέσεις. Καχεκτική ανάπτυξη, κάμψη της κορυφής και ενίοτε ξηράνσεις εμφανίζουν και οι τρυφεροί βλαστοί του δέντρου.

Επίσης οι οφθαλμοί που προσβάλλονται προ της εκπτύξεώς τους είτε δεν εκπτύσσονται ή εκπτύσσονται βραδέως και παράγουν λόγω της αμέσου προσβολής τους από το παθογόνο, καχεκτική βλάστηση ή μεταχρωματισμένες ταξιανθίες που τελικά ξεραίνονται και πέφτουν.Στους καρπούς σχηματίζονται υπόλευκες κυκλικές κηλίδες οι οποίες είναι δυνατόν να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος ή ολόκληρη την επιφάνειά τους.

Το ωΐδιο της ροδακινιάς οφείλεται στο μύκητα Sphaerotheca pannosa με ατελή μορφή το Oidium leucoconium. O μύκητας διαχειμάζει σαν μυκήλιο στους οφθαλμούς και σε ήπιους χειμώνες στους βλαστούς και κλαδίσκους της ροδακινιάς. Οι βλαστοί που εκπτύσσονται από μολυσμένους οφθαλμούς την άνοιξη καλύπτονται απ’ το μύκητα και τους κονιδιοφόρους του. Τα σχηματιζόμενα κονίδια αποτελούν κυρίως τα μολύσματα για τις μολύνσεις των τρυφερών οργάνων. Τα κονίδια είναι ξηροσπόρια και μεταφέρονται με τον άνεμο. Έχουν άριστη θερμοκρασία βλαστήσεως που κυμαίνεται από 21-27oC. Τα κονίδια δε βλαστάνουν σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 36oC. Η ασθένεια ευνοείται από ξηρό καιρό και μεγάλη ηλιοφάνεια και είναι ιδιαίτερα σοβαρή στα νεαρά δένδρα, τις όψιμες ποικιλίες και τις ποικιλίες νεκταρινιάς. Οι ιστοί του δέντρου γίνονται ανθεκτικοί στις μολύνσεις καθώς ωριμάζουν.

Το ωΐδιο της βερυκοκκιάς οφείλεται στον μύκητα Podosphaera tridactyla. Ο μύκητας αυτός μπορεί να προσβάλλει και τους καρπούς της δαμασκηνιά. Το παθογόνο διαχειμάζει σαν μυκήλιο επί των φύλλων της βερικοκιάς που παραμένουν στο δέντρο το χειμώνα ενώ στις περιοχές που λόγω πολύ χαμηλών θερμοκρασιών πέφτουν όλα τα φύλλα, η διαχείμαση του παθογόνου γίνεται με τα κλειστοθήκια. Στα βερύκοκκα στο εσωτερικό τους μέρος σχηματίζονται λευκά χνούδια (σαν πούδρα), γεγονός που προσδίδει την προσβολή τους από το ωΐδιο.

Συνιστώνται τρεις ψεκασμοί των δέντρων στα ακόλουθα στάδια βλαστήσεως: α) κατά την πτώση των πετάλων, β) απόσπαση του κάλυκα (10-15 ημέρες από τον προηγούμενο) και γ) περίπου 20 μέρες από τον προηγούμενο. Σε περιοχές που η ασθένεια , ιδίως στη ροδακινιά, αποτελεί σοβαρό πρόβλημα οι ψεκασμοί συνεχίζονται ανά 10-15 ημέρες μέχρι πέρατος της ανάπτυξης των βλαστών. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.








