Εχθροί φιστικιάς

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Καπνώδης

Καπνώδης σε φιστικιά

Ο καπνώδης (Capnodis tenebrionis) είναι ένας από τους σημαντικότερους εχθρούς της φιστικιάς. Το ενήλικο έχει μήκος 15-30 mm, πλάτος 7-12 mm και χρώμα γενικά μαύρο θαμπό, εκτός από το πρόνωτο. Το πρόνωτο είναι λευκό ή ανοιχτότεφρο και έχει μαύρες κηλίδες ποικίλου μεγέθους και σχήματος και μαύρα στίγματα. Οι κηλίδες αυτές αντιστοιχούν σε ελαφρές εξάρσεις του δερματίου. Υπάρχουν 2 τέτοιες εξάρσεις-κηλίδες σε κάθε πλευρά του προνώτου (μία περίπου κυκλική κοντά στην πρόσθια και μία μεγαλύτερη και στενόμακρη που αγγίζει την οπίσθια παρυφή του προνώτου). Το πρόνωτο έχει πλάτος περίπου διπλάσιο του μήκους του και περίπου διπλάσιο του πλάτους της κεφαλής. Το πλάτος του προνώτου στα αρσενικά είναι 8- 9mm και στα θηλυκά 9-10 mm. Τα έλυτρα είναι μαύρα και έχουν πολλά μικρά εισέχοντα στίγματα, διατεταγμένα σε κατά μήκος γραμμές. Συχνά έχουν αραιές διάσπαρτες υπόλευκες κηλίδες. Η προνύμφη η νεαρή έχει μήκος 3,5 mm, είναι λευκή με σκοτεινή κεφαλή και γνάθους και έχει θώρακα σαφώς πλατύτερο από την κοιλία. Στα επόμενα στάδια έχει σώμα άποδο, στενόμακρο, νωτοραχιαία πεπλατυσμένο και με προθώρακα πολύ πλατύτερο από τα αλλά τμήματα του σώματος, όπως συμβαίνει σε πολλά είδη της ίδιας οικογένειας, που είναι γι’αυτό γνωστά κοινώς ως πλατυκέφαλα σκολήκια.

Η ξυλοφάγος προνύμφη προσβάλλει και αναπτύσσεται κυρίως σε πυρηνόκαρπα και δευτερευόντως σε άλλα δέντρα όπως μηλιά, κυδωνιά, μουσμουλιά, φιστικιά και φουντουκιά. Το ενήλικο τρώει το φύλλωμα πυρηνόκαρπων, γιγαρτόκαρπων και ίσως και άλλων δέντρων.

Διαχειμάζει ως προνύμφη διάφορων ηλικιών και ως ενήλικο σε διάφορα καταφύγια. Όταν διαχειμάζει ως ενήλικο, τα ενήλικα δραστηριοποιούνται νωρίς την άνοιξη και τρέφονται για εβδομάδες από το φύλλωμα των δέντρων – ξενιστών και ωριμάζουν αναπαραγωγικά τον Μάϊο, ή αργότερα, τις αρχές με μέσα του θέρους. Είναι μακρόβια και ωοτοκούν κυρίως το θέρος. Το θηλυκό αποθέτει τα αυγά του, ένα ένα ή σε μικρές ομάδες, κυρίως στο έδαφος κοντά στο λαιμό του δέντρου, και δευτερευόντως σε ρωγμές του φλοιού της βάσης το κορμού, κοντά στο έδαφος. Η νεαρή προνύμφη μπαίνει στο λαιμό ή στη βάση μιας ρίζας και ορύσσει στοά. Η στοά γίνεται στο εσωτερικό στρώμα το φλοιού και στο κάμβιο ως το ξύλο, αλλά και μέσα στο ξύλο, ενώ κατ’ άλλους γίνεται στην αρχή στο φλοιό και στη συνέχεια στο ξύλο και μάλιστα βαθειά. Οι στοές βρίσκονται κυρίως στο λαιμό, αλλά προχωρούν πάνω και κάτω ως τις κεντρικές ρίζες. Αναφέρεται ότι η προνυμφηκή στοά μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 50 cm και κατ’ άλλους τα150 cm. Η νύμφωση γίνεται σε θάλαμο που η προνύμφη κατασκευάζει στο ξύλο και στον φλοιό κοντά στον λαιμό του δέντρου. Προνύμφες από τις θερινές ωοτοκίες φτάνουν το φθινόπωρο κυρίως στο 2ο στάδιο και ορισμένες ίσως στο 3ο, διαχειμάζουν, ενεργοποιούνται την άνοιξη και συμπληρώνουν την ανάπτυξη τους αργά την άνοιξη και το θέρος. Νυμφώνονται αργά την άνοιξη και το θέρος, τα δε ενήλικα βγαίνουν από τους νυμφικούς θαλάμους, τρέφονται και ωοτοκούν όλη τη θερμή εποχή. Σε περιοχές όπου ο βιολογικός κύκλος είναι διετής, το προνυμφικό στάδιο διαρκεί άνω του έτους, και η διαχείμαση τον πρώτο χειμώνα θα πρέπει να γίνεται στο προνυμφικό στάδιο.

