Ασθένειες πυρηνόκαρπων

Από GAIApedia
Αναθεώρηση της 08:06, 30 Ιουνίου 2015 υπό τον P chasapis (Συζήτηση | συνεισφορές)

(διαφορά) ←Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεώτερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Μυκητολογικές ασθένειες πυρηνόκαρπων

Μονίλια

Προσβολή ροδακίνου από Μονίλια
Προσβολή βερύκοκκου από Μονίλια
Προσβολή δαμάσκηνου από Μονίλια
Προσβολή κερασιών από Μονίλια

Η μονίλια είναι ασκομύκητας και είναι ιδιαίτερα επιίνδυνη ασθένεια για τα πυρηνόκαρπα και συγκεκριμένα για την κερασιά, βυσσινιά, ροδακινιά, βερυκοκκιά, δαμασκηνιά. Λόγω συνεχόμενων βροχοπτώσεων τον Απρίλιο και αργότερα τον Μάϊο προκαλούνται σοβαρές ζημιές στις καλλιέργειες και παρατηρούνται αρχικά προσβεβλημένα άνθη, τα οποία και καταστρέφονται αργότερα. Πάνω στα δένδρο παρατηρείται μερική ακαρπία, ωστόσο είναι δύσκολο να τα ξεράνει ολόκληρα. Προκαλεί πάντως μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή. Αναπτύσσεται πολύ γρήγορα σε θερμοκρασίες άνω των 10oC και υψηλή σχετική υγρασία. Τα κονίδια μπορούν να διασπείρονται με τον αέρα ή την βροχή και προσβάλλουν πολλά δένδρα σε ένα κτήμα.

Τα φαινολογικά στάδια που εμφανίζουν ευαισθησία τα πυρηνόκαρπα στην ασθένεια αυτή είναι η άνθηση, η ωρίμανση καρπών και μετασυλλεκτικά. Τα συμπτώματα της μονίλιας στα πυρηνόκαρπα είναι σαφή και ξεχωρίζονται εύκολα. Η είσοδος του παθογόνου, γίνεται κυρίως από τα άνθη ή τις ουλές στο φυτό. Ενώ οι καρποί μπορούν να προσβληθούν από μικρό εκδορές. Είναι σαφές ότι οι προσβολές από τον μύκητα αυτόν είναι ένα πολυδύναμο φαινόμενο και δεν καταπολεμούνται με απλούς ψεκασμούς.

Σε κτήματα που έχουν κατά το παρελθόν παρουσιαστεί προβλήματα προσβολών από μονίλια, κατά τη διάρκεια του χειμώνα πρέπει να κλαδεύονται ιδίως σε ημέρες με χαμηλή σχετική υγρασία. Όσοι βλαστοί παρουσιάζουν μεταχρωματισμούς, δηλαδή το χρώμα τους τείνει προς το μαύρο, δεν έχουν κανονική υφή αλλά είναι ζαρωμένοι, έχουν ακόμα ξερά άνθη καφέ χρώματος, ή μουμιοποιημένους καρπούς πρέπει να αφαιρούνται από το κτήμα. όχι μόνο από το δένδρο. Τα εργαλεία του κλαδέματος καλό θα είναι να αποστειρώνονται με οινόπνευμα. Μετά το κλάδεμα, πρέπει να γίνεται εφαρμογή ειδικών χειμερινών σκευασμάτων (π.χ βορδιγάλειος πολτός), με καλό λούσιμο των βλαστών με σκοπό την κάλυψη των ουλών. Κατά την περίοδο της άνθησης, ο αριθμός των ψεκασμών θα εξαρτηθεί από τις καιρικές συνθήκες, αν επικρατούν συνθήκες υψηλής σχετικής υγρασίας, τότε πρέπει να γίνουν έως και 4 εφαρμογές μυκητοκτόνων. Πριν τη ρόδινη κορυφή, στο 20% των ανοιγμένων άνθεων, στην πλήρη άνθιση και τέλος στη πτώση πετάλων. Αν υπάρξουν προσβεβλημένα άνθη, τότε αυτοί οι βλαστοί πρέπει να αφαιρεθούν. Στην χρονική περίοδο που μεσολαβεί μέχρι την ωρίμανση, τα περισσότερα δένδρα είναι ανθεκτικά στις προσβολές, εκτός αν μεσολαβήσουν πολλές βροχές και συνοδευτούν με χαλάζι. Σε αυτή την περίπτωση η χορήγηση χλωριούχου ασβεστίου για άμυνα ενάντια στην μονίλια κρίνεται αναγκαία. Στη ροδακινιά, ενδείκνυται και θερινό κλάδεμα, αφαιρώντας τους λαίμαργους βλαστούς και βελτιώνοντας τον αερισμό του φυτού. Αν 2 εβδομάδες πριν την ωρίμανση, επικρατούν συνθήκες υψηλής υγρασίας, τότε είναι απαραίτητο να γίνει κάποιος προληπτικός ψεκασμός με κάποιο μυκητοκτόνο. Τέλος, η χρήση ανθεκτικών ποικιλίων στην μονίλια, αποτελεί μία επιπρόσθετη ενεργεία που φέρνει θετικά αποτελέσματα.










Εξωασκοί

Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από Taphrina deformans
Προσβολή καρπού ροδακινιάς από Taphrina deformans
Προσβολή καρπού δαμασκηνιάς από Taphrina pruni

Είναι οι ασθένειες που προκαλούνται από διάφορα είδη του γένους Taphrina. Αποτέλεσμα της προσβολής είναι η έντονη φυλλόπτωση, η εξασθένιση των δένδρων και η μειωμένη και υποβαθμισμένη παραγωγή. Είναι γνωστές ως «καρούλιασμα φύλλου». Στη χώρα μας συχνότερος και σοβαρότερος είναι ο εξώασκος της ροδακινιάς.

Στη ροδακινιά, τα συμπτώματα των φύλλων είναι περισσότερο εμφανή νωρίς την άνοιξη. Τα προσβεβλημένα φύλλα παρουσιάζουν ανώμαλη πάχυνση του ελάσματος (τοπική ή ολική) λόγω υπερπλασίας των παρεγχυματικών ιστών, κατσάρωμα και παραμόρφωση. Έχουν χρώμα υπέρυθρο ή κατσαρό και αργότερα γίνονται ερυθροκίτρινα ή κιτρινότερφα. Μετά από έντονη φυλλόπτωση το δέντρο σχηματίζει συνήθως υγιές φύλλωμα. Η δημιουργία της νέας βλάστησης οδηγεί σε εξασθένηση των δέντρων και σοβαρή καρπόπτωση. Κατσάρωμα και παραμόρφωση των φύλλων προκαλείται επίσης από προσβολή αφίδων. Όμως η προσβολή αφίδων διαφέρει απ’ τον εξώασκο γιατί το έλασμα δεν παχύνεται και ανάμεσα στις πτυχώσεις του ελάσματος παρατηρούνται τα έντομα και οι εκδύσεις τους. Ακόμη αλλά σπανιότερα προσβάλλονται τα άνθη, οι νεαροί καρποί και οι τρυφεροί βλαστοί.

Στη δαμασκηνιά ο εξώασκος (Taphrina pruni) προκαλεί χαρακτηριστική παραμόρφωση των καρπών. Το σχήμα τους είναι ιδιαίτερα επίμηκες, ανώμαλα πεπλατυσμένο και έχουν μέγεθος πολύ μεγαλύτερο του κανονικού. Οι καρποί εσωτερικά αποτελούνται από παχειά σπογγώδη σάρκα, στο κέντρο τους παρουσιάζουν κοιλότητα λόγω πηρώσεως του πυρήνα, παραμένουν πράσινοι και δεν ωριμάζουν.

Οι εξώασκοι οφείλονται σε διάφορα είδη ασκομυκήτων του γένους Taphrina. O Taphrina deformans προσβάλλει τη ροδακινιά. Ο εξώασκος της ροδακινιάς αναπτύσσεται κάτω από την εφυμενίδα, στους μεσοκυττάριους χώρους των επιδερμικών κυττάρων και του παρεγχύματος και προκαλεί υπερπλασία και υπερτροφία των κυττάρων με αποτέλεσμα το σχηματισμό των χαρακτηριστικών συμπτωμάτων της προσβολής. Το μυκήλιο που αναπτύσσεται κάτω απ’την εφυμενίδα παράγει ελεύθερους και παράλληλους μεταξύ τους ασκούς οι οποίοι μετά από πίεση διαρρηγνύουν την εφυμενίδα και εμφανίζονται στην επιφάνεια του ελάσματος το οποίο αποκτά τεφρή αλευρώδη ή βελούδινη εμφάνιση. Οι ασκοί είναι ροπαλοειδείς με πεπλατυσμένη κορυφή και διαστάσεις 25-50*8-11μm. Κάθε ασκός περιέχει 4-8 ασκοσπόρια.

Ο μύκητας διαχειμάζει κυρίως με τα βλαστοσπόρια. Είναι πολύ ανθεκτικά στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και μπορεί να επιβιώσουν περισσότερο από δύο χρόνια. Τα βλαστοσπόρια αποτελούν κυρίως τα μολύσματα της επόμενης άνοιξης. Με υγρό και βροχερό καιρό την άνοιξη τα βλαστοσπόρια μεταφέρονται στις ευπαθείς επιφάνειες των εκπτυσσόμενων φύλλων ή άλλων τρυφερών οργάνων βλαστάνουν και τις μολύνουν. Η είσοδος του παθογόνου γίνεται με απευθείας διάτρηση της εφυμενίδας ή από τα στόματα. Οι μολύνσεις γίνονται κυρίως κατά τη διάρκεια της βραχείας περιόδου μετά την έκπτυξη των οφθαλμών και κυρίως προ της διαφοροποιήσεως των ιστών της νέας βλάστησης. Πάντως η νέα βλάστηση που σχηματίζεται μετά από έντονη φυλλόπτωση λόγω της προσβολής παραμένει υγιής και δε μολύνεται. Έτσι το παθογόνο έχει συνήθως μία ή σπανιότερα δύο γενιές το έτος. Η ασθένεια ευνοείται από τις χαμηλές θερμοκρασίες και την υψηλή σχετική υγρασία κατά τη διάρκεια της ευπάθειας των ιστών. Ο μύκητας μολύνει ευχερώς τους ιστούς σε θερμοκρασίες 10-20oC αλλά με δυσκολία σε θερμοκρασίες μικρότερες των 70oC.

Η αντιμετώπιση του εξώασκου της ροδακινιάς βασίζεται στην εκτέλεση ενός μόνο ψεκασμού για την καταστροφή των μολυσμάτων κατά τη διάρκεια του λήθαργου των δέντρων. Ο ψεκασμός αυτός μπορεί να γίνει, το φθινόπωρο μετά την πτώση των φύλλων και μέχρι το φούσκωμα των οφθαλμών, με βορδιγάλιο πολτό ή με οξυχλωριούχο χαλκό ή άλλα χαλκούχα. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ. Μετά την είσοδο του παθογόνου στους ιστούς η καταπολέμηση της ασθένειας δεν είναι δυνατή.