Αδρομυκώσεις

Προσβολή ροδακινιάς από Verticillium
Προσβολή βερυκοκκιάς από Verticillium
Προσβολή δαμασκηνιάς από Verticillium
Προσβολή κερασιάς από Verticillium

Οι αδρομυκώσεις οφείλονται σε προσβολή των αγγειωδών ιστών από μύκητες. Τα ασθενή φυτά εκδηλώνουν σε μερικούς βλαστούς ή σ’ολόκληρο το φύλλωμα συμπτώματα μαρασμού και κακής διατροφής που τελικά καταλήγουν στην αποξήρανση κλάδων ή ολόκληρου του φυτού. Σοβαρότερες είναι οι ασθένειες που οφείλονται σε μύκητες των γενών Fusarium και Verticillium. Οι αδρομυκώσεις των πυρηνόκαρπων οφείλονται αποκλειστικά σε μύκητες του γένους Verticillium. Τα πυρηνόκαρπα που προσβάλλονται συχνότερα και σοβαρότερα από τις βερτισιλλιώσεις είναι η βερυκοκκιά, ροδακινιά, κερασιά και δαμασκηνιά.

Στα πυρηνόκαρπα τα πρώτα συμπτώματα της προσβολής είναι μαρασμός μερικών κλάδων ή βραχιόνων και χλώρωση των φύλλων που εμφανίζονται συνήθως στις αρχές του καλοκαιριού και ακολουθούνται από καστανόχρωση, καρούλιασμα και φυλλόπτωση και τελικά την αποξήρανση των προσβεβλημένων κλάδων. Είναι χαρακτηριστικό των αδρομυκώσεων ότι τα συμπτώματα παρουσιάζονται στη μία πλευρά των προσβεβλημένων οργάνων ενώ στην άλλη δεν παρατηρούνται συμπτώματα. Στα αγγεία του ενεργού ξύλου των προσβεβλημένων κλάδων ή βραχιόνων παρατηρείται έντονος καστανός μεταχρωματισμός.

Το παθογόνο διατηρείται στο έδαφος και επιβιώνει για πάρα πολλά χρόνια. Επιβιώνει κυρίως με τα μικροσκληρώτια αλλά και σαν μυκήλιο και κονίδια στα προσβεβλημένα υπολείμματα της καλλιέργειας. Ένας άλλος τρόπος διαιωνίσεως του παθογόνου και αυξήσεως των μολυσμάτων του στο έδαφος είναι τα διάφορα ζιζάνια ξενιστές του.

Η τοπική διασπορά των μολυσμάτων γίνεται με το νερό, τα υπολείμματα της καλλιέργειας, τα ζιζάνια και με το έδαφος που μεταφέρεται με τα εργαλεία και μηχανήματα κατεργασίας του εδάφους. Το νερό του ποτίσματος αποτελεί πολύ σοβαρό παράγοντα διασποράς των μολυσμάτων του μύκητα σε αμόλυντα δενδροκομεία όταν έχει περάσει από ασθενή λαχονοκομικά φυτά σε μολυσμένο έδαφος. Οι μολύνσεις των φυτών γίνονται κυρίως από τις ρίζες με απ’ευθείας είσοδο του παθογόνου. Η είσοδος του παθογόνου διευκολύνεται ιδιαίτερα από πληγές που προκαλούνται στις ρίζες από νηματώδεις ή έντομα. Η βερτισιλλίωση είναι μια τυπικά εδαφογενής ασθένεια. Μετά την είσοδό του στις ρίζες ο μύκητας προχωρεί και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου.

Η ανάπτυξη και η ένταση της ασθένειας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως είναι, η επιβίωση του μολύσματος, η πυκνότητα του μολύσματος, η φυλή του παθογόνου, η ποικιλία του φυτού, το έδαφος, η θερμοκρασία του εδάφους και αέρα, τα ζιζάνια, οι βροχοπτώσεις και αρδεύσεις, η συγκαλλιέργεια και οι καλλιεργητικές επεμβάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται αυτόματη θεραπεία προσβεβλημένων δέντρων. Η αιτία αυτού του φαινομένου πιθανότατα οφείλεται στο θάνατο του παθογόνου λόγω επιδράσεως εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων ή στον εγκλωβισμό του μύκητα στο παλαιό ξύλο όταν σχηματίζονται οι νέες αγγειώδεις δεσμίδες από το φυτό.