Η βλάβη από τις προνυμφικές στοές το φλοιό και το ξύλο του κορμού και των κεντρικών ριζών προκαλεί σχεδόν πάντα το θάνατο των δενδρυλλίων και νεαρών δέντρων σε περιοχές με ξερό θέρος και φθινόπωρο. Αλλά και μεγαλύτερης ηλικίας δέντρα σε ξερικούς η ανεπαρκώς αρδευόμενους οπωρώνες μπορεί να ζημιωθούν σοβαρά. Δενδρύλλια και δέντρα ζωηρά, που αρδεύονται αρκετά, συνήθως αποφεύγουν την προσβολή. Κατά μια άποψη, το άφθονο κόμμι που εκκρίνουν τα ζωηρά δέντρα στην προνυμφική στοά, δεν επιτρέπει στην προνύμφη να επιζήσει.

Εναντίον του καπνώδου και άλλων ειδών του ίδιου γένους που ζούν και προσβάλλουν δέντρα κατά παρόμοιο τρόπο, συνιστώνται καλλιεργητικά και χημικά μέτρα, που αν δεν προστατεύουν τα δέντρα τελείως, τουλάχιστον περιορίζουν τη ζημιά όταν εφαρμόζονται προσεκτικά και συστηματικά. Τα μέτρα αυτά είναι κυρίως τα εξής:

  • Φύτευση υγιών δενρυλλίων που δεν έχουν προνύμφες του εντόμου.
  • Τακτική άρδευση και λίπανση, τόσο στα φυτώρια όσο και στους οπωρώνες, ώστε τα δέντρα να διατηρούνται ζωηρά.
  • Σε μικρούς οπωρώνες, συλλογή των ενηλίκων με το χέρι.
  • Όταν κρίνεται αναγκαία, θανάτωση των ενηλίκων με χημικά μέσα. Ψεκασμοί των δέντρων και πρό παντός των κορμών, το θέρος, με κατάλληλα εντομοκτόνα (azinphos-methyl, endosulfan, parathion και άλλα).




Σκολύτης

Σκολύτης σε κορμό φιστικιάς

Ο σκολύτης (Chaetoptelius uestitus) έχει σχήμα σε κάτοψη ωοειδές, σχεδόν ελλειπτικό, μήκους 2,5-3,5 mm και πλάτους 2,5 φόρες μικρότερου. Οι κεραίες είναι ροπαλοειδείς με ογκώδη τα 3 κορυφαία άρθρα. Το σώμα είναι γενικά μαύρο η πολύ σκοτεινό καστανό, θαμπό, με τις κεραίες, τα πόδια και τα στοματικά μόρια κιτρινέρυθρα ή ερυθροκάστανα. Το πρόνωτο είναι σχεδόν γυμνό (χωρίς τρίχες) εκτός από τα πλάγια. Τα έλυτρα έχουν ακανθόμορφα λέπια (κατ’ άλλου σμήριγγες) λευκά ή υπόλευκα και καστανά, μεταξύ των οποίων φύονται σειρές λεπτών τριχών. Τα λέπια στη βάση των ελύτρων είναι λευκά και πυκνά, στη μέση καστανά και στην κορυφή των ελύτρων λευκά και αραιά. Έτσι δημιουργείται στα έλυτρα μια μεγάλη καστανή κηλίδα που καλύπτει περισσότερο από το οπίσθιο μισό τους, που είναι γωνιώδης πρός τα εμπρός και που έχει στη μέση (ραφή ελύτρων) μία υπόλευκη ή ανοιχτότεφρη γραμμή και στο οπίσθιο μέρος της δύο υπόλευκες νεφροειδείς κηλίδες (μία σε κάθε έλυτρο). Το αυγό είναι λευκό, μήκους 0,8 mm. Η προνύμφη είναι ωχρόλευκη ή λευκοκίτρινη, άποδη, τελικού μήκους 3,3 mm. Η κεφαλή είναι βυθισμένη στον προθώρακα, ο θώρακας είναι παχύτερος από την κοιλιά που στενεύει πρός τα πίσω και το σώμα κάμπτεται στο 6ο περίπου κοιλοακό τμήμα.