Συνιστάται η αφαίρεση και το κάψιμο των προσβεβλημένων βλαστών σε όλη τη διάρκεια της βλαστικής περιόδου. Σε περιπτώσεις σοβαρής προσβολής απ’τον εξώασκο συνιστάται ενίσχυση των δέντρων με εφαρμογή αζωτούχου λίπανσης, μείωση των συνεπειών της ξηρασίας με περιοδικές αρδεύσεις και με αραίωση των καρπών ανάλογα με το φύλλωμα των φυτών. Τα παραπάνω μέτρα εφαρμόζονται και εναντίον του T. pruni.






Κορύνεο

Προσβολή καρπού ροδακινιάς από Coryneum blight
Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από Coryneum blight
Προσβολή καρπού βερυκοκκιάς από Coryneum blight
Προσβολή φύλλου βερυκοκκιάς από Coryneum blight
Προσβολή καρπού κερασιάς από Coryneum blight
Προσβολή φύλλου κερασιάς από Coryneum blight
Προσβολή καρπού δαμασκηνιάς από Coryneum blight
Προσβολή φύλλου δαμασκηνιάς από Coryneum blight


Ασθένεια όλων των πυρηνόκαρπων πολύ διαδεδομένη στη χώρα μας, που προσβάλλει συνήθως τη ροδακινια, βερυκοκκιά, κερασιά και δαμασκηνιά. Η ασθένεια είναι συχνά πολύ σοβαρή για τη ροδακινιά γιατί προσβάλλει τους βλαστούς και προκαλεί ξηράνσεις κλαδίσκων ενώ μπορεί να προκαλέσει ξηράνσεις μεγαλύτερων κλάδων ή δένδρων. Γνωστή με τα ονόματα coryneum blight, shot-hole, gym spot.

Η ασθένεια προσβάλλει τους βλαστούς, τους οφθαλμούς, τα άνθη, τα φύλλα και τους καρπούς. Ο μύκητας εγκαθίσταται στους επιφανειακούς ιστούς των οργάνων και προκαλεί νεκρωτικές κηλιδώσεις, μικρά έλκη στους βλαστούς και νεκρώσεις οφθαλμών. Τα πλέον συχνά και χαρακτηριστικά συμπτώματα εμφανίζονται στο έλασμα των τρυφερών φύλλων και την επιφάνεια των νεαρών καρπών.

Τα φαινολογικά στάδια που εμφανίζει ευαισθησία η καλλιέργεια των πυρηνοκάρπων είναι η πτώση των πετάλων μέχρι την άνοδο των θερμοκρασιών πάνω από 27οC το καλοκαίρι.

Στα φύλλα εμφανίζονται αρχικά κυκλικές ερυθροκαστανές κηλίδες διαμέτρου 2-3 mm οι οποίες στη συνέχεια γίνονται καστανές, αποξηραίνονται στο κέντρο και περιβάλλονται από ερυθροϊώδη περιφέρεια. Οι νεκρούμενοι ιστοί αποχωρίζονται από το υγιές μέρος του ελάσματος και πέφτουν οπότε σχηματίζονται οπές. Το σύμπτωμα αυτό ονομάζεται «τρύπες από σκάγια». Πολλές φορές σχηματίζονται πολυάριθμες κηλίδες στο έλασμα ή αυξάνονται πολύ σε μέγεθος και ενώνονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα τη νέκρωση μεγάλων περιοχών του ελάσματος οι οποίες μετά την πτώση τους κάνουν το φύλλο να μοιάζει με «σχισμένο». Φύλλα έντονα προσβεβλημένα πέφτουν πρόωρα. Παρόμοιες κηλιδώσεις επί των φύλλων και «τρύπες από σκάγια» προκαλούνται στα πυρηνόκαρπα και από διάφορες άλλες παρασιτικές ή μη παρασητικές προσβολές.

Στους καρπούς σχηματίζονται κηλίδες παρόμοιες με εκείνες των φύλλων. Οι κηλίδες συχνά είναι βυθισμένες. Πολλές φορές επί των κηλίδων εμφανίζεται έκκριση κόμμεος. Στους βλαστούς σχηματίζονται αρχικά μικρές ερυθροκαστανές ελλειψοειδείς κηλίδες οι οποίες στη συνέχεια μεγαλώνουν, βυθίζονται και εξελίσσονται σε μικρά έλκη. Επί των ελκών εμφανίζεται συχνά έκκριση κόμμεος. Την ασθένεια προκαλεί ο μύκητας Wilsonomyces carpophilus. Οι καρποφορίες του μύκητα είναι τα σποριοδόχεια τα οποία σχηματίζονται, κάτω από την εφυμενίδα ή τον εξωτερικό φλοιό, στους προσβεβλημένους ιστούς του δέντρου. Ο μύκητας διαχειμάζει σαν μυκήλιο ή κονίδια στα έλκη των βλαστών και στους οφθαλμούς. Τα κονίδια παράγονται σε όλη τη βλαστική περίοδο, δηλαδή από την άνθηση των δέντρων μέχρι το φθινόπωρο. Ο χρόνος επώασης της ασθένειας κυμαίνεται από 3-15 μέρες ανάλογα με τη θερμοκρασία και τα προσβαλλόμενα φυτικά μέρη. Οι κηλίδες στα φύλλα εμφανίζονται μέσα σε 5 ημέρες από τη μόλυνση σε θερμοκρασία 200oC.

Για την καταπολέμηση συνιστάται το παρακάτω πρόγραμμα ψεκασμών:

  1. Το φθινόπωρο και κατά την πτώση των φύλλων με βορδιγάλιο πολτό ή οξυχλωριούχο χαλκό.
  2. Κατά την περίοδο της χειμερίας νάρκης, λίγο προ της ενάρξεως διογκώσεως των οφθαλμών, με τα ίδια φάρμακα.
  3. Κατά την πτώση των πετάλων. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.
  4. 20 ημέρες από τον προηγούμενο, με τα ίδια φάρμακα. Επιπλέον συνιστάται η αφαίρεση και το κάψιμο των προσβεβλημένων κλαδίσκων. Οι ποικιλίες ροδακινιάς Lovell και Muir αναφέρονται ότι είναι ανθεκτικές στο Κορύνεο.









Ωΐδιο

Προσβολή καρπού ροδακινιάς από Sphaerotheca pannosa
Προσβολή φύλλων ροδακινιάς από Sphaerotheca pannosa
Προσβολή καρπών βερυκοκκιάς από Podosphaera tridactyla
Προσβολή καρπού δαμασκηνιάς από Podosphaera tridactyla

Τα πυρηνόκαρπα προσβάλλονται από διάφορα είδη ωΐδίων που έχουν παγκόσμια εξάπλωση. Στη χώρα μας, προβλήματα από προσβολή ωΐδίων εμφανίζονται κυρίως στη ροδακινιά και βερυκοκκιά. Με ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη της ασθένειας προκαλείται καχεκτική ανάπτυξη των δέντρων και μειωμένη παραγωγή. Οι καρποί λόγω μικρού μεγέθους και κακής εμφανίσεως είναι υποβαθμισμένης ποιότητας. Σοβαρές είναι οι προσβολές των δενδρυλλίων στα φυτώρια.

Το φαινολογικό στάδιο που εμφανίζει ευαισθησία η καλλιέργεια των πυρηνοκάρπων στον μύκητα είναι η πτώση των πετάλων μέχρι την άνοδο των θερμοκρασιών πάνω από 30oC το καλοκαίρι (συνήθως σε όλη την καλλιεργητική περίοδο.)

Η ασθένεια προσβάλλει τα φύλλα, τους τρυφερούς βλαστούς, τα άνθη, τους οφθαλμούς και τους καρπούς. Τα προσβαλλόμενα μέρη εμφανίζουν διάφορους βαθμούς χλωρώσεως των ιστών οι οποίοι σε προχωρημένα στάδια της ασθένειας νεκρώνονται. Χαρακτηριστικό των ωιδίων είναι ότι όλα τα προσβαλλόμενα όργανα εμφανίζουν, επιφανειακά, ένα τεφρόλευκο αλευρώδες επίχρισμα Τα νεαρά αναπτυσσόμενα φύλλα παρουσιάζουν κατσάρωμα και παραμόρφωση, λόγω της νεκρώσεως των επιδερμικών κυττάρων στις προσβεβλημένες θέσεις. Καχεκτική ανάπτυξη, κάμψη της κορυφής και ενίοτε ξηράνσεις εμφανίζουν και οι τρυφεροί βλαστοί του δέντρου.

Επίσης οι οφθαλμοί που προσβάλλονται προ της εκπτύξεώς τους είτε δεν εκπτύσσονται ή εκπτύσσονται βραδέως και παράγουν λόγω της αμέσου προσβολής τους από το παθογόνο, καχεκτική βλάστηση ή μεταχρωματισμένες ταξιανθίες που τελικά ξεραίνονται και πέφτουν.Στους καρπούς σχηματίζονται υπόλευκες κυκλικές κηλίδες οι οποίες είναι δυνατόν να καλύψουν ένα μεγάλο μέρος ή ολόκληρη την επιφάνειά τους.

Το ωΐδιο της ροδακινιάς οφείλεται στο μύκητα Sphaerotheca pannosa με ατελή μορφή το Oidium leucoconium. O μύκητας διαχειμάζει σαν μυκήλιο στους οφθαλμούς και σε ήπιους χειμώνες στους βλαστούς και κλαδίσκους της ροδακινιάς. Οι βλαστοί που εκπτύσσονται από μολυσμένους οφθαλμούς την άνοιξη καλύπτονται απ’ το μύκητα και τους κονιδιοφόρους του. Τα σχηματιζόμενα κονίδια αποτελούν κυρίως τα μολύσματα για τις μολύνσεις των τρυφερών οργάνων. Τα κονίδια είναι ξηροσπόρια και μεταφέρονται με τον άνεμο. Έχουν άριστη θερμοκρασία βλαστήσεως που κυμαίνεται από 21-27oC. Τα κονίδια δε βλαστάνουν σε θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 36oC. Η ασθένεια ευνοείται από ξηρό καιρό και μεγάλη ηλιοφάνεια και είναι ιδιαίτερα σοβαρή στα νεαρά δένδρα, τις όψιμες ποικιλίες και τις ποικιλίες νεκταρινιάς. Οι ιστοί του δέντρου γίνονται ανθεκτικοί στις μολύνσεις καθώς ωριμάζουν.

Το ωΐδιο της βερυκοκκιάς οφείλεται στον μύκητα Podosphaera tridactyla. Ο μύκητας αυτός μπορεί να προσβάλλει και τους καρπούς της δαμασκηνιά. Το παθογόνο διαχειμάζει σαν μυκήλιο επί των φύλλων της βερικοκιάς που παραμένουν στο δέντρο το χειμώνα ενώ στις περιοχές που λόγω πολύ χαμηλών θερμοκρασιών πέφτουν όλα τα φύλλα, η διαχείμαση του παθογόνου γίνεται με τα κλειστοθήκια. Στα βερύκοκκα στο εσωτερικό τους μέρος σχηματίζονται λευκά χνούδια (σαν πούδρα), γεγονός που προσδίδει την προσβολή τους από το ωΐδιο.