Δεν υπάρχει χημική θεραπεία της βερτισιλλιώσεως. Η αντιμετώπισή της βασίζεται στη χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού σε αμόλυντο έδαφος, χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών ή υποκειμένων και στην αποφυγή εγκαταστάσεως των δενδροκομείων σε εδάφη που καλλιεργήθηκαν για μακρό χρόνο με ευπαθή ετήσια φυτά. Ενθαρρυντικά αποτελέσματα έχει δώσει και η λίπανση του εδάφους με ηλιακή θερμότητα (κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους με διαφανή φύλλα πολυαιθυλενίου από τον Ιούλιο μέχρι Σεπτέμβριο). Ενθαρρυντικά δεδομένα υπάρχουν για τη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας με τη χρησιμοποίηση ανταγωνιστικών μικροοργανισμών. Συνιστώνται ακόμα τα παρακάτω:

  1. Αποφυγή συγκαλλιέργειας των δέντρων με ευπαθή ετήσια φυτά.
  2. Αποφυγή δημιουργίας πληγών με τα καλλιεργητικά εργαλεία στην περιοχή του λαιμού και των ριζών.
  3. Η άρδευση των δέντρων να μη γίνεται με αυλάκια γιατί τα μολύσματα μεταφέρονται με το νερό στα υγιή δέντρα.
  4. Συστηματική χημική καταπολέμηση των ζιζανίων.
  5. Στις περιπτώσεις εκδήλωσης συμπτωμάτων να γίνεται αφαίρεση των προσβεβλημένων κλάδων σε απόσταση 20-30 cm πέρα απ’ το σημείο μαρασμού και καταστροφή με φωτιά.
  6. Εκρίζωση των αποξηραμένων δέντρων μαζί με το ριζικό σύστημα και απολύμανση του εδάφους.







Σκωρίαση

Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από Tranzschelia pruni-spinosae
Προσβολή φύλλου βερυκοκκιάς από Tranzschelia pruni-spinosae
Προσβολή φύλλου δαμασκηνιάς από Tranzschelia pruni-spinosae

Η σκωρίαση των πυρηνόκαρπων είναι αρκετά συχνή στη χώρα μας, προσβάλλει συνήθως τη βερυκοκκιά, ροδακινιά και δαμασκηνιά και προκαλεί φυλλόπτωση και κηλίδωση των καρπών.

Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως στα φύλλα και τους καρπούς και σπανιότερα στους βλαστούς. Στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων εμφανίζονται μικρές, σχεδόν πολυγωνικές, κίτρινες κι αργότερα καστανές κηλίδες ενώ στις αντίστοιχες θέσεις της κάτω επιφάνειας σχηματίζονται πορτοκαλοκίτρινες κηλίδες διάστικτες από μικροσκοπικές καστανές φλύκταινες. Στο κάτω μέρος των φύλλων σχηματίζονται επίσης αργά το καλοκαίρι καστανόμαυρες φλύκταινες. Τα έντονα προσβεβλημένα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν πρόωρα.

Στους καρπούς σχηματίζονται στην αρχή υδατώδεις κυκλικές, σκούρες πράσινες κηλίδες διαμέτρου 3-5mm που βυθίζονται καθώς ο καρπός αναπτύσσεται. Το κέντρο της κηλίδας παίρνει χρώμα βαθύ κίτρινο ή πορτοκαλί. Ο μύκητας μπορεί να σχηματίσει στο κέντρο των κηλίδων καρποφορίες που φαίνονται σαν καστανές μέχρι μαύρες κονιορτώδεις περιοχές. Οι προσβεβλημένοι ιστοί στις κηλίδες παίρνουν χρώμα κιτρινόμαυρο μέχρι καστανόμαυρο γίνονται σκληροί και δερματώδεις και παραμένουν συνήθως προσκολλημένοι στους γειτονικούς υγιείς ιστούς. Συχνά στο περιθώριο των κηλίδων δημιουργούνται μικρά σκασίματα στο περικάρπιο. Η προσβολή των καρπών είναι περισσότερο συνήθης στα βερίκοκα και μοιάζει με τα συμπτώματα που προκαλεί το Κορύνεο. Στους βλαστούς σχηματίζονται μικρά καστανά μέχρι μαύρα έλκη στα οποία δημιουργούνται σχισμές απ’όπου βγαίνουν καστανές μάζες σπορίων.