Διαχειμάζει ως προνύμφη, αναπτυγμένη ή μη, στη στοά της, ή ως νεαρό ενήλικο στον νυμφικό θάλαμο στην άκρη της προνυμφικής στοάς, ή ως ηλικιωμένο ενήλικο μέσα σε μητρική στοά ή σε στοά διατροφής σε κλαδίσκο ή κλάδο.Στη νότια Ιταλία, τα ενήλικα εμφανίζονται Απρίλιο-Μάϊο και ορύσσουν στοές διατροφής στους νεαρούς βλαστούς της φιστικιάς ή των αυτοφυών Pistacia. Οι στοές αυτές κατευθύνονται πρός το εσωτερικό του βλαστού και η είσοδος τους βρίσκεται στη θέση μασχαλιαίου ή κορυφαίου οφθαλμού. Συχνά προκαλείται ξηρανση των νεαρών βλαστών. Αργότερα, όταν οι βλαστοί σκληρύνουν, οι στοές διατροφής είναι μικρότερου βάθους και σχεδόν πάντοτε στη βάση μασχαλιαίου οφθαλμού που διαβρώνεται και καταστρέφεται. Η περίοδος διατροφής των ενηλίκων ποικίλλει και μπορεί να συνεχιστεί ως το φθινόπωρο ή τις αρχές του χειμώνα. Το θηλυκό ορύσσει και το αρσενικό απομακρύνει τα ρινίσματα. Η μητρική στοά είναι του τύπου ‘‘διπλή κατά μήκος’’ και έχει ένα κεντρικό προθάλαμο (πρόδομο), στην είσοδο του οποίου γίνεται η σύζευξη, με το θηλυκό εν μέρει εντός της εισόδου και το αρσενικό εκτός.Κατά μήκος του κάθε κλάδου της μητρικής στοάς το θηλυκό τοποθετεί αριστερά και δεξιά τα 60-80 ή περισσότερα αυγά του. Κάθε προνύμφη ορύσσει τη δίκη της στοάς, με κατεύθυνση περίπου κάθετη προς τη μητρική.

Με την πάροδο του χρόνου και την ανάπτυξη των προνυμφών οι στοές αποκλίνουν ριπιδοειδών χωρίς η μια να διασταυρώνεται με την άλλη, ώστε τελικά οι ακραίες γίνονται παράλληλες ή σχεδόν παράλληλες με τη μητρική στοά, ενώ οι κεντρικότερες παραμένουν περίπου κάθετες και οι λοιπές παίρνουν ενδιάμεσες κατευθύνσεις. Οι προνυμφικές στοές ορύσσονται κι αυτές στα εσωτερικά στρώματα του φλοιού, στο κάμβιο και στα επιφανειακά του ξύλου. Όταν συμπληρώσει την ανάπτυξή της, η προνύμφη διευρύνει την άκρη της στοάς της για να δημιουργήσει τον θαλαμίσκο (κελί) νύμφωσης. Τα ενήλικα ανοίγουν πάνω από θάλαμο νύμφωσης οπές εξόδου διαμέτρου 1,5 mm περίπου και βγαίνουν στην επιφάνεια. Όσα άτομα ενηλικιωθούν πρίν από τον χειμώνα, μένουν στους θαλάμους νύμφωσης και βγαίνουν τον Απρίλιο-Μάϊο. Όσες προνύμφες δεν συμπληρώσουν την ανάπτυξή τους πρίν έρθει ο χειμώνας, θα τη συνεχίσουν την άνοιξη και στη συνέχεια θα νυμφωθούν και ενηλικιωθούν.

Μετά το τέλος της ωοτοκίας τα ενήλικα μπορούν να τραφούν και πάλι για ορισμένο διάστημα, ορύσσοντας νέες στοές διατροφής, και στη συνέχεια να δημιουργήσουν νέες μητρικές στοές. Όταν τα ενήλικα δεν βρούν κατάλληλους (εξασθενημένους) βλαστούς για να ωοτοκήσουν το θέρος, περιμένουν ως το φθινόπωρο (συνήθως σε στοές διατροφής) τότε που επιβραδύνεται η κυκλοφορία των χυμών και ορύσσουν τις στοές αναπαραγωγής σε μη εξασθενημένους βλαστούς.

