Πτώση οφθαλμών - ανθέων - καρπών

Από GAIApedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Οι οφθαλμοί μπορεί να διαφοροποιήσουν ανθικά μέρη, αλλά, αν οι οφθαλμοί αυτοί φθάσουν στην άνθηση και οι παραγόμενοι καρποί παραμείνουν στο δένδρο μέχρι την ωρίμανσή τους, αυτό εξαρτάται από τις ενδογενείς και περιβαλλοντικές συνθήκες. Όχι μόνον οι ανθοφόροι οφθαλμοί, αλλά επίσης τα άνθη και οι άγουροι και ώριμοι καρποί πέφτουν από το δένδρο κατά κύματα. Το ποσοστό των οργάνων, που παραμένει στο δένδρο μετά από κάθε κύμα πτώσης αναφέρεται ως τρέχον δέσιμο, σε αντιδιαστολή με το ποσοστό των καρπών, οι οποίοι παραμένουν μετά την πτώση των πετάλων, που από τους δενδροκόμους αποκαλείται καρπόδεση. Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψουμε το ποσοστό των καρπών, που παραμένουν στο δένδρο μετά την καρπόπτωση του Ιουνίου (June drop). Τα κυριότερα δε αίτια είναι:

  • Xειμερινοί παγετοί:

Όταν οι θερμοκρασίες του χειμώνα πέσουν κάτω από -210C, οι ανθοφόροι οφθαλμοί πολλών ειδών θανατώνονται. Η ζημιά είναι πιο σοβαρή, αν η πτώση της θερμοκρασίας είναι ταχεία. Εξωτερικά, οι οφθαλμοί δεν παρουσιάζουν συμπτώματα ζημιάς, αλλά τα μεριστωματικά ανθικά μέρη αποχρωματίζονται και νεκρώνονται. Οι οφθαλμοί αυτοί δεν αναπτύσσονται και τελικά πέφτουν.

  • Έλλειψη χειμερινού ψύχους:

Η έλλειψη χειμερινού ψύχους είναι η συνήθης αιτία που προκαλεί την πτώση των ανθοφόρων οφθαλμών στα πυρηνόκαρπα και κυρίως στη βερικοκκιά. Αυτό επισυμβαίνει πριν από την άνθηση, όταν οι οφθαλμοί αρχίζουν να φουσκώνουν. Οι ποικιλίες διαφέρουν ακόμα και εντός των ειδών, ανάλογα με τις ανάγκες τους σε ψύχους. Οι ποικιλίες εκείνες που έχουν μεγάλες ανάγκες σε ψύχος, ρίχνουν περισσότερους οφθαλμούς, μετά από ένα σχετικά θερμό χειμώνα, απ' εκείνες με μικρότερες ανάγκες σε ψύχος.

  • Eπίδραση της βροχής:

Συνήθως δε, μετά από ένα υγρό, αλλά ελαφρά ψυχρό χειμώνα, η πτώση των ανθοφόρων οφθαλμών δεν επισυμβαίνει την άνοιξη όπως θα έπρεπε. Αυτό το αναπάντεχο γεγονός αποδίδεται στην απόπλυση του αμπσισικού οξέος και άλλων συστατικών παρεμποδιστών της αύξησης στα λέπια των οφθαλμών και στις μεριστωματικές ζώνες του οφθαλμού. Οι Molisch και οι Westwood και Bjornstad βρήκαν, ότι η ύγρανση των ανθοφόρων οφθαλμών μειώνει τη ληθαργική περίοδο τους και επισπεύδει το χρόνο της άνθησης.

  • Πολύ υψηλή καλοκαιρινή θερμοκρασία:

Οφθαλμόπτωση ανθοφόρων και βλαστοφόρων οφθαλμών σε διάφορες ποικιλίες αμυγδαλιάς λαμβάνει χώρα κατά τα τέλη του καλοκαιριού, όταν η θερμοκρασία κυμαίνεται γύρω στους 400C για αρκετές ημέρες. Η ανωμαλία αυτή ονομάζεται μη μολυσματική πτώση οφθαλμών. Η οφθαλμόπτωση είναι πιο έντονη σε κλάδους με ΝΔ έκθεση, γιατί εκτίθενται σε υψηλότερη ηλιακή ακτινοβολία. Δένδρα, τα οποία παράγονται με εμβολιασμό, στον οποίο χρησιμοποιούνται εμβόλια από τους κλάδους αυτούς, εκδηλώνουν τα ίδια συμπτώματα νωρίς από της εγκαταστάσεως τους στον οπωρώνα. Αλλά η ανωμαλία δεν μεταφέρεται στο υποκείμενο ή αντιστρόφως από το υποκείμενο στην κόμη δια μέσου της εμβολιαστικής ένωσης. Ωστόσο, μπορεί να μεταφερθεί σεξουαλικά από γονείς που έχουν τα συμπτώματα στα σπορόφυτα - απογόνους.

  • Aνταγωνισμός μεταξύ αναπτυσσόμενων οργάνων:

Στην ποικιλία φιστικιάς Αιγίνης, οι ανθοφόροι οφθαλμοί στην τρέχουσα βλάστηση πέφτουν, όταν τα έμβρυα των καρπών που φέρονται σε ξύλο του προηγούμενου έτους, αρχίζουν να συσσωρεύουν ξηρά ουσία κατά τα τέλη Ιουνίου. Οφθαλμόπτωση δεν επισυμβαίνει σε μη καρποφόρους κλάδους (έτος ακαρπίας), διότι τα φύλλα είναι σε θέση να παρέχουν τα αναγκαία φωτοσυνθετικά και ορμονικά υλικά, για την ανάπτυξη των ανθοφόρων οφθαλμών.