Η σκωρίαση των πυρηνοκάρπων οφείλεται στον μύκητα Tranzschelia pruni-spinosae. Αναγνωρίζονται δύο φυλές του παθογόνου, η Τ.p.-s. var. Discolor και η T.p.-s. var. Pruni-spinosae. Είναι μία σκωρίαση ετερόοικη και μακροκυκλική. Στα πυρηνόκαρπα σχηματίζει τα ουρεδοσπόρια και τελειοσπόρια. Τα ουρεδοσπόρια σχηματίζονται σε σωρούς στα προσβεβλημένα όργανα την άνοιξη και βλαστάνουν εύκολα με την παρουσία σταγόνας νερού ή δρόσου και μολύνουν καθόλη τη βλαστική περίοδο τα πυρηνόκαρπα, αλλά δεν μπορούνα να μολύνουν την ανεμώνη. Αργά το καλοκαίρι παράγονται τα τελειοσπόρια, πάλι σε σωρούς. Τα τελειοσπόρια δε βλαστάνουν αμέσως. Διαχειμάζουν, καθώς παραμένουν στα προσβεβλημένα όργανα και την επόμενη άνοιξη καθώς βλασταίνουν σχηματίζουν μικρά βασίδια. Κάθε βασίδιο παράγει 4 βασιδιοσπόρια τα οποία διασπείρονται με τον άνεμο, βλαστάνουν και μολύνουν την ανεμώνη. Δεν είναι ικανά να μολύνουν τα πυρηνόκαρπα.

Συνέπεια της μόλυνσης των πυρηνόκαρπων είναι ο σχηματισμός ουρεδοσωρών και ουρεδοσπορίων. Τα ακιδιοσπόρια μολύνουν μόνο πυρηνόκαρπα. Ο μύκητας κατά κανόνα διαχειμάζει υπό μορφή ουρεδοσπορίων πάνω στους κλάδους και στα πεσμένα φύλλα των πυρηνόκαρπων στο έδαφος. Οι μολυσμένοι κλαδίσκοι και φύλλα των πυρηνόκαρπων αποτελούν τις κύριες εστίες των μολυσμάτων. Οι παραγόμενες εκεί την άνοιξη μεγάλες ποσότητες ουρεδοσπορίων διασπείρονται με τον άνεμο και τη βροχή και προκαλούν τις νέες μολύνσεις στα δέντρα.

Για την καταπολέμηση της ασθένειας συνιστώνται 2-3 ψεκασμοί κατά την περίοδο της βλάστησης ανά 10-15 ημέρες. Ο πρώτος ψεκασμός εφαρμόζεται κατά την πτώση των πετάλων. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.






Νέκρωση βραχιόνων

Προσβολή βερυκοκκιάς απο τη Νέκρωση βραχιόνων

Ασθένεια πολύ διαδεδομένη στη χώρα μας που προκαλεί σοβαρές ζημιές στα δενδροκομεία βερυκοκκιάς. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της προσβολής στη βερικοκιά είναι η παρουσία διογκωμένων ελκών με επιμήκεις ρωγμές στους κλάδους ή τον κορμό των δέντρων. Ελκών που αρχίζουν πάντοτε από τις τομές του κλαδέματος και από τα οποία συνήθως βγαίνει άφθονο κόμμι. Το ξύλο των προσβεβλημένων κλάδων, στην περιοχή των ελκών, εμφανίζει ένα βαθύ καστανό μεταχρωματισμό. Αποπληξία των νεαρών κυρίως δέντρων παρατηρείται όταν τα έλκη αναπτύσσονται στο κατώτερο μέρος του κορμού. Οι προσβολές είναι συχνότερες και σοβαρότερες στην ποικιλία Υπερπρώιμο Τύρινθας και σε μικρότερη ένταση στη Μπεμπέκου.