Η καταπολέμηση είναι δύσκολη και βασίζεται κυρίως σε καλλιεργητικά μέτρα, δηλαδή σε έγκαιρη αφαίρεση και καταστροφή των προσβεβλημένων, καχεκτικών, μισόξερων, ή ξερών κλάδων και κλαδίσκων και σε διατήρηση των δέντρων ζωηρών με κατάλληλη λίπανση, άρδευση και κλάδευση. Συνιστάται το φθινόπωρο, αμέσως μετά το πέσιμο των φύλλων, να κόβονται οι καχεκτικοί και μισόξεροι κλάδοι που είναι κατάλληλοι για ωοτοκία και να αφήνονται ανάμεσα στα δέντρα ως τα τέλη Φεβρουαρίου ως παγίδες όπου θα ωοτοκήσουν και διαχειμάσουν τα ενήλικα. Είναι απαραίτητο να καίονται οι κλάδοι αυτοί τα τέλη Φεβρουαρίου πρίν βγούν τα ενήλικα και προσβάλουν τα δέντρα. Εξασθενημένα δέντρα πρέπει να αφαιρούνται επίσης τα τέλη του χειμώνα. Συνιστάται και κρέμασμα στα δέντρα ή τοποθέτηση κοντά στη βάση τους μισόξερων κλαδίσκων ηλικίας 2 ετών και άνω, τις αρχές *εκεμβρίου, Απριλίου και Ιουλίου για να ωοτοκήσουν τα ενήλικα και καταστροφή των παγίδων αυτών μετά ένα ή δύο μήνες. Αν τα καλλιεργητικά αυτά μέτρα δεν αποδειχτούν ικανοποιητικά, θα χρειαστεί εφαρμογή εντομοκτόνων την περίοδο όπου αρχίζει η εμφάνιση των ενηλίκων και η ανόρυξη των στοών διατροφής.




Σινόξυλο

Το σινόξυλο είναι εχθρός της φιστικιάς, όμως τη μεγαλύτερη ζημιά την προκαλεί στο αμπέλι. Το ενήλικο έχει μήκος 4–5 mm, χρώματος μελανό με έλυτρα χρώματος σκοτεινού. Η προνύμφη έχει μήκος 5–6 mm έχει χρώμα λευκό. Οι ζημιές εντοπίζονται στις κληματίδες όπου το έντομο ανοίγει στοές. Τα ακμαία εισέρχονται στις κληματιδες τρυπώντας ένα μάτι και ζευγαρώνουν. Το θηλυκό εναποθέτει τα αυγά του σε στοά που ανοίγει μέσα στην κληματίδα. Οι προνύμφες ανοίγουν στοές που είναι γεμάτες πριονίδια. Οι προσβλημένες κληματίδες είναι εύθραυστες και ξηραίνονται. Ο περιορισμός ή εξαφάνιση των ακαλλιέργητων εκτάσεων που βρίσκονται κοντά σε φιστικεώνες βοηθά αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση του εντόμου. Σε περιπτώσεις προσβολών συνιστάται ψεκασμός με οργανικό εντομοκτόνο σκευάσματος επαφής ή του πεπτικού συστήματος.




Έντομα αποθήκης

Τα φιστίκια κατά τη παραμονή τους στις αποθήκες προσβάλλονται από έντομα λεπιδόπτερα της οικογένειας Pyralidae, κυρίως από τα είδη Euphestia Kuehniella, Plodia interpuctella και Cadra cautella. Αυτά τα έντομα μπορεί να προϋπάρχουν στην καλλιέργεια και να μεταφέρονται μαζί με το φιστίκι στην αποθήκη ή να υπάρχουν μέσα στον αποθηκευτικό χώρο και υλικά συσκευασίας και το υγιές φιστίκι να προβάλλεται στην αποθήκη.

Οι προσβεβλημένοι καρποί είναι ενωμένοι μεταξύ τους με νημάτια και από τη σχισμή του ενδοκαρπίου διακρίνονται τα αποχωρήματα των εντόμων. Όταν αφαιρεθεί το ενδοκάρπιο, το σπέρμα παρουσιάζει φαγώματα και ενδεχομένως μια προνύμφη λεπιδοπτέρου.