Η επίδραση αυτή της παραγωγής στην πτώση των ανθοφόρων οφθαλμών δεν επεκτείνεται στους διπλανούς κλάδους. Στο πεκάν, Carya illinoensis, μια μεγάλη παραγωγή καρυδιών προκαλεί πτωχή ανάπτυξη θηλυκών ανθέων. Την άνοιξη, τα άνθη ή ολόκληρες οι ταξιανθίες στους επιμηκυνόμενους καταλυτικούς βλαστούς πέφτουν. Η πτώση αυτή αποδίδεται στην ανικανότητα του άκρου του βλαστού να σχηματίσει κανονικά άνθη και των φύλλων ν' αναπληρώσουν τ' αποθέματα υδατανθράκων στα αποθηκευτικά κύτταρα μεταξύ συγκομιδής, όταν αυτά εξαντλούνται, και φθινοπωρινής φυλλόπτωσης.

Η πρώϊμη φυλλόπτωση των δένδρων το φθινόπωρο, που προκαλείται από τα έντομα ή τους ισχυρούς ανέμους δημιουργεί τα ίδια αποτελέσματα, όπως η υπερπαραγωγή. Η ανεπαρκής παροχή τροφής οδηγεί όχι μόνο σε πτωχή ανάπτυξη θηλυκών ανθέων και σε ανθόπτωση, αλλά επίσης σε σχηματισμό λιγότερων ιούλων ανά οφθαλμό. Μερικές ποικιλίες πεκάν εμφανίζουν έναν άλλο ασυνήθιστο τύπο αποκοπής, ο οποίος αποδίδεται στον ενδογενή ανταγωνισμό. Ένας μικτός ανθοφόρος οφθαλμός στο πεκάν περιέχει ένα προσχηματισμένο βλαστό, που αποτελείται από τις προς τη βάση του καταβολές των ιούλων και τις, προς την κορυφή, καταβολές των φύλλων και των θηλυκών ανθέων. Καθώς ο ίουλος αρχίζει ν' αναπτύσσεται την άνοιξη, το επάκριο τμήμα του μικτού οφθαλμού επιμηκύνεται 1 έως 3cm και μετά αποπίπτει, αποβάλλοντας έτσι τα φύλλα και τα άνθη. Η αποκοπή του επάκριου πλάγιου βλαστού δεν θα επισυμβεί, αν ο κύριος άξονας έχει κορυφολογηθεί στο μικτό οφθαλμό κατά την προηγούμενη ληθαργική περίοδο.

Η αποκοπή βλαστού αποδίδεται σ' ένα τύπο κυριαρχίας της κορυφής. Ο επάκριος οφθαλμός που εκπτύσσεται πρώτος την άνοιξη φαίνεται να υπερτηρεί σε διακινήσιμα τροφικά αποθέματα από τους πλάγιους οφθαλμούς της βάσης, που φέρονται σε ξύλο ηλικίας ενός έτους. Παρόμοιο φαινόμενο αποκοπής παρατηρείται και στην καρυδιά Juglans regia, κυρίως στην πρώτανδρη ποικιλία Serr, η οποία παράγει 10 ίουλους κατά λοχοειδές και 35.000 ανά δένδρο, όταν καλλιεργείται υπό συνθήκες πυκνής φύτευσης. Ο μέσος ώριμος ίουλος συσσωρεύει 350mg ξηρό βάρος, από το οποίο το 3% είναι άζωτο. Η συσσώρευση οργανικών συστατικών από την ανάπτυξη του μεγάλου αριθμού ίουλων σε μια σύντομη περίοδο, εμφανώς αποστερεί τους επάκριους μικτούς οφθαλμούς από θρεπτικά στοιχεία. Συνεπώς, μερικοί οφθαλμοί αποπίπτουν, άλλοι παραμένουν και επιμηκύνονται, αλλά ένα ποσοστό θηλυκών ανώριμων ανθέων περίπου 60 έως 95% επάκρια των βλαστών αποπίπτει.

Η πτώση των οφθαλμών και των ανθέων αποδίδεται στη μικρή περιεκτικότητα αζώτου και κυτοκινινών του οφθαλμού, πριν από την έκπτυξη. Αυτό το δεδομένο στηρίζεται στη μείωση της πτώσης των θηλυκών ανθέων, που επιτυγχάνεται δια ψεκασμού των κλάδων με βενζυλαδενίνη, η οποία είναι συνθετική κυτοκινίνη. Η πτώση άγουρων ιούλων λαμβάνει χώρα τον Αύγουστο, και συνεχίζεται το Σεπτέμβριο, όταν τα έμβρυα αρχίζουν να συσσωρεύουν λάδι και άλλα αποθηκευτικά και δομικά υλικά. Το φαινόμενο αυτό είναι ανάλογο με εκείνο της πτώσης των ανθοφόρων οφθαλμών της φιστικιάς, που οφείλεται μάλλον στον ισχυρό ενδογενή ανταγωνισμό σε ορμονοθρεπτικά στοιχεία.[1]

Βιβλιογραφία

  1. Γενική Δενδροκομία, του Καθηγητή Δενδροκομίας Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνου Α. Ποντίκη, 1997