Για την καταπολέμηση της ασθένειας γίνεται:

  1. Επιμελής αφαίρεση των προσβεβλημένων κλάδων ή βραχιόνων, πέραν του σημείου που παρατηρείται μεταχρωματισμός του ξύλου και καταστροφή με φωτιά.
  2. Συλλογή και κάψιμο όλων των νεκρών δέντρων, πασσάλων που βρίσκονται στην περιοχή και αποτελούν ξενιστές του μύκητα.
  3. Το κλάδεμα να γίνεται εφ’όσον είναι δυνατό, με ξηρό καιρό και να ακολουθείται από ψεκασμό των φυτών ή να γίνεται επάλειψη των τομών με διάλυμα ή με κατάλληλη προστατευτική των πληγών αλοιφή.
  4. Ικανοποιητική προστασία των δέντρων βερικοκιάς φαίνεται ότι παρέχει η συνδυασμένη καταπολέμηση. Συνδυασμός χημικής και βιολογικής καταπολέμησης.
  5. Για την καταπολέμιση της ασθένειας γίνεται ψεκασμός των δέντρων τρεις μέχρι έξι μέρες μετά το κλάδεμα, με αιώρημα σπορίων σε νερό.

Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.




Κυλινδροσπορίωση

Προσβολή φύλλου κερασιάς από Blumeriella jaapii
Προσβολή φύλλου βυσσινιάς από Blumeriella jaapii

Η κυλινδροσπορίωση είναι μια ασθένεια ιδιαίτερα σοβαρή σε υγρές περιοχές, που προσβάλλει κυρίως τη βυσσινιά και την κερασιά αλλά και τη δαμασκηνιά και βερυκοκκιά. Η ροδακινιά είναι ανθεκτική.

Η ασθένεια εκδηλώνεται αρχικά στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων με τη μορφή μικρών, κυκλικών υπέρυθρων μέχρι πορφυρών κηλίδων. Αργότερα οι κηλίδες γίνονται καστανές και αποκτούν σαφές περιθώριο. Με υγρό και βροχερό καιρό, ρόδινες μέχρι λευκές μάζες σπορίων εμφανίζονται στο κάτω μέρος του ελάσματος στο κέντρο των κηλίδων. Οι προσβεβλημένοι ιστοί των κηλίδων τελικά νεκρώνονται και συχνά αποχωρίζονται από τους υγιείς ιστούς, πέφτουν και δημιουργούν οπές στο έλασμα. Τα προσβεβλημένα φύλλα γίνονται χλωρωτικά και πέφτουν πρόωρα. Οι καρποί, οι ποδίσκοι και οι βλαστοί του δέντρου προσβάλλονται σπανίως. Την ασθένεια προκαλεί ο ασκομύκητας Blumeriella jaapii.

Ο μύκητας διαχειμάζει στα πεσμένα φύλλα στο έδαφος. Εκεί σχηματίζονται αργά το χειμώνα και νωρίς την άνοιξη τα αποθήκια του μύκητα. Με τη διαβροχή των αποθηκίων πραγματοποιείται η ελευθέρωση των ασκοσπορίων Τα ασκοσπόρια μεταφέρονται με τον άνεμο στα ευπαθή φύλλα και προκαλούν τις πρωτογενείς μολύνσεις. Τα φύλλα είναι ευπαθή στις μολύνσεις μετά την πλήρη ανάπτυξη των στομάτων τους γιατί η είσοδος του μύκητα γίνεται μόνο από τα στόματα του ελάσματος. Αμέσως μετά την εμφάνιση των κηλίδων, σχηματίζονται στο κάτω μέρος του φύλλου τα ακέρβουλα του μύκητα. Πάνω σε αυτά παράγονται ρόδινες μέχρι υπόλευκες μάζες σπορίων (κονίδια). Τα κονίδια που αποτελούν τα μολύσματα για τις δευτερογενείς μολύνσεις διασπείρονται με τη βροχή και τα ρεύματα του αέρα σε άλλα φύλλα του δέντρου ή γειτονικών δέντρων. Οι δευτερογενείς μολύνσεις με τα κονίδια συνεχίζονται κατ’ επανάληψη, εφ’ όσον επικρατεί ευνοϊκός καιρός, καθ’ όλη τη βλαστική περίοδο μέχρι τη φυλλόπτωση το φθινόπωρο.