Βασικό κατά την προληπτική καταπολέμηση είναι οι αποθηκευτικοί χώροι να είναι κατάλληλοι για αποθήκευση φιστικιών και να καθαρίζονται σχολαστικά. Επίσης, οι αποθήκες να αερίζονται καλώς και να φέρουν μόνωση θερμική. Στα παράθυρα να υπάρχουν σίτες και οι τοίχοι-οροφή να είναι η επιφάνειά τους λεία. Στην περίπτωση που παρατηρηθεί μικρό ποσοστό προσβολής φιστικιών στην αποθήκη από τα έντομα, τότε μπορούν να απομακρυνθούν από την αποθήκη με το χέρι. Τέλος η χρήση διαφόρων ειδών παγίδων (χρωματικές, τροφοελκυστικές, φερομονικές) εντός της αποθήκης δίνουν ικανοποιητικά αποτελέσματα (μαζική παγίδευση)




Ψύλλα

Ψύλλα σε φύλλο φιστικιάς

Η ψύλλα (Agonoscena pistaciae) είναι από τους σημαντικότερους εχθρούς της φιστικιάς. Διαχειμάζει ως ενήλικο σε ρωγμές του φλοιού, κάτω από πεσμένα φύλλα και σε άλλες προφυλαγμένες θέσεις. Συμπληρώνει 4-5 γενεές ανά έτος. Σε περιπτώσεις πυκνών πληθυσμών, η έντονη μύζηση χυμών και η ανάπτυξη καπνιάς μπορεί να εξασθενήσουν τα δένδρα και να επηρεάσουν την παραγωγή του επόμενου έτους.

Ο πιο σημαντικός φυσικός εχθρός σύμφωνα με μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί ήταν το (ενδο) παρασιτοειδές του Agonoscena pistaciae το Psyllaephagus pistaciae. Εμφανίζεται από τα μέσα Ιουλίου με μέγιστο στο τέλος Σεπτεμβρίου όπου 50% των νυμφών είναι παρασιτισμένες. Διαχειμάζει εντός παρασιτισμένων νυμφών στα πεσμένα φύλλα. Στο Ιράν, σε ψεκασμένους φιστικεώνες, το ποσοστό παρασιτισμού ήταν 5-11%. Σε αψέκαστους, ήταν χαμηλό, μέχρι τον Σεπτέμβριο και τελικά τον Νοέμβριο έφθασε το 65%. Επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο είχαν είδη της οικογένειας Coccinellidae στο Ιράν. Επιπροσθέτως, μια προνύμφη Chrysoperla carnea καταναλώνει 1812 νύμφες 4ης ηλικίας της ψύλλας της φιστικιάς. Επομένως, υπάρχουν και στη χώρα μας αρκετοί και αποτελεσματικοί φυσικοί εχθροί της ψύλλας, με διαδοχική περίοδο εμφάνισης, οι οποίοι θα πρέπει να προστατεύονται σε προγράμματα ολοκληρωμένης αντιμετώπισης.

Για τη χημική αντιμετώπιση της ψύλλας της φιστικιάς, οι δραστικές ουσίες teflubenzuron και thiacloprid προσέφεραν ικανοποιητική προστασία όταν εφαρμόζονταν 4 φορές/ανά 30 ημέρες από την έναρξη εμφάνισης της ασθένειας. Το Alpha-cypermethrin ήταν λιγότερο αποτελεσματικό. Σε άλλη μελέτη στη Συρία, οι δραστικές ουσίες Neem, flufenoxuron, teflubenzuron και το Beauveria bassiana, βρέθηκαν πιο αποτελεσματικά από άλλα.




Ευρύτομο

Προσβολή ευρύτομου σε φύλλο φιστικιάς

Το ευρύτομο(Eyrytoma plotnikovi) είναι ίσως ο σημαντικότερος εχθρός της φιστικιάς. Έχει μήκος 4-5 mm, τα θηλυκά είναι μεγαλύτερα των αρσενικών, με καστανόμαυρο κεφάλι και θώρακα, κοκκινοκίτρινη κοιλιά και κόκκινα μάτια, ενώ τα αρσενικά είναι μαύρα με κιτρινέρυθρα πόδια και μοιάζουν με μικρές σφήκες. Έχουν μια γενιά το χρόνο.

Ξεχειμωνιάζουν σαν προνύμφες (σκουλήκια μήκους 6mm) μέσα στους καρπούς που έχουν μείνει στο δένδρο ή έχουν πέσει στο έδαφος. Από τέλη Μαΐου έως τέλη Ιουνίου το σκουλήκι τυλίγεται σε κουκούλι, γίνεται τέλειο έντομο και βγαίνει την ίδια εποχή από τον καρπό ανοίγοντας μια τρύπα στη βάση του. Τα θηλυκά αφού γονιμοποιηθούν, εισάγουν στο εσωτερικό των νεαρών φιστικιών από ένα αυγό κοντά στη κορυφή τους. Από τη τρύπα που εισάγεται το αυγό μπαίνουν και μύκητες που καταστρέφουν την παραγωγή.