Συνιστώνται τρεις ψεκασμοί των δέντρων στα ακόλουθα στάδια βλαστήσεως: α) κατά την πτώση των πετάλων, β) απόσπαση του κάλυκα (10-15 ημέρες από τον προηγούμενο) και γ) περίπου 20 μέρες από τον προηγούμενο. Σε περιοχές που η ασθένεια , ιδίως στη ροδακινιά, αποτελεί σοβαρό πρόβλημα οι ψεκασμοί συνεχίζονται ανά 10-15 ημέρες μέχρι πέρατος της ανάπτυξης των βλαστών. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.








Αδρομυκώσεις

Προσβολή ροδακινιάς από Verticillium
Προσβολή βερυκοκκιάς από Verticillium
Προσβολή δαμασκηνιάς από Verticillium
Προσβολή κερασιάς από Verticillium

Οι αδρομυκώσεις οφείλονται σε προσβολή των αγγειωδών ιστών από μύκητες. Τα ασθενή φυτά εκδηλώνουν σε μερικούς βλαστούς ή σ’ολόκληρο το φύλλωμα συμπτώματα μαρασμού και κακής διατροφής που τελικά καταλήγουν στην αποξήρανση κλάδων ή ολόκληρου του φυτού. Σοβαρότερες είναι οι ασθένειες που οφείλονται σε μύκητες των γενών Fusarium και Verticillium. Οι αδρομυκώσεις των πυρηνόκαρπων οφείλονται αποκλειστικά σε μύκητες του γένους Verticillium. Τα πυρηνόκαρπα που προσβάλλονται συχνότερα και σοβαρότερα από τις βερτισιλλιώσεις είναι η βερυκοκκιά, ροδακινιά, κερασιά και δαμασκηνιά.

Στα πυρηνόκαρπα τα πρώτα συμπτώματα της προσβολής είναι μαρασμός μερικών κλάδων ή βραχιόνων και χλώρωση των φύλλων που εμφανίζονται συνήθως στις αρχές του καλοκαιριού και ακολουθούνται από καστανόχρωση, καρούλιασμα και φυλλόπτωση και τελικά την αποξήρανση των προσβεβλημένων κλάδων. Είναι χαρακτηριστικό των αδρομυκώσεων ότι τα συμπτώματα παρουσιάζονται στη μία πλευρά των προσβεβλημένων οργάνων ενώ στην άλλη δεν παρατηρούνται συμπτώματα. Στα αγγεία του ενεργού ξύλου των προσβεβλημένων κλάδων ή βραχιόνων παρατηρείται έντονος καστανός μεταχρωματισμός.

Το παθογόνο διατηρείται στο έδαφος και επιβιώνει για πάρα πολλά χρόνια. Επιβιώνει κυρίως με τα μικροσκληρώτια αλλά και σαν μυκήλιο και κονίδια στα προσβεβλημένα υπολείμματα της καλλιέργειας. Ένας άλλος τρόπος διαιωνίσεως του παθογόνου και αυξήσεως των μολυσμάτων του στο έδαφος είναι τα διάφορα ζιζάνια ξενιστές του.

Η τοπική διασπορά των μολυσμάτων γίνεται με το νερό, τα υπολείμματα της καλλιέργειας, τα ζιζάνια και με το έδαφος που μεταφέρεται με τα εργαλεία και μηχανήματα κατεργασίας του εδάφους. Το νερό του ποτίσματος αποτελεί πολύ σοβαρό παράγοντα διασποράς των μολυσμάτων του μύκητα σε αμόλυντα δενδροκομεία όταν έχει περάσει από ασθενή λαχονοκομικά φυτά σε μολυσμένο έδαφος. Οι μολύνσεις των φυτών γίνονται κυρίως από τις ρίζες με απ’ευθείας είσοδο του παθογόνου. Η είσοδος του παθογόνου διευκολύνεται ιδιαίτερα από πληγές που προκαλούνται στις ρίζες από νηματώδεις ή έντομα. Η βερτισιλλίωση είναι μια τυπικά εδαφογενής ασθένεια. Μετά την είσοδό του στις ρίζες ο μύκητας προχωρεί και εγκαθίσταται στα αγγεία του ξύλου.

Η ανάπτυξη και η ένταση της ασθένειας εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως είναι, η επιβίωση του μολύσματος, η πυκνότητα του μολύσματος, η φυλή του παθογόνου, η ποικιλία του φυτού, το έδαφος, η θερμοκρασία του εδάφους και αέρα, τα ζιζάνια, οι βροχοπτώσεις και αρδεύσεις, η συγκαλλιέργεια και οι καλλιεργητικές επεμβάσεις. Σε πολλές περιπτώσεις παρατηρείται αυτόματη θεραπεία προσβεβλημένων δέντρων. Η αιτία αυτού του φαινομένου πιθανότατα οφείλεται στο θάνατο του παθογόνου λόγω επιδράσεως εσωτερικών ή εξωτερικών παραγόντων ή στον εγκλωβισμό του μύκητα στο παλαιό ξύλο όταν σχηματίζονται οι νέες αγγειώδεις δεσμίδες από το φυτό.

Δεν υπάρχει χημική θεραπεία της βερτισιλλιώσεως. Η αντιμετώπισή της βασίζεται στη χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού σε αμόλυντο έδαφος, χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών ή υποκειμένων και στην αποφυγή εγκαταστάσεως των δενδροκομείων σε εδάφη που καλλιεργήθηκαν για μακρό χρόνο με ευπαθή ετήσια φυτά. Ενθαρρυντικά αποτελέσματα έχει δώσει και η λίπανση του εδάφους με ηλιακή θερμότητα (κάλυψη της επιφάνειας του εδάφους με διαφανή φύλλα πολυαιθυλενίου από τον Ιούλιο μέχρι Σεπτέμβριο). Ενθαρρυντικά δεδομένα υπάρχουν για τη βιολογική καταπολέμηση της ασθένειας με τη χρησιμοποίηση ανταγωνιστικών μικροοργανισμών. Συνιστώνται ακόμα τα παρακάτω:

  1. Αποφυγή συγκαλλιέργειας των δέντρων με ευπαθή ετήσια φυτά.
  2. Αποφυγή δημιουργίας πληγών με τα καλλιεργητικά εργαλεία στην περιοχή του λαιμού και των ριζών.
  3. Η άρδευση των δέντρων να μη γίνεται με αυλάκια γιατί τα μολύσματα μεταφέρονται με το νερό στα υγιή δέντρα.
  4. Συστηματική χημική καταπολέμηση των ζιζανίων.
  5. Στις περιπτώσεις εκδήλωσης συμπτωμάτων να γίνεται αφαίρεση των προσβεβλημένων κλάδων σε απόσταση 20-30 cm πέρα απ’ το σημείο μαρασμού και καταστροφή με φωτιά.
  6. Εκρίζωση των αποξηραμένων δέντρων μαζί με το ριζικό σύστημα και απολύμανση του εδάφους.







Σκωρίαση

Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από Tranzschelia pruni-spinosae
Προσβολή φύλλου βερυκοκκιάς από Tranzschelia pruni-spinosae
Προσβολή φύλλου δαμασκηνιάς από Tranzschelia pruni-spinosae

Η σκωρίαση των πυρηνόκαρπων είναι αρκετά συχνή στη χώρα μας, προσβάλλει συνήθως τη βερυκοκκιά, ροδακινιά και δαμασκηνιά και προκαλεί φυλλόπτωση και κηλίδωση των καρπών.

Τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως στα φύλλα και τους καρπούς και σπανιότερα στους βλαστούς. Στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων εμφανίζονται μικρές, σχεδόν πολυγωνικές, κίτρινες κι αργότερα καστανές κηλίδες ενώ στις αντίστοιχες θέσεις της κάτω επιφάνειας σχηματίζονται πορτοκαλοκίτρινες κηλίδες διάστικτες από μικροσκοπικές καστανές φλύκταινες. Στο κάτω μέρος των φύλλων σχηματίζονται επίσης αργά το καλοκαίρι καστανόμαυρες φλύκταινες. Τα έντονα προσβεβλημένα φύλλα κιτρινίζουν και πέφτουν πρόωρα.

Στους καρπούς σχηματίζονται στην αρχή υδατώδεις κυκλικές, σκούρες πράσινες κηλίδες διαμέτρου 3-5mm που βυθίζονται καθώς ο καρπός αναπτύσσεται. Το κέντρο της κηλίδας παίρνει χρώμα βαθύ κίτρινο ή πορτοκαλί. Ο μύκητας μπορεί να σχηματίσει στο κέντρο των κηλίδων καρποφορίες που φαίνονται σαν καστανές μέχρι μαύρες κονιορτώδεις περιοχές. Οι προσβεβλημένοι ιστοί στις κηλίδες παίρνουν χρώμα κιτρινόμαυρο μέχρι καστανόμαυρο γίνονται σκληροί και δερματώδεις και παραμένουν συνήθως προσκολλημένοι στους γειτονικούς υγιείς ιστούς. Συχνά στο περιθώριο των κηλίδων δημιουργούνται μικρά σκασίματα στο περικάρπιο. Η προσβολή των καρπών είναι περισσότερο συνήθης στα βερίκοκα και μοιάζει με τα συμπτώματα που προκαλεί το Κορύνεο. Στους βλαστούς σχηματίζονται μικρά καστανά μέχρι μαύρα έλκη στα οποία δημιουργούνται σχισμές απ’όπου βγαίνουν καστανές μάζες σπορίων.

Η σκωρίαση των πυρηνοκάρπων οφείλεται στον μύκητα Tranzschelia pruni-spinosae. Αναγνωρίζονται δύο φυλές του παθογόνου, η Τ.p.-s. var. Discolor και η T.p.-s. var. Pruni-spinosae. Είναι μία σκωρίαση ετερόοικη και μακροκυκλική. Στα πυρηνόκαρπα σχηματίζει τα ουρεδοσπόρια και τελειοσπόρια. Τα ουρεδοσπόρια σχηματίζονται σε σωρούς στα προσβεβλημένα όργανα την άνοιξη και βλαστάνουν εύκολα με την παρουσία σταγόνας νερού ή δρόσου και μολύνουν καθόλη τη βλαστική περίοδο τα πυρηνόκαρπα, αλλά δεν μπορούνα να μολύνουν την ανεμώνη. Αργά το καλοκαίρι παράγονται τα τελειοσπόρια, πάλι σε σωρούς. Τα τελειοσπόρια δε βλαστάνουν αμέσως. Διαχειμάζουν, καθώς παραμένουν στα προσβεβλημένα όργανα και την επόμενη άνοιξη καθώς βλασταίνουν σχηματίζουν μικρά βασίδια. Κάθε βασίδιο παράγει 4 βασιδιοσπόρια τα οποία διασπείρονται με τον άνεμο, βλαστάνουν και μολύνουν την ανεμώνη. Δεν είναι ικανά να μολύνουν τα πυρηνόκαρπα.