Για την καταπολέμηση συνιστώνται επεμβάσεις με μυκητοκτόνα που αρχίζουν κατά την πτώση των πετάλων και επαναλαμβάνονται κάθε 10-14 μέρες μετά τη συγκομιδή. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.







Ανθράκωση

Προσβολή φύλλου κερασιάς από Apiognomonia erythrostoma
Προσβολή φύλλων βερυκοκκιάς από Apiognomonia erythrostoma

Απ’ την ασθένεια προσβάλλεται η κερασιά, η βυσσινιά και η βερυκοκκιά. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η παραμονή των προσβεβλημένων φύλλων πάνω στο δέντρο για μεγάλο διάστημα μετά τη φυλλόπτωση και συνήθως για όλη τη χειμερινή περίοδο, μερικές φορές και μέχρι την επόμενη άνοιξη. Τα πρώτα συμπτώματα της προσβολής εμφανίζονται στις αρχές του καλοκαιριού, με το σχηματισμό χλωρωτικής ζώνης στην περιφέρεια του ελάσματος των φύλλων που κάμπτεται προς τα κάτω, ενώ στη συνέχεια εξελίσσεται σε περιφερειακή νέκρωση ή το σχηματισμό μεγάλων ακανόνιστου σχήματος νεκρωτικών κηλίδων χρώματος ερυθρωπού έως καστανού, και τελικά σε καθολική νέκρωση των φύλλων. Την ασθένεια προκαλεί ο ασκομύκητας Apiognomonia erythrostoma. Η ασθένεια ευνοείται από τον υγρό και βροχερό καιρό και γενικά σε περιβάλλον με υψηλή σχετική υγρασία.

Για την καταπολέμηση εφαρμόζονται οι επεμβάσεις που συνιστώνται κατά του κορύνεου. Πάντως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος καταπολέμησης είναι η καταστροφή των προσβεβλημένων φύλλων με κάψιμο.







Κλαδοσπορίωση

Προσβολή ροδάκινου από Venturia carpophila
Προσβολή δαμάσκηνου από Venturia carpophila
Προσβολή βερύκοκκου από Venturia carpophila

Η ασθένεια προσβάλλει την βερυκοκκιά, ροδακινιά, δαμασκηνιά. Ονομάζεται και φουζικλάδιο των πυρηνοκάρπων. Οι εκδηλώσεις της είναι περισσότερο εμφανείς στους καρπούς.

Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται όταν ο καρπός αποκτήσει το μισό μέγεθός του και αποτελούνται από μικρές, επιφανειακές, κυκλικές, πράσινες λαδί κηλίδες, διαμέτρου μέχρι 5mm. Οι κηλίδες αργότερα γίνονται μαύρες, ακανόνιστες και αποκτούν υφή «βελούδου» λόγω της αναπτύξεως των καρποφοριών του μύκητα. Στα φύλλα οι κηλίδες σχηματίζονται στο κάτω μέρος του ελάσματος και έχουν διάμετρο μέχρι 10 mm. Στο άνω μέρος του ελάσματος η προσβολή έχει τη μορφή χλωρωτικών θέσεων που αργότερα γίνονται κιτρινοκαστανές μέχρι καστανές. Σε έντονες προσβολές παρατηρείται πρόωρη φυλλόπτωση. Στους νεαρούς τρυφερούς βλαστούς σχηματίζονται υδατώδεις κηλίδες σχήματος κυκλικού ή ελλειψοειδούς που τελικά γίνονται καστανές. Τα συμπτώματα της ασθένειας στην αμυγδαλιά είναι: στους πράσινους βλαστούς εμφανίζονται ελλειψοειδείς κηλίδες, διαμέτρου 1-3 mm, ελαφρά υπερυψωμένες, καστανόμαυρες μέχρι μαύρες, «βελούδινης» υφής. Στα φύλλα και τους καρπούς τα συμπτώματα εμφανίζονται αργότερα. Το αίτιο της ασθένειας είναι ο ασκομύκητας Venturia carpophila με ατελή μορφή Cladosporium carpophilum. Ο μύκητας διαχειμάζει υπό μορφή μυκηλίου στις κηλίδες των βλαστών πάνω στις οποίες σχηματίζονται την άνοιξη, κονίδια για τις πρωτογενείς μολύνσεις των νέων οργάνων του δέντρου.