Οι ζημιές προκαλούνται κυρίως από τα σκουλήκια που αρχικά τρώνε τα μαλακά εσωτερικά τοιχώματα του καρπού και αργότερα τρώνε και τον αναπτυσσόμενο σπόρο. Οι ζημιωμένοι καρποί μαυρίζουν και μένουν πάνω στο δέντρο και αφού πέσουν τα φύλλα, σε αντίθεση με τους κούφιους που πέφτουν νωρίτερα. Οι ζημιές μπορεί να φθάσουν και το 95%.

Για την αντιμετώπιση του εχθρού αυτού, συνιστάται συλλογή και καταστροφή των καρπών που έχουν μείνει επί των δένδρων ή έχουν πέσει στο έδαφος μετά την συγκομιδή και παρακολούθηση της εξόδου των ενηλίκων από καρπούς που διατηρούνται σε κλωβούς σε συνθήκες υπαίθρου.

Ο χρόνος έναρξης εναπόθεσης ωών είναι 2-3 ημέρες μετά την έξοδο των θηλυκών και μέχρι περί το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου. Η εκκόλαψη των προνυμφών αρχίζει 2-3 ημέρες μετά την εναπόθεση του ωού. Οπότε εδώ εκτελείται ψεκασμός ανά 8-10 ημέρες από την έξοδο των πρώτων ενηλίκων και μέχρι το τρίτο δεκαήμερο του Ιουνίου. Επιπλέον, ψεκασμός με διασυστηματικά και με cypermethrin έδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα όταν διενεργήθηκε 3 ημέρες από την πρώτη έξοδο ενηλίκου από καρπούς σε κλωβό, στην Κύπρο. Επιπροσθέτως στη Ν.Γαλλία για την αντιμετώπιση του ευρυτόμου έγινε ένας ψεκασμός με lambda-cyalothrine 1-2 ημέρες από την 1η έξοδο έδωσε προστασία για όλη την περίοδο εμφάνισης (25 ημέρες). Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιήσουμε το deltamethrin, ανά 14 ημέρες, με την εμφάνιση των ενηλίκων, με μέγιστο αριθμό εφαρμογών 2 φορές στην καλλιεργητική περίοδο.




Σκώρος

Σκώρος

Ο σκώρος (Palumbina guerinii) είναι και αυτός από τους σημαντικότερους εχθρούς της φιστικιάς. Πρόκειται για μια μικρή κιτρινόλευκη πεταλούδα, μήκους 4-5mm, με άνοιγμα φτερών 12-14mm που όταν κάθεται, το σώμα της σχηματίζει χαρακτηριστική γωνία 35o με την επιφάνεια στήριξης. Ξεχειμωνιάζει είτε ως αυγό, είτε ως προνύμφη κοντά ή μέσα στους οφθαλμούς της κορυφής των βλαστών. Με την έναρξη της βλάστησης, τα σκουλήκια δραστηριοποιούνται προσβάλλοντας τις κορυφές των νεαρών βλαστών και τις ταξιανθίες όπου ανοίγουν στοές και μετατρέπονται σε νύμφες. Από εκεί θα βγούν οι πεταλούδες μέσα Μαΐου με μέσα Ιουνίου και θα τοποθετήσουν τα αυγά τους πάνω στους νεαρούς καρπούς.

Οι προνύμφες της 1ης γενιάς προσβάλλουν τους βλαστούς ή μπαίνουν ανάμεσα στα τρυφερά τσόφλια και τα τρώνε. Στα φιστίκια που παθαίνουν μελάνωση από μύκητες οι προνύμφες πεθαίνουν, αλλά στους υπόλοιπους συνεχίζουν να τρέφονται και μετατρέπονται σε έντομα που γεννούν πάλι αυγά πάνω σε καλά φιστίκια. Οι προνύμφες της 2ης γενιάς δεν μπορούν πια να μπουν μέσα στο φιστίκι, γιατί το ξυλώδες ενδοκάρπιο έχει σκληρύνει, έτσι τρέφονται από την πράσινη φλούδα όπου θα φτιάξουν πάλι κουκούλι από όπου θα βγουν καινούργια έντομα για 3 ακόμα γενεές που τρέφονται όλες από το εξωκάρπιο.