Συνέπεια της μόλυνσης των πυρηνόκαρπων είναι ο σχηματισμός ουρεδοσωρών και ουρεδοσπορίων. Τα ακιδιοσπόρια μολύνουν μόνο πυρηνόκαρπα. Ο μύκητας κατά κανόνα διαχειμάζει υπό μορφή ουρεδοσπορίων πάνω στους κλάδους και στα πεσμένα φύλλα των πυρηνόκαρπων στο έδαφος. Οι μολυσμένοι κλαδίσκοι και φύλλα των πυρηνόκαρπων αποτελούν τις κύριες εστίες των μολυσμάτων. Οι παραγόμενες εκεί την άνοιξη μεγάλες ποσότητες ουρεδοσπορίων διασπείρονται με τον άνεμο και τη βροχή και προκαλούν τις νέες μολύνσεις στα δέντρα.

Για την καταπολέμηση της ασθένειας συνιστώνται 2-3 ψεκασμοί κατά την περίοδο της βλάστησης ανά 10-15 ημέρες. Ο πρώτος ψεκασμός εφαρμόζεται κατά την πτώση των πετάλων. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.






Νέκρωση βραχιόνων

Προσβολή βερυκοκκιάς απο τη Νέκρωση βραχιόνων

Ασθένεια πολύ διαδεδομένη στη χώρα μας που προκαλεί σοβαρές ζημιές στα δενδροκομεία βερυκοκκιάς. Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της προσβολής στη βερικοκιά είναι η παρουσία διογκωμένων ελκών με επιμήκεις ρωγμές στους κλάδους ή τον κορμό των δέντρων. Ελκών που αρχίζουν πάντοτε από τις τομές του κλαδέματος και από τα οποία συνήθως βγαίνει άφθονο κόμμι. Το ξύλο των προσβεβλημένων κλάδων, στην περιοχή των ελκών, εμφανίζει ένα βαθύ καστανό μεταχρωματισμό. Αποπληξία των νεαρών κυρίως δέντρων παρατηρείται όταν τα έλκη αναπτύσσονται στο κατώτερο μέρος του κορμού. Οι προσβολές είναι συχνότερες και σοβαρότερες στην ποικιλία Υπερπρώιμο Τύρινθας και σε μικρότερη ένταση στη Μπεμπέκου.

Για την καταπολέμηση της ασθένειας γίνεται:

  1. Επιμελής αφαίρεση των προσβεβλημένων κλάδων ή βραχιόνων, πέραν του σημείου που παρατηρείται μεταχρωματισμός του ξύλου και καταστροφή με φωτιά.
  2. Συλλογή και κάψιμο όλων των νεκρών δέντρων, πασσάλων που βρίσκονται στην περιοχή και αποτελούν ξενιστές του μύκητα.
  3. Το κλάδεμα να γίνεται εφ’όσον είναι δυνατό, με ξηρό καιρό και να ακολουθείται από ψεκασμό των φυτών ή να γίνεται επάλειψη των τομών με διάλυμα ή με κατάλληλη προστατευτική των πληγών αλοιφή.
  4. Ικανοποιητική προστασία των δέντρων βερικοκιάς φαίνεται ότι παρέχει η συνδυασμένη καταπολέμηση. Συνδυασμός χημικής και βιολογικής καταπολέμησης.
  5. Για την καταπολέμιση της ασθένειας γίνεται ψεκασμός των δέντρων τρεις μέχρι έξι μέρες μετά το κλάδεμα, με αιώρημα σπορίων σε νερό.

Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.




Κυλινδροσπορίωση

Προσβολή φύλλου κερασιάς από Blumeriella jaapii
Προσβολή φύλλου βυσσινιάς από Blumeriella jaapii

Η κυλινδροσπορίωση είναι μια ασθένεια ιδιαίτερα σοβαρή σε υγρές περιοχές, που προσβάλλει κυρίως τη βυσσινιά και την κερασιά αλλά και τη δαμασκηνιά και βερυκοκκιά. Η ροδακινιά είναι ανθεκτική.

Η ασθένεια εκδηλώνεται αρχικά στο πάνω μέρος του ελάσματος των φύλλων με τη μορφή μικρών, κυκλικών υπέρυθρων μέχρι πορφυρών κηλίδων. Αργότερα οι κηλίδες γίνονται καστανές και αποκτούν σαφές περιθώριο. Με υγρό και βροχερό καιρό, ρόδινες μέχρι λευκές μάζες σπορίων εμφανίζονται στο κάτω μέρος του ελάσματος στο κέντρο των κηλίδων. Οι προσβεβλημένοι ιστοί των κηλίδων τελικά νεκρώνονται και συχνά αποχωρίζονται από τους υγιείς ιστούς, πέφτουν και δημιουργούν οπές στο έλασμα. Τα προσβεβλημένα φύλλα γίνονται χλωρωτικά και πέφτουν πρόωρα. Οι καρποί, οι ποδίσκοι και οι βλαστοί του δέντρου προσβάλλονται σπανίως. Την ασθένεια προκαλεί ο ασκομύκητας Blumeriella jaapii.

Ο μύκητας διαχειμάζει στα πεσμένα φύλλα στο έδαφος. Εκεί σχηματίζονται αργά το χειμώνα και νωρίς την άνοιξη τα αποθήκια του μύκητα. Με τη διαβροχή των αποθηκίων πραγματοποιείται η ελευθέρωση των ασκοσπορίων Τα ασκοσπόρια μεταφέρονται με τον άνεμο στα ευπαθή φύλλα και προκαλούν τις πρωτογενείς μολύνσεις. Τα φύλλα είναι ευπαθή στις μολύνσεις μετά την πλήρη ανάπτυξη των στομάτων τους γιατί η είσοδος του μύκητα γίνεται μόνο από τα στόματα του ελάσματος. Αμέσως μετά την εμφάνιση των κηλίδων, σχηματίζονται στο κάτω μέρος του φύλλου τα ακέρβουλα του μύκητα. Πάνω σε αυτά παράγονται ρόδινες μέχρι υπόλευκες μάζες σπορίων (κονίδια). Τα κονίδια που αποτελούν τα μολύσματα για τις δευτερογενείς μολύνσεις διασπείρονται με τη βροχή και τα ρεύματα του αέρα σε άλλα φύλλα του δέντρου ή γειτονικών δέντρων. Οι δευτερογενείς μολύνσεις με τα κονίδια συνεχίζονται κατ’ επανάληψη, εφ’ όσον επικρατεί ευνοϊκός καιρός, καθ’ όλη τη βλαστική περίοδο μέχρι τη φυλλόπτωση το φθινόπωρο.

Για την καταπολέμηση συνιστώνται επεμβάσεις με μυκητοκτόνα που αρχίζουν κατά την πτώση των πετάλων και επαναλαμβάνονται κάθε 10-14 μέρες μετά τη συγκομιδή. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.







Ανθράκωση

Προσβολή φύλλου κερασιάς από Apiognomonia erythrostoma
Προσβολή φύλλων βερυκοκκιάς από Apiognomonia erythrostoma

Απ’ την ασθένεια προσβάλλεται η κερασιά, η βυσσινιά και η βερυκοκκιά. Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η παραμονή των προσβεβλημένων φύλλων πάνω στο δέντρο για μεγάλο διάστημα μετά τη φυλλόπτωση και συνήθως για όλη τη χειμερινή περίοδο, μερικές φορές και μέχρι την επόμενη άνοιξη. Τα πρώτα συμπτώματα της προσβολής εμφανίζονται στις αρχές του καλοκαιριού, με το σχηματισμό χλωρωτικής ζώνης στην περιφέρεια του ελάσματος των φύλλων που κάμπτεται προς τα κάτω, ενώ στη συνέχεια εξελίσσεται σε περιφερειακή νέκρωση ή το σχηματισμό μεγάλων ακανόνιστου σχήματος νεκρωτικών κηλίδων χρώματος ερυθρωπού έως καστανού, και τελικά σε καθολική νέκρωση των φύλλων. Την ασθένεια προκαλεί ο ασκομύκητας Apiognomonia erythrostoma. Η ασθένεια ευνοείται από τον υγρό και βροχερό καιρό και γενικά σε περιβάλλον με υψηλή σχετική υγρασία.

Για την καταπολέμηση εφαρμόζονται οι επεμβάσεις που συνιστώνται κατά του κορύνεου. Πάντως ο πιο αποτελεσματικός τρόπος καταπολέμησης είναι η καταστροφή των προσβεβλημένων φύλλων με κάψιμο.







Κλαδοσπορίωση

Προσβολή ροδάκινου από Venturia carpophila
Προσβολή δαμάσκηνου από Venturia carpophila
Προσβολή βερύκοκκου από Venturia carpophila

Η ασθένεια προσβάλλει την βερυκοκκιά, ροδακινιά, δαμασκηνιά. Ονομάζεται και φουζικλάδιο των πυρηνοκάρπων. Οι εκδηλώσεις της είναι περισσότερο εμφανείς στους καρπούς.

Τα πρώτα συμπτώματα εμφανίζονται όταν ο καρπός αποκτήσει το μισό μέγεθός του και αποτελούνται από μικρές, επιφανειακές, κυκλικές, πράσινες λαδί κηλίδες, διαμέτρου μέχρι 5mm. Οι κηλίδες αργότερα γίνονται μαύρες, ακανόνιστες και αποκτούν υφή «βελούδου» λόγω της αναπτύξεως των καρποφοριών του μύκητα. Στα φύλλα οι κηλίδες σχηματίζονται στο κάτω μέρος του ελάσματος και έχουν διάμετρο μέχρι 10 mm. Στο άνω μέρος του ελάσματος η προσβολή έχει τη μορφή χλωρωτικών θέσεων που αργότερα γίνονται κιτρινοκαστανές μέχρι καστανές. Σε έντονες προσβολές παρατηρείται πρόωρη φυλλόπτωση. Στους νεαρούς τρυφερούς βλαστούς σχηματίζονται υδατώδεις κηλίδες σχήματος κυκλικού ή ελλειψοειδούς που τελικά γίνονται καστανές. Τα συμπτώματα της ασθένειας στην αμυγδαλιά είναι: στους πράσινους βλαστούς εμφανίζονται ελλειψοειδείς κηλίδες, διαμέτρου 1-3 mm, ελαφρά υπερυψωμένες, καστανόμαυρες μέχρι μαύρες, «βελούδινης» υφής. Στα φύλλα και τους καρπούς τα συμπτώματα εμφανίζονται αργότερα. Το αίτιο της ασθένειας είναι ο ασκομύκητας Venturia carpophila με ατελή μορφή Cladosporium carpophilum. Ο μύκητας διαχειμάζει υπό μορφή μυκηλίου στις κηλίδες των βλαστών πάνω στις οποίες σχηματίζονται την άνοιξη, κονίδια για τις πρωτογενείς μολύνσεις των νέων οργάνων του δέντρου.

Συνήθως δεν παρίσταται ανάγκη για την εφαρμογή ιδιαιτέρων επεμβάσεων. Εφ’ όσον υπάρξει πρόβλημα είναι απαραίτητη η προστασία των δέντρων με μυκητοκτόνα ιδιαίτερα κατά το διάστημα των 2-6 εβδομάδων μετά την απόσπαση του κάλυκα.

Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.






Έλκος κλαδίσκων

Προσβολή ροδάκινου από Fusicoccum amygdale
Προσβολή φύλλων ροδακινιάς από Fusicoccum amygdale

Η ασθένεια προσβάλει τη ροδακινιά και προκαλεί ξηράνσεις κλαδίσκων. Τα σπουδαιότερα συμπτώματα εμφανίζονται στους κλαδίσκους, υπό μορφή βυθισμένων τεφροκαστανών μέχρι καστανών ελκών. Στην επιφάνεια των ελκών εμφανίζονται πολυάριθμα μελανά μικροσκοπικά στίγματα που είναι τα πυκνίδια του μύκητα και συχνά παρατηρείται έκκριση κόμμεος. Οι προσβεβλημένοι κλαδίσκοι αργά την άνοιξη ή νωρίς το καλοκαίρι μαραίνονται και ξεραίνονται. Στα φύλλα εμφανίζονται επί του ελάσματος ακανόνιστες μέχρι κυκλικές, καστανές , συχνά ζωνωτές κηλίδες που αφορίζονται απ’ τους υγιείς πράσινους ιστούς. Τα προσβεβλημένα φύλλα παραμένουν πάνω στο δέντρο για μεγάλο διάστημα. Η ασθένεια μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα και στους καρπούς.

Το αίτιο της ασθένειας είναι ο αδηλομύκητας Fusicoccum amygdale. Διαχειμάζει υπό μορφή μυκηλίου στα έλκη των κλαδίσκων ή ακόμα στα προσβεβλημένα φύλλα. Οι μολύνσεις του ελάσματος των φύλλων και των ανθέων γίνονται με απ’ευθείας διάτρηση της εφυμενίδας. Οι ιστοί είναι ευπαθείς στις μολύνσεις και οι προσβολές είναι δυνατές κυρίως κατά τη βλαστική περίοδο, εφόσον επικρατεί υγρός και βροχερός καιρός. Το φθινόπωρο και η άνοιξη είναι οι επιδημιολογικά σημαντικότερες εποχές για την πραγματοποίηση των μολύνσεων και επέκταση της ασθένειας.

Η καταπολέμηση της ασθένειας γίνεται με 2 τρόπους:

  1. Επιμελής αφαίρεση και καταστροφή με φωτιά όλων των προσβεβλημένων βλαστών.
  2. Συνιστώνται 2-3 ψεκασμοί ανά 10 ημέρες, το φθινόπωρο κατά την περίοδο της πτώσης των φύλλων οι οποίοι επαναλαμβάνονται και κατά την περίοδο εκπτύξεως των οφθαλμών.

Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.

Προκαρυωτικές ασθένειες πυρηνόκαρπων

Βακτηριακό έλκος

Προσβολή φύλλου βερυκοκκιάς από Pseudomonas syringae

Από τις σοβαρότερες βακτηριώσεις των πυρηνόκαρπων και προκαλεί αποξηράνσεις κλάδων και ολόκληρων δέντρων. Οι ζημιές είναι πολύ μεγαλύτερες στα νεαρά δέντρα, η αποξήρανση των οποίων μπορεί να φθάσει το 75-80% των δέντρων. Η μείωση της παραγωγής των δέντρων λόγω προσβολής καντρίων και οφθαλμών ανέρχεται στο 80%. Η ασθένεια προκαλεί αφενός μεν το σχηματισμό ελκών στους κλάδους με αποτέλεσμα ξηράνσεις οφθαλμών, κεντρίων, κλαδίσκων, κλάδων και αφ’ ετέρου κηλιδώσεις φύλλων και σπανιότερα καρπών. Ο σχηματισμός του έλκους αρχίζει σαν μία μικρή υδατώδης κηλίδα, ακανόνιστου σχήματος, γύρω από έναν οφθαλμό ή κεντρί ή μικρή πληγή, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα παίρνει χρώμα καστανό ή καστανόμαυρο. Η προσβεβλημένη περιοχή μεγαλώνει κυρίως σε μήκος και εξελίσσεται σε εκτεταμένο έλκος με ασαφή περιφέρεια στα αρχικά στάδια. Η επιφάνεια του έλκους βυθίζεται και συχνά σχίζεται κατά μήκος στην περιφέρεια του έλκους. Από τις σχισμές βγαίνει άφθονο κόμμι το οποίο στερεοποιείται και σχηματίζει αρκετά μεγάλους όγκους γύρω από το έλκος. Εσωτερικά οι προσβεβλημένοι ιστοί στην αρχή έχουν χρώμα ανοιχτό καστανό με υδατώδη εμφάνιση. Στα φύλλα η ασθένεια προκαλεί μικρές, κυκλικές, στην αρχή υδατώδεις και αργότερα καστανές κηλίδες που περιβάλλονται συνήθως από κίτρινη ζώνη. Οι προσβεβλημένοι ιστοί νεκρώνονται και συνήθως αποχωρίζονται από τους υγιείς ιστούς και πέφτουν οπότε σχηματίζονται μικρές οπές.

Η ασθένεια οφείλεται στο βακτήριο Pseudomonas syringae pv. Morsprunorum. Στη βιολογία και οικολογία του βακτηρίου διακρίνονται δύο φάσεις. Η παρασιτική φάση, που το βακτήριο εγκαθίσταται και πολλαπλασιάζεται στους φυτικούς ιστούς όπου προκαλεί την ασθένεια και η σαπροφυτική φάση που το βακτήριο ζει επιφυτικά στο φύλλωμα των δέντρων καθ’ όλη τη βλαστική περίοδο χωρίς να προκαλεί συμπτώματα. Με υγρό και βροχερό καιρό την άνοιξη το βακτήριο εξέρχεται από τα έλκη των βλαστών ή τους προσβεβλημένους οφθαλμούς και κεντριά, παρασύρεται από το νερό της βροχής και διασπείρεται στην επιφάνεια των φύλλων. Μπαίνει από τα στομάτια μολύνει τα φύλλα και προκαλεί κηλίδωση του ελάσματος. Το φθινόπωρο με την έναρξη της βροχερής περιόδου ο επιφυτικός πληθυσμός του βακτηρίου φθάνει σε υψηλά επίπεδα και αρχίζει να προκαλεί τις μολύνσεις των κλάδων, οφθαλμών και κεντρίων. Περίοδοι συχνών βροχοπτώσεων, σχετικά χαμηλών θερμοκρασιών και ισχυροί άνεμοι είναι πολύ ευνοϊκοί παράγοντες για την ανάπτυξη και επέκταση της ασθένειας.

Τα μολύσματα διασπείρονται στα ευπαθή όργανα με τη βροχή, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονται από ισχυρό άνεμο. Η βροχή και η διατήρηση των δέντρων υγρών μερικές ώρες είναι απαραίτητοι παράγοντες για την πραγματοποίηση των μολύνσεων. Η μεγαλύτερη ευπάθεια των ιστών στις μολύνσεις παρατηρείται τον Οκτώβριο-Δεκέμβριο, αργότερα οι ιστοί γίνονται σταδιακά ανθεκτικότεροι.

Για την καταπολέμηση της ασθένειας συνιστώνται δύο ψεκασμοί το φθινόπωρο με βορδιγάλιο πολτό 1% ή οξυχλωριούχο χαλκό 0,5%. Εφόσον υπάρχει πρόβλημα κηλιδώσεως των φύλλων συνιστώνται 1-2 ψεκασμοί την άνοιξη με χαλκούχα. Αφαίρεση και καταστοφή με φωτιά των προσβεβλημένων κλάδων και κλαδίσκων. Το κλάδεμα των ΄δεντρων να γίνεται νωρίς το φθινόπωρο πριν αρχίσουν οι βροχοπτώσεις. Επίσης να αποφεύγεται η δημιουργία πληγών στα δέντρα ιδίως κατά την περίοδο που είναι ευπαθή. Χρησιμοποίηση ανθεκτικών ποικιλιών ή υποκειμένων είναι μια πολύ καλή λύση αντιμετώπισης.

Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.








Καρκίνος

Προσβολή δέντρου ροδαικινιάς από Agrobacterium tumefaciens

Η περισσότερο συνηθισμένη περίπτωση όγκων στα φυτά είναι η ασθένεια που είναι γνωστή με το όνομα «όγκος του λαιμού» ή καρκίνος των φυτών και οφείλεται σε στελέχη του βακτηρίου Agrobacterium tumefaciens. Οι προσβολές είναι ιδιαίτερα σοβαρές στα φυτώρια και στις νέες φυτείες. Τα προσβεβλημένα φυτά γίνονται έντονα καχεκτικά και συνήθως αποξηραίνονται.

Το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο σχηματισμός, σε διάφορα μέρη του φυτού, σχεδόν σφαιρικών όγκων διαμέτρου 0,5-25cm. Το βάρος τέτοιων όγκων μπορεί να φτάσει τα 25Kg. Κατά τα αρχικά στάδια οι καρκινικοί όγκοι μπορεί να συγχέονται με τον συνήθη επουλωτικό ιστό, που σχηματίζεται κατά την επούλωση των διαφόρων πληγών. Σύντομα όμως αναπτύσσονται σε μεγάλους σφαιρικούς ή ημισφαιρικούς σχηματισμούς. Η σύσταση των όγκων ποικίλει ανάλογα με την ηλικία τους και το είδος του φυτού. Γενικά οι όγκοι αποτελούνται από ανοργάνωτες μάζες παρεγχυματικού και αγγειώδους ιστού, που περιέχουν αδιαφοροποίητα κύτταρα και είναι πολυπύρηνα και διαιρούνται αμιτωτικά με μεγάλη ταχύτητα.

Οι καρκινικοί ιστοί νεκρώνονται και αποδιοργανώνονται το φθινόπωρο ή το χειμώνα. Οι αποργανούμενοι όγκοι περιέχουν συχνά διάφορους μικροοργανισμούς μέσα στους σάπιους ιστούς ή διάφορα έντομα. Στη θέση όμως των όγκων που νεκρώθηκαν σχηματίζονται νέοι όγκοι την επόμενη περίοδο κι αυτό είναι ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των καρκινικών όγκων. Στα δέντρα και τ’ άλλα πολυετή φυτά οι όγκοι σχηματίζονται, τις περισσότερες φορές στο λαιμό και στο ριζικό σύστημα. Αντίθετα στο αμπέλι οι όγκοι σχηματίζονται συχνότερα στον κορμό, στους βραχίονες, στις κεφαλές και στις κληματίδες. Συχνά οι όγκοι σχηματίζονται στο σημείο εμβολιασμού.

Το βακτήριο επιβιώνει κυρίως στους όγκους και το έδαφος. Ακόμη μπορεί να ζήσει σαπροφυτικά μέσα στα αγγεία του ξύλου του αμπελιού και ίσως άλλων φυτών. Μεταφορά των μολυσμάτων σε μεγάλες αποστάσεις και σε αμόλυντες περιοχές γίνεται συνήθως με προσβεβλημένο πολλαπλασιαστικό υλικό. Τοπική διασπορά των βακτηρίων και μόλυνση υγιών φυτών γίνεται συνήθως με τη βροχή, το νερό ποτίσματος ή το έδαφος. Επίσης το βακτήριο διασπείρεται με τα έντομα εδάφους, τα ζώα, τον άνθρωπο καθώς και με τα εργαλεία κλαδέματος ή κατεργασίας του εδάφους.