Συνήθως δεν παρίσταται ανάγκη για την εφαρμογή ιδιαιτέρων επεμβάσεων. Εφ’ όσον υπάρξει πρόβλημα είναι απαραίτητη η προστασία των δέντρων με μυκητοκτόνα ιδιαίτερα κατά το διάστημα των 2-6 εβδομάδων μετά την απόσπαση του κάλυκα.

Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.






Έλκος κλαδίσκων

Προσβολή ροδάκινου από Fusicoccum amygdale
Προσβολή φύλλων ροδακινιάς από Fusicoccum amygdale

Η ασθένεια προσβάλει τη ροδακινιά και προκαλεί ξηράνσεις κλαδίσκων. Τα σπουδαιότερα συμπτώματα εμφανίζονται στους κλαδίσκους, υπό μορφή βυθισμένων τεφροκαστανών μέχρι καστανών ελκών. Στην επιφάνεια των ελκών εμφανίζονται πολυάριθμα μελανά μικροσκοπικά στίγματα που είναι τα πυκνίδια του μύκητα και συχνά παρατηρείται έκκριση κόμμεος. Οι προσβεβλημένοι κλαδίσκοι αργά την άνοιξη ή νωρίς το καλοκαίρι μαραίνονται και ξεραίνονται. Στα φύλλα εμφανίζονται επί του ελάσματος ακανόνιστες μέχρι κυκλικές, καστανές , συχνά ζωνωτές κηλίδες που αφορίζονται απ’ τους υγιείς πράσινους ιστούς. Τα προσβεβλημένα φύλλα παραμένουν πάνω στο δέντρο για μεγάλο διάστημα. Η ασθένεια μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα και στους καρπούς.

Το αίτιο της ασθένειας είναι ο αδηλομύκητας Fusicoccum amygdale. Διαχειμάζει υπό μορφή μυκηλίου στα έλκη των κλαδίσκων ή ακόμα στα προσβεβλημένα φύλλα. Οι μολύνσεις του ελάσματος των φύλλων και των ανθέων γίνονται με απ’ευθείας διάτρηση της εφυμενίδας. Οι ιστοί είναι ευπαθείς στις μολύνσεις και οι προσβολές είναι δυνατές κυρίως κατά τη βλαστική περίοδο, εφόσον επικρατεί υγρός και βροχερός καιρός. Το φθινόπωρο και η άνοιξη είναι οι επιδημιολογικά σημαντικότερες εποχές για την πραγματοποίηση των μολύνσεων και επέκταση της ασθένειας.

Η καταπολέμηση της ασθένειας γίνεται με 2 τρόπους:

  1. Επιμελής αφαίρεση και καταστροφή με φωτιά όλων των προσβεβλημένων βλαστών.
  2. Συνιστώνται 2-3 ψεκασμοί ανά 10 ημέρες, το φθινόπωρο κατά την περίοδο της πτώσης των φύλλων οι οποίοι επαναλαμβάνονται και κατά την περίοδο εκπτύξεως των οφθαλμών.

Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.