Για την αντιμετώπιση του σκώρου, οι ψεκασμοί αρχίζουν συνήθως από το δεύτερο δεκαήμερο του Μαΐου, όπου καταπολεμούνται και όσα από αυτά τα έντομα βρίσκονται πάνω στα δένδρα. Αν πριν από την εποχή αυτή παρουσιαστεί κατ’ εξαίρεση έντονη προσβολή μπορεί να εφαρμοστεί ένας ψεκασμός με diazinon. Πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στην εφαρμογή των φαρμάκων γιατί ο καρπός είναι εκείνη την εποχή πολύ μικρός και μπορεί να δημιουργηθούν συμπτώματα φυτοτοξικότητας (εγκαύματα).Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να χρησιμοποιείται και η μικρότερη συνιστώμενη δόση.




Τζιτζικάκι

Τζιτζικάκι σε φύλλο φιστικιάς

Το τζιτζικάκι ή ιδιόκερος (Idiocerus stali) συγκαταλέγεται στους εχθρούς της φιστικιάς. Προσβάλλει τα φύλλα και τους βότρεις της φιστικιάς. Όταν ο πληθυσμός είναι μεγάλος τα φύλλα παρουσιάζουν μαρασμό και παραμορφώσεις και οι νεαροί καρποί ξηραίνονται. Τα νύγματα των εντόμων προκαλούν μικρά μαύρα στίγματα διαμέτρου 0,1-0,5 mm. Τα στίγματα είναι πολυπληθή πάνω στις ράχες των βοτρύων οι οποίες φαίνονται μαύρες. Τα προσβεβλημένα όργανα καλύπτονται από μελιτώδη ουσία που εκκρίνεται από τις νύμφες. Στην συνέχεια μπορεί να αναπτυχθεί καπνιά, από όπου μπορεί να προκληθούν σοβαρές ζημιές και μείωση της παραγωγής.

Το έντομο διαχειμάζει υπό μορφή ακμαίου σε σχισμές του φλοιού των δένδρων. Διαχειμάζοντα ακμαία έχουν βρεθεί στο Ιράν και σε άλλα δένδρα πλην των ειδών Pistacia όπως Eleagnus angustifolius, Prunus armeniaca κ.α. Ακόμη έχουν βρεθεί σε μεγάλους πληθυσμούς στις σχισμές τηλεγραφικών στύλων και σε ρωγμές τοίχων κοντά στις φυτείες φιστικιάς. Τα ακμαία ενεργοποιούνται περί τα μέσα Απριλίου. Στο στάδιο αυτό μυζούν τους χυμούς των διογκομένων οφθαλμών προκαλώντας έκκριση κόμμεος. Τα θήλεα γεννούν τα ωά τους επί των μίσχων των φύλλων και των ποδίσκων των βοτρύων. Γεννούν ανά τρια ωά σε κάθε σημείο προσβολής. Τα θήλεα εναποθέτουν κατά μέσο όρο 70 ωά. Η εκκόλαψη τελειώνει περί τα μέσα Μαίου. Οι νύμφες τρέφονται απομυζώντας τους χυμούς κυρίως των ποδίσκων και των νεαρών καρπών. Το έντομο έχει τρια προνυμφικά στάδια. Τα ακμαία είναι πολύ ευκίνητα. Με την παραμικρή ενόχληση μετακινούνται ταχύτατα από τη μια επιφάνεια του φύλλου στην άλλη ή και πετούν και επικάθονται σε άλλο σημείο του δένδρου σε μικρή απόσταση. Τα ακμαία παραμένουν επί των δένδρων όλο το θέρος, τρέφονται πολύ λίγο και ο αριθμός τους συνεχώς μειώνεται. Έχει μια μόνο γενεά το έτος.

Οι ψεκασμοί που εφαρμόζονται κατά του σκώρου καταπολεμούν και αυτό τον εχθρό. Αν παρουσιαστεί υψηλός πληθυσμός του ιδιόκερου πριν από την εμφάνιση των παραπάνω εντόμων εφαρμόζεται ένας μόνο ψεκασμός με το diazinon.




Κοκκοειδή

Προσβολή κοκκοειδούς σε φιστικιά

Τα κοκκοειδή (Melanaspis sp) αποτελούν έναν από τους πιο συχνούς εχθρούς της φιστικιάς ειδικά στη Νότια Ευρώπη. Οι προνύμφες 1ου σταδίου εγκαθίστανται στα φύλλα, όπου μυζούν τους χυμούς, παράγουν άφθονα μελιτώδη εκκρίματα, ρυπαίνοντας ολόκληρο το φυτό. Παράλληλα, ευνοούν δευτερογενείς προσβολές από μύκητες της καπνιάς. Προοδευτικά το φυτό εξασθενίζει.