Τα κυριότερα μέτρα που λαμβάνονται εναντίον της ασθένειας είναι:

  1. Η βιολογική μέθοδος αντιμετώπισης του καρκίνου των φυτών βασίζεται στη χρησιμοποίηση ενός μη παθογόνου Agrobacterium του στελέχους Κ 84. Το στέλεχος Κ 84 έχει την ιδιότητα να παράγει μια μη πρωτεϊνική βακτηριοσίνη που είναι γνωστή σαν αγροσίνη 84 και η οποία από πλευράς χημικής δομής ανήκει σε ένα νέο άθροισμα αντιβιοτικών υψηλής εξειδικεύσεως που ονομάζονται νουκλεοτιδικές βακτηριοσίνες. Η μέθοδος είναι προληπτική και για να είναι αποτελεσματική πρέπει να εφαρμόζεται μόνο σε δενδρύλλια ή άλλο πολλαπλασιαστικό υλικό που δεν είναι μολυσμένο. Εμβαπτίζουμε με επιμέλεια το φυτικό υλικό (ολόκληρο το ριζικό σύστημα των δενδρυλλίων, τα μοσχεύματα, τους σπόρους) και αμέσως μετά το φυτεύουμε, το στρωματώνουμε ή το σπέρνουμε αναλόγως. Για την αποτελεσματική εφαρμογή της μεθόδου πρέπει η εμβάπτιση των δενδρυλλίων στο βακτηριακό αιώρημα να γίνεται μέσα σε 2 ώρες από την εκρίζωσή τους από το φυτώριο αλλιώς οι πληγωμένες ρίζες πρέπει να κλαδεύονται αμέσως προ της εμβαπτίσεως.
  2. Εγκατάσταση των σπορείων και φυτωρίων σε έδαφος που είναι απαλλαγμένο απ’ την ασθένεια.
  3. Αποφυγή τραυματισμού των φυτών και ιδίως του ριζικού συστήματος και του λαιμού με τα εργαλεία καλλιέργειας και καταπολέμηση των εντόμων εδάφους και των νηματωδών.
  4. Χρησιμοποίηση υγιούς φυτικού υλικού στις νέες φυτείες
  5. Τα εργαλεία εμβολιασμού και κλαδέματος να απολυμαίνονται καλά με φορμόλη ή οινόπνευμα.
  6. Ικανοποιητικά αποτελέσματα στη θεραπεία των όγκων θεωρείται ότι δίνει η επάλειψή τους με σκευάσματα. Τα φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν υπάρχουν στον κατάλογο φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά καλλιέργεια και παθογόνο του ΥΠΑΑΤ.








Πρώϊμη βλάστηση και ξήρανση ροδακινιάς

Η ασθένεια είναι γνωστή με το όνομα χλωρωτικό καρούλιασμα των φύλλων της βερυκοκκιάς. Συμπτώματα της ασθένειας παρατηρήθηκαν σε δενδροκομεία ροδακινιάς και βερυκοκκιάς στη Μακεδονία. Εμφανίστηκε επίσης και στη δαμασκηνιά και ιδιαίτερα στις Ιαπωνικές ποικιλίες. Τα ασθενή δέντρα παρουσιάζουν πρώιμη έκπτυξη των βλαστοφόρων οφθαλμών, χλώρωση και καρούλιασμα φύλλων, μεταχρωματισμό του καμβίου, νεκρώσεις του φλοιού, βοθρίωση του κορμού και χονδρών ριζών και σε λίγα χρόνια ξεραίνονται.

Σε πειραματική εφαρμογή υδροχλωρικής οξυτετρακυκλίνης στον κορμό των δέντρων με έγχυση διαπιστώθηκε υποχώρηση ή εξαφάνιση των συμπτωμάτων κι αυτό θεωρείται σοβαρή ένδειξη ότι η ασθένεια μπορεί να οφείλεται σε προκαρυωτικούς οργανισμούς τύπου μυκοπλάσματος. Ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης είναι να γίνει σωστή εφαρμογή απολύμανσης του εδάφους (χημική, με ατμό, ηλιοαπολύμανση, καθώς και συνδυασμός ηλιοαπολύμανσης και μειωμένης δόσης χημικού απολυμαντικού).


Ιολογικές ασθένειες πυρηνόκαρπων

Σάρκα

Προσβολή δαμάσκηνου από plum pox virus
Προσβολή ροδάκινου από plum pox virus
Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από plum pox virus
Προσβολή βερύκοκκου από plum pox virus

Ασθένεια πολύ σοβαρή που προσβάλλει κυρίως τη δαμασκηνιά, τη βερυκκοκιά και ροδακινιά και μειώνει σοβαρά την ποιότητα και επομένως την εμπορική αξία της παραγωγής. Ακόμη μειώνει την απόδοση των δέντρων και την παραγωγική ζωή του δενδροκομείου.

Στη βερυκοκκιά οι καρποί παρουσιάζουν μικρή ή έντονη παραμόρφωση και ανομοιογενή ωρίμανση της σάρκας. Συγκεκριμένα στην επιφάνεια των καρπών παρατηρούνται ακανόνιστες υπερυψωμένες περιοχές κανονικού χρώματος και βυθισμένες θέσεις χρώματος υποκίτρινου ή υποπράσινου ή ακόμη σκοτεινού. Ενίοτε στην επιφάνεια των καρπών, σχηματίζονται νεκρωτικοί δακτύλιοι. Στην επιφάνεια των πυρήνων παρατηρούνται χαρακτηριστικές ποικιλοχρώσεις χρώματος υποκίτρινου ή καστανού και μορφής δακτυλίου ή κηλίδας. Στα φύλλα η ασθένεια εκδηλώνεται με διάχυτους πρασινοκίτρινους δακτυλίους και γραμμοειδείς χλωρωτικούς μεταχρωματισμούς.

Στη ροδακινιά οι καρποί παρουσιάζουν επιφανειακή κιτρινέρυθρη δακτυλιωτή κηλίδωση. Στα φύλλα εμφανίζονται μεκρές ακανόνιστες χλωρωτικές κηλίδες, ελαφρό κιτρίνισμα των νευρώσεων και κάποιες φορές παρατηρείται παραμόρφωση του ελάσματος.

Στη δαμασκηνιά οι καρποί εμφανίζουν ακανόνιστες βυθισμένες περιοχές που πολλές φορές έχουν σχήμα δακτυλίου και χρώμα σκοτεινό.

Η ασθένεια οφείλεται στον plum pox virus. Ο ιός προσβάλλει 15 είδη του γένους Prunus μεταξύ των οποίων τη δαμασκηνιά, ροδακινιά, βερικοκιά και διάφορα άγρια είδη, όπως το Prunus spinosa. Πηγές μολύνσεως μέσω των αφίδων αποτελούν τα εγκατεστημένα μολυσμένα καλλιεργούμενα δέντρα και τυχόν μολυσμένα αυτοφυή. Οι περισσότερες μολύνσεις με αφίδες γίνονται την άνοιξη και το φθινόπωρο. Ο κύριος τρόπος μετάδοσης της ασθένειας γίνεται με το αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό. Ο ιός δε μεταδίδεται με το σπόρο, τη γύρη και το έδαφος. Για την ασφαλή διάγνωση της ασθένειας χρησιμοποιείται η ορροδιαγνωστική ή ορροενζυματική μέθοδος που είναι γνωστή σαν ELISA. Η διάγνωση της ασθένειας μπορεί να γίνει και με φυτά δείκτες. Για την καταπολέμησή της :

  1. Πρέπει να χρησιμοποιείται υγιές πολλαπλασιαστικό υλικό.
  2. Σε περιοχή με λίγα δέντρα επιβάλλεται η εκρίζωση και καταστροφή με φωτιά όλων των ύποπτων δέντρων.
  3. Καταπολέμηση των αφίδων.
  4. Στις περιοχές που η ασθένεια ενδημεί ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισής της είναι η χρησιμοποίηση ανεκτικών ποικιλιών.








Νεκρωτική δακτυλιακή κυλίδωση

Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από Prunus necrotic ringspot virus

Η ασθένεια προσβάλλει τα περισσότερα από τα καλλιεργούμενα πυρηνόκαρπα όπως κερασιά, βυσσινιά, ροδακινιά, βερυκοκκιά, δαμασκηνιά. Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι ο σχηματισμός δακυλιωτών κηλίδων στο έλασμα των φύλλων με διάμετρο 1-5 mm που στην αρχή έχουν χρώμα ανοιχτό πράσινο μέχρι κίτρινο και σκοτεινούς δακτυλίους και αργότερα εξελίσσονται σε νεκρωτικές. Συχνά το νεκρωμένο τμήμα του ελάσματος πέφτει και προκαλείται το σύμπτωμα «διάτρηση φύλλων» που είναι περισσότερο γνωστό σαν «τρύπες από σκάγια».

Τα άνθη των προσβεβλημένων δέντρων έχουν κοντούς μίσχους ή δεν έχουν καθόλου μίσχους, ο κάλυκας κι η στεφάνη μπορεί να εμφανίσει συστροφή και παραμορφώσεις και τα πέταλα εμφανίζουν χλωρωτικούς ή νεκρωτικούς δακτύλιους. Τέτοια άνθη συνήθως δεν παράγουν καρπούς. Η ασθένεια προκαλείται από τον Prunus necrotic ringspot virus. Ο ιός μεταδίδεται με εμβολιασμό, με το σπόρο και φυσικά με το αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό και μηχανικά (με χυμό). Η μετάδοση του ιού στα υγιή δέντρα κατά την άνοιξη γίνεται με τη μολυσμένη γύρη. Σε θερμοκρασία 28οC η ασθένεια είναι περισσότερο έντονη. Διατήρηση δενδρυλλίων σε θερμοκρασία 38οC προσβεβλημένων προκαλεί αδρανοποίηση του ιού και επομένως έχει σαν αποτέλεσμα τη θεραπεία των φυτών από την ίωση.

Ο ιός έχει ευρύ κύκλο ξενιστών και προσβάλλει διάφορα είδη Prunus, την τριανταφυλλιά, τη μηλιά, το λυκίσκο. Η διάγνωση της ίωσης γίνεται με μόλυνση φυτών δεικτών, όπως cucumis sativus, chenopodium amaranticolor, c. quinoa, Prunus serrulata, Prunus tomentosa, Cyamopsis tetragonoloba και Momordica balsamina. Επίσης με τη μέθοδο ELISA η οποία είναι ευαίσθητη και γρήγορη.