Έχουν 1 γενεά το χρόνο. Διαχειμάζει είτε σαν ενήλικο είτε σαν ανεπτυγμένη προνύμφη, στο φλοιό των κληματίδων και των βραχιόνων των φυτών - ξενιστών. Τα ενήλικα θηλυκά παρατηρούνται κυρίως τον Μάϊο - Ιούνιο και ωοτοκούν. Το θηλυκό του Pulvinaria vitis, κατά την περίοδο της ωοτοκίας εκκρίνει άφθονα λευκά κηρώδη νήματα, δημιουργώντας έναν ογκώδη ωόσακκο, στο πίσω μέρος της κοιλίας. Αντίθετα, το Eulecanium corni δεν δημιουργεί ωόσακκο. Οι προνύμφες παρατηρούνται ως τα τέλη Οκτωβρίου και στην συνέχεια διαχειμάζουν.

Οι χειμερινοί ψεκασμοί αντιμετωπίζουν τις διαχειμάζουσες μορφές. Επιίσης, συστήνεται ψεκασμός με κατάλληλα σκευάσματα εναντίον των νεαρών προνυμφών το καλοκαίρι ή νωρίτερα στο μέγιστο της εκκόλαψης.




Τρωγόκαρπος

Προσβολή τρωγόκαρπου στη φιστικιά

Το ενήλικο θηλυκό έχει μήκος 4 - 6mm και γενικό χρώμα χρυσοκίτρινο με τεφροκίτρινη κεφαλή, ερυθρούς οφθαλμούς και κοκκινωπές ανταύγειες στην κοιλιά. Οι πρόσθιες πτέρυγες έχουν μία σκοτεινή ωοειδή κηλίδα κοντά στην πρόσθια πλευρά τους. Το αρσενικό είναι κιτρινέρυθρο. Η προνύμφη είναι λευκότεφρη, άποδη με σώμα κυρτό και λεπτότερο στα δύο άκρα και τελικό μήκος 6mm. Η νύμφη είναι ελεύθερη μέσα στον καρπό.

Έχει μία γενεά το έτος. Διαχειμάζει ως προνύμφη, όχι πλήρως αναπτυγμένη, μέσα στον σπόρο των καρπών που βρίσκονται πάνω στο δένδρο ή πεσμένοι στο έδαφος ή και στην αποθήκη. Η προνύμφη συνεχίζει με τη διάβρωση του σπόρου και την ανάπτυξή της την άνοιξη και νυμφώνεται μέσα στον σπόρο τέλη Μαΐου με Ιούνιο. Η ενηλικίωση γίνεται αρχές Ιουνίου με μέσα Ιουλίου. Για να βγει από τον καρπό, το νεαρό ενήλικο ανοίγει με τις γνάθους του οπή στο σκληρό ενδοκάρπιο και στο μεσοκάρπιο. Μετά τη σύζευξη, το θηλυκό εισάγει ένα αυγό σε κάθε καρπό, στο ενδοσπέρμιο, τρυπώντας με την ωοθέτη του το περικάρπιο. Ένα ποσοστό των προνύμφων ενηλικιώνεται και βγαίνει από τους καρπούς Αύγουστο - Σεπτέμβριο στην Αττική. Τα πρόωρα όμως αυτά ενήλικα δεν δίνουν απογόνους, διότι δεν υπάρχουν τότε καρποί κατάλληλοι για ωοτοκία. Τα ενήλικα βγαίνουν από τα προσβεβλημένα φιστίκια τον Ιούνιο. Όμως, παρατηρείται και εκεί δεύτερη περίοδος πτήσης ενήλικων τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο.

Για την καταπολέμησή του, συνιστάται συλλογή και καταστροφή των φιστικιών και των καρπών της Pistacia terebinthus κατά την περίοδο Αυγούστου - Απριλίου. Το μέτρο αυτό περιορίζει και το ευρύτομο. Συνιστούνται επίσης ψεκασμοί με οργανικό συνθετικό εντομοκτόνο την κατάλληλη εποχή (συνήθως Ιούνιο - Ιούλιο) για να θανατωθούν τα ενήλικα ή και οι νεαρές προνύμφες.




[1],[2],[3]

Βιβλιογραφία

  1. Coleoptera καρποφόρων δένδρων και αμπέλου, πτυχιακή μελέτη της Τσακιράκη Αργυρώς, Ηράκλειο 2010.
  2. Βιολογική καταπολέμηση εχθρών σε καλλιέργεια φιστικιάς και συκιάς του Αντωνόπουλου Δημήτριου,Καθηγητή Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
  3. "Έντομα καρποφόρων δέντρων και αμπέλου", των Τζανακάκη Μ.και Κατσόγιαννος Β., εκδόσεις Αγρότυπος α.ε, Αθήνα 1998.