Η καταπολέμησή της γίνεται με:

  1. Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού ή αντικατάσταση ασθενών δέντρων. Χρησιμοποίηση υγρών εμβολίων. Το πολλαπλασιαστικό υλικό να λαμβάνεται από μητρικά δέντρα που υφίστανται τακτικό ιολογικό έλεγχο.
  2. Με εκρίζωση και καταστροφή με φωτιά των ασθενών δέντρων.
  3. Με καταπολέμηση των ακάρεων και νηματωδών.








Μωσαϊκό ροδακινιάς

Προσβολή φύλλου ροδακινιάς από την ασθένεια Μωσαϊκό

Η ασθένεια προσβάλλει τη ροδακινιά, βερυκοκκιά, δαμασκηνιά και προκαλεί εξασθένιση και μείωση της απόδοσης των δέντρων και υποβάθμιση των παραγόμενων καρπών. Η κερασιά και βυσσινιά δεν προσβάλλονται.

Τα προσβεβλημένα δέντρα παρουσιάζουν νανισμό, καθυστέρηση στην έναρξη της βλάστησης και άνθησης και βραχυγονάτωση των νέων βλαστών. Παρατηρείται ακόμη σχηματισμός ροδάκων φύλλων, μικροφυλλία και κάποιες φορές φυλλόπτωση. Το πλέον χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ασθένειας είναι η εμφάνιση, νωρίς την άνοιξη, κίτρινου μωσαϊκού στα φύλλα το οποίο είναι συχνότερο κατά μήκος των νευρώσεων. Η ασθένεια αποδίδετια σε ιό. Μεταδίδεται με τον εμβολιασμό, το αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό και με το άκαρι Eriophyes insidiosus. H ασθένεια δεν μεταδίδεται μηχανικά (με χυμό).

Για την καταπολέμησή της συνιστάται εκρίζωση και καταστροφή με φωτιά των ασθενών δέντρων. Χρησιμοποίηση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού ιδίως στις αμόλυντες περιοχές. Χρησιμοποίηση ανθεκτικών ή ανεκτικών ποικιλιών στις περιοχές που ενδημεί η ασθένεια και καταπολέμηση του ζωϊκού φορέα.






Νανισμός δαμασκηνιάς

Προσβολή φύλλων κερασιάς από Prune dwarf virus
Προσβολή φύλλων δαμασκηνιάς από Prune dwarf virus

Προσβάλλει τη ροδακινιά, δαμασκηνιά, κερασιά, βυσσινιά και βερυκοκκιά. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο νανισμός των προσβεβλημένων δέντρων της δαμασκηνιάς. Τα δέντρα εμφανίζουν μικρή βλάστηση με βραχέα μεσογονάτια και μικρότερα του κανονικού, στενά δερματώδη φύλλα. H παραγωγή των ασθενών δέντρων είναι μειωμένη μέχρι 50%.

Η ίωση στη ροδακινιά προκαλεί μικρή καθυστέρηση στην έναρξη της βλάστησης την άνοιξη. Τα φύλλα είναι σκληρά, τείνουν να πάρουν θέση όρθια, έχουν κυματοειδή πειφέρεια και πολλές φορές κουλουριάζουν προς τα πάνω. Στο έλασμα των φύλλων εμφανίζεται νωρίς την άνοιξη, ποικιλόχρωση διαφόρων σχημάτων. Ακόμα παρατηρείται νανισμός των βλαστών, βραχυγονάτωση και σχηματισμός χαλαρών ροδάκων φύλλων.

Στα νεαρά φύλλα της βυσσινιάς ο ιός προκαλεί νεκρωτικές κηλίδες και «τρύπες από σκάγια» συμπτώματα που μοιάζουν με εκείνα που προκαλούνται από τον ιό PNRV. Το ίδιο με τη βυσσινιά ίσχύει και στην περίπτωση της κερασιάς. Όπως θα παρατηρήσετε στη φωτογραφία που απεικονίζει φύλλα κερασίας, τα φύλλα της αριστερής πλευράς της εικόνας δε έχουν προσβληθεί από την ασθένεια αυτή, κάτι όμως που δεν ισχύει στην περίπτωση των φύλλων κερασιάς στη δεξιά πλευρά της εικονάς που είναι προσβεβλημένα από την ασθένεια αυτή.

Η ασθένεια οφείλεται στον prune dwarf virus. O ιός PDV είναι πολυσωματιδιακός ή πολυγονιδιωματικός με τεσσάρων τύπων σωματίδια ισομετρικά μέχρι ελαφρώς βακιλλόμορφα. Η μετάδοση του ιού γίνεται με το αγενές πολλαπλασιαστικό υλικό, τον εμβολιασμό και μηχανικώς (με χυμό) στους ποώδεις ξενιστές. Στην κερασιά μεταδίδεται στα υγιή δέντρα με τη γύρη. Δεν είναι γνωστοί ζωϊκοί φορείς του ιού. Αναφέρεται μετάδοση του ιού κει με το σπόρο σε υψηλό ποσοστό σε μερικά είδη Prunus. Η διάγνωση γίνεται με μολύνσεις φυτών δεικτών. Επίσης χρησιμοποιείται η μέθοδος ELISA.

Για την καταπολέμηση εφαρμόζονται τα μέτρα 1 και 2 που συνιστώνται κατά του ιού της νεκρωτικής δακτυλιωτής κηλίδωσης των πυρηνόκαρπων.








Βοθρίωση στελέχους ροδακινιάς

Η ασθένεια αυτή προσβάλλει την ροδακινιά. Τα δέντρα κατά το τέλος του καλοκαιριού εμφανίζουν ερυθρό ή κίτρινο μεταχρωματισμό των φύλλων τα οποία και καρουλιάζουν προς τα πάνω. Επίσης παρουσιάζουν, ιδίως τα νεαρά δέντρα, νανισμό και βοθρίωση του ξύλου καθώς και φλοιό παχύτερο του κανονικού.

Η παραγωγή και χρήση υγιούς πολλαπλασιαστικού υλικού είναι μέχρι στιγμής η πιο ενδεδειγμένη λύση για την καταπολέμηση της ασθένειας.


Μη μεταδοτικές ασθένειες πυρηνόκαρπων

Τροφοπενία αζώτου

Νωρίς κατά τη βλαστική περίοδο τα φύλλα είναι μικρά και χλωρωτικά και η αύξηση της βλάστησης μειωμένη και το φύλλωμα αραιό. Κατά τα μέσα του καλοκαιριού τα φύλλα μπορεί να κιτρινίσουν, με περιφερειακό καψάλισμα, που μοιάζει με τροφοπενία καλίου. Το φθινόπωρο τα φύλλα πέφτουν νωρίτερα από τη συνήθη εποχή. Κατά το φθινόπωρο, παρόμοια συμπτώματα μπορεί να παρουσιαστούν από έλλειψη νερού. Σε παραγωγικούς δαμασκηνεώνες η τροφοπενία αζώτου διορθώνεται με ετήσια παροχή αζώτου στο έδαφος (50 έως 75Kg αζώτου ανά στρέμμα) σε δυο δόσεις, νωρίς το φθινόπωρο και την άνοιξη.



Τροφοπενία καλίου

Τα τροφοπενιακά φύλλα αρχίζουν να εμφανίζουν τα συμπτώμτα στις αρχές έως τα μέσα του καλοκαιριού, αλλά σε έντοντες τροφοπενιακές περιπτώσεις, τα συμπτώματα εμφανίζονται κατά τα τέλη της άνοιξης, προτού ακόμα τα φύλλα ωριμάσουν πλήρως. Τα φύλλα γίνονται χλωρωτικά (μοιάζει με τροφοπενία αζώτου ή μερικές φορές με χλώρωση σιδήρου). Το μέγεθος των φύλλων, η αύξηση της βλάστησης και το μέγεθος των καρπών αναστέλλεται. Τα φύλλα, σε έντονες τροφοπενιακές περιπτώσεις, περιφερειακά αναπτύσσουν καψάλισμα, που ξαφνικά μπορεί να επεκταθεί σ' όλο το φύλλο, κυρίως μετά από μια περίοδο πολύ ζεστών ημερών και με συνθήκες ψηλής παραγωγής. Οι καρποί επειδή εκτίθενται στον ήλιο μπορεί να παρουσιάσουν κατά τα τέλη του καλοκαιριού ηλιοεγκαύματα. Ακόμα ενδέχεται να επισυμβούν και αποξηράνσεις βλαστών. Τα τροφοπενιακά συμπτώματα καλίου είναι πιο συχνά τις χρονιές, όταν ο ανοιξιάτικος καιρός είναι ψυχρός, γιατί αναστέλλεται η αύξηση και λειτουργικότητα των ριζών. Η τροφοπενία καλίου διορθώνεται με πότισμα, όταν η διείσδυση του καλίου δια μέσου του εδάφους στην επιφάνεια των ριζών, περιορίζεται πάρα πολύ σε ξηρά εδάφη. Η παραγωγή επηρεάζει τη συγκέντρωση του καλίου, γιατί καθώς ο καρπός αναπτύσσεται, ανταγωνίζεται το ριζικό σύστημα για ενέργεια. Σε χρονιές μεγάλων σοδειών, που ο ανταγωνισμός μειώνει την ικανότητα του δένδρου να απορροφήσει κάλι, οδηγεί στην εκδήλωση συμπτωμάτων τροφοπενίας καλίου.

Μερικές φορές η μεγάλη περιεκτικότητα του εδάφους σε μαγνήσιο οδηγεί σε τροφοπενία καλίου. Η περίπτωση όμως αυτή διορθώνεται καλύτερα με τη χρησιμοποίηση του κατάλληλου υποκείμενου. Από τα μέχρι σήμερα γνωστά υποκείμενα, τα υποκείμενα τύπου δαμασκηνιάς Marianna 2624 και Myrobalan 29C είναι καλύτερα από της ροδακινιάς στην παροχή καλίου στο δένδρο.

Η τροφοπενία καλίου στα πολύ αμμώδη εδάφη διορθώνεται με την παροχή θειικού καλίου 1-15Kg κατά δένδρο κάθε 3 ή 4 χρόνια. Για δένδρα, που αναπτύσσονται σε πηλώδη έως αργιλώδη εδάφη, αρχικά πρέπει να προσέξουμε τα ποτίσματα, που θα πρέπει να γίνονται σε συχνά χρονικά διαστήματα, για να διατηρείται αρκετά υγρή η ριζόσφαιρα του δένδρου. Τα ποτίσματα πρέπει να συνεχίζονται και μετά τη συλλογή των καρπών, για να διατηρηθεί ενεργό το ριζικό σύστημα του δένδρου, μέχρι τη φυλλόπτωση. Αν το πότισμα είναι επαρκές, τότε ενδείκνυται η παροχή 10-12 Kg θειικού καλίου κατά δένδρο. Η επίδραση συνήθως εμφανίζεται σ' ένα ή δυο χρόνια. Η τροφοπενία καλίου μπορεί να διορθωθεί πιο γρήγορα με διαφυλλικούς ψεκασμούς νιτρικού καλίου (3-4%), αλλά τα δένδρα πρέπει να ψεκάζονται αρκετές φορές το χρόνο και κάθε χρόνο. Η διόρθωση τροφοπενιακών καταστάσεων καλίου, όπως έδειξαν πρόσφατες έρευνες, μπορεί να γίνει, και μάλιστα πιο αποτελεσματικά, με την παροχή καλίου δια μέσου του στάγδην ποτίσματος ή με απευθείας τοποθετήσεώς του ακριβώς κάτω από τα μπεκ παροχής νερού. Η επίδραση αρχίζει να φαίνεται μετά από 4-6 βδομάδες, από τότε που έγινε η παροχή.



Τροφοπενία ψευδαργύρου

Τροφοπενιακά συμπτώματα ψευδαργύρου εμφανίζονται νωρίς την άνοιξη, ιδιαίτερα μάλιστα, αν η τροφοπενία είναι ισχυρή. Σαν πρώτη ένδειξη είναι η καθυστέρηση έκπτυξης των ξυλοφόρων και ανθοφόρων οφθαλμών του βλαστού ή του δένδρου που επηρεάστηκε. Μερικές φορές, ένα δένδρο με επαρκή ψευδάργυρο είναι γεμάτο από φύλλα, ενώ ένα ισχυρά τροφοπενιακό δένδρο ή βλαστός μόλις αρχίζει να βγάζει φύλλα. Όταν οι ξυλοφόροι οφθαλμοί εκπτυχθούν, τα φύλλα είναι μικρά, χλωρωτικά και εμφανίζονται κατά φούντες, συμπτώματα γνωστά με τον όρο μικροφυλλία. Φύλλα ελαφρά τροφοπενιακά είναι κατά τι μικρότερα σε μέγεθος απ' τα κανονικά, αλλά εμφανίζουν πολλές χλωρωτικές κηλίδες μεταξύ των πλάγιων νευρώσεων. Σε ισχυρές τροφοπενιακές καταστάσεις, επάκριες νεκρώσεις, μερικές φορές μπορεί να επισυμβούν. Οι καρποί τροφοπενιακών βλαστών ή δένδρων είναι σημαντικά μικρότεροι σε μέγεθος απ' τους κανονικούς.

Η τροφοπενία ψευδαργύρου σε αμμώδη εδάφη διορθώνεται επαρκώς με την παροχή και ενσωμάτωση στο έδαφος 2,5-5Kg θειϊκού ψευδάργυρου ανά δένδρο, ανάλογα με το μέγεθος του δένδρου. Επίσης μπορεί να διορθωθεί με τη διασπορά χηλικού ψευδαργύρου 0.5-2.5Kg ανά δένδρο, πριν από το πότισμα. Οι εδαφικές όμως επεμβάσεις είναι λιγότερο αποτελεσματικές σε εδάφη καλής σύστασης. Καλά αποτελέσματα έχουν δώσει και οι διαφυλλικοί ψεκασμοί. Νωρίς την άνοιξη, όταν τα φύλλα δεν έχουν αποκτήσει το κανονικό τους μέγεθος μπορεί να χρησιμοποιηθεί οξείδιο του ψευδάργυρου (0.2-0.25%) ή χηλικός ψευδάργυρος (ΖnΕDΤΑ) σε δόση 0.25%. Οι ψεκασμοί πρέπει να διενεργούνται πριν από τα μέσα Μαίου, γιατί οι μετέπειτα ψεκασμοί, μερικές φορές, προκαλούν φυτοτοξικότητα. Επίσης, αν μετά τον ψεκασμό επακολουθήσει βροχή, μπορεί να αναπτυχθούν πάνω στα φύλλα μερικές νεκρωτικές κηλίδες. Ακόμη μπορεί να γίνει φθινοπωρινός ψεκασμός με θειϊκό ψευδάργυρο (36% Ζn) σε δόση 1%, με την έναρξη της φυσιολογικής φυλλόπτωσης. Μπορεί μετά τον ψεκασμό να παρατηρηθούν εγκαύματα στα φύλλα, αλλά χωρίς κανένα σοβαρό κίνδυνο για τα δένδρα.




Τροφοπενία σιδήρου

Τροφοπενία σιδήρου σε φύλλα ροδακινιάς

Η χλώρωση σιδήρου συναντάται σε πολλούς δαμασκηνεώνες και συνδέεται με ασβεστώδη εδάφη, όπου η αντίδραση του εδάφους (pH) είναι πάνω από το ουδέτερο, ή με βαριά και κακή αποστράγγιση εδάφη. Τα επάκρια φύλλα των βλαστών γίνονται χλωρωτικά νωρίς κατά τη βλαστική περίοδο. Σε ελαφρές τροφοπενίες το έλασμα μεταξύ των νευρώσεων των φύλλων, που παραμένουν πράσινες, γίνεται κιτρινωπό. Η χλώρωση με την πάροδο της εποχής μπορεί να εξαφανιστεί. Σε ισχυρές τροφοπενιακές περιπτώσεις, και οι νευρώσεις ακόμα, γίνονται χλωρωτικές και ολόκληρο το φύλλο μπορεί να γίνει λευκό έως υπόλευκο. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι καρποί είναι πενιχρά χρωματισμένοι. Η τροφοπενία σιδήρου διορθώνεται δύσκολα. Αν συνδέεται όμως με ασβεστώδη εδάφη, μια ισχυρή παροχή θείου στο έδαφος (7-25Kg ανά δένδρο), με διασπορά κάτω απ' το δένδρο και ενσωμάτωσή του, μπορεί να διορθώσει το πρόβλημα. Η όξινη επίδραση του εδαφικού θείου θα κάνει το σίδηρο πιο διαθέσιμο στο δένδρο. Τέτοιου είδους όμως αντίδραση παίρνει χρόνο, και η διόρθωση μπορεί να μη γίνει εμφανής στα δένδρα μέχρι ένα χρόνο μετά την εφαρμογή. Ο χηλικός σίδηρος, αν χρησιμοποιηθεί σε επαρκείς ποσότητες, δίνει γρήγορα αποτελέσματα, αλλά είναι ακριβός και η διόρθωση διαρκεί πολύ. Αν αιτία της χλώρωσης είναι η ψηλή υγρασία του εδάφους, ο περιορισμός των ποτισμάτων ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα μπορεί να περιορίσουν το πρόβλημα.




Τροφοπενία μαγγανίου

Τα φύλλα είναι χλωρωτικά, όπως στην τροφοπενία του αζώτου και τη χλώρωση του σιδήρου. Η φυλλική επιφάνεια, μεταξύ των κεντρικών πλάγιων νευρώσεων, εκτεινόμενη από την περιφέρεια προς την κεντρική νεύρωση γίνεται χλωρωτική. Συνήθως παρατηρείται σε εδαφικές συνθήκες παρόμοιες με εκείνες που προκαλούν χλώρωση σιδήρου. Στην τροφοπενία μαγγανίου το μέγεθος των φύλλων και καρπών είναι κανονικά και αν ακόμα το δένδρο είναι πολύ τροφοπενιακό. Η παραγωγή μειώνεται μόνο αν επηρεαστεί το 50% των φύλλων. Η τροφοπενία μαγγανίου μπορεί να διορθωθεί εύκολα μ' ένα διαφυλλικό ψεκασμό θειϊκού μαγγανίου (0.2-0.4%) ή χηλικού μαγγανίου, (ΜnΕDΤΑ) σε δόση 0.1-0.25%. Ο ψεκασμός πρέπει να γίνει νωρίς την άνοιξη, πριν τα φύλλα αποκτήσουν το κανονικό τους μέγεθος. Η συνεχής χρησιμοποίηση θειικής αμμωνίας [(ΝΗ4)2 SΟ4] ως αζωτούχο λιπάσματος ή η παροχή θείου (2.5-5Kg ή περισσότερο ανά δένδρο) στο έδαφος μπορεί να διορθώσει την τροφοπενία μαγγανίου.




Τροφοπενία βορίου

Όταν υπάρχει έλλειψη βορίου τα επάκρια και τα αμέσως πιο κάτω φύλλα των βλαστών των πυρηνοκάρπων ξηραίνονται περιφερειακά και πέφτουν. Επίσης ξηραίνονται και οι κορυφές των επηρεασθέντων βλαστών. Τον επόμενο χρόνο οι οφθαλμοί κάτω απ' το ξερό τμήμα του βλαστού σχηματίζουν βλαστούς, που παίρνουν τη μορφή βούρτσας. Ο αριθμός των ανθέων, που σχηματίζονται, είναι μικρός και η παραγωγή δραστικά μειωμένη.

Η τροφοπενία βορίου διορθώνεται με παροχή στο έδαφος ή με διαφυλλικούς ψεκασμούς με βόριο. Η διασπορά βόρακα στο έδαφος κατά το φθινόπωρο, σε δόση περίπου 6Kg ανά στρέμμα, μπορεί να διορθώσει την τροφοπενία για 3-5 χρόνια. Θα πρέπει όμως να δοθεί προσοχή στην ποσότητα, για να μη καταλήξει σε τοξικότητα βορίου. Με την εμφάνιση τροφοπενιακών συμπτωμάτων, ένας διαφυλλικός ψεκασμός με διαλυτό βόριο σε δόση 0.1% μπορεί να ωφελήσει την τρέχουσα βλάστηση, αν γίνει κατά τα τέλη της άνοιξης, αλλά δε θα έχει καμμιά διορθωτική επίδραση στην τρέχουσα παραγωγή.




Τροφοπενία χαλκού

Τα συμπτώματα της τροφοπενίας χαλκού στα πυρηνόκαρπα είναι παρόμοια με εκείνα του βορίου, αλλά μπορεί να συνοδεύονται από έκκριση κόμμι. Στην περίπτωση αυτή χρειάζεται ανάλυση φύλλων, για την αναγνώριση των δυο τροφοπενιών. Η διόρθωση γίνεται με διαφυλλικούς ψεκασμούς με διάλυμα 0.1% θειικού χαλκού.




Τροφοπενία μαγνησίου

Η τροφοπενία μαγνησίου συνήθως συνδέεται με χαμηλό pH εδάφους, όπως συμβαίνει, π.χ., μετά από συνεχή χρήση θεϊικής αμμωνίας σε αμμώδη εδάφη ή με νεαρά ζωηρά δένδρα με ψηλή συγκέντρωση καλίου. Τα συμπτώματα εμφανίζονται κατά τα μέσα με τέλη του καλοκαιριού, μετά από σημαντική βλαστική αύξηση. Τα φύλλα, που βρίσκονται στη βάση των βλαστών, και κυρίως εκείνα των ζωηρών βλαστών, εμφανίζουν μια ευκρινή χλωρωτική περιοχή στην κορυφή και περιφερειακά των φύλλων, που έχει σαν αποτέλεσμα το σχηματισμό μιας πράσινης περιοχής, σε σχήμα αντιστραμμένου V, προς τη βάση του ελάσματος των φύλλων. Τα φύλλα αυτά πέφτουν νωρίς. Η τροφοπενία μαγνησίου διορθώνεται με διαφυλλικούς ψεκασμούς νιτρικού μαγνησίου (0.25%) στα δέντρα.











[1]

Βιβλιογραφία

  1. "Ασθένειες καρποφόρων δένδρων και αμπέλου", του Χ. Γ. Παναγόπουλου, καθηγητή